EuroCapital: 1929 - 1932: Η Παγκόσμια Οικονομική Κρίση και η Ελληνική Πτώχευση 1929 - 1932: Η Παγκόσμια Οικονομική Κρίση και η Ελληνική Πτώχευση ================================================================================ EuroCapital on 06/05/2010 20:20 Του κ. Θάνου Κονδύλη (*) α. Τα πρώτα σημάδια της παγκόσμιας κρίσης στην Ελλάδα Το οικονομικό πρόγραμμα του Ελευθερίου Βενιζέλου είχε στόχο την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας. Γι’ αυτό είχε δρομολογήσει έναν αριθμό από μεγάλα δημόσια έργα, η ολοκλήρωση των οποίων θα ωθούσε τη χώρα στην ευημερία και στην ανάπτυξη. Όλα αυτά θα μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα, αλλά κυρίως η διεθνής οικονομική συγκυρία δεν επέτρεψε την άμεση και έγκαιρη ολοκλήρωσή τους. Η κατάρρευση (κραχ) του αμερικανικού χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης το 1929, είχε αλυσιδωτές αντιδράσεις στις οικονομίες των κρατών της Ευρώπης και κυρίως σ’ αυτές των ασθενέστερων κρατών, όπως η Ελλάδα. Ήδη από το 1930, άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα σημάδια της κρίσης και στην Ελλάδα. Οι εξαγωγές άρχισαν να μειώνονται, ενώ δύσκολα μπορούσαν να βρεθούν χρηματοδοτήσεις από το εξωτερικό, για τη χρηματοδότηση των δημοσίων έργων. … Πράγματι, την ίδια εποχή ο Αλέξανδρος Διομήδης, διοικητής της Τ.τ.Ε. περιόδευε στο εξωτερικό, για να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για το δάνειο. Η διεθνής οικονομική κατάσταση ήταν δύσκολη, γιατί οι ευρωπαϊκές οικονομίες ήδη πλήττονταν από την κρίση που είχε ξεκινήσει από την Αμερική. Τελικά, υπήρξαν ευνοϊκές εξελίξεις και στις 19-3-1931, ο Διομήδης ανέφερε από το Λονδίνο την έγκριση της απόφασης για την παραχώρηση δανείου 4.600.000 λιρών στην Ελλάδα. …Η τιμή έκδοσης του δανείου ήταν 83,5% με επιτόκιο 6%. Έτσι, το πραγματικό κεφάλαιο ανερχόταν μόλις στα 3.800.000 λίρες, ενώ το επιτόκιο στο 7,18%. … Αν και οι όροι δεν ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκοί, το δάνειο ήταν μια επιτυχία της Ελλάδας. Ένα μήνα πριν, στις 5 Φεβρουαρίου, η Ρουμανία είχε πάρει δάνειο 8.000.000 λιρών από τη Γαλλία στην τιμή του 76% και με επιτόκιο 7%. …Αυτή την εποχή η παγκόσμια οικονομική κρίση φαίνεται ότι δεν τρόμαζε πολύ τους Έλληνες υπευθύνους. Στις 27-3-1931, ο Υπουργός Οικονομικών, Μαρής, σε συζήτηση στη Βουλή για τον προϋπολογισμό του έτους 1931/1932, υποστήριξε ότι η Ελλάδα θα ξεπερνούσε την κρίση και μάλιστα έκανε λεκτική επίθεση εναντίον όσων προέβλεπαν το αντίθετο. Είχε, όμως, άδικο, όπως αποδείχτηκε μόλις λίγους μήνες αργότερα. Οι συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης δεν είχαν φτάσει ακόμα στην Ελλάδα και το νόμισμα ακολουθούσε τη σταθεροποιητική του πορεία. Όμως, ήδη από τις 30 Ιουνίου 1931, ο διορισμένος από την Κ.Τ.Ε. Άγγλος σύμβουλος της Τράπεζας της Ελλάδας, Η. C. Finlayson, έγραψε στο Βενιζέλο προειδοποιώντας τον: «…εξακολουθεί να υφίσταται στην Ελλάδα σοβαρή έλλειψις οικονομικής ισσοροπίας και ότι, αν δε ληφθούν διορθωτικά μέτρα, είναι δυνατόν να δημιουργηθεί μια σοβαρή κατάστασις…» … β. Το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα και η αντίδραση της κυβέρνησης Βενιζέλου Η κατάρρευση του αμερικανικού χρηματιστηρίου στη Νέα Υόρκη το φθινόπωρο του 1929, είχε σοβαρές συνέπειες σε όλες τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Αυτές έγιναν έντονες στην Ευρώπη το πρώτο εξάμηνο του 1931. Την άνοιξη του 1931, η κατάσταση είχε χειροτερέψει για τις οικονομίες των ευρωπαϊκών κρατών, τα περισσότερα από τα οποία αδυνατούσαν να εξοφλήσουν τα χρέη τους προς την Αμερική. Επίσης, υπήρχε πρόβλημα και στις διευρωπαϊκές πληρωμές δανείων, πράγμα που επιδείνωνε περισσότερο το οικονομικό κλίμα. Το μεγαλύτερο, όμως, πρόβλημα το παρουσίαζε η οικονομία της ηττημένης κατά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο Γερμανίας, η οποία, εκτός των άλλων χρεών της οικονομίας της, είχε και τις μεγαλύτερες πολεμικές οφειλές προς τις νικήτριες δυνάμεις. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες στις 20 Ιουνίου 1931, ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, Χούβερ, πρότεινε την ετήσια αναστολή των πληρωμών των επανορθώσεων από τη Γερμανία προς τους Συμμάχους σε συνδυασμό με την ετήσια αναστολή της πληρωμής των πολεμικών χρεών των Συμμάχων προς την Αμερική. Η Γερμανία είχε τόσο επηρεαστεί από την οικονομική κρίση, ώστε αδυνατούσε να συνεχίσει τις πληρωμές προς το εξωτερικό. Αν η γερμανική οικονομία κατέρρεε, θα έπαυε να υφίσταται για τα αμερικάνικα εξαγώγιμα προϊόντα και η γερμανική αγορά, αφού θα είχε πτωχεύσει. Άμεσο αποτέλεσμα θα ήταν να χαθούν τα αμερικανικά κεφάλαια, που είχαν επενδυθεί εκεί τα τελευταία χρόνια, πράγμα που θα επιδείνωνε περισσότερο την κατάσταση στην ίδια την Αμερική. Τελικά, οι σύμμαχοι συμφώνησαν στο “χρεοστάσιο Χούβερ”. Η σημαντικότερη επίπτωση για την Ελλάδα ήταν ότι έχανε -οριστικά όπως αποδείχτηκε αργότερα- αρκετά ποσά που της είχαν επιδικαστεί τα προηγούμενα χρόνια από τις γερμανικές επανορθώσεις, ποσά που θα χρησιμοποιούνταν στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας και στη χρηματοδότηση των δημοσίων έργων που είχε θέσει σε κίνηση ο Βενιζέλος. Η κατάσταση στην Ευρώπη επιδεινώθηκε το δεύτερο εξάμηνο του 1931. Στις 14 και 15 Ιουλίου, η Γερμανία επέβαλε έλεγχο του συναλλάγματος κι έκλεισε τα χρηματιστηριακά ιδρύματα. Αυτή η κίνηση είχε αλυσιδωτές αντιδράσεις στο εξωτερικό. Η δέσμευση των αγγλικών χρημάτων επέφερε την ταχεία πτώση της τιμής της αγγλικής λίρας. Στην Αγγλία σχηματίστηκε εθνική κυβέρνηση στις 24 Αυγούστου και στις 21 Σεπτεμβρίου η λίρα Αγγλίας εγκατέλειψε τη χρυσή βάση (πράγμα που έκανε και η Αμερική πολύ αργότερα, στις 19-4-1933), δηλαδή έπαψε να μετατρέπεται σε χρυσό. Αυτό επέφερε την άμεση και κατά 30% υποτίμησή της μέσα σ’ ένα τρίμηνο. Μέχρι το τέλος του 1932, το ίδιο παράδειγμα ακολούθησαν ακόμα άλλες είκοσι τέσσερις χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες το τελευταίο τετράμηνο του 1931, υπήρχαν δύο βασικές απόψεις για την τακτική που έπρεπε να ακολουθήσει η Κυβέρνηση Βενιζέλου για το νόμισμα: είτε να αποδεσμεύσει, επίσης, τη δραχμή από το χρυσό, είτε να αποδεσμεύσει τη δραχμή από τη λίρα Αγγλίας και να τη συνδέσει με νόμισμα που ακόμα μετατρεπόταν σε χρυσό. Ο Βενιζέλος πρόκρινε τη δεύτερη λύση, γιατί πίστευε ότι η νομισματική σταθερότητα ήταν απαραίτητη προκειμένου να διατηρήσει στο εξωτερικό την καλή φήμη της χώρας, ως προς την οικονομία της. Αν αποδέσμευε παντελώς το νόμισμα από το χρυσό, η απότομη υποτίμηση θα αλλοίωνε το οικονομικό προφίλ της χώρας και θα μειώνονταν οι ελπίδες για νέο δάνειο. Έτσι ανακλήθηκε (ν. 5322/28-9-1931) η σύνδεση με την αγγλική λίρα και την ισοτιμία του 1928 (1 λίρα=375 δραχμές) και το νόμισμα συνδέθηκε με το δολάριο (1 δολάριο=77,05 δραχμές) που ακόμα διατηρούσε τη σχέση του με το χρυσό. Η αποσύνδεση της δραχμής από την αγγλική λίρα είχε άμεση συνέπεια την υποτίμηση της δραχμής σε σχέση με τη λίρα κατά 31,2%, ενώ η αύξηση των τιμών στην αγορά δεν ήταν πάνω από 6,8%. Επίσης, έκλεισε το χρηματιστήριο, ώστε να περιοριστεί η ζήτηση του χρυσού και του ξένου συναλλάγματος. Ο δείκτης μέσης διακύμανσης αξιών των μετοχών του Χρηματιστηρίου Αθηνών, ενώ ήταν στις 82,83 μονάδες το Σεπτέμβριο του 1929, τον αντίστοιχο μήνα το 1931 είχε πέσει στις 45,08 μονάδες, έχοντας απωλέσει το 46% της αξίας του. Αλλά αυτά τα μέτρα δεν μπορούσαν να σώσουν την ελληνική οικονομία….Την ίδια στιγμή η γενική κατάσταση των Τραπεζών και των διαθεσίμων τους επιδεινώθηκε. …Τα μεγαλύτερα προβλήματα τα αντιμετώπιζε η Τ.τ.Ε. καθώς η διαμάχη της με τις εμπορικές τράπεζες, έσπρωχνε τις δεύτερες να οδηγούν το συνάλλαγμα στο εξωτερικό προφασιζόμενες ότι αγόραζαν τα ελληνικά χρεόγραφα. Επίσης, στο εσωτερικό η μείωση του καλύμματος των χαρτονομισμάτων που διαχειριζόταν αποκλειστικά η Τ.τ.Ε. γρήγορα θα έφτανε στο όριο του 40%, που η ίδια είχε θέσει το 1927. Έτσι, για ν’ αποφύγει οποιεσδήποτε επιπλοκές, η Τ.τ.Ε. στα τέλη του Σεπτεμβρίου του 1931, μετέτρεψε τις καταθέσεις όψεως σε καταθέσεις προθεσμίας. Παρά ταύτα, το συνάλλαγμα διέφευγε στο εξωτερικό και το όριο του αποθεματικού της μειωνόταν γρήγορα. Το Δεκέμβριο του 1928, ήταν στα 11,3 εκατομμύρια αγγλικές λίρες, και στα 5,1 εκατομμύρια το Δεκέμβριο του 1931 (και τον Απρίλιο του 1932 στα 2,3 εκατομμύρια). … Στις 5 Δεκεμβρίου, ο Δημήτριος Μάξιμος, τέως διοικητής της Εθνικής Τράπεζας και οικονομικός Σύμβουλος του αντιβενιζελικού Λαϊκού Κόμματος, έγραψε άρθρο στις εφημερίδες “Πρωία” και “Καθημερινή” και υποστήριζε την αναστολή όλων των πληρωμών της χώρας σε συνάλλαγμα. Αυτό ισοδυναμούσε με παραδοχή χρεοκοπίας της Ελλάδας. Επίσης, πρότεινε τη συγχώνευση της Τράπεζας της Ελλάδας με την Εθνική Τράπεζα, πράγμα που προκάλεσε θόρυβο όχι μόνο στους εγχώριους οικονομικούς κύκλους, αλλά και στο εξωτερικό. Σε απάντηση η Κυβέρνηση δήλωσε ότι δε σκόπευε να κάνει κάτι τέτοιο, καθώς ανέμενε ότι θα βοηθούνταν οικονομικά με νέο δάνειο από την Ευρώπη. Στις 10 Δεκεμβρίου 1931, τα άσχημα νέα συνέχισαν να έρχονται από την Ευρώπη. Ο Έλληνας πρέσβης από το Λονδίνο, Κακλαμάνος, ανέφερε ότι η τιμή των ελληνικών ομολογιών είχε πέσει κατακόρυφα και ότι η φήμη για ενδεχόμενη χρεοκοπία της Ελλάδας ήταν έντονη. Τον ίδιο μήνα, ο Διοικητής της Τ.τ.Ε., Τσουδερός, επισκέφτηκε το Παρίσι και το Λονδίνο προκειμένου να εξασφαλίσει ένα δάνειο για την Ελλάδα, αλλά δεν τα κατάφερε. γ. Η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας στα τέλη του 1931 Το γεγονός ότι η Λίρα Αγγλίας εγκατέλειψε τη χρυσή βάση είχε την αρνητική συνέπεια για την Ελλάδα να χαμηλώσει το κάλυμμα της Τ.τ.Ε. Απ’ την άλλη στα θετικά καταγράφεται ότι μειώθηκε και το δημόσιο χρέος της Ελλάδας, αφού αυτό οφειλόταν κυρίως σε λίρες Αγγλίας. Πέρα από αυτά, ο γενικός δείκτης της οικονομικής δραστηριότητας (με βάση το 1928=100) έπεσε στο 95,3. Σε σχέση με το 1930, οι ελληνικές εξαγωγές μειώθηκαν 23,2% σε ποσότητα και 30% σε αξία. Ως προς τις εξαγωγές των γεωργικών προϊόντων τα οποία αποτελούσαν και τη συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών εξαγωγών, οι τιμές τους έπεσαν κατακόρυφα, ενώ ο δείκτης τιμών εξαγωγικών προϊόντων μειώθηκε από το 100 (κατά το 1928) στο 83,4 το 1931. Το κράτος με τη σειρά του, για ν’ αυξήσει τα έσοδά του, αλλά και για να εμποδίσει τις εισαγωγές και άρα την εκροή συναλλάγματος στο εξωτερικό, αύξησε τους εισαγωγικούς δασμούς. Έτσι, τα έσοδα του κράτους από τους εισαγωγικούς δασμούς αυξήθηκαν από τα 3,6 δισεκατομμύρια δραχμές του 1928 (28,8 % επί της αξίας των εισαγωγών), στα 4 δισεκατομμύρια δραχμές το 1931 (46,3% επί της αξίας των εισαγωγών, οι οποίες μάλιστα μειώθηκαν σε σχέση με το 1928 κατά 30%). Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου από 6,1 δισεκατομμύρια δραχμές (1928), περιορίσθηκε στα 4,5 δισεκατομμύρια (1931), λόγω των συναλλαγματικών ελέγχων και της μείωσης των διεθνών τιμών. Παράλληλα, όμως, μειώθηκε και η αναλογία των εξαγωγών ως προς τις εισαγωγές στο 47,95% (1931) από 50,98% (1928).… Ο δείκτης της αξίας της γεωργικής παραγωγής (με βάση το 1928=100) έπεσε στο 67,6 το 1931 και ο όγκος της γεωργικής παραγωγής στο 86,7. Ο γενικός δείκτης χονδρικών τιμών (με βάση το 1928=100), ήταν στο 86 το 1931. Αναλυτικότερα, για τα γεωργικά προϊόντα έπεσε στο 78, για τα ζωικά στο 98, για τα βιομηχανικά στο 86, για τα εγχώρια γενικά στο 85 και για τα ξένα προϊόντα γενικά στο 86. Κρίση εκδηλωνόταν και στις επιχειρήσεις. Ήδη από το 1928, οι πτωχεύσεις παρουσίαζαν αύξηση. Μεταξύ του 1928 και 1929, αυξήθηκαν 150%, ενώ μεταξύ 1929 και 1930 κατά 90% (συνολικά 893 πτωχεύσεις μόνο γι’ αυτή τη χρονιά). Συνολικά την περίοδο 1927-1929, πτώχευσαν 779 εταιρείες από τις οποίες οι 20 ήταν βιομηχανίες. Την περίοδο 1929-1932, πτώχευσαν 1.937 εταιρείες από τις οποίες οι 501 ήταν βιομηχανίες. Είναι φανερό δηλαδή ότι η οικονομική κρίση από το 1930 και μετά είχε χτυπήσει πολύ τη βιομηχανία. … Σε σχέση με το 1928, ο γενικός τιμάριθμος κόστους ζωής παρουσίασε το 1931 πτώση 8,68%, της διατροφής 17%, της ενδυμασίας 0,14% και των διαφόρων προϊόντων 3,49%. Αντίθετα, αύξηση σημείωσαν ο τιμάριθμος κατοικίας κατά 21% και αυτός του φωτισμού/θέρμανσης κατά 4%. Το μέσο ονομαστικό ανδρικό ημερομίσθιο του εργάτη στην περιοχή Αθήνας-Πειραιά παρουσίασε πραγματική πτώση 10%. Η ανεργία χτύπησε τη βιομηχανία. … Έτσι, γενικά η ανεργία υπερδιπλασιάστηκε και από 75.000 άτομα το 1928 ανήλθε το 1931 στα 165.000 άτομα (και το 1932 στα 218.000 άτομα). Τέλος, η οικονομική δραστηριότητα άρχισε να μειώνεται. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1927 παρουσίασε αύξηση 5,79%, το 1928 αύξηση 1,42%, το 1929 αύξηση 3,5%. Αντίθετα, μειώθηκε το 1930 κατά 3,48% και το 1931 κατά 4,6% (και το 1932 κατά 3,98%). Το 1931, το εθνικό εισόδημα μειώθηκε σε σχέση με το 1928 κατά 14,6%, ενώ το ισοζύγιο πληρωμών μειώθηκε ελαφρά λόγω των δασμών που επέβαλλε το κράτος, αλλά και της αποσύνδεσης της λίρας Αγγλίας από τη χρυσή βάση. Έτσι, από 8,9 εκατομμύρια λίρες Αγγλίας το 1928, έπεσε στα 7 εκατομμύρια το 1931. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες ο Βενιζέλος πιεζόταν να προχωρήσει στην υποτίμηση του νομίσματος, διαφορετικά γρήγορα θ’ αναγκαζόταν να διακόψει τις πληρωμές των χρεών προς το εξωτερικό, πράγμα που θα σήμαινε χρεοκοπία για την Ελλάδα. Αυτός, όμως, πίστευε ότι δεν είχαν χαθεί τα πάντα. Έλπιζε ότι θα μπορούσε να στηριχθεί σ’ ένα ακόμα δάνειο, για να συνεχίσει τα αναπτυξιακά έργα κι έτσι θα πετύχαινε την οικονομική ανάκαμψη. Γι’ αυτό ήταν αναγκαίο να διαφυλάξει τη νομισματική σταθερότητα και την ελληνική πίστη στο εξωτερικό σε υψηλά επίπεδα, πράγμα που θα διευκόλυνε το δανεισμό. Μ’ αυτό το σχέδιο στις αρχές του 1932, ξεκίνησε τις ενέργειες για την επίτευξη του νέου δανείου από το εξωτερικό. δ. Οι προσπάθειες του Βενιζέλου για την αντιμετώπιση της κρίση στις αρχές του 1932. Στις 20 Ιανουαρίου 1932, οι Έλληνες πρέσβεις στη Ρώμη, στο Παρίσι και στο Λονδίνο ανέλαβαν να προετοιμάσουν τις ξένες κυβερνήσεις για την έλευση του Βενιζέλου. …. Για τούτο, η ελληνική κυβέρνηση ζητούσε πενταετή αναστολή πληρωμής τοκοχρεολυσίων του δημοσίου χρέους (το εξωτερικό χρέος απορροφούσε πλέον πάνω από το 40% του δημοσίου προϋπολογισμού και άνω του 80% του συναλλάγματος, που απέφεραν οι εξαγωγές) και παροχή δανείου 50.000.000 δολαρίων σε τέσσερις ετήσιες δόσεις. Μ’ αυτά τα χρήματα θα ολοκληρώνονταν τα δημόσια έργα, θα ισοσκελιζόταν το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών και η χώρα θα απέφευγε τη χρεοκοπία. Επιπλέον, η Τ.τ.Ε. είχε ζητήσει από την Δημοσιονομική Επιτροπή της Κ.Τ.Ε. να στείλει στην Ελλάδα μια επιτροπή που θα εξέταζε την οικονομία και θα πρότεινε τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν. Ο Βενιζέλος ξεκίνησε τις επισκέψεις από τη Ρώμη, όπου συναντήθηκε με το Μουσσολίνι και τον Grandi στις 22-1-1932. …Κατόπιν ο Βενιζέλος επισκέφτηκε το Παρίσι. …Στις 25 Ιανουαρίου, ο Βενιζέλος έφτασε στο Λονδίνο. Συνάντησε τον πρωθυπουργό R. MacDonanld και τον Υπουργό Εξωτερικών, Simon και στις 26 Ιανουαρίου συναντήθηκε με τον Υπουργό Οικονομικών, Neville Chamberlain. Του είπε ότι, αν δε βοηθούσαν την ελληνική οικονομία, αυτή θα χρεοκοπούσε σύντομα και ότι μόνο οι προτάσεις που είχε στο υπόμνημα μπορούσαν να είναι κάποια σοβαρή βοήθεια. Ο Άγγλος απάντησε ότι η αναστολή πληρωμής των χρεών δε θα είχε σοβαρό αποτέλεσμα. Αλλά, ακόμα κι αν γινόταν, χρειαζόταν τόσο τη συγκατάθεση της ΔΟΕ, όσο και των ομολογιούχων. Στις 28 Ιανουαρίου, ο Βενιζέλος συνάντησε τον σερ Frederick Leith-Ross του θησαυροφυλακίου. Ο τελευταίος ανέφερε ότι η αναστολή των πληρωμών δεν αφορούσε την Αγγλία, αλλά τους ομολογιούχους και ότι κάτι τέτοιο θα έβλαπτε την πίστη της Ελλάδας στο εξωτερικό. Όσο για το δάνειο ότι μόνο η χρηματαγορά θα μπορούσε να το εκδώσει. Τέλος, πρότεινε στο Βενιζέλο να εγκαταλείψει τον κανόνα του χρυσού Ο Βενιζέλος πληροφόρησε την Αθήνα για τ’ αποτελέσματα των συναντήσεών του και, επίσης δήλωσε ότι υπήρχαν ελπίδες να πεισθούν οι ομολογιούχοι, ώστε να δεχθούν την πρόσκαιρη παύση των πληρωμών εκ μέρους της Ελλάδας. Πέρα από αυτά, η Δημοσιονομική Επιτροπή της Κ.Τ.Ε. είχε επιλέξει το Σερ Otto Niemeyer, διευθυντή της Τράπεζας της Αγγλίας, για να ερευνήσει και να παρουσιάσει τα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας. Μάλιστα, ο Βενιζέλος είχε συνομιλήσει στο Λονδίνο και με το Niemeyer. Ο τελευταίος, σε εμπιστευτική επιστολή προς τον Finlayson χαρακτήρισε τις προτάσεις του Βενιζέλου λανθασμένες. Κάποια πιθανότητα έδινε στην παύση πληρωμών από την Ελλάδα, αλλά και αυτό μόνο αν κρινόταν απολύτως απαραίτητο. Παρά ταύτα, το Λονδίνο, το Παρίσι και η Ρώμη είχαν συμφωνήσει, ώστε και ο Άγγλος εκπρόσωπος της ΔΟΕ, L. G. Roussin, να εξέταζε την οικονομική κατάσταση της χώρας σε συνεργασία με την Τ.τ.Ε.… Στο μεταξύ, ο Βενιζέλος επέστρεψε στην Αθήνα και είχε δύο συναντήσεις με τους πολιτικούς αρχηγούς των κομμάτων, στις 9 και 15 Φεβρουαρίου, όπου τους ενημέρωσε σχετικά με το ταξίδι του και τους ανακοίνωσε την απόφασή του να μη γίνει καμία ενέργεια προτού ο Οtto Niemeyer, που θα ερχόταν στις 16 Φεβρουαρίου στην Αθήνα, υποβάλλει την έκθεση του στην Κ.Τ.Ε. κι αυτή καταλήξει σε κάποια απόφαση. Οι ηγέτες της αντιπολίτευσης γενικά, συμφώνησαν με τον πρωθυπουργό…. Λίγες μέρες αργότερα, στις 16 Φεβρουαρίου, έφτασε στην Αθήνα ο Niemeyer, προκειμένου να εξετάσει την κατάσταση της οικονομίας της Ελλάδας. Έμεινε στην Αθήνα δύο εβδομάδες και πριν φύγει ειδοποίησε το Βενιζέλο ότι, αν προχωρούσε σε χρεοστάσιο, θα δημιουργούνταν σοβαρά προβλήματα με την πίστη της Ελλάδας στο εξωτερικό. Το ίδιο επίσης θα γινόταν, αν υλοποιούσαν τη σκέψη της συγχώνευσης της Τ.τ.Ε. με την Εθνική Τράπεζα. ε. Η Δημοσιονομική Επιτροπή της Κ.Τ.Ε. και οι προσμονές της ελληνικής κυβέρνησης. … Στο μεταξύ, στην Αθήνα οργίαζε η φημολογία ανάμεσα σε επίσημους και ανεπίσημους οικονομικούς κύκλους. Άλλοι έλεγαν ότι ο Βενιζέλος είχε εξασφαλίσει το δάνειο και δημιουργούσε το θόρυβο για δικό του όφελος. Η αντίθετη εκδοχή, η οποία ήταν και η σωστή, ανέφερε ότι ο Βενιζέλος δεν είχε πετύχει τίποτα και το μόνο που έμενε να κάνει ήταν ν’ αυξήσει τους φόρους, για να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό. Αν τελικά, συνέβαινε το δεύτερο, τότε η εντεινόμενη λαϊκή αγανάκτηση και η αναμενόμενη αποτυχία στο δάνειο θα οδηγούσαν το Βενιζέλο σε παραίτηση. Η Δημοσιονομική Επιτροπή της Κ.Τ.Ε. άρχισε τις εργασίες της στις 10 Μαρτίου στο Παρίσι, για ν’ αποφασίσει για τα θέματα της οικονομικής βοήθειας προς την Ελλάδα, την Βουλγαρία, την Αυστρία και την Ουγγαρία. Ο σερ Otto Niemeyer είχε υποβάλλει τις προτάσεις του στην Επιτροπή σχετικά με την ελληνική οικονομία και από ελληνικής πλευράς ήταν παρών εκτός από τον Υπουργό Εξωτερικών, Ανδρέα Μιχαλακόπουλο, ο Υπουργός Οικονομικών Γ. Μαρής, ο Εμμ. Τσουδερός και ο Γ. Μαντζαβίνος. Ο Niemeyer ανέφερε στην Επιτροπή ότι ο προϋπολογισμός της Ελλάδας για το 1931/1932, ήταν ελλειμματικός και ότι τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της Τ.τ.Ε. είχαν φτάσει στο 32%, ενώ στο τέλος του Μαρτίου υπολογίζονταν στο 27%. Η Ελλάδα όφειλε να προχωρήσει σε μεγάλη περικοπή δαπανών με σκοπό να εξοικονομηθούν χρήματα για τα δημόσια έργα, που ούτως ή άλλως χρειάζονταν και τα χρήματα από το εξωτερικό, για να συνεχιστούν. …Τέλος, πρότεινε την ετήσια αναστολή πληρωμών και τη συνέχιση της σύνδεσης της δραχμής με το χρυσό κανόνα συναλλάγματος, ώστε να διατηρηθεί η πίστη της Ελλάδας στο εξωτερικό. Στη Σύνοδο μίλησε ο Μαρής και μεταξύ των άλλων ζήτησε δύο κυρίως πράγματα, που κατά τη γνώμη του, θα έβγαζαν από το αδιέξοδο την ελληνική οικονομία: α) Πενταετή αναστολή των πληρωμών της Ελλάδας προς το εξωτερικό. Αυτό θα επέτρεπε την οικονομία 430 εκατομμυρίων δραχμών και επιπλέον από το ισοζύγιο πληρωμών, εξοικονόμηση ακόμα 1,16 εκατομμυρίων λιρών. β) Δάνειο 50 εκατομμυρίων δολαρίων για τη χρηματοδότηση του αναπτυξιακού προγράμματος που ήταν σε εξέλιξη. Επιπλέον, είπε ότι θα μπορούσαν να εξοικονομηθούν ακόμα 500 εκατομμύρια δραχμές από διάφορες οικονομίες για το επόμενο έτος. Στις 23 Μαρτίου, η Επιτροπή ολοκλήρωσε τις εργασίες της, τα δε αποτελέσματα θα τα ανακοίνωνε στις 29 Μαρτίου. Όμως, ο Πολίτης ανέφερε από το Παρίσι ότι είχε καταφέρει να πληροφορηθεί την απόφαση που αφορούσε την Ελλάδα. Σύμφωνα μ’ αυτήν, η Δημοσιονομική Επιτροπή της Κ.Τ.Ε. κατανοούσε τη δύσκολη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και πρότεινε την αναστολή πληρωμής των δανείων για ένα χρόνο, με σύγχρονη κατάθεση του αντίστοιχου ποσού των τοκοχρεολυσίων σε δραχμές στην Τ.τ.Ε. Τέλος, πιθανόν ήταν να προτείνει την παροχή δανείου 10.000.000 δολαρίων και συνιστούσε την αύξηση της φορολογίας, την περικοπή των δημοσίων δαπανών, καθώς και το διορισμό ξένου συμβούλου στο ελληνικό Υπουργείο Οικονομικών. Ουσιαστικά, η Δημοσιονομική Επιτροπή είχε εν μέρει ικανοποιήσει τις ελληνικές αιτήσεις.…. Στο μεταξύ, όμως, οι οφειλές της Ελλάδας προς τους επενδυτές του εξωτερικού πλησίαζαν. … Η κυβέρνηση, φυσικά, δεν προχώρησε στην εξυπηρέτηση των λογαριασμών και στις 19 Μαρτίου η Τράπεζα της Αγγλίας πληροφόρησε σχετικά τη ΔΟΕ. Στις 21 Μαρτίου, η ΔΟΕ ζήτησε εξηγήσεις από τον υποδιοικητή της Τ.τ.Ε. κι αυτός απάντησε ότι οι οδηγίες του από την Κυβέρνηση ήταν να αναμένει την έκδοση της απόφασης της Δημοσιονομικής Επιτροπής της Κ.Τ.Ε. στις 29 Μαρτίου. … Η ΔΟΕ, βέβαια, δεν έμεινε ικανοποιημένη από τις απαντήσεις, αλλά η Αθήνα δε φαινόταν διατεθειμένη να αλλάξει γνώμη ούτε και στις 30 Μαρτίου. Επιπλέον, οι Μεγάλες Δυνάμεις που είχαν εγγυηθεί για τα δάνεια δυσανασχέτησαν, λέγοντας ότι αφ’ ενός η ΔΟΕ δεν μπορούσε ν’ αλλάξει τους όρους των συμβάσεων των δανείων και αφ’ ετέρου η Ελλάδα δεν έπρεπε να προχωρήσει στην αναστολή των πληρωμών ή να πληρώσει τους τόκους σε στερλίνες. Παρά ταύτα, η ελληνική κυβέρνηση έμεινε αμετάπειστη, ενώ η Αγγλία και η Γαλλία προχώρησαν την 1η Απριλίου στις πληρωμές των τοκοχρεολυσίων ως εγγυήτριες δυνάμεις. στ. Ο “μαύρος Απρίλιος” της ελληνικής οικονομίας και η πτώχευση Στο εσωτερικό η πολιτική κατάσταση χειροτέρευε. Ο Βενιζέλος σε συνάντηση με τους πολιτικούς αρχηγούς των κομμάτων στις 25 και 28 Μαρτίου, πρότεινε τη συγκρότηση οικουμενικής κυβέρνησης και την υποστήριξη των αιτημάτων της Ελλάδας στην Κ.Τ.Ε. στα μέσα του Απριλίου. Μ’ αυτές τις προτάσεις ήθελε ν’ αποσπάσει από πάνω του τη διαφαινόμενη αποτυχία της κυβέρνησής του, μεταθέτοντας την ευθύνη της χρεοκοπίας σε συλλογικό επίπεδο. Απ’ την άλλη, πίστευε ότι η υποστήριξη των ελληνικών απόψεων από το σύνολο του πολιτικού κόσμου στην Κ.Τ.Ε. θα έδινε μεγαλύτερο κύρος στις προτάσεις τους κι έτσι, ίσως είχαν περισσότερες πιθανότητες να πετύχουν τους στόχους τους. Οι ηγέτες της αντιπολίτευσης συμφώνησαν, εκτός από τον Παναγή Τσαλδάρη του Λαϊκού Κόμματος που διέβλεπε τάση μεταφοράς της αποτυχίας της οικονομικής πολιτικής του Βενιζέλου στα υπόλοιπα κόμματα….Ο πολιτικός φανατισμός που επικρατούσε στο εσωτερικό, εξέθετε ακόμα περισσότερο τη χώρα στο εξωτερικό, ιδιαίτερα από τη στιγμή που οι Έλληνες πρέσβεις εργάζονταν, για να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για το επιδιωκόμενο δάνειο, αλλά και για το διακανονισμό του θέματος των πληρωμών προς τους ομολογιούχους. ….Στις 15 Απριλίου, ο πρέσβης της Αγγλίας, Ramsay, ειδοποιούσε ότι η κατάσταση της Ελλάδας χειροτέρευε. Το εμπορικό χρέος διογκωνόταν, η τιμή της λίρας είχε φτάσει ανεπίσημα στις 580 δραχμές (375 δραχμές το 1928), ενώ η μαύρη αγορά χρυσού και συναλλάγματος οργίαζε. Οι δανειστές από το εξωτερικό ήταν πιεστικοί, ενώ η ελληνική κυβέρνηση ζητούσε πίστωση χρόνου, μέχρι να βγει απόφαση του Συμβουλίου της Κ.Τ.Ε. που θα συνεδρίαζε από τις 9 Απριλίου στη Γενεύη. Στο εσωτερικό έμποροι και βιομήχανοι διαμαρτύρονταν για τις επιλογές της Κυβέρνησης στην αντιμετώπιση της κρίσης. Οι μικρές τράπεζες είχαν σοβαρά προβλήματα και η Τ.τ.Ε. προχώρησε σε χορηγήσεις ύψους 733 εκατομμυρίων δραχμών από τα οποία τα 500 πήγαν προς τις μικρότερες τράπεζες. Η ρευστότητα των τεσσάρων μεγάλων εμπορικών τραπεζών είχε μειωθεί από 16,8% το Δεκέμβριο του 1931 και σε 9,7% τον Απρίλιο του 1932. Οι καταθέσεις του πρώτου τριμήνου του 1932 είχαν παρουσιάσει μείωση μέχρι 11%, η κυκλοφορία του νομίσματος είχε μείωση 2,5%, ενώ το κάλυμμα του στην Τ.τ.Ε. ήταν πλέον σταθερά κάτω από το όριο του 40% που είχε θέσει η Τ.τ.Ε. όταν είχε ιδρυθεί. Στις 13 Απριλίου, ο Βενιζέλος βρισκόταν στη Γενεύη για τη συνδιάσκεψη του Συμβουλίου της Κ.Τ.Ε. … Στις 15 Απριλίου, ο Βενιζέλος μίλησε στην Κ.Τ.Ε. για τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Επανέλαβε τις αιτήσεις του για πενταετή αναβολή πληρωμών και το δάνειο των 50.000.000 δολαρίων, εξηγώντας ότι μαζί με τα μέτρα που θα λάμβανε στο εσωτερικό, θα κατάφερνε ν’ ανορθώσει την οικονομία, να ολοκληρώσει τα αναπτυξιακά έργα και να ξεπληρώσει τους ομολογιούχους. … Πίστευε, τέλος ότι αν η χώρα δε δεχόταν τη βοήθεια που περίμενε, τότε τ’ αποτελέσματα θα ήταν μοιραία. … Όμως, η τελική απόφαση της Κ.Τ.Ε. δεν ήταν ευνοϊκή. Ανέφερε, η Ελλάδα έπρεπε να λάβει ετήσια αναστολή για τις πληρωμές των εξωτερικών οφειλών της, συμφωνούσε ότι έπρεπε να καταβληθεί το αντίτιμο των οφειλών σε δεσμευμένο λογαριασμό στην Τ.τ.Ε., όμως, δεν έκρινε ότι η Ελλάδα είχε ανάγκη δανείου. Αυτή η απόφαση ήταν η χαριστική βολή στην παραπαίουσα ελληνική οικονομία. …. Μετά και από αυτή την απόφαση, οι εξελίξεις για την Ελλάδα ήταν ραγδαίες. Στις 21 Απριλίου, παραιτήθηκε ο υπουργός Οικονομικών, Γεώργιος Μαρής, ύστερα από διαφωνία με το Βενιζέλο. Ο Μαρής πίστευε ότι, αν εγκατέλειπαν το χρυσό κανόνα, θα έπρεπε να κηρύξουν εκλογές, γιατί διαφορετικά θα έπρεπε τα βαριά φορολογικά μέτρα να τα χρεωθεί μόνο το κόμμα τους. Αλλά ο Βενιζέλος διαφώνησε κι έτσι ο Μαρής παραιτήθηκε. Στις 23 Απριλίου, ο νέος Υπουργός, καθηγητής Κυριάκος Βαρβαρέσσος, κήρυξε την πτώχευση και την αναστολή των πληρωμών από το ελληνικό δημόσιο, ενώ ζήτησε από τη ΔΟΕ δάνειο 200.000.000 δραχμών, αίτημα που δε βρήκε ανταπόκριση. Στις 26 Απριλίου, ψηφίστηκε νέος νόμος (5422/26-4-1932 και Φ.Ε.Κ. 133/1932), με τον οποίο η Τ.τ.Ε. απαλλασσόταν από την υποχρέωση να εξαργυρώνει τα χαρτονομίσματά της με χρυσό. Τέλος, στις 27 Απριλίου η Ελλάδα εγκατέλειψε επίσημα τον κανόνα του χρυσού. Αυτή ήταν η τέταρτη πτώχευση της Ελλάδας από το 1821. Η πρώτη συνέβη το 1827 (μετά τα δάνεια που συνήφθησαν το 1824 και το 1825), η δεύτερη το 1843 (μετά το δάνειο των 60 εκατομμυρίων φράγκων που έλαβε ο Όθωνας), η τρίτη το 1893 (μετά το δάνειο του 1890) και η τέταρτη το 1932. Ο ΔΑΝΕΙΣΜόΣ, ΟΙ ΤΡάΠΕΖΕΣ ΚΑΙ Ο ΡόΛΟΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΠΤώΧΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛάΔΑΣ 1. Ο δανεισμός και οι συνέπειές του στην ελληνική οικονομία. Η οικονομική κρίση της Ελλάδας και η πτώχευση του 1932, ήταν αποτέλεσμα ενός πλέγματος εξωτερικών και εσωτερικών παραγόντων. Ως προς τους πρώτους, σημαντικότερος ήταν η παγκόσμια οικονομική κρίση, που ξεκίνησε από την Αμερική το 1929 και γρήγορα έφτασε και στην Ευρώπη….Στους εσωτερικούς παράγοντες που επηρέασαν αρνητικά την ελληνική οικονομία και την οδήγησαν στην πτώχευση συγκαταλέγονται, ο υπερβολικός δανεισμός και ο ρόλος των τραπεζών στην εσωτερική αγορά. …Μετά το 1922, όλες οι κυβερνήσεις είχαν στραφεί στον εξωτερικό δανεισμό. Κάνοντας ένα σύντομο απολογισμό των εξωτερικών δανείων που σύναψε η Ελλάδα τα έτη 1922-1932 θα διαπιστώσουμε ότι το συνολικό ονομαστικό κεφάλαιο αυτών των δανείων ήταν περίπου 1.015,2 εκατομμύρια χρυσά γαλλικά φράγκα (15.563 εκατομμύρια δραχμές), ενώ το πραγματικό ποσό που εισπράχθηκε ήταν 884,5 εκατομμύρια χρυσά γαλλικά φράγκα (13.552 εκατομμύρια δραχμές). Ο μέσος όρος έκδοσης των δανείων ήταν το 89% του αρχικού κεφαλαίου, το μέσο ονομαστικό επιτόκιο 7%, ενώ το μέσο πραγματικό επιτόκιο ανερχόταν τουλάχιστον στο 8%. Ο μέσος χρόνος απόσβεσης των δανείων ήταν τα 33 έτη. Τα ποσά αυτά είναι τα περισσότερα που ποτέ είχε λάβει η Ελλάδα σε τόσο μικρό διάστημα. Το 67,42% αυτού του ποσού προερχόταν από τα κεφαλαιοκρατικά κέντρα της Αγγλίας, πράγμα που δείχνει και την εξάρτηση της Ελλάδας από αυτή. Επίσης, διάφορα ποσά προέρχονταν από την Αμερική (9,88%), τη Γαλλία (7,52%), τη Σουηδία (5,40%), το Βέλγιο (3,44%) και το υπόλοιπο από άλλες χώρες. Ως προς τα δάνεια του εσωτερικού την ίδια περίοδο το ποσό ανερχόταν στα 2.209 εκατομμύρια δραχμές (144.100.000 χρυσά γαλλικά φράγκα). Πάντως, το αποτέλεσμα αυτών ήταν να επιβαρυνθεί δραματικά ο κρατικός προϋπολογισμός και το συνολικό δημόσιο χρέος της χώρας στις αρχές του 1928 ήταν στα 38 δισεκατομμύρια δραχμές, ενώ στα μέσα του 1931 έφτανε τα 44 δισεκατομμύρια δραχμές. Τα δάνεια ωφέλησαν πολλαπλά την Ελλάδα. Κατ’ αρχήν, η νομισματική σταθεροποίηση του 1928 ήταν το πρώτο όφελος. Παράλληλα, αυτό επέτρεψε στα επόμενα χρόνια να προχωρήσει ευκολότερα η σύναψη νέων δανείων με καλύτερους όρους, καθώς η οικονομική πίστη της χώρας προς το εξωτερικό είχε βελτιωθεί. Έπειτα, θεραπεύτηκαν πολλές από τις προσφυγικές ανάγκες, που ήταν έντονες τη δεκαετία του 1920. Αλλά και τα αρνητικά σημεία ήταν εξίσου σημαντικά. Η σύναψη των δανείων δεν είχε γίνει πάντα με τους καλύτερους όρους, ειδικά πριν από το 1928. Επίσης, επειδή εκδίδονταν σε υψηλές τιμές, τα προτιμούσαν ακόμη και οι εσωτερικοί οικονομικοί κύκλοι, πράγμα που σήμαινε ότι ένα μεγάλο μέρος του συναλλάγματος έφευγε στο εξωτερικό και κατευθυνόταν στην κάλυψη των εκεί εκδομένων χρεογράφων. Αντίθετα, δε συνέβαινε το ίδιο με τα ιδιωτικά χρεόγραφα του εσωτερικού. Και ο Βενιζέλος έλαβε δάνεια με βασικό στόχο τη χρήση τους σε δημόσια έργα. ….Άμεση συνέπεια του υπερβολικού δανεισμού ήταν το γεγονός ότι διογκώθηκαν τα ελλείμματα και ειδικά το δημόσιο χρέος. Ουσιαστικά, η ετήσια εξυπηρέτηση των δανείων απαιτούσε το 81% των συναλλαγματικών εισπράξεων των εισαγωγών, ποσό εξαιρετικά υψηλό αν αναλογιστούμε ότι καμιά άλλη χώρα της νοτιοανατολικής Ευρώπης δεν αντιμετώπιζε κάτι ανάλογο. …Το σύνολο των ετησίων πληρωμών προς το εξωτερικό από το 1,56 δισεκατομμύρια δραχμές το 1923, έφτασε τα 2 δισεκατομμύρια το 1925/6 και από το 1928/9 και μετά ήταν πάντοτε πάνω από τα 3 δισεκατομμύρια ετησίως. Ειδικά, την περίοδο 1928-1932, η Ελλάδα είχε εισπράξει από δάνεια 10,323 δισεκατομμύρια δραχμές και είχε καταβάλλει για την εξυπηρέτηση του χρέους 13,927 δισεκατομμύρια, δηλαδή 35% περισσότερα χρήματα απ’ όσα είχε τελικά εισπράξει. Μια άλλη σημαντική συνέπεια του υπερδανεισμού της χώρας ήταν η επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού που με δυσκολία μπορούσε να ισοσκελιστεί. … Τα αποτελέσματα αυτού του υπέρογκου δανεισμού εκδηλώθηκαν το 1932, οπότε η Ελλάδα, αδυνατώντας ν’ ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της στο εξωτερικό κήρυξε πτώχευση, δηλαδή αναστολή πληρωμών των δανείων στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. … 2. Ο ρόλος των τραπεζών στην κρίση του 1932 Σημαντικό ρόλο στην ελληνική οικονομική κρίση του 1932, έπαιξαν και οι σχέσεις του Κράτους με τις εμπορικές τράπεζες, που ποτέ δεν ήταν καλές επί κυβερνήσεως Ελευθερίου Βενιζέλου. Οι έντονες διαφορές παρουσιάστηκαν κυρίως από τη στιγμή της ίδρυσης της Τ.τ.Ε., ενώ οξύνθηκαν επί κυβερνήσεως Βενιζέλου. Ουσιαστικά, αυτό οφειλόταν στην προσπάθεια του Κράτους ν’ απελευθερωθεί από την κηδεμονία των εμπορικών Τραπεζών στον παραγωγικό τομέα. Ο Βενιζέλος είχε σκοπό τον περιορισμό της παντοδυναμίας της Εθνικής Τράπεζας, αλλά και των άλλων εμπορικών τραπεζών. Έτσι, προχώρησε στην υλοποίηση μιας δέσμης μέτρων, που στόχο είχαν να μεγαλώσουν τον κρατικό παρεμβατισμό στην αγορά. … Σοβαρή διαφωνία του Κράτους με τις Τράπεζες ήταν και το νομοσχέδιο “Περί Ανωνύμων Εταιρειών και Τραπεζών” στα τέλη του 1930. …Η μεγάλη διαφορά μεταξύ Δημοσίου και Τραπεζών επικεντρωνόταν γύρω από το άρθρο 15 του νομού 5076/Δεκ. 1930 “περί υποχρεωτικής ρευστότητας”. Σύμφωνα με αυτό οι Τράπεζες στο εξής θα ήταν αναγκασμένες να διατηρούν ένα ποσοστό των καταθέσεων τους σε δραχμές, με μορφή κατάθεσης στην Τ.τ.Ε. Έτσι, θα διατηρούσαν αναγκαστικά στην Τ.τ.Ε. σε λογαριασμό κατάθεσης ως ταμειακά διαθέσιμα το 7% του συνόλου των καταθέσεων τους σε δραχμές (όψεως και ταμιευτηρίου) ή το 12% αυτών στο δικό τους ταμείο, αλλά σ’ αυτή την περίπτωση όφειλαν να υποβάλλουν στην Τ.τ.Ε. μηνιαίες καταστάσεις, όπου θ’ αναφέρονταν τα ρευστά τους διαθέσιμα και γενικά όλες τις καταθέσεις όψεως και ταμιευτηρίου. Αν οι τράπεζες διάλεγαν να καταθέσουν τα διαθέσιμά τους στην Τ.τ.Ε. αυτή θα είχε το δικαίωμα να τα επενδύσει σε έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου με ολιγόμηνη διάρκεια. Ο Βενιζέλος επεδίωκε να προστατέψει κυρίως τους μικροκαταθέτες από τις απρόβλεπτες χρεοκοπίες των μικρών τραπεζών, οι οποίες δεν ήταν τίποτα περισσότερο από Ανώνυμες Εταιρείες που επωφελούνταν από το νομικό καθεστώς και λειτουργούσαν ως Τράπεζες…Όπως είναι φυσικό, η Ένωση Τραπεζών και κυρίως η Εθνική διαμαρτυρήθηκαν εντονότατα σ’ αυτή την προοπτική και τελικά το μέτρο δεν υιοθετήθηκε πλήρως. … Αλλά η κατάσταση των Τραπεζών, ιδίως των πιο μικρών, δεν ήταν καλή ακόμα και πριν την οικονομική κρίση. Ήδη από το 1929, είχαν αρχίσει να φαίνονται τα πρώτα σημάδια εξαιτίας του πολέμου που ασκούσαν οι μεγάλες τράπεζες στις μικρότερες με τη συνακόλουθη πτώχευση των μικρότερων τραπεζών. Το 1929, πτώχευσαν η Αγγλοαμερικανική Τράπεζα και η Τράπεζα Θεσσαλίας, ενώ το 1930 η Τράπεζα Βιομηχανίας. Το 1931, οι καταθέσεις στις τράπεζες μειώθηκαν από τα 6 δισεκατομμύρια δραχμές τον Ιούνιο, στα 5 δισεκατομμύρια τον Σεπτέμβριο. Αυξήθηκαν, όμως, ελαφρά οι καταθέσεις σε συνάλλαγμα την ίδια περίοδο από 2,6 δισεκατομμύρια δραχμές στα 2,9 δισεκατομμύρια, πράγμα που σήμαινε ότι η αγορά είχε αρχίσει να μην έχει εμπιστοσύνη στη δραχμή κι έκανε επενδύσεις σε συνάλλαγμα. Επιπλέον, υπήρχαν κατηγορίες για την οικονομική αντιπολιτευτική τακτική της Εθνικής Τράπεζας ενάντια στην Τ.τ.Ε. ως κυρίου υπευθύνου της κερδοσκοπίας, γιατί η Εθνική ωθούσε κεφάλαια στο εξωτερικό και τα επένδυε σε αγορές ελληνικών χρεογράφων σε χρυσό στο χρηματιστήριο του Λονδίνου. … Κατά τον Εμμανουήλ Τσουδερό, στόχος αυτής της πολιτικής, της Εθνικής ήταν να ανατρέψει τη νομισματική σταθεροποίηση, να οδηγήσει σε υποτίμηση τη δραχμή, ν’ αποδείξει ότι η Τ.τ.Ε. ήταν ανίκανη να διαχειριστεί το εθνικό νόμισμα, δεν μπορούσε να κατευθύνει την πολιτική των εμπορικών τραπεζών και τελικά, ότι δεν μπορούσε ν’ ανταποκριθεί στους στόχους της ίδρυσής της, αφού και η ίδια δεν ήταν βιώσιμη. Άρα, και η παρουσία της στη χώρα ήταν άχρηστη.… Το Δεκέμβριο του 1931, τα πράγματα ήταν δύσκολα για την ελληνική οικονομία. Τα ξένα κεφάλαια των τραπεζών μειώθηκαν, επίσης υπήρξε μείωση του καλύμματος της κυκλοφορίας, αυξήθηκε το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών, ενώ τα ταμειακά διαθέσιμα των τραπεζών συνεχώς μειώνονταν. Η αντίδραση της Κυβέρνησης Βενιζέλου ήταν η ακόλουθη: αποσύνδεση της δραχμής από την αγγλική λίρα, η οποία ήδη είχε εγκαταλείψει τη χρυσή βάση, άμεση σύνδεση της δραχμής με το δολάριο που ακόμα δεν είχε αποσυνδεθεί από τη χρυσή βάση, κρατικός έλεγχος του συναλλάγματος, αναζήτηση δανείου από το εξωτερικό. Αλλά όλα αυτά δεν είχαν αποτέλεσμα. Το 1932, η κρίση είχε εγκατασταθεί για τα καλά στην Ελλάδα. Τα προηγούμενα έτη οι εμπορικές τράπεζες, προκειμένου να αποφύγουν τον έλεγχο του Κράτους, διατηρούσαν μεγάλα κεφάλαια σε συνάλλαγμα. Αυτό είχε συνέπεια να οδηγηθούν σχεδόν στην κατάρρευση, καθώς μεγάλο μέρος του συναλλάγματος είχε μεταβιβαστεί στο εξωτερικό. … Ο Βενιζέλος και οι Τράπεζες συμφώνησαν στη διατήρηση της σταθεροποίησης, καθώς η υποτίμηση της δραχμής θα δημιουργούσε μεγάλα προβλήματα. Το Μάρτιο του 1932, η κατάσταση είχε χειροτερέψει. … Τελικά, η κρίση χτύπησε και τις ελληνικές τράπεζες, ιδίως τις πιο μικρές. Στα τέλη του 1932, στην Ελλάδα είχαν απομείνει μόνο 32 τραπεζικά ιδρύματα. Από αυτά, ένα ήταν το εκδοτικό, δηλαδή η Τ.τ.Ε. και οι άλλες λειτουργούσαν ως καθαρά εμπορικές. Από τις εμπορικές, ουσιαστικές μεγάλες δεν ήταν πάνω από 5, δηλαδή η Εθνική, η Εμπορική, η Αθηνών, η Ανατολής και η Λαϊκή τράπεζα. Αυτές μάλιστα, συγκέντρωναν και το 81% του συνόλου των τραπεζικών κεφαλαίων. 3. Οι πολιτικές συνέπειες της ελληνικής πτώχευσης Από τη στιγμή που αναγγέλθηκε από το ελληνικό δημόσιο η αναστολή των πληρωμών, δημιουργήθηκε αναστάτωση στους ομολογιούχους του εξωτερικού που άρχισαν να πιέζουν τις κυβερνήσεις τους να λάβουν μέτρα κατά της Ελλάδας. Οι πρέσβεις της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Αμερικής επέδωσαν (28 Απριλίου) κοινή διαμαρτυρία στην Αθήνα. …Τέλος, στις 21 Μαΐου η επιτροπή εμπειρογνωμόνων από τη Γενεύη αναγνώρισε τη δυσμενή θέση της Ελλάδας, όμως, διατύπωσαν ότι η Ελλάδα όφειλε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, αν σκόπευε στο μέλλον να απευθυνθεί στην Κ.Τ.Ε. για ένα νέο δάνειο. Στο μεταξύ, στο εσωτερικό οι αντιπολιτευόμενες εφημερίδες ασκούσαν έντονη κριτική στο Βενιζέλο. … Ήταν φανερό ότι το τέλος της Κυβέρνησης Βενιζέλου είχε φτάσει. …Η πίεση είχε γίνει αφόρητη και στις 21 Μαΐου 1932, ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπέβαλε την παραίτησή του, ελπίζοντας να ωθήσει τα κόμματα να σχηματίσουν μαζί του οικουμενική κυβέρνηση. Την ίδια ημέρα ανακοινώθηκε και η απόφαση του Συμβουλίου της Κ.τ.Ε. για την ελληνική πτώχευση. Η παραίτηση του Βενιζέλου (21 Μαϊoυ 1932) έφερε στην πρωθυπουργία για σύντομο χρονικό διάστημα (26 Μαρτίου-3 Ιουνίου) τον Αλ. Παπαναστασίου. Αυτός στηριζόταν στις ψήφους των βενιζελικών κομμάτων κι έκανε διάφορες διακηρύξεις. Ανάμεσα σ’ αυτές ήταν η φορολογική απαλλαγή της αγροτικής παραγωγής, η προώθηση ψήφισης του νομοσχεδίου για την κοινωνική ασφάλιση (την ίδρυση του σημερινού ΙΚΑ) και η καθιέρωση της απλής αναλογικής, ως εκλογικού συστήματος. Τελικά, ο Βενιζέλος δήλωσε ότι δεν υποσχόταν την ανεπιφύλακτη υποστήριξη του Παπαναστασίου κι έτσι ο τελευταίος και η κυβέρνησή του παραιτήθηκαν στις 3 Ιουνίου. Δύο μέρες αργότερα, στις 5 Ιουνίου, ο Βενιζέλος επανήλθε στην εξουσία. Η νέα κυβέρνηση του Βενιζέλου και τα μέτρα για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Βενιζέλος ήταν να ψηφιστεί το νομοσχέδιο για την κοινωνική ασφάλιση, καθώς ενδιαφερόταν, πραγματικά, για την τύχη των πτωχότερων στρωμάτων του ελληνικού λαού, που ήδη πλήττονταν από τις δυσμενείς εξελίξεις στην οικονομία. … Στις 18 Ιουνίου και στις 2 Ιουλίου, στη Συνδιάσκεψη της Λοζάνης για τις επανορθώσεις και τα πολεμικά χρέη ο Μιχαλακόπουλος υποστήριξε τις θέσεις της Ελλάδας για τα χρέη και τις ανάγκες της. …Στις 30 Ιουνίου, μέσω του πρέσβη Χαράλαμπου Σιμόπουλου στην Ουάσιγκτον, ο Βενιζέλος ζήτησε από τον Υπουργό Οικονομικών της Αμερικής, Ogden L. Mills, και πέτυχε αναστολή πληρωμής δυόμισι χρόνια των ομολογιών που έληγαν την 1η Ιουλίου. Ακόμη, στις 15 Σεπτεμβρίου, ο Υπουργός Οικονομικών, Κ. Βαρβαρέσσος, ύστερα από διαπραγματεύσεις με τους ομολογιούχους που αντιπροσωπεύονταν από τη “League Loans Committee” στο Παρίσι πέτυχε μια συμφωνία που προέβλεπε: α) Ετήσιο χρεοστάσιο για τα χρεολύσια έως την 1η Απριλίου 1933. β) Πληρωμή του 30% των τόκων σε συνάλλαγμα για το έτος 1932-1933. γ) Οι δεσμευμένες καταθέσεις στην Τ.τ.Ε. στο όνομα της ΔΟΕ θα δίδονταν στην ελληνική κυβέρνηση. Από αυτές πιθανόν το 35% θα πληρωνόταν στους ομολογιούχους το Νοέμβριο του 1932. δ) Παραχωρούνταν στους ομολογιούχους όλοι οι ευμενείς όροι που τυχόν θα δίδονταν στους ομολογιούχους άλλων δανείων εσωτερικού ή εξωτερικού. Έτσι, στο εξωτερικό ήταν αρκετά ικανοποιημένοι, γιατί είχε βρεθεί ένα κοινό πεδίο συνεννόησης, ενώ στην Ελλάδα ο Τύπος αντιμετώπισε με ευνοϊκά σχόλια τη συμφωνία. Στο εσωτερικό η νέα κυβέρνηση του Βενιζέλου προέβη στη θέσπιση σειράς μέτρων που έθεσαν τη βάση για την αναγέννηση της οικονομίας. Τα μέτρα αυτά ήταν: α) Απαγόρευση της ελεύθερης μετατροπής της δραχμής σε χρυσό ή σε συνάλλαγμα. Παράλληλα, η δραχμή αποδεσμεύτηκε από το χρυσό, υποτιμήθηκε, και ως το Δεκέμβριο διατήρησε μόνο το 40% της ονομαστικής της αξίας. Έτσι, ενώ το Μάρτιο του 1932 ίσχυε η αναλογία 1 στερλίνα/293 δραχμές, έφτασε στις 609 δραχμές το Δεκέμβριο του 1932. β) Το συνάλλαγμα χορηγούνταν μόνο από την Τ.τ.Ε. …. γ) Επίσημα από την 1 Μαΐου ανεστάλη η πληρωμή τόκων των δανείων εσωτερικού και εξωτερικού. Επίσης, η πληρωμή των τόκων των δανείων του εσωτερικού μειώθηκε 25%. δ) Όλες οι οφειλές που πληρώνονταν στην Ελλάδα σε Έλληνες ή ξένους κατοίκους θα μετατρέπονταν σε οφειλές δραχμών με βάση την τιμή 100 δραχμές=1 δολάριο (μάλιστα από το Δεκέμβριο του 1932 η ισοτιμία δραχμής/δολαρίου επιδεινώθηκε και έφτασε στο 184/1). … ε) Με νόμο τα συνολικά τέλη επί των εισαγωγών αυξήθηκαν 70%-200%. … στ) Για τις οφειλές που προέρχονταν από εμπορικές συναλλαγές πριν από την άρση της σταθεροποίησης θεσπίστηκε πενταετές χρεοστάσιο… ζ) Στο εξής σχετικά με το εξωτερικό εμπόριο εφαρμόστηκε η μέθοδος του “clearing”. Δηλαδή οι διεθνείς εμπορικές ανταλλαγές στο εξής γίνονταν με εμπορικό συμψηφισμό σε είδος, καταργώντας επ’ αόριστον τις συνήθεις πληρωμές με συνάλλαγμα, αφού αυτό δεν ήταν διαθέσιμο. …. Τα παραπάνω μέτρα δημιούργησαν ένα ισχυρό προστατευτικό πλέγμα γύρω από την αδύναμη και ουσιαστικά κατεστραμμένη οικονομία. Στο εξής, η ελληνική οικονομία θα προσπαθήσει να σταθεί μόνη της στα πόδια της και θα τα καταφέρει. Όχι, όμως, αμέσως. Τα μέτρα αυτά οδήγησαν στην άμεση και κατά 60% υποτίμηση της δραχμής ως προς τα ξένα νομίσματα. Στα ξένα χρηματιστήρια η δραχμή σημείωσε απότομη πτώση. Στις 5 Μαΐου 1932 η ισοτιμία Λίρας/Δραχμής ήταν 1/539 και τον Ιανουάριο του 1933 έφτασε το 1/628. Τα αποτελέσματα των οικονομικών μέτρων Στο εσωτερικό η άσχημη κατάσταση του αγροτικού κόσμου ήταν ορατή ακόμα και πριν την εμφάνιση της οικονομικής κρίσης. …Ένας λόγος αυτής της πτώσης θα μπορούσε να καταλογισθεί στο γεγονός ότι η γεωργία είχε μεγάλη εξάρτηση από τα καιρικά φαινόμενα. Μια άλλη μεταβλητή ήταν η συγκυριακή πτώση των τιμών των γεωργικών προϊόντων. … Τελικά, μόνο τα μέτρα που ελήφθησαν μετά το 1932 είχαν σοβαρά αποτελέσματα. Θεωρώντας ως βάση το 1929=100, τα καλλιεργούμενα στρέμματα ανά αγρότη ήταν την περίοδο 1919-1926 στο 100 (κατά μέσο όρο 4,44 στρέμματα ανά αγρότη), την περίοδο 1927-1930 στο 104 (4,60 στρέμματα), την περίοδο 1931-1934 στο 124 (5,52 στρέμματα) και την περίοδο 1935-1938 στο 137 (6,09 στρέμματα). Δεν είναι τυχαίο ότι μέχρι το 1937 παρατηρείται μέση αύξηση 36,5% στην καλλιεργούμενη επιφάνεια των κυριότερων ειδών. … Στην αύξηση της καλλιεργητικής γης αναμφίβολα συνέβαλαν και τα έργα της κυβέρνησης Βενιζέλου. Μετά το 1932, είχαν παραδοθεί στους αγρότες της Βόρειας Ελλάδας τουλάχιστον 400.000 επιπλέον στρέμματα και αναμενόταν μέχρι το 1940 να φτάσουν περίπου τα 2,76 εκατομμύρια στρέμματα. Ειδικά, στη Μακεδονία και στη Θράκη μέχρι το 1937, οι περιοχές που καλλιεργούνταν με σιτηρά παρουσιάζουν αύξηση 70% σε σχέση μετά τα έτη ως το 1932 και η απόδοση των εδαφών παρουσιάζει αύξηση μέχρι και 35%, ενώ η συνολική παραγωγή δημητριακών την περίοδο 1930-1934 τριπλασιάστηκε σ’ αυτές τις περιοχές. Αλλά γενικά και ο όγκος της παραγωγής αυξήθηκε. …Η κάλυψη της εγχώριας αγοράς με γεωργικά προϊόντα από την ελληνική γεωργία το 1928 ήταν στο 40% και μέχρι το 1931 είχε πέσει στο 26%, πράγμα που σημαίνει ότι η ελληνική αγορά ουσιαστικά εφοδιαζόταν με αγροτικά προϊόντα από το εξωτερικό. Αντίθετα, από το 1932 και μετά, η κάλυψη της εγχώριας αγοράς από ελληνικά γεωργικά προϊόντα ανακάμπτει και φτάνει το 32% το 1932, το 63 % το 1933, το 73% το 1934 και το 78% το 1935. Ένα “θετικό” στοιχείο που προέκυψε από την κρίση ήταν το γεγονός της βελτίωσης του εμπορικού ισοζυγίου. Οι τιμές στα ξένα προϊόντα τετραπλασιάστηκαν και έτσι η αγορά απομακρύνθηκε από αυτά και στράφηκε στα εγχώρια, που οι τιμές τους αυξήθηκαν μόνο 14%. … Ο σταθμικός δείκτης του όγκου των εισαγωγών με βάση το 1928=100, είχε φτάσει το 1931 στο 107,4. Από το 1932 και μετά συνέχισε την κατακόρυφη πτώση του. Έτσι, το 1932 ήταν 98,9, το 1933 στο 79,6 και το 1935 έφτασε πάλι στα επίπεδα του 1928. Ο αντίστοιχος δείκτης των εξαγωγών ήταν στο 89 το 1931 και στο 76,9 το 1932. Αλλά μετά άρχισε ν’ ανεβαίνει. Το 1933 έφτασε στα επίπεδα του 1928, το 1934 στο 116,6 και το 1935 στο 129,8. …. Στη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου βοήθησε σημαντικά η εφαρμογή της μεθόδου του “clearing”. … Οι εξαγωγές της Ελλάδας αποδεσμεύτηκαν από τις αγορές της Γαλλίας και της Αγγλίας και στράφηκαν σε χώρες με προβλήματα παρόμοια με τα ελληνικά, δηλαδή προς την Αυστρία, τη Γαλλία, τη Γιουγκοσλαβία, την Τσεχοσλοβακία, την Αργεντινή, την Περσία, τη Σουηδία, την Ουγγαρία, την Αλβανία και τη Γερμανία. …. Τέλος, η κυβέρνηση αύξησε τα τέλη επί των εισαγωγών έως 200%, σε ορισμένες περιπτώσεις, τέθηκαν ποσοτικοί περιορισμοί στις εισαγωγές κι έτσι αυτές μειώθηκαν μέχρι 60% ως προς το ποσοστό των εισαγωγών σε σχέση με το 1931. Αυτό είχε αποτέλεσμα την εξοικονόμηση 7 εκατομμυρίων λιρών, δηλαδή το 30% της αξίας των εισαγωγών του 1931. Η βιομηχανία την πρώτη τριακονταετία του αιώνα δεν έπαιζε σημαντικό ρόλο στην οικονομία, τουλάχιστον όσο η γεωργία. Μάλιστα, την περίοδο που εξετάζουμε παρατηρείται το εξής φαινόμενο: γενικά, η δυναμικότητα της ελληνικής βιομηχανίας ήταν αρκετά καλή και με τη βοήθεια και κάποιων άλλων παραγόντων δεν επηρεάστηκε σοβαρά από την κρίση. …. Έτσι, ενώ το 1928 από τα βιομηχανικά προϊόντα που καταναλώνονταν στην Ελλάδα, το 59% παραγόταν από τις εγχώριες βιομηχανίες, το αντίστοιχο ποσοστό για το 1933 ανήλθε στο 76%. Επίσης, ο Βενιζέλος προώθησε την ανάπτυξη της βιομηχανίας με τη μείωση της φορολογίας των Ανωνύμων Εταιρειών, μέτρο που έδωσε πνοή ζωής στην εγχώρια βιομηχανία. Παρά ταύτα, η κρίση του 1932, σαφώς επηρέασε και την ελληνική βιομηχανία. Όμως, δεν εκδηλώθηκε το ίδιο άμεσα σε όλους τους κλάδους της βιομηχανίας. … Ως προς τις εξελίξεις στην καθημερινή ζωή των πολιτών μετά την πτώχευση, ο γενικός δείκτης των χονδρικών τιμών (με βάση το 1928=100), αυξήθηκε το 1932 στο 103, το 1933 στο 116 και το 1934 στο 114. Πιο ειδικά, ο δείκτης χονδρικών τιμών των γεωργικών προϊόντων το 1932 ήταν στο 91, το 1933 στο 97 και το 1934 στο 101. Αυτός των ζωικών προϊόντων το 1932 ήταν στο 111, το 1933 στο 122 και το 1934 στο 124. Αυτός των βιομηχανικών το 1932 ήταν στο 108, το 1933 στο 128 και το 1934 στο 124. Επίσης, ο δείκτης των εγχωρίων προϊόντων ήταν το 1932 στο 95, το 1933 στο 106 και το 1934 στο 105. Ο δείκτης των εισαγόμενων προϊόντων το 1932 ήταν στο 108, το 1933 στο 124 και το 1934 στο 121. Η αύξηση της ανεργίας ήταν επίσης φανερή στην Ελλάδα. Το 1932, ήταν στις 237.000 άτομα (από 218.000 το 1931), ενώ το 1933 έπεσε στις 156.000 άτομα και στις 150.000 το 1935. Γενικά η απασχόληση στη βιομηχανία αυξήθηκε το 1933 κατά 8,76%, το 1934 κατά 0,63% και το 1935 κατά 5,06%. Την ίδια περίοδο (1932-1935), οι μισθοί είχαν αρχίσει να ανακάμπτουν. Το ανδρικό ημερομίσθιο και το εργατικό ημερομίσθιο παρουσιάζουν μέση αύξηση 14,5%-16,2%, ενώ το αντίστοιχο γυναικείο αύξηση 26%-47,3%. Αλλά και το κόστος ζωής αυξήθηκε ελαφρά. Την περίοδο 1932-1935, ο γενικός τιμάριθμος κόστους ζωής παρουσίασε αύξηση 14,73% …. Πάντως, όπως και να έχει το πράγμα, σε γενικές γραμμές φαίνεται ότι η συντετριμμένη ελληνική οικονομία είχε αρχίσει ν’ ανακάμπτει αργά, αλλά σταθερά ήδη από το 1933. Απ’ αυτή τη χρονιά η οικονομική δραστηριότητα παρουσίασε αύξηση 6%, το 1934 αύξηση 4,74% και το 1935 αύξηση 13,5%. Επίσης, τα κεφάλαια άρχισαν να επιστρέφουν στην Ελλάδα, σε σημείο που το αποθεματικό της Τ.τ.Ε. από 7,6 εκατομμύρια δολάρια το 1932, έφτασε το 1934 στα 44,7 εκατομμύρια δολάρια. …. Αποτέλεσμα, ήταν και η αύξηση και της νομισματικής κυκλοφορίας και από 4 δισεκατομμύρια δραχμές το 1931 έφτασε στα 9,4 δισεκατομμύρια το 1939. (*) Ο κ. Θάνος Κονδύλης είναι συγγραφέας του βιβλίου Ο ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ 1928-1932, από το οποίο προέρχονται τα παραπάνω αποσπάσματα. Δείτε τα παραπάνω κείμενα από το προσωπικό blog του κ. Κονδύλη