EuroCapital: Η “ευρωπαϊκή κρίση” προσαρμόζει τις αντιλήψεις στη νέα πραγματικότητα Η “ευρωπαϊκή κρίση” προσαρμόζει τις αντιλήψεις στη νέα πραγματικότητα ================================================================================ Γιάννης Σιάτρας on 21/11/2010 10:46 Το φορολογικό καθεστώς της Ιρλανδίας για τις επιχειρήσεις, το οποίο προβλέπει φορολογική επιβάρυνση επί των κερδών μόλις 12,5%, αποτελεί ένα από τα θέματα συζήτησης -και τριβής- μεταξύ της Ιρλανδικής Κυβέρνησης και των εμπειρογνωμόνων του ΔΝΤ και της Ε.Ε., στα πλαίσια της κατάρτισης της συμφωνίας για την παροχή βοήθειας στην υπερχρεωμένη οικονομία. Το καθεστώς αυτό, επί χρόνια ενοχλεί άλλα κράτη της Ένωσης, αφού κατόρθωσε να προσελκύσει ένα μεγάλο αριθμό εταιριών απ’ όλο το κόσμο, συντελώντας στην επίτευξη υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης για τη χώρα, την προηγούμενη δεκαετία. Πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θεωρούν την πρακτική της χαμηλής φορολογίας που εφαρμόζει η Ιρλανδία ως ένα είδος “αθέμιτου ανταγωνισμού” μέσα στα γεωγραφικά όρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης.. Σήμερα, πολλοί θεωρούν ότι οι πιέσεις που σήμερα δέχεται το Δουβλίνο για την αλλαγή του φορολογικού του καθεστώτος, είναι άδικη, αφού έτσι γίνεται εκμετάλλευση της ανάγκης του για εξεύρεση δανειακών κεφαλαίων. Μάλιστα, φέρνουν ως παράδειγμα μίας άλλης μορφής “αθέμιτου ανταγωνισμού” το γεγονός ότι, κατά τα προηγούμενα χρόνια, αντίθετα με τα περισσότερα κράτη της Ευρωζώνης, η Γερμανία ακολούθησε πολιτική μηδενικών αυξήσεων στους μισθούς των εργαζομένων, με στόχο να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά της. Εκτιμώ ότι το επιχείρημα εναντίον της Γερμανίας είναι έωλο. Θα πρέπει να έχουμε υπ’ όψη μας ότι για την εφαρμογή μίας “αυστηρής” μισθολογικής πολιτικής στη Γερμανία συναίνεσαν, με μεγάλες πλειοψηφίες, τα περισσότερα από τα γερμανικά συνδικάτα εργαζομένων και ότι η υιοθέτηση αυτής της πολιτικής είχε σαφές πολιτικό κόστος για τις κυβερνήσεις που την εισηγήθηκαν. Όμως, σε τελική ανάλυση, δεν είναι η Γερμανία αυτή που είναι χρεωμένη και που σήμερα αναζητά κεφάλαια για την επιβίωσή της. Ο “εκβιασμός” ενός κυρίαρχου ευρωπαϊκού Κράτους να μεταβάλει τη φορολογική του πολιτική, είναι βεβαίως μία αρνητική παράμετρος του όλου ζητήματος. Είναι αποδεκτό, αλλά και απαραίτητο, να αναπτύσσεται ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών - μελών μίας οικονομικής ένωσης. Όμως, η διατήρηση αυτής της κατάστασης στην Ιρλανδία, δεν είναι δίκαιη. Δεν είναι δίκαιη αφού δε συνάδει με τη σημερινή ιρλανδική πραγματικότητα και δεν προάγει τους κανόνες του ίσου ανταγωνισμού ανάμεσα στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ιρλανδία -και η κάθε χώρα- ως κυρίαρχο κράτος, μπορεί να υιοθετεί όποιο φορολογικό συντελεστή επιθυμεί. Όμως, εάν η χώρα αυτή επιθυμεί να διατηρεί τους προκλητικά χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές που ισχύουν σήμερα, θα πρέπει πρώτα να φέρει σε τάξη τα δημοσιονομικά της μεγέθη, ώστε να μην καλούνται σήμερα οι Ευρωπαίοι πολίτες να χρηματοδοτούν τα ελλείμματά της. Η κρίση της Ευρώπης σήμερα, ή καλύτερα, η κρίση των “αναπτυγμένων οικονομιών”, αναγκαστικά μας εισάγει σε μία άλλη αντίληψη. Ναι, βεβαίως και θα πρέπει να υπάρχει αλληλεγγύη μεταξύ των λαών της Ευρώπης. Αλλά θα πρέπει να υπάρχει και δικαιοσύνη. Πριν από μερικά χρόνια, είχαμε πιστέψει και είχαμε επαναπαυθεί στη λογική της αρχής των “συγκοινωνούντων δοχείων”. Δηλαδή, μέσα σε διάστημα μερικών ετών, μέσα από το κοινό νόμισμα, τα κράτη (“συγκοινωνούντα δοχεία”) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα κατέληγαν στο ίδιο επίπεδο ανάπτυξης και οικονομικής ευημερίας. Η αρχή των “συγκοινωνούντων δοχείων” και βέβαια εξακολουθεί να ισχύει. Άλλωστε, αποτελεί ένα φυσικό νόμο, ο οποίος δε μπορεί να καταργηθεί. Δεν ισχύει όμως η λογική την οποία, μερικά κράτη -μεταξύ αυτών και η Ελλάδα- είχαν υιοθετήσει. Ότι δηλαδή η εξίσωση της οικονομικής ευημερίας θα έλθει από μόνη της. Θα επέλθει η εξίσωση. Αλλά θα επέλθει μέσα από μία άλλη λογική. Από τη λογική της σκληρής δουλειάς, της πειθαρχίας και της προσαρμογής στις μεταβαλλόμενες συνθήκες στους όρους του διεθνούς ανταγωνισμού. Εάν η Ευρώπη θέλει να διασωθεί, σαν σύνολο, θα πρέπει να αποδεχθεί την ανάγκη ισχυροποίησης της ανταγωνιστικότητάς της. Κακώς σήμερα, οι Έλληνες και οι Ιρλανδοί -και ενδεχόμενα αύριο οι Πορτογάλοι ή οι Ισπανοί- κατηγορούμε την “κακιά” κα Μέρκελ. Θα έπρεπε να τα κατηγορούμε το παρελθόν μας.