EuroCapital: Αναδρομή σε οικονομικές και χρηματιστηριακές κρίσεις της ιστορίας μας Αναδρομή σε οικονομικές και χρηματιστηριακές κρίσεις της ιστορίας μας ================================================================================ Γιάννης Σιάτρας on 04/01/2018 10:37 Το παρόν κείμενο, αποτελεί την εισαγωγή στην εκδήλωση “Η Οικονομία, οι Τράπεζες και το Χρηματιστήριο, μετά την Κρίση”, που διοργανώνεται από τη “Μεσογειακή ΑΕΕΔ” και τη “EuroCapital ΑΕ” και θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 7/1/2018. Την ανάπτυξη του θέματος θα κάνουν οι κ.κ. Χαράλαμπος Γκότσης (Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς), Γκίκας Χαρδούβελης (πρώην Υπουργός Οικονομικών) και Πλάτων Μονοκρούσος (Επικεφαλής Οικονομολόγος Ομίλου Eurobank). Συντονιστής της εκδήλωσης θα είναι ο κ. Θανάσης Μαυρίδης, διευθυντής του “liberal.gr” και της εφημερίδας “Φιλελεύθερος”. του κ. Γιάννη Σιάτρα, οικονομολόγου, Διευθύνοντος Συμβούλου της EuroCapital ΑΕ Τόσο λόγω του μεγέθους και της έντασής της, όσο και λόγω των ποιοτικών χαρακτηριστικών της, η κρίση που διανύει η οικονομία μας, δεν έχει προηγούμενο αντίστοιχο στην νεοελληνική ιστορία. Η κρίση που διανύουμε προήλθε από μία κρίση χρέους, σημειώθηκε σε περίοδο ειρήνης, διαρκεί 8 χρόνια, έχει προκαλέσει μείωση στο ΑΕΠ κατά 25%, έχει σταθεροποιήσει την ανεργία σε ποσοστό πάνω από το 20%, ενώ το χρέος (διαχειρίσιμο κατά πολλούς, μη διαχειρίσιμο κατά άλλους) παραμένει σε δυσθεώρητα ύψη και για την εξυπηρέτησή του θα απαιτούνται, κατ' έτος, εξαιρετικά μεγάλοι πόροι. Ήταν πολλές, πάρα πολλές οι φορές που, κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσης, νοιώσαμε ότι “τα πάντα καταστρέφονται” και ότι “δεν υπάρχει αύριο”. Πολλοί ίσως ακόμη εκτιμούν ότι, τελικά τα πάντα έχουν καταστραφεί και ότι η οικονομία και η πατρίδα δεν έχουν μέλλον. Η κρίση που βιώνουμε, δεν είναι η πρώτη στην κοινωνική και την οικονομική ιστορία του τόπου μας. Η ιστορία είναι γεμάτη από υφέσεις και κρίσεις. Σε όλες τις περιπτώσεις, σε κάθε κρίση, οι πολίτες, στην πλειοψηφία τους -δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα- νοιώθουν τον πανικό της “καταστροφής που έρχεται”. Νοιώθουν ότι, “δεν υπάρχει αύριο”. Και όμως στο τέλος, το “αύριο” πάντα ερχόταν, λύσεις πρόβαλαν, δημιουργούνταν διέξοδοι, η κοινωνία κατόρθωνε να καλύψει τα “κενά” και να συνεχίσει την ιστορική της εξέλιξη, οδεύοντας προς την επόμενη φάση ανάπτυξης, την επόμενη “κορυφή” και -σταδιακά- και προς την επόμενη κρίση. Και βέβαια, αυτό δεν είναι μόνον ελληνικό φαινόμενο. Είναι παγκόσμιο. Έχει συμβεί σε όλους τους λαούς. Η προσαρμογή στις δημιουργούμενες συνθήκες και η εξέλιξη, είναι νόμος της φύσης. Πριν δώσουμε το λόγο στους εκλεκτούς ομιλητές της σημερινής μας εκδήλωσης, θέλοντας να αποδείξω την ισχύ των όσων ανέφερα παραπάνω, θα επιχειρήσω να αναφερθώ, επιγραμματικά βέβαια, σε αντίστοιχες καταστάσεις του παρελθόντος. Στη νεοελληνική ιστορία, θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε τέσσερις περιπτώσεις περιόδων “δυσχερέστατων οικονομικών συνθηκών” (οι οποίες θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν και ως “κρίσεις”) με αντίστοιχα, αλλά όχι όμοια, χαρακτηριστικά. Η πρώτη περίπτωση σοβαρής οικονομικής κρίσης στη -σχηματισμένη- ελληνική οικονομία αφορά στα χρόνια που ακολούθησαν την πτώχευση του 1893. Η δεύτερη σημειώθηκε μετά το χρηματιστηριακό “κραχ” και τη διεθνή ύφεση του 1929 και κυρίως μετά τη νομισματική αναστάτωση του 1932. Η τρίτη προκλήθηκε από την ελληνική συμμετοχή στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και την περιπέτεια του εμφυλίου πολέμου (1941-1949) και η τέταρτη σημειώθηκε στην περίοδο 1973-1979 και οφείλεται στη διεθνή πετρελαϊκή κρίση. Η κρίση χρέους που ξεκίνησε το 1893 και που μετατράπηκε σε οικονομική κρίση στα επόμενα χρόνια, κορυφώθηκε την περίοδο 1897-1899, ενώ μπορούμε να θεωρήσουμε ότι τερματίστηκε και ότι η οικονομία άρχισε να εμφανίζει στοιχεία δυναμικότητας περί τα έτη 1903-1904. Διάφορες απόπειρες αναδρομικής μέτρησης της εξέλιξης του ΑΕΠ στα χρόνια εκείνα, αναφέρουν μία σοβαρή πτώση μεταξύ των ετών 1893 και 1895, καθώς και των ετών 1898 – 1900 (και στις δύο περιπτώσεις καταγράφεται υποχώρηση γύρω στο 10-12%). Όμως, αναφέρεται ότι -και καταγράφεται από τον Τύπο της περιόδου- η οικονομία άρχισε να αναπτύσσεται δυναμικά από το έτος 1902 και μετά. Σε χρηματιστηριακό επίπεδο, η μετοχή της Εθνικής Τράπεζας, από την τιμή των 4.300 δραχμών που κυμαίνοναν στα χρόνια πριν από την πτώχευση, βρέθηκε στις 2.100 έως 2.400 δραχμές κατά τη διάρκεια της κρίσης και επανήλθε σταθερά πάνω από τις 3.500 δραχμές από το 1901 και μετά (όμως, ακόμη και κατά την περίοδο της κρίσης εξακολουθούσε να διανέμει μέρισμα με τη μερισματική απόδοση να κυμαίνεται από 2,5% έως 5,0%). (Σημειώνεται ότι την περίοδο εκείνη δεν υπήρχαν χρηματιστηριακοί δείκτες, ενώ και ο αριθμός των εισηγμένων εταιριών παρέμενε μικρός (περί τις 18 έως 20 ετιαρίες), ενώ η μετοχή της Εθνικής Τράπεζας αντιπροσώπευε περίπου το 35% έως 45% της συνολικής κεφαλαιοποίησης της αγοράς και για το λόγο αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι περιγράφει ικανοποιητικά τις τότε χρηματιστηριακές συνθήκες). Επιγραμματικά, μπορούμε να αναφέρουμε ότι, από την κρίση του 1893, η ελληνική οικονομία βγήκε ενδυναμωμένη, με καλύτερη οργάνωση και ισχυρότερες δομές, έτοιμη να εισέλθει σε μία δεκαετή πολεμική προσπάθεια μερικά χρόνια αργότερα και να πετύχει εκπληκτικούς ρυθμούς ανάπτυξης στις δύο επόμενες δεκαετίες. Κατά την περίοδο 1929-1932, η ελληνική οικονομία επηρεάστηκε βαριά από το χρηματιστηριακό “κραχ” και τη διεθνή οικονομική κρίση που ακολούθησε. Βέβαια, λόγω του βαθμού ανάπτυξής της εκείνη την περίοδο, αλλά και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, η αρνητική επίδραση της κρίσης ήταν μικρότερη από την επίδραση που σημειώθηκε σε άλλες -περισσότερο ολοκληρωμένες- ευρωπαϊκές οικονομίες. Όμως, ακόμη και έτσι, οι επιδράσεις οδήγησαν σε σημαντικές ανατροπές στον χρηματοπιστωτικό τομέα της χώρας, αλλά και στην εξέλιξη της οικονομίας γενικότερα. Η αξία της βιομηχανικής παραγωγής μεταξύ των ετών (τέλους) 1928 και (τέλους) 1931 υποχώρησε κατά 15%. Από τα μέσα του 1932 έως και το τέλος του 1938, η συνολική αξία αυξήθηκε κατά 124%. Ο Γενικός Τιμάριθμος (“ακρίβειας ζωής” όπως ονομαζόταν τότε) μεταξύ των ετών (τέλους) 1928 και (του Φεβρουαρίου) 1932 υποχώρησε κατά 12,7% (ενώ είχε προηγηθεί μία 8ετία έντονης αύξησης των τιμών) και άρχισε να ανεβαίνει από το Μάρτιο του 1932 (δηλαδή από τότε που έπαυσε η σύνδεση με τη βρετανική λίρα και το χρυσό). Στα επόμενα χρόνια, από το Μάρτιο του 1932 έως και το τέλος του 1938, ο τιμάριθμος αυξήθηκε κατά 32,9%. Αντίθετα, πολύ πιο ισχυρή ήταν η πτώση των τιμών στο Χρηματιστήριο (όπου είχε υπάρξει και διακοπή της λειτουργίας του από το Σεπτέμβριο του 1931 μέχρι το Δεκέμβριο του 1932). Με βάση τους δείκτες (Γενικό δείκτη τιμών, αλλά και κλαδικούς δείκτες) που είχε συνθέσει τότε το Ανώτατο Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής, μεταξύ των ετών 1928 και 1932, η πτώση του (τότε) Γενικού Δείκτη έφθασε στο -68,35%, ενώ η πτώση των τραπεζών στην ίδια περίοδο υπήρξε ελάχιστα ηπιότερη και έφθασε στο -62,34%. Κατά τα επόμενα χρόνια, η άνοδος των τιμών των μετοχών ήταν ήπια, αλλά σταθερή. Κατά το 1939, οι τιμές των μετοχών ήταν περί το 15% έως 20% μικρότερες σε σχέση με τις τιμές του τέλους του 1928. Αν όμως λάβουμε υπ' όψη και την επίδραση του πληθωρισμού της περιόδου, τότε η υστέρηση των τιμών του 1939, σε σχέση με τις τιμές του τέλους του 1928 προσεγγίζει το 35% περίπου, ενώ βεβαίως, κατά το διάστημα αυτό σημειώθηκαν αρκετές πτωχεύσεις εταιριών (και μερικών τραπεζών) και απορροφήσεις τραπεζών από μεγαλύτερες τράπεζες. Η επόμενη μεγάλη οικονομική κρίση, ή “καταστροφή” όπως θα μπορούσαμε να τη θεωρήσουμε, σημειώθηκε στη χώρα μας στα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και στα χρόνια του Εμφυλίου που ακολούθησαν. Η καταστροφή των παραγωγικών υποδομών, η καταβαράρθρωση της παραγωγής, ο υπερπληθωρισμός και γενικά, οι ανατροπές της περιόδου αυτής, δεν επιτρέπουν τη συγκριτική παράθεση μακροοικονομικών ή χρηματιστηριακών στοιχείων, αφού αυτά ούτε υπάρχουν, αλλά ούτε και μπορούν να υπολογιστούν. Όμως, με βάση τα στατιστικά στοιχεία που άρχισαν να καταρτίζονται μετά τον πόλεμο, εκτιμάται ότι η εθνική παραγωγή, έφθασε στα επίπεδα του 1939, κάποια στιγμή στα τέλη του 1950. Βέβαια, υπάρχουν σημαντικές διαφορές και αποκλίσεις από τομέα σε τομέα. Μετά τον πόλεμο, οι τιμές στο Χρηματιστήριο ανέκαμψαν, όμως, το ενδιαφέρον του ευρύτερου επενδυτικού κοινού παρέμεινε χαμηλό έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Αξίζει να αναφέρουμε ότι, σε επίπεδο αριθμού εισηγμένων εταιριών, ο ανώτατος αριθμός της προπολεμικής περιόδου (98 εταιρίες κατά το έτος 1929) ξεπερνιέται μόλις το 1973. Από την άλλη πλευρά, με βάση τα επεξεργασμένα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, μπορούμε να αναφέρουμε ότι, μεταξύ των ετών 1954 και τέλους του 1967, προκύπτει μία συνολική άνοδος της τάξης του 153%. Η χρηματιστηριακή άνοδος που, σχεδόν αθόρυβα, ξεκίνησε το 1967, κορυφώθηκε το Δεκέμβριο του 1973. Κατά το διάστημα αυτό, οι τιμές των μετοχών ανέβηκαν κατά 933% -και μάλιστα αυτό συνέβη σε περιβάλλον χαμηλού πληθωρισμού (η συνολική άνοδος του τιμαρίθμου κατά το ίδιο διάστημα φθάνει στο 32% περίπου). Στη συνέχεια, η αναστάτωση της οικονομίας που προκλήθηκε από τη μεγάλη άνοδο του πληθωρισμού (ως αποτέλεσματα των πετρελαιακών κρίσεων) επέφερε μία σειρά οικονομικών προβλημάτων, τα οποία κατά το διάστημα 1973 – 1984 προκάλεσαν νομισματική απορρύθμιση, αναστάτωση στην παραγωγική βάση και πτώση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ. Κατά την περίοδο 1973-1984, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 28,4% (σε σταθερές τιμές), ο πληθωρισμός κατά 548% (Ιούλιος 1973 – Μάρτιος 1984), ενώ ο χρηματιστηριακός δείκτης υποχώρησε κατά 73,4% (αν συνυπολογιστεί και ο εξαιρετικά υψηλός πληθωρισμός, τότε η πτώση είναι σημαντικά μεγαλύτερη). Η συνέχεια, μετά το 1984, είναι γνωστή. Η οικονομία ανέκαμψε και σημείωσε εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης, ιδίως κατά τη δεκαετία του 1990, ενώ ακόμη πιο εντυπωσιακή ήταν η άνοδος των χρηματιστηριακών τιμών (από το 1984 έως την κορύφωση του 1999), ο Γενικός Δείκτης αυξήθηκε σε ποσοστό μεγαλύτερο του 10.000%, αν και η εξέταση σ' αυτά τα επίπεδα χρειάζεται προσοχή, αφού συχνά τα ποσοστά δε δείχνουν την ακριβή εικόνα. Η ουσία είναι όμως ότι η άνοδος είναι εξαιρετικά υψηλή. Τέλος, ερχόμαστε στην τρέχουσα κρίση. Πρόκειται για την 5η μεγάλη κρίση στην οικονομική ιστορία της χώρας. Είναι η μεγαλύτερη κρίση, τόσο σε οικονομικό, όσο και σε χρηματιστηριακό επίπεδο. Το σωρρευτικό ποσοστό πτώσης του ΑΕΠ μεταξύ του γ' τριμήνου του 2007 και του γ' τριμήνου του 2017 φθάνει στο 25%. Στο ίδιο διάστημα, ο Γενικός Δείκτης τιμών του Χρηματιστηρίου της Αθήνας έχει σημειώσει απώλειες της τάξης του 85%. Παρά το ότι τα σημάδια βελτίωσης της κατάστασης είναι ορατά, ουδείς θα διαφωνήσει ότι η σύγκριση με το παρελθόν εξακολουθεί να αναδεικνύει την εικόνα μίας πλήρους καταστροφής. Και σήμερα βρισκόμαστε στην αρχή του 2018. Και προσπαθούμε να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα “τί θα γίνει στη συνέχεια”; Θα λειτουργήσουν και πάλι οι νόμοι της “εξέλιξης” των κοινωνιών; Αν ναι, πώς θα λειτουργήσουν; Πότε θα μπορέσουμε να θεωρήσουμε ότι ολοκληρώθηκε ο κύκλος της κρίσης; Ποιά θα είναι η εικόνα της οικονομίας, της Κεφαλαιαγοράς και του τραπεζικού τομέα μετά την κρίση; “Η Οικονομία, οι Τράπεζες και το Χρηματιστήριο, μετά την Κρίση” Διοργανωτές: ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗ ΑΕΕΔ EUROCAPITAL AE Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2018 11:30 πμ έως τις 2:00 μμ Ξενοδοχείο Hilton Αίθουσα Τερψιχόρη Β Δείτε την εκδήλωση στο facebook