Αρχική | Ειδήσεις | Ιστορία | Ζωή υπό το βάρος των αναμνήσεων

Ζωή υπό το βάρος των αναμνήσεων

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font
Ζωή υπό το βάρος των αναμνήσεων

ΕΡΕΒΑΝ- ΑΠΟΣΤΟΛΗ. Στην πόλη Μετσαμόρ, σε μια μουντή πεδιάδα 36 χιλιόμετρα δυτικά της πρωτεύουσας της Αρμενίας Ερεβάν, είναι εύκολο να χαθείς. Ολα εδώ μοιάζουν ίδια. Τα ανώνυμα σοκάκια και τα ομοιόμορφα σοβιετικού τύπου μπλοκ πολυκατοικιών δεν προσφέρονται ως σημεία αναφοράς. Σε ένα μικρό διαμέρισμα σαν όλα τα άλλα όμως κρύβεται μια μοναδική ιστορία. Εκεί περνά τις μέρες της, σε έναν καναπέ με μια φλοκάτη κρεμασμένη στον τοίχο πίσω της, η Αρσαλουΐς Μουραντιάν. Μια μικρόσωμη γυναίκα με αδύναμα χέρια και σταφιδιασμένο πρόσωπο. Μια από τους τελευταίους επιζήσαντες της γενοκτονίας των Αρμενίων.

Το διαβατήριό της γράφει ως έτος γέννησης το 1912 και τόπο την Τουρκία. Σήμερα, στα 103 της χρόνια η επικοινωνία είναι δύσκολη. Χρειάζεται διπλή μετάφραση στα αρμενικά για να γίνει κατανοητή η διάλεκτος που χρησιμοποιεί.

«Τίποτα δεν πήραμε μαζί μας», λέει η Μουραντιάν για τον εκτοπισμό της οικογένειάς της το 1918 από τα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας. «Ολα έμειναν πίσω. Μόνο όποιος μπόρεσε πήρε και τα παιδιά του».

Τα θύματα της αρμενικής γενοκτονίας από τις σφαγές και τους διωγμούς εκτιμάται ότι ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο. Σήμερα, δύο ημέρες μετά τη συμπλήρωση της 100ης επετείου μνήμης (στις 24 Απριλίου), το ζήτημα της αναγνώρισης των εκτελέσεων χιλιάδων ανθρώπων αλλά και της καταστροφής και λεηλασίας των περιουσιών τους καθορίζει όχι μόνο τη διπλωματική ατζέντα μιας χώρας, αλλά και το θυμικό ενός ολόκληρου λαού και της διασποράς του.

Ακόμη και τώρα, τόσα χρόνια μετά, η Μουραντιάν είναι επιφυλακτική στις πληροφορίες που μοιράζεται. Ηταν μόλις τριών ετών όταν ξεκίνησαν οι πρώτες συστηματικές διώξεις. Μιλάει για μια νύχτα εκτελέσεων στο χωριό της, όταν σύμφωνα με τη διηγήση του πατέρα της δολοφονήθηκαν δεκάδες νέοι και απήχθησαν νεαρά κορίτσια. Εξιστορεί πώς με τους γονείς της έφτασαν αργότερα στην πόλη Γκιουμρί. «Ευτυχώς που είχαμε ένα κάρο και σωθήκαμε. Εμάς οι Αμερικάνοι μας βοήθησαν. Ημασταν σε οικτρή κατάσταση. Διηύθηναν στο Γκιουμρί ένα ορφανοτροφείο και μας περιέθαλψαν. Πολύς κόσμος τότε πέθαινε και από τύφο», λέει.

Αν και έχει επτά παιδιά, 19 εγγόνια και 18 δισέγγονα, οι συγγενείς που συναντώ στο διαμέρισμα δεν γνωρίζουν πολλά στοιχεία για το παρελθόν της.

Στην οικογένεια, από γενιά σε γενιά, κληροδοτήθηκε το γενικό αίσθημα ότι το μακρινό 1915 ήταν η αφετηρία ενός μεγάλου κακού για το έθνος τους. Λεπτομέρειες σπάνια αναζητήθηκαν. Αφενός οι τραυματικές εμπειρίες δυσκόλευαν την εξιστόρηση και αφετέρου η διήγηση του ξεριζωμού και των σφαγών διακόπηκε απότομα στα χρόνια που η Αρμενία ήταν κομμάτι της Σοβιετικής Ενωσης.

«Για εμάς προείχε να φτιάξουμε το βιος μας», λέει η Μουραντιάν. Η οικογένειά της ασχολήθηκε με την αγροτική παραγωγή και την πάντρεψε στα 14 της χρόνια. Ακόμη και σήμερα για τους απογόνους της και αρκετούς ντόπιους προέχει η καθημερινότητα της επιβίωσης από τη διατήρηση της λεπτομερούς ιστορικής μνήμης. Ο μέσος μισθός οριακά ξεπερνά τα 130 ευρώ το μήνα. Η πόλη τους, Μετσαμόρ, χτίστηκε για να στεγάσει τους εργάτες του γειτονικού πυρηνικού εργοστασίου. Σήμερα θυμίζει η ίδια βιομηχανικό τοπίο με τους υπέργειους σωλήνες του φυσικού αερίου να κυκλώνουν ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα.

Η γυναίκα που διέσωσε τις μαρτυρίες

Ιστορίες σαν της Μουραντιάν αποτελούν θησαυρό γνώσης για την 80χρονη ιστορικό, Βιρζινέ Σεβασλιάν. Ζει στην πορωτεύουσα Ερεβάν, σχεδόν μισή ώρα δρόμο μακριά από την εργατούπολη Μετσαμόρ. Ηταν από τους πρώτους Αρμένιους που προσπάθησαν να διασώσουν τις μνήμες της γενοκτονίας όσο κάποια από τα θύματα των εκτοπισμών βρίσκονταν ακόμη εν ζωή.

 

Μέχρι σήμερα η Σεβασλιάν έχει γράψει 26 βιβλία, εκ των οποίων τα 16 αναφέρονται αποκλειστικά στη γενοκτονία. Κάποια είναι τόσο φορτωμένα με μαρτυρίες –το πιο μεγάλο περιέχει 700 ιστορίες- που η ηλικιωμένη ιστορικός δυσκολεύεται να τα σηκώσει από το βάρος. Ο πατέρας της επέζησε της Μικρασιατικής καταστροφής στην Σμύρνη και η ίδια γεννήθηκε αργότερα στην Αίγυπτο. Επέστρεψε στην Αρμενία το 1947, επί Σοβιετικής Ενωσης, σε ένα από τα κύματα επαναπατρισμών μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στο πλοίο που τη μετέφερε οι Αρμένιοι πρόσφυγες είχαν κρεμάσει ένα πανό με την επιγραφή: «Ευχαριστούμε πατέρα Στάλιν».

 
 

Ως φοιτήτρια στην Παιδαγωγική Σχολή του Ερεβάν η Σεβασλιάν ξεκίνησε το έργο της συλλογής μαρτυριών για τη γενοκτονία. Το σοβιετικό καθεστώς όμως δεν άφηνε περιθώρια για «εθνικές διηγήσεις». Ο φόβος της εξορίας σφράγιζε τα στόματα. «Στην αρχή ο κόσμος φοβόταν ότι είμαι κατάσκοπος του κράτους. Τους έλεγαν ότι είμαι κι εγώ πρόσφυγας, ότι θέλω να γράψω ένα βιβλίο. Δεν με εμπιστεύονταν. Εκαναν οικογενειακά συμβούλια για να μου μιλήσουν», λέει.

Μετά την ανεξαρτησία της Αρμενίας προσπάθησε να συλλέξει και άλλες μαρτυρίες μέσα στην Τουρκία. Για να εξασφαλίσει απρόσκοπτη είσοδο σε ένα γηροκομείο αρμένικου νοσοκομείου της Κωνσταντινούπολης υποδύθηκε την ασθενή και νοσηλεύτηκε για ένα μήνα. «Εκανα 40 συνεντεύξεις εκεί μέσα, στα κρυφά», λέει. «Εκεί συνάντησα και μια γυναίκα που είχε γεννηθεί το 1910. Τη ρώτησα για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στα οποία είχαν σταλεί πολλοί Αρμένιοι. Μου ζήτησε να κλειδώσω την πόρτα, να τραβήξω τις κουρτίνες και μετά μου μίλησε».

 
Η Σεβασλιάν (αριστερά) καταγράφει τη μαρτυρία μιας γυναίκας που έζησε τις σφαγές και τους εκτοπισμούς της Γενοκτονίας.
 

Η Σεβασλιάν αποκαλεί ανθρώπους σαν κι εκείνη τη γυναίκα «οι επιζήσαντές μου». «Εάν λέμε ψέματα και δεν έγινε γενοκτονία γιατί σήμερα είμαστε διασκορπισμένοι στα τέσσερα άκρα της γης; Πού είναι οι πατεράδες και οι μανάδες μας;» της έλεγαν τότε, στα πρώτα χρόνια καταγραφής των μαρτυριών. Η πάγια άρνηση της τουρκικής πλευράς να αναγνωρίσει τη γενοκτονία αποτελεί ένα από τα μείζονα διπλωματικά ζητήματα που απασχολούν μέχρι και σήμερα την Αρμενία.

«Η τουρκική πολιτική της άγνοιας δημιουργεί επικίνδυνο προηγούμενο σε περίπτωση επανάληψης άλλων γενοκτονιών στο μέλλον», δήλωσε πρόσφατα σε ένα συνέδριο με συμμετοχή διακοσίων ξένων δημοσιογράφων στο Ερεβάν –όπου συμμετείχε και η «Κ»- ο Πρόεδρος της Αρμενίας Σερζ Σαργκσιάν. «Μπορεί να φαντάζει δύσκολο να παραδεχτείς ότι διέπραξες ένα έγκλημα, όμως αν το κάνεις θα ανακουφιστείς από το βάρος και θα μπορέσεις να προχωρήσεις». Σύμφωνα με πηγές στην προεδρία της Αρμενίας μια ομάδα νομικών του αρμενικού κράτους και της διασποράς μελετούν και το θέμα της μελλοντικής διεκδίκησης αποζημιώσεων από το τουρκικό κράτος.

«Για εμένα τα 100 χρόνια είναι απλώς μια ημερομηνία. Το πρόβλημα συνεχίζει να υφίσταται εφόσον ο γείτονάς μας, η Τουρκία, δεν έχει αναγνωρίσει το έγκλημα που διέπραξε», λέει η Σεβασλιάν.

 

Πώς αντιμετωπίζει η νέα γενιά τη βαριά κληρονομιά

Το ζήτημα της αναγνώρισης της γενοκτονίας αποτελεί βασικό πυλώνα των διεκδικήσεων και της αρμενικής διασποράς. Σήμερα ο πληθυσμός της Αρμενίας φτάνει τα τρία εκατομμύρια, ενώ η διασπορά υπολογίζεται σε επτά εκατομμύρια μοιρασμένη σε εκατό κράτη. Στη χώρα λειτουργεί και εξειδικευμένο υπουργείο Διασποράς. «Οι συμπατριώτες μας στο εξωτερικό ξοδεύουν πολύτιμο χρόνο και χρήματα σε εκδηλώσεις για να προωθήσουν το θέμα της αναγνώρισης της γενοκτονίας», ανέφερε πρόσφατα η αρμόδια υπουργός Χρανούς Χακομπιάν.

«Φυσικά και θα ήθελα να δικαιωθεί το έθνος μας», λέει η 77χρονη Τουρουπέν Μανουκιάν, απόγονος θυμάτων της γενοκτονίας. «Αλλά πάνω απ’ όλα θα ήθελα να μαζευόταν η διασπορά στη χώρα μας».

Ο εγγονός της, Ράφο Μανουκιάν, είναι από τους λιγοστούς νέους που επέλεξαν να παραμείνουν σε αυτόν τον τόπο. Στα 23 του έτη είναι φοιτητής γλυπτικής στη Σχολή Καλών Τεχνών του Ερεβάν. Αρκετοί γνωστοί του έχουν ήδη φύγει για τη Ρωσία για να ασχοληθούν με το εμπόριο και την οικοδομή.

«Θέλω να εδραιωθώ εδώ παρά τις δυσκολίες. Πιστεύω ότι αξίζει ο κόπος», λέει στην «Κ» ο νεαρός.

Διδάχθηκε για τη γενοκτονία στο σχολείο μέσα από τα μαθήματα της Ιστορίας και της Λογοτεχνίας. «Με κάποιον τρόπο, είτε έμμεσο είτε άμεσο, όλοι στην Αρμενία έχουμε κάποια σχέση με εκείνα τα γεγονότα», λέει. Κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας η γιαγιά του μιλάει με σκληρά λόγια για τους Τούρκους. Λέει ότι της «φέρνουν πόνο αυτές οι ιστορίες». Ο εγγονός της μοιάζει πιο μετριοπαθής στα δικά του σχόλια. Δεν εχθρεύεται τους Τούρκους, ούτε τους μισεί για όσα συνέβησαν πριν από έναν αιώνα.

Αυτή η διαφορετική προσέγγιση κάθε γενιάς απέναντι στην ιστορία συναντάται και σε άλλα σπίτια, όπως αυτό της 103χρονης Αρσαλουΐς Μουραντιάν. «Δεν μπορείς να γίνεις φίλος με τον Τούρκο», λέει στα εγγόνια της κοφτά. Και όταν εκείνα τη ρωτούν «καλά ρε γιαγιά αν σου δινόταν η ευκαιρία να επισκεφτείς και πάλι το χωριό σου δεν θα πήγαινες;» τους απαντά στον ίδιο τόνο: «Μόνο αν ήταν υπό αρμενική διοίκηση θα πήγαινα».

Πηγή: kathimerini.gr

17

Διαβάστε το άρθρο από την πηγή

Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα:

Eshop
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text