Αρχική | Άποψη | Άποψη (Γιάννης Σιάτρας) | Ο χρόνος πλέον πιέζει για έναν πιο ρεαλιστικό προσδιορισμό της στρατηγικής και των στόχων

Ο χρόνος πλέον πιέζει για έναν πιο ρεαλιστικό προσδιορισμό της στρατηγικής και των στόχων

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font

Η προσφυγή της Ιρλανδίας στο “μηχανισμό στήριξης”, σε συνδυασμό με το πρόβλημα που αντιμετώπισε η χώρα στην επίτευξη των στόχων που είχαν τεθεί για το έτος 2010, φέρνουν πιο κοντά τη χρονική στιγμή κατά την οποία θα πρέπει να ληφθεί η πολιτική απόφαση για την αντιμετώπιση του οικονομικού προβλήματος του χρέους της χώρας.
Κατά την άποψή μας, η απόφαση θα πρέπει να ληφθεί και να αρχίσει να υλοποιείται κατά τους επόμενους 2-3 μήνες, αφού με τη δυσχερή -όπως αποδεικνύεται- εξέλιξη του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, αλλά και την επιδείνωση των εξελίξεων σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης, μπορεί να υπάρξουν επιπλοκές που να σημάνουν τον περιορισμό των εναλλακτικών επιλογών της ελληνικής Κυβέρνησης, τουλάχιστον όπως αυτές υφίστανται σήμερα.

Σήμερα, αφήνοντας κατά μέρος τα ανεδαφικά επιχειρήματα περί εύκολων και γρήγορων λύσεων για τον περιορισμό του ελλείμματος που -δυστυχώς- εξακολουθεί να προβάλλεται από μερίδα του πολιτικού κόσμου, η χώρα έχει συγκεκριμένες οικονομικοπολιτικές επιλογές:

1) Συνέχιση της κατεύθυνσης που -τουλάχιστον φανερά- έχει επιλέξει σήμερα η Κυβέρνηση. Δηλαδή, προσπάθειες για την επίτευξη του προγράμματος μείωσης του ελλείμματος και αναδιάρθρωσης της οικονομίας που -με εμφανείς δυσκολίες- υλοποιείται σήμερα και χρηματοδότηση από το “μηχανισμό στήριξης” για την κανονική πληρωμή των χρεών κατά την τριετία 2010 - 2013, πληρωμή που στην ουσία συνιστά μία αντικατάσταση του υπάρχοντος χρέους, με νέο, το οποίο, από νομικής πλευράς, είναι σαφώς επαχθέστερο.
Ακόμη και εάν επιτύχει η προσπάθεια αυτή, πιθανότατα θα αφήσει τη χώρα με ένα χρέος ανώτερο του 150% του ΑΕΠ, το οποίο -με βάση τα τρέχοντα επιτόκια δανεισμού- θα απαιτεί κάθε χρόνο, ένα 7% έως 8% του ΑΕΠ για την εξυπηρέτηση των τόκων.
Η επιλογή αυτή μπορεί να επιτευχθεί, όμως είναι εξαιρετικά αμφίβολης μακροχρόνιας βιωσιμότητας, αφού θα διατηρήσει το δανεισμό σε υψηλά επίπεδα, με επαχθέστερη ποιοτική σύνθεση του χρέους και αμφίβολες αντοχές της οικονομίας σε μία νέα διεθνή οικονομική κρίση.

2) Συνέχιση της υλοποίησης του προγράμματος εξυγίανσης που προβλέπεται από το μνημόνιο, με ταυτόχρονη χρονική επιμήκυνση του συνολικού χρέους (χρονική αναδιάρθρωση του χρέους) η οποία μπορεί να συνδυαστεί και με αναδιαπραγμάτευση των επιτοκίων. Η διεθνής εμπειρία λέει ότι το χρονικό διάστημα μίας χρονικής επιμήκυνσης είναι συνήθως 10 έως 15 χρόνια, γεγονός που συνήθως έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση της ετήσιας επιβάρυνσης της χώρας για την εξυπηρέτησή του.
Με δεδομένη την κατάσταση της χώρας, αλλά και τις προσδοκίες των δανειστών, η χρονική επιμήκυνση μπορεί να επιτευχθεί (μετά από διαπραγματεύσεις). Όμως, η λύση αυτή απλά αποτελεί μία χρονική μετάθεση του προβλήματος, ενώ είναι βέβαιο ότι η επιλογή αυτή θα προκαλέσει προβλήματα κατά την επιστροφή της χώρας στις αγορές, μετά τη λήξη της περιόδου που αυτή χρηματοδοτείται από το “μηχανισμό στήριξης”. Για το λόγο αυτό, μία τέτοια λύση θα πρέπει οπωσδήποτε να συνδυαστεί και με διατήρηση κάποιας μορφής στήριξη από το ΔΝΤ και τους ευρωπαϊκούς φορείς.
Η ετήσια “ελάφρυνση” στις καταβολές των τόκων εξυπηρέτησης του δανείου, είναι υψηλή στην αρχή, αλλά εμφανίζεται επιβαρυμένη στο μέλλον, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι οι δανειστές δε θα επιζητήσουν -ως αντάλλαγμα- αυξημένα επιτόκια για τη συναίνεσή τους στη χρονική μετατόπιση της είσπραξης των απαιτήσεών τους.
Η επιλογή αυτή μπορεί να επιφέρει ικανοποιητικά μακροχρόνια αποτελέσματα, υπό την προϋπόθεση ότι η χώρα μπορεί να επιτύχει σε σύντομο χρονικό διάστημα εμφάνιση δημοσιονομικών πλεονασμάτων (και όχι μόνο πρωτογενών) και υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, έτσι ώστε κατά το χρονικό διάστημα της αναστολής πληρωμής των οφειλόμενων τόκων, να προλάβει να αυξήσει το ΑΕΠ της, ώστε να μειωθεί το χρέος σαν ποσοστό του ΑΕΠ.
Με δεδομένη την εμπειρία από τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, είναι αμφίβολο εάν, μετά από μία πρόσκαιρη ελάφρυνση, θα κατορθώσει η χώρα να συνεχίσει το πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης με τους ρυθμούς που απαιτούνται.
Σύμφωνα με τα όσα έχει αφήσει η Κυβέρνηση να εννοηθούν, ήδη κινείται προς την κατεύθυνση αυτή, χωρίς ωστόσο αυτό να μπορεί να ληφθεί ως δεδομένο, ή να μπορεί να αποκλείσει διαπραγματεύσεις για άλλες λύσεις. Την κατεύθυνση αυτή φαίνεται να ευνοεί και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αφού με τον τρόπο αυτό η αναστάτωση στο ελληνικό και το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα αναμένεται να είναι μικρότερη.

3) Συνέχιση της υλοποίησης του τρέχοντος προγράμματος εξυγίανσης της οικονομίας, σε συνδυασμό με μία ευρύτερης μορφής αναδιάρθρωσης του χρέους, η οποία θα περιλαμβάνει τόσο τη χρονική αναδιάρθρωση, όσο και τη μείωση του ποσού που θα αποπληρωθεί στους δανειστές. Συνήθως, στις περιπτώσεις αυτές το ποσό της μείωσης κινείται μεταξύ του 30% και του 35%.
Το κύριο χαρακτηριστικό της επιλογής αυτής είναι η μείωση του συνολικού χρέους. Στην περίπτωση της Ελλάδας, μία τέτοια επιλογή θα μπορούσε να σημάνει τη μείωση του χρέους κατά 90 περίπου δισεκατομμύρια ευρώ, γεγονός το οποίο θα μείωνε τη σχέση χρέους προς ΑΕΠ, μεταξύ του 90% και 95%. Η σχέση αυτή θα εξακολουθούσε να είναι υψηλή, αλλά, με δεδομένη την πολιτική μείωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και το στόχο εμφάνισης πλεονασμάτων που αναγκαστικά θα ακολουθούν οι ελληνικές κυβερνήσεις, μπορεί να οδηγήσει σε διέξοδο μετά από μερικά χρόνια.
Βεβαίως, η λύση αυτή συνοδεύεται από πολλές αρνητικές εξελίξεις: εμφάνιση μεγάλων ζημιών στο τραπεζικό σύστημα και στους ασφαλιστικούς οργανισμούς, διεθνής κατακραυγή της χώρας και αποκλεισμός της από τις διεθνείς αγορές για αρκετά χρόνια, εξαναγκασμός σε δραστική μείωση του δημόσιου τομέα, ανωμαλίες στη χρηματοδότηση της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης.
Μία τέτοια λύση, εάν επιλεγεί θα πρέπει οπωσδήποτε να έχει τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ώστε να υπάρξουν πηγές χρηματοδότησης της λειτουργίας της χώρας κατά το διάστημα που αυτή θα βρίσκεται εκτός αγορών.

Στο σημείο αυτό, θα αναφερθούμε και πάλι στο διαχωρισμό που υπάρχει σήμερα μεταξύ του παλαιότερου χρέους της χώρας και των δανείων που -μέσω των επαναλαμβανόμενων δόσεων- λαμβάνει σήμερα από το μηχανισμό στήριξης του ΔΝΤ και της ΕΕ.
Το παλαιότερο χρέος της χώρας δε συνοδεύεται από βαριές νομικές υποχρεώσεις. Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, τυχόν αθέτηση πληρωμής του χρέους αυτού, πέραν από την αναστάτωση στα χρηματοοικονομικά της χώρας, το διεθνή διασυρμό της και τον αποκλεισμό της από τις αγορές, δεν επιφέρει άλλες έννομες συνέπειες. Αντίθετα, τα δάνεια που λαμβάνει σήμερα από τους διεθνείς οργανισμούς, αφ’ ενός είναι διακρατικά (απ’ ευθείας δάνεια από τα άλλα κράτη της Ευρωζώνης) και αφ’ ετέρου είναι εγγυημένα με δημόσια περιουσία και συνεπώς, τα δάνεια αυτά, δε μπορούν να συμπεριληφθούν σε μία απόφαση για μείωση του ποσού της αποπληρωμής τους.

Συνεπώς, καθώς με τα δάνεια που παίρνει σήμερα η χώρα από την ΕΕ και το ΔΝΤ, στην ουσία μειώνει το “χωρίς εγγυήσεις χρέος” και αυξάνει το “χρέος με εγγυήσεις”, με την ελπίδα να κατορθώσει να ισορροπήσει τη χρηματοοικονομική της κατάσταση, κάποια στιγμή στα επόμενα χρόνια.
Όμως, οι εξελίξεις δείχνουν ότι η χώρα δύσκολα θα τα καταφέρει στο δρόμο που βαδίζει σήμερα. Οι δυσκολίες και τα προβλήματα που αναδύονται ακόμη και για την επίτευξη των στόχων του Προϋπολογισμού ενός έτους, μας δείχνουν ότι πολύ δύσκολα η χώρα θα μπορούσε να αντέξει επί μακρό το βάρος για την εξυπηρέτηση του σημερινού χρέους, χωρίς να διακινδυνεύσει μία πλήρη μετατροπή της σημερινής κοινωνικής και οικονομικής φυσιογνωμίας της.

Η λύση που προβάλλει σήμερα ως η πλέον πρόσφορη για το πρόβλημα της χώρας, είναι βεβαίως η χρονική επιμήκυνση του συνόλου των υποχρεώσεων (τόσο των παλαιών δανείων, όσο και των δανείων του μηχανισμού στήριξης), με παράλληλη μείωση της υποχρέωσης της χώρας για τα ομόλογα που έχει εξαγοράσει η ΕΚΤ από τις διεθνείς αγορές, τουλάχιστον έως την τιμή που αυτή τα έχει αγοράσει (αφορά σε ομόλογα περίπου ονομαστικής αξίας περίπου 60 έως 70 δισεκ. ευρώ, τα οποία αγοράστηκαν σε τιμές κατά 30% περίπου, χαμηλότερης της ονομαστικής). Όμως και πάλι, για να μπορέσει η χώρα να αντέξει μακροχρόνια, ακόμη και με τη λύση αυτή, θα πρέπει το συντομότερο δυνατό να εξαλείψει τα δημοσιονομικά ελλείμματα και να πετύχει δημοσιονομικά πλεονάσματα. Πράγμα το οποίο, με τη σειρά του, αποδεικνύεται πολύ δύσκολο και απαιτεί πολύ μεγάλες αλλαγές στη λειτουργία του δημόσιου τομέα και του Κράτους και συνέχιση των θυσιών από τους πολίτες για διάστημα αρκετών ακόμη ετών.

Βεβαίως, με δεδομένες τις δεσμεύσεις της σήμερα, η χώρα δεν έχει τη δυνατότητα να λάβει μόνη της την απόφαση για -όποιας μορφής- αναδιάρθρωση του χρέους της. Σε μία τέτοια απόφαση θα πρέπει να συναινέσουν τόσο το ΔΝΤ, όσο και η ΕΕ, αλλά ακόμη και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία δείχνει να εναντιώνεται σε τέτοιες λύσεις.
Όμως, ο χρόνος περνά και τα ευρωπαϊκά κράτη που εξαναγκάζονται να προσφύγουν στην ομπρέλα των “μηχανισμών στήριξης” αυξάνονται και αυτό κάνει τα πράγματα χειρότερα.

Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι, όπως είναι λογικό, πιθανότητα η Κυβέρνηση, σε συνεργασία με τους φορείς του μηχανισμού στήριξης, ήδη επεξεργάζονται σενάρια και πιθανές λύσεις. Όμως, όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, τα σενάρια αυτά δε μπορούν να δημοσιοποιηθούν, αφού κάτι τέτοιο θα προκαλούσε αναστάτωση στις αγορές και ενδεχόμενα θα οδηγούσε στην ανατροπή τους.

Πολλοί υποστηρίζουν πώς μία αναδιάρθρωση χρέους που θα αφορά μόνο στην Ελλάδα, θα έχει καλύτερους όρους από μία αναδιάρθρωση χρεών τριών ή τεσσάρων χωρών, αφού είναι αμφίβολο εάν θα τα υπόλοιπα κράτη της Ευρωζώνης θα μπορούσαν να αντέξουν το βάρος μίας τέτοιας ομαδικής διάσωσης.

Σε κάθε περίπτωση, μετά τις εξελίξεις στην Ιρλανδία και τις αυξανόμενες πιέσεις προς τα ομόλογα της Πορτογαλίας και της Ισπανίας, το πρόβλημα δείχνει να γιγαντώνεται και ο χρόνος να πιέζει όλο και περισσότερο.
Η διαπίστωση αυτή, δίνει άλλη σημασία στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ που θα πραγματοποιηθεί στις Βρυξέλλες στις 16-17 Δεκεμβρίου. Θα πρέπει να αναμένουμε ότι, εκτός από τη δημιουργία του μόνιμου μηχανισμού στήριξης που θα λειτουργήσει από το 2013, θα ληφθούν έκτακτες αποφάσεις που θα αφορούν και τη σημερινή εξέλιξη του προβλήματος. Επειδή το 2013 αργεί απελπιστικά...


Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα:

Eshop
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text