EuroCapital: Ελλειμμα επενδύσεων €540 δισ. έφερε η κρίση στην Ελλάδα Ελλειμμα επενδύσεων €540 δισ. έφερε η κρίση στην Ελλάδα ================================================================================ - on 26/06/2017 15:16 Από τον Τάσο Μαντικίδη. Η ελληνική μεγάλη ύφεση και η περιδίνηση στην οποία βρέθηκε η ελληνική οικονομία έχουν δημιουργήσει ένα τεράστιο επενδυτικό έλλειμμα που υπολογίζεται σε μισό τρισ. ευρώ περίπου, επιδρώντας αρνητικά στην ανταγωνιστικότητα και στις προοπτικές ανάπτυξης της χώρας ώστε να βγει οριστικά από τη στενωπό. Τα στοιχεία της AMECO δείχνουν πως η Ελλάδα παρουσιάζει με 11,7% το μικρότερο ποσοστό επενδύσεων ως προς το ΑΕΠ στην Ευρωπαϊκή Ενωση, όπου ο μέσος όρος επενδύσεων ανέρχεται στο 19,8% και στη γειτονική μας Ρουμανία φθάνει στο 24,9%. Οπως προκύπτει από τα στοιχεία, ο συνδυασμός της παρατεταμένης ύφεσης και της πιστωτικής ανεπάρκειας έχει εξανεμίσει μεταξύ 2008-2016 το 64% των «φυσικών» επενδύσεων στην ελληνική οικονομία. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της PwC, από το 2009 ως το 2016 οι επενδύσεις ως προς το ΑΕΠ (το οποίο μειώθηκε εξάλλου στα χρόνια της κρίσης κατά 26%) στην Ελλάδα απομακρύνθηκαν από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, δημιουργώντας ένα διευρυνόμενο επενδυτικό κενό ύψους 540 δισ. ευρώ.Τα δεδομένα δείχνουν μάλιστα πως θα πρέπει άμεσα να αυξηθούν οι ετήσιες επενδύσεις για να επιταχυνθεί η ανάπτυξη καθώς οι ανάγκες της οικονομίας ως το 2022 υπολογίζονται σε 270 δισ. ευρώ, απεικονίζοντας την αναγκαιότητα μιας επενδυτικής έκρηξης τόσο στις επιχειρήσεις όσο και στις υποδομές, στην κατοικία και στον αγροτικό τομέα. 270 δισ. ευρώ οι ανάγκες πενταετίας Ωστόσο, οι προβλεπόμενες ροές χρηματοδότησης υπολείπονται σημαντικά των απαιτήσεων, ώστε να καλυφθεί το ποσό των 270 δισ. ευρώ που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ανοδική έκρηξη την οικονομία, καθώς το κενό χρηματοδότησης υπολογίζεται στα 155 δισ. ευρώ. Το έλλειμμα επενδύσεων στη χώρα προέρχεται κυρίως από την καθίζηση του κατασκευαστικού τομέα κατά 67% και από το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία δεν προσελκύει ξένα κεφάλαια. Η πιστωτική επέκταση του ιδιωτικού τομέα, η περιορισμένη τραπεζική χρηματοδότηση και η έλλειψη ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών επιχειρήσεων επιτείνουν το αρνητικό επενδυτικό κλίμα και οδηγούν την οικονομία σε μια αργή και ίσως επιζήμια προσαρμογή. Η πολιτική αβεβαιότητα και η επιβολή ελέγχων στην κίνηση των κεφαλαίων διεύρυναν το κενό εμπιστοσύνης για την Ελλάδα, κάτι που αντικατοπτρίζεται στο αυξημένο κατά 5,2% κόστος δανεισμού της χώρας και το αυξημένο κατά 3,1% κόστος με το οποίο δανείζονται οι ελληνικές επιχειρήσεις οι οποίες δυσκολεύονται να αποκτήσουν πρόσβαση σε κεφάλαια ώστε να αυξήσουν την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητά τους, λόγω των χαμηλών αποδόσεων κεφαλαίου. Aπόσταση δανείων και αποταμιεύσεων Η πιστωτική επέκταση του ιδιωτικού τομέα μειώθηκε κατά μέσο όρο 3,5% ετησίως από το 2009 και μετά. Οι καταθέσεις στην Ελλάδα ήταν εξάλλου διαχρονικά χαμηλότερες από τον ιδιωτικό δανεισμό, αδυνατώντας να χρηματοδοτήσουν πλήρως τις επενδύσεις μετά την εξαφάνιση του εξωτερικού δανεισμού. Η απόσταση μεταξύ δανείων-αποταμιεύσεων του ιδιωτικού τομέα στο τέλος του 2016 ανέρχεται σε 74,4 δισ. ευρώ. Η συστηματική αρνητική καθαρή αποταμίευση, η περιορισμένη δυνατότητα χρηματοδότησης από τις ελληνικές τράπεζες και η διόγκωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων οδηγούν σε μειωμένες επενδύσεις. Η διαθέσιμη χρηματοδότηση πηγάζει σχεδόν αποκλειστικά από το εσωτερικό της χώρας λόγω της έλλειψης πρόσβασης στις διεθνείς αγορές, ενώ δεν επαρκεί για την κάλυψη των αποσβέσεων. Οι μη εξυπηρετούμενες εκθέσεις των ελληνικών τραπεζών έχουν αυξηθεί κατακόρυφα και ανέρχονται (στο τέλος του 2016) σε περίπου 105 δισ. ευρώ, αποτελώντας το 50% των δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα και αντιστοιχώντας στο 60% του ΑΕΠ, εξαντλώντας πρακτικά τη δυνατότητα χρηματοδ́ότησης του ισολογισμού των τραπεζών. Καθώς ακόμη και τα ξένα κεφάλαια θεωρείται απίθανο να καλύψουν σημαντικό μέρος του επενδυτικού κενού όπως δεν το έχουν κάνει μέχρι σήμερα, ενώ δεν μπορούμε να ελπίζουμε ούτε στη δημόσια χρηματοδότηση των επενδύσεων, σύμφωνα με την PwC, οποιαδήποτε αύξηση του ρυθμού επενδύσεων περνά μέσα από ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις και την κινητοποίηση ελληνικών κεφαλαίων. Ετσι αν το κενό δεν περιοριστεί, η δυνητική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα είναι πιθανώς μη χρηματοδοτούμενη, κάτι που σημαίνει σύμφωνα με τους οικονομολόγους ότι θα είναι 40% χαμηλότερη από μια ανάκαμψη της οικονομίας που δεν θα είχε πρόβλημα κεφαλαίων. Μη χρηματοδοτούμενη αποκαλείται μια ανάκαμψη όταν κατά τα τρία πρώτα χρόνια η μεταβολή της τραπεζικής πίστωσης είναι μηδενική ή αρνητική. Η ανάκαμψη μπορεί να είναι ισχυρή αν γίνουν νέες επενδύσεις κυρίως από το εξωτερικό ή να παραμείνει σε ένα αργό μονοπάτι αν δεν υπάρχει χρηματοδότηση. Η αδυναμία συστηματικής προσέλκυσης σημαντικών ξένων κεφαλαίων είναι ουσιαστικής σημασίας καθώς ελληνικά κεφάλαια θα πρέπει να κινητοποιηθούν για να καλύψουν το επενδυτικό κενό. Η ελληνική οικονομία, διαχρονικά όμως, δεν προσελκύει κεφάλαια από το εξωτερικό και βασίζεται κυρίως σε εγχώριες πηγές χρηματοδότησης. Οι ξένες άμεσες επενδύσεις αντιστοιχούν σταθερά, κατά μέσο όρο, περίπου στο 6% του συνόλου των επενδύσεων αλλά παρουσιάζουν σημαντικές διακυμάνσεις από έτος σε έτος. Από το 2008 και μετά σημειώθηκε έντονη πτώση στην εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό, καθρεπτίζοντας την έλλειψη επενδυτικού ενδιαφέροντος για την ελληνική αγορά και περιορίζοντας επιπλέον τη ρευστότητα. Ο μέσος όρος των ξένων άμεσων επενδύσεων κατά τα έτη 2006-2009 είναι σχεδόν διπλάσιος αυτού της περιόδου 2010-2016. «Κλειδί» η βελτίωση της εμπιστοσύνης Για την PWC, η προσέλκυση επενδύσεων προϋποθέτει τη βελτίωση εμπιστοσύνης στην πολιτική διαδικασία και στους θεσμούς, την ενεργή διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων, την επιτάχυνση των επενδύσεων σε υποδομές, την αναβίωση της αγοράς κατοικίας, την αλλαγή της αρχιτεκτονικής του τραπεζικού συστήματος, την κινητοποίηση θεσμικών ιδίων κεφαλαίων για τις ΜμΕ, την αύξηση της «μαλακής» χρηματοδότησης (π.χ. ευρωπαϊκά κονδύλια) και τη σταθεροποίηση του φορολογικού συστήματος. Η Ελλάδα βρίσκεται έξω ακόμα και από την ομάδα των ευρωπαϊκών χωρών χαμηλής ανταγωνιστικότητας, αποτελώντας «ακραία παρατήρηση», σημειώνει η PWC, καθώς έχει τον χαμηλότερο δείκτη ανταγωνιστικότητας από τις 28 ευρωπαϊκές χώρες, ενώ παράλληλα χαρακτηρίζεται και από χαμηλότερες επενδύσεις ως προς το ΑΕΠ. Για να μετακινηθεί προς την ομάδα των χωρών σχετικά χαμηλής ανταγωνιστικότητας, η Ελλάδα χρειάζεται συστηματικές και σημαντικές επενδύσεις. Αλλά η διαθέσιμη χρηματοδότηση πηγάζει σχεδόν αποκλειστικά από το εσωτερικό της χώρας λόγω της έλλειψης πρόσβασης στις διεθνείς αγορές, ενώ δεν επαρκεί ούτε για την κάλυψη των αποσβέσεων. «Γελοίος» ο στόχος για τα πλεονάσματα Την ίδια στιγμή, μετά τη συμφωνία της 15ης Ιουνίου με τους δανειστές, η Αθήνα έχει υποσχεθεί πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και στη συνέχεια «υψηλότερα αλλά κοντά στο 2%» μέχρι το 2060. Αλλά η ιδέα ότι η Ελλάδα μπορεί να διατηρήσει αυτόν τον βαθμό δημοσιονομικού ελέγχου για τα επόμενα 40 χρόνια, θεωρείται από τους οικονομολόγους σχεδόν «γελοία». Παράλληλα, υποστηρίζουν, τα διαρκή πρωτογενή πλεονάσματα που απαιτούν οι πιστωτές θα συρρικνώσουν την οικονομία τόσο πολύ, ώστε θα είναι αυτοκαταστροφικά ακόμη και με στενούς δημοσιονομικούς όρους. Το Ινστιτούτο Peterson χαρακτήρισε μάλιστα την απόφαση του Eurogroup «δημοσιονομικό ζουρλομανδύα», επισημαίνοντας πως καμία χώρα σε όλον τον κόσμο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο δεν πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα άνω του 2% για μια περίοδο 40 ετών. Το Ινστιτούτο κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ότι πιθανόν χωρίς την έγκριση από το ΔΝΤ το πακέτο μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους που θα δούμε το επόμενο έτος θα κλωτσάει ξανά το τενεκεδάκι παρακάτω χωρίς να προσφέρει μια βιώσιμη λύση, εκτιμώντας πως για να πετύχει τον σκοπό τo σχεδιαζόμενο πακέτο ελάφρυνσης του χρέους θα πρέπει να στηρίζεται σε μια ρεαλιστική εκτίμηση του τι μπορεί να πετύχει μια χώρα. Η Citi πάλι θεωρεί πως στην παρούσα φάση η έλλειψη περαιτέρω δέσμευσης για την ελάφρυνση του χρέους δεν βοηθά στην αναγκαία αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, ώστε να σημειωθεί μια ισχυρή ανάκαμψη του ΑΕΠ. Για την αμερικανική τράπεζα οι πιθανότητες ενός τέταρτου πακέτου διάσωσης στα επόμενα ένα ή δύο χρόνια παραμένουν ακόμη αρκετά υψηλές. Νίκος Καραμούζης: «Να οργανώσουμε μια αναπτυξιακή φυγή προς τα εμπρός» Η ανάπτυξη προϋποθέτει επενδύσεις, αναφέρει ο Νίκος Καραμούζης, ο πρόεδρος της Eurobank, σημειώνοντας πως για την προσέλκυση επενδύσεων θα πρέπει να κάνουμε τη χώρα μας τόπο ελκυστικό και φιλικό για οικονομική δραστηριότητα, απασχόληση, επενδύσεις, καινοτόμες δράσεις και μονιμότερη κατοικία για διαμονή και επιχειρηματική δράση για τους πολίτες του κόσμου.= Η αναπτυξιακή στρατηγική και η στρατηγική παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας θα πρέπει να στηρίζονται σε πρωτοβουλίες που έχουν χιλιοειπωθεί αλλά δεν υλοποιούνται επαρκώς. Δηλαδή στην οικονομική εξωστρέφεια, στις ιδιωτικές επενδύσεις και στα έργα υποδομών, στη θεσμική σταθερότητα, στην άνθηση της επιχειρηματικότητας, στις ανοικτές και ανταγωνιστικές αγορές, στις ιδιωτικοποιήσεις και στην αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, στο ελκυστικό, επιχειρηματικό και επενδυτικό περιβάλλον, στην προσέλκυση ξένων κεφαλαίων και επενδύσεων, στο σύγχρονο φορολογικό πλαίσιο, στην αποκλιμάκωση των επιτοκίων και στη μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης που είναι ο μεγάλος ασθενής. Εχουμε μια μοναδική ευκαιρία να οργανώσουμε δυναμικά μια αναπτυξιακή φυγή προς τα εμπρός, μια μοναδική επενδυτική ώθηση, για να μην πάνε χαμένες οι θυσίες του λαού μας και για να βάλουμε τέλος στα μνημόνια και στην επιτροπεία, αναφέρει. Δεν δικαιολογείται με ίδιες ή καλύτερες μακροοικονομικές επιδόσεις από την Πορτογαλία να πληρώνουμε 250 πόντους βάσης παραπάνω και να μην μπορούμε να δανειστούμε αλλά και να είμαστε πέντε βαθμίδες πιο κάτω στις διεθνείς αξιολογήσεις φερεγγυότητας από την S&P και τη Moody's. Οι χρηματοδοτικές μας ανάγκες για την περίοδο 2018-2023 φαίνεται να είναι περιορισμένες, €7 δισ. ετησίως κατά μέσο όρο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της EE, €11 δισ. σύμφωνα με το ΔΝΤ. Είναι δυνατόν, αναρωτιέται ο ίδιος, μία χώρα με τις δικές μας δυνατότητες να μην μπορεί να εφαρμόσει πολιτικές που θα άνοιγαν τις διεθνείς αγορές για να δανειστούμε €7 δισ. ετησίως και να εξαρτώμεθα συνεχώς από τις διαθέσεις και τους πολιτικούς κύκλους των πιστωτών; Πηγή: tovima.gr 22