EuroCapital: Επενδυτές, κερδοσκόποι ή συναλλασσόμενοι; Επενδυτές, κερδοσκόποι ή συναλλασσόμενοι; ================================================================================ EuroCapital on 15/01/2019 13:46 Η χρήση των λέξεων “επενδυτής”, “συναλλασσόμενος” και -“κερδοσκόπος” και των παραγώγων τους, είναι πολύ συχνή στο χρηματιστηριακό λεξιλόγιο. Όμως, πρόκειται για λέξεις το νόημα των οποίων συχνά δεν είναι αποσαφηνισμένο, ή είναι και παρεξηγημένο. Η σύγχυση ανάμεσα στις λέξεις αυτές προκλήθηκε στα προηγούμενα χρόνια ίσως κατά τη δεκαετία του 1990) όταν, με βάση μία πρακτική που εγκαινίασαν τα ΜΜΕ, χρησιμοποιούνταν η λέξη “επενδυτής” για να καλύψει όλες τις κατηγορίες συναλλασσόμενων στις χρηματιστηριακές αγορές.   Ως “επένδυση”, το λεξικό του Γεωργίου Μπαμπινιώτη ορίζει τη “διάθεση χρηματικών ποσών ή γενικότερα περιουσιακών στοιχείων για τη δημιουργία νέου (παραγωγικού) κεφαλαίου”. Και “επενδυτής” είναι “αυτός που κάνει επενδύσεις”. Σε όρους χρηματιστηριακών αγορών, ως “επένδυση” θα ορίσουμε “την αγορά ενός αξιογράφου, με την ελπίδα ότι θα δημιουργήσει εισόδημα ή θα ανατιμηθεί ώστε να πουληθεί στο μέλλον σε μία υψηλότερη τιμή”. Όπως είναι λογικό, η εξέλιξη της διαδικασίας της επένδυσης απαιτεί αρκετό χρόνο, ενώ προϋποθέτει μία σειρά προκαταρκτικών εργασιών, όπως αξιολόγηση του εκδότη του αξιογράφου και ανάλυση μιας σειράς οικονομικών δεδομένων. Η δε απόδοση της επένδυσης αναμένεται να εκδηλωθεί σε βάθος κάποιου (συνήθως αρκετά μεγάλου) χρονικού διαστήματος.   Με τη λέξη “συναλλασσόμενος” προσπαθούμε να αποδώσουμε την αγγλική λέξη “trader”. Η αγγλική βιβλιογραφία για τη λέξη “trader” δίνει τον ορισμό του προσώπου που “αγοράζει και πουλά χρηματοοικονομικά μέσα” (μετοχές, ομόλογα, τίτλους παραγώγων κλπ). Εκτιμούμε ότι δύσκολα θα μπορούσαμε να βρούμε λέξη που να προσδιορίζει επαρκώς όλες αυτές τις ιδιότητες και γι’ αυτό θεωρούμε ως σωστή τη χρήση της λέξης “συναλλασσόμενος”. Στο λήμμα “κερδοσκοπώ” το λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη αναφέρει: “χρησιμοποιώ οποιοδήποτε θεμιτό ή κυρίως, αθέμιτο μέσο για την επίτευξη ή μεγιστοποίηση κερδών”, ενώ παράλληλα σημειώνεται ότι η λέξη μαρτυρείται από το 1871. Όμως, συχνά γίνεται μία σύγχυση με τη λέξη “αισχροκερδώ”. Αν στην κερδοσκοπία χρησιμοποιούνται θεμιτά μέσα, τότε η συναλλαγή είναι ηθικά αποδεκτή. Αν όμως χρησιμοποιούνται αθέμιτα μέσα, τότε είναι ηθικά απαράδεκτη και συνιστά απάτη ή αισχροκέρδεια.   Η ίδια σύγχυση γύρω από τη λέξη αυτή παρατηρείται και σε λεξικά άλλων γλωσσών για την απόδοση της λέξης “speculator”, κυρίως στη χρηματοοικονομική της διάσταση. Παρατηρούμε επίσης ότι, σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες η λέξη αυτή έχει κοινή ρίζα τη λατινική speculare, η οποία σημαίνει “παρατηρώ”. (1) Η λέξη αυτή εισήχθη στα λεξιλόγια όλων των γλωσσών στα μέσα του 19ου αιώνα, στην περίοδο δηλαδή που οι χρηματιστηριακές πρακτικές βρίσκονταν σε άνθηση και που ιδρύονταν χρηματιστήρια σε πολλές (κυρίως ευρωπαϊκές) χώρες. Μέσα από αυτή τη διάσταση, η λέξη speculation (κερδοσκοπία) και speculator (κερδοσκόπος) λαμβάνει –κατά την άποψή μας– μία άλλη, πιο πραγματική (για τις χρηματοοικονομικές αγορές) διάσταση: Παρατηρώ και μελετώ μία κατάσταση και επεμβαίνω για να κερδίσω (αναλαμβάνοντας βέβαια και το σχετικό ρίσκο). Η διαδικασία αυτή, στα ελληνικά αποδίδεται με την πολύ ωραία λέξη, “ελλοχεύω”.   Συμπερασματικά, με τη λέξη “επενδυτής” θα πρέπει να νοούμε το άτομο που πραγματοποιεί μία χρηματοοικονομική επένδυση, όπως ορίζεται παραπάνω. Με τη λέξη “συναλλασσόμενος”, το άτομο που πραγματοποιεί μία πράξη “κερδοσκοπίας” (με την έννοια του “παρατηρώ και επεμβαίνω”) η οποία έχει πολύ μικρό χρονικό ορίζοντα και εμπεριέχει κίνδυνο.   Πώς θα χαρακτηρίζαμε το άτομο που εφαρμόζει πρακτικές αγοραπωλησιών μετοχών δίδοντας έμφαση στην επιλογή του κατάλληλου χρόνου (timing); Tο άτομο αυτό έχει περισσότερο τα χαρακτηριστικά του “συναλλασσόμενου”, παρά του “επενδυτή”. Αυτό επειδή, το βασικό στοιχείο που λαμβάνει υπ’ όψη του για την πραγματοποίηση μιας συναλλαγής είναι η επιλογή του κατάλληλου χρόνου και των συνθηκών της ευρύτερης αγοράς και λιγότερο τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των αξιογράφων που θα αγοράσει ή που θα πουλήσει. Για το λόγο αυτό, είναι ορθό για να χαρακτηρίσουμε τα άτομα αυτά με  τον όρο “συναλλασσόμενος”. (1) Η λέξη κερδοσκόπος σε άλλες γλώσσες: speculator (αγγλικά), spéculateur (γαλλικά), spekulant (γερμανικά), spekulant (δανικά), spekulants (λετονικά), спекулянт (ρώσικα), spekulant (νορβηγικά), spekulant (πολωνικά), spekülatör (τούρκικα) κλπ.   Περιεχόμενα