Αρχική | Ειδήσεις | Βιβλία - Μελέτες | Η "δημογραφική βόμβα" του 21ου αιώνα και ο τρόπος που επηρεάζει τις αγορές σήμερα

Η "δημογραφική βόμβα" του 21ου αιώνα και ο τρόπος που επηρεάζει τις αγορές σήμερα

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font
Η "δημογραφική βόμβα" του 21ου αιώνα και ο τρόπος που επηρεάζει τις αγορές σήμερα

Έχουμε αναρωτηθεί ποτέ γιατί συμβαίνει όλη αυτή η οικονομική αναστάτωση στη χώρα μας, η οποία απλώνεται πλέον προς τις περισσότερες αναπτυγμένες οικονομίες; Είναι άραγε τα δημοσιονομικά ελλείμματα της χώρας και η κακή λειτουργία της δημόσιας διοίκησης η "πηγή του κακού"; Είναι η "χαλαρότητα" στη συνείδηση και τις πράξεις των πολιτικών μας  που φταίει;

Τα παραπάνω αποτελούν μέρος του προβλήματος, είναι τα στοιχεία που επιτείνουν το πρόβλημα, αλλά δεν είναι αυτά που το δημιουργούν. Η πραγματική πηγή του προβλήματος είναι η δυσμενής εξέλιξη των δημογραφικών και η τεραστίου μεγέθους "δημογραφική βόμβα" που ήδη έχει αρχίσει να εκρηγνύεται και η οποία πολύ γρήγορα -στο πρώτο μισό του αιώνα μας- απειλεί να ανατρέψει τα πάντα.

Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι: Η θέση μου, εδώ και μήνες, τόσο στις "ανοικτές", όσο και στις συνδρομητικές σελίδες του site είναι ότι, η δημιουργία των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, κατά κύριο λόγο αποτελεί ένα μακροοικονομικό αποτέλεσμα της απώλειας της ανταγωνιστικότητας των (τέως "δυτικών") αναπτυγμένων κρατών, σε σχέση με τα αναπτυσσόμενα κράτη.

Η απώλεια της ανταγωνιστικότητας, στερεί έσοδα από τις Κυβερνήσεις, οι οποίες δε θέλησαν να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα και που -για πολιτικούς λόγους- αρνήθηκαν να εξηγήσουν τη νέα πραγματικότητα στους λαούς τους, ώστε έγκαιρα να λάβουν μέτρα και να προλάβουν τις σημερινές αρνητικές εξελίξεις. Έτσι, επέμεναν να διατηρούν σε λειτουργία ένα κοινωνικό κράτος το οποίο είχε δομηθεί με βάση τα δημογραφικά και αναπτυξιακά δεδομένα της μεταπολεμικής περιόδου.

Στο μεταξύ, κάπου ανάμεσα στο 1980 και στο 2000, λόγω της ανάπτυξης της τεχνολογίας, λόγω της πτώσης των πολιτικών συστημάτων και των συνόρων του κομμουνιστικού μπλοκ και κυρίως λόγω της έντονης επίδρασης των δημογραφικών στοιχείων, τα ισχύοντα κοινωνικά κράτη ήδη ήταν αντιοικονομικά και αναχρονιστικά και άρχισαν να προκαλούν μεγάλα ελλείμματα. Όμως, οι πολιτικές ηγεσίες -οι οποίες πάντα υπολογίζουν στο βραχυπρόθεσμο πολιτικό κόστος- αρνήθηκαν να λάβουν υπ' όψη τους την εξέλιξη αυτή.

Το δημογραφικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο πλανήτης στην τρέχουσα φάση, περιγράφεται διεξοδικά σε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του (ιδιαίτερα αξιόλογου) περιοδικού "Foreign Affairs" του Φεβρουαρίου, με τίτλο "Η νέα πληθυσμιακή βόμβα" (The New Population Bomb) (δείτε το άρθρο από το site μας ή από το site του περιοδικού). Το άρθρο αυτό διαπραγματεύεται το ζήτημα της πληθυσμιακής αύξησης της γης έως το 2050 (οπότε σύμφωνα με τις προβλέψεις της αρμόδιας διεύθυνσης των Ηνωμένων Εθνών αναμένεται να σταθεροποιηθεί κοντά στα 9,5 δισεκατομμύρια ανθρώπους, από τα περίπου 6,83 δισεκατομμύρια που είναι σήμερα) και στις ανατροπές που η εξέλιξη αυτή θα επιφέρει στις οικονομικές και -ενδεχόμενα- και πολιτικές σχέσεις μεταξύ των κρατών.

Κρίνω σκόπιμο να δούμε και να σχολιάσουμε μερικά από τα σημεία του άρθρου αυτού και να επισημάνουμε τα σημεία που μας ενδιαφέρουν ως επενδυτές.

1) Στο διάστημα από το 2010 έως το 2050, ο πληθυσμός της γης θα αυξάνεται ετησίως κατά 0,73% περίπου, ενώ το παγκόσμιο ΑΕΠ θα αυξάνεται μεταξύ του 2% και του 3%. Συνεπώς, κατά τα επόμενα 40 χρόνια, το εισόδημα θα αυξάνεται με μεγαλύτερο ρυθμό από τον πληθυσμό και συνεπώς δεν τίθεται θέμα "διατροφής" του πληθυσμού αυτού.

2) Στην αρχή του 18ου αιώνα (1700 μ.Χ.) στην Ευρώπη (συμπεριλαμβανομένης και της Ρωσίας) κατοικούσε το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού. Έναν αιώνα αργότερα, με την έναρξη της βιομηχανικής επανάστασης, ο πληθυσμός της Ευρώπης άρχισε να αυξάνεται ραγδαία, ενώ πολλοί ευρωπαίοι κατευθύνθηκαν προς τις χώρες της Βορείου και Νοτίου Αμερικής. Πριν το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο πληθυσμός της Ευρώπης είχε τετραπλασιασθεί. Το 1913, η Ευρώπη είχε περισσότερους κατοίκους από την Κίνα και το σύνολο του πληθυσμού που κατοικούσε στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική (ΗΠΑ και Καναδάς), αποτελούσε το 33% του παγκόσμιου πληθυσμού.
Όμως, αυτή η τάση ανατράπηκε αμέσως μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο καθώς αναπτύχθηκε η ιατρική και οι κανόνες υγιεινής διαδόθηκαν στις υπανάπτυκτες χώρες. Οι πληθυσμοί στην Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική άρχισαν να ζουν περισσότερο, ενώ οι ρυθμοί γεννήσεων παρέμειναν υψηλοί, χωρίς να μειωθούν.

Κατά το 2003, ο αθροιστικός πληθυσμός της Ευρώπης και της Β. Αμερικής, αποτελούσε το 17% του παγκόσμιου πληθυσμού. Εκτιμάται ότι, κατά το 2050, το ποσοστό αυτό θα έχει υποχωρήσει στο 12% και θα είναι χαμηλότερο ακόμη και απ' αυτό του 1700.

3)
Η πτώση της "Δύσης" είναι ακόμη πιο δραματική εάν δούμε τις εξελίξεις σε οικονομικούς όρους. Η βιομηχανική επανάσταση του 19ου αιώνα, έκανε τους ευρωπαίους όχι μόνον περισσότερους σε αριθμό, αλλά και πλουσιότερους σε επίπεδο κατά κεφαλή εισοδήματος. Εκτιμάται ότι στις αρχές του 19ου αιώνα, η Ευρώπη και η Β. Αμερική παρήγαγαν το 32% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Έως το 1950 η σχέση αυτή έφθασε στο 68% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Όμως και αυτή η σχέση μεταβάλλεται ραγδαία. Κατά το έτος 2003 εκτιμάται ότι στην Ευρώπη και τη Β. Αμερική αντιστοιχούσε το 47% του παγκόσμιου ΑΕΠ.

Εάν υποθέσουμε ότι κατά τα χρόνια 2010 και 2050, ο ρυθμός ανάπτυξης των "δυτικών" (ή αναπτυγμένων) οικονομιών είναι ο ίδιος με αυτόν της περιόδου 1973 - 2003, δηλαδή 1,68% (υπόθεση η οποία μπορεί να αμφισβητηθεί) και του υπόλοιπου (αναπτυσσόμενου ή υπανάπτυκτου) κόσμου στο 2,47% (υπόθεση η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως συντηρητική), τότε το ΑΕΠ των αναπτυγμένων οικονομιών θα διπλασιασθεί έως το 2050, ενώ το ΑΕΠ του υπόλοιπου κόσμου θα αυξηθεί κατά πέντε φορές!
Στην περίπτωση αυτή, το αθροιστικό ΑΕΠ της Ευρώπης και της Β. Αμερικής, θα αποτελεί μόλις το 30% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ποσοστό μικρότερο ακόμη και από αυτό του 1820.

4) Εάν η παραπάνω υπόθεση είναι σωστή, τότε το μέγεθος της "μεσαίας τάξης" των αναπτυσσόμενων χωρών, κατά τα επόμενα 40 χρόνια θα αυξηθεί δραματικά. Σημειώνεται ότι η μεσαία τάξη αποτελεί πάντα τον μεγαλύτερο καταναλωτή παντός είδους αγαθού. Μελέτες της Παγκόσμιας Τράπεζας υπολογίζουν ότι, έως το 2030, το μέγεθος της μεσαίας τάξης του αναπτυσσόμενου κόσμου θα φθάνει στα 1,2 δισεκατομμύρια ανθρώπους, δηλαδή θα είναι κατά 200% μεγαλύτερο απ' ότι το 2003.
Αυτό σημαίνει ότι η "μεσαία τάξη" του αναπτυσσόμενου κόσμου, το 2030 θα είναι πολύ μεγαλύτερη απ' ότι θα είναι το σύνολο του πληθυσμού του αναπτυγμένου κόσμου.

Αυτό εξηγεί και το γιατί, οι κυριότερες "καταναλωτικές" δυνάμεις σήμερα, αλλά και η δύναμη της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης των επομένων δεκαετιών θα είναι χώρες όπως η Βραζιλία, η Κίνα, η Ινδία, η Ινδονησία, το Μεξικό, η Αίγυπτος και η Τουρκία.

5) Ένας από τους λόγους που οι αναπτυγμένες χώρες αναμένεται να εμφανίζουν μικρότερο οικονομικό δυναμισμό κατά τα επόμενα χρόνια, είναι ότι οι πληθυσμοί τους θα έχουν πολύ μεγαλύτερη "μέση ηλικία".

Οι πληθυσμοί των χωρών της Ευρώπης, του Καναδά, των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας, της Ν. Κορέας και ακόμη της Κίνας (η οποία επί δεκαετίες ακολουθεί την "πολιτική του ενός παιδιού") γερνούν με το μεγαλύτερο ρυθμό που έχει ποτέ παρατηρηθεί.

Σήμερα, το ποσοστό του πληθυσμού άνω των 60 ετών στην Κίνα και τη Ν. Κορέα είναι μεταξύ του 12% και του 15%. Είναι 15% έως 22% στην Ευρώπη, τον Καναδά και τις ΗΠΑ και 30% στην Ιαπωνία. Καθώς η γενιά των "baby boomers" ήδη έχει αρχίσει να εισέρχεται σ' αυτή την ηλικιακή ομάδα και καθώς έχει αυξηθεί το προσδόκιμο όριο ζωής, αυτά τα νούμερα θα αυξηθούν δραματικά.
Κατά το 2050, περίπου το 30% των Βορειοαμερικανών, των Ευρωπαίων και των Κινέζων θα είναι άνω των 60 ετών, ενώ το ποσοστό αυτό στην Ιαπωνία και τη Ν. Κορέα θα υπερβεί το 40%.

Κατά τις επόμενες δεκαετίες, οι χώρες αυτές θα έχουν μεγάλο αριθμό συνταξιούχων και μικρό ποσοστό εργαζομένων. Έτσι, οι αναπτυγμένες χώρες θα βιώσουν μία δραματική πτώση στον αριθμό των εργαζομένων, η οποία θα είναι πολύ μεγαλύτερης σημασίας, αφού παράλληλα μειώνεται και ο πληθυσμός τους.

Στην Ευρώπη, αναμένεται να "χαθεί" το 24% του εργατικού της πληθυσμού έως το 2050 (περίπου 120 εκατ. άτομα), ενώ το ποσοστό της ηλικιακής ομάδας άνω των 60 ετών αναμένεται να αυξηθεί κατά 47% και να φθάσει συνολικά στο 44% του πληθυσμού.
Στις ΗΠΑ, όπου o δείκτης γονιμότητας των γυναικών είναι ακόμη αρκετά υψηλός, ενώ παράλληλα ο πληθυσμός ενισχύεται και από τη μετανάστευση, η πληθυσμιακή ομάδα των εργαζομένων αναμένεται να αυξηθεί κατά 15% έως το 2050. Αυτή η επίδοση είναι πολύ καλύτερη απ' αυτήν της Ευρώπης, πλην όμως είναι δραματικά μικρότερη από την αύξηση του 62% που σημειώθηκε μεταξύ του 1950 και του 2010.

Όπως αντιλαμβανόμαστε, οι εξελίξεις αυτές θα έχουν δραματικές επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη, στις πολιτικές εξελίξεις, όπως επίσης και στην πολιτικοστρατιωτική ισχύ των αναπτυγμένων χωρών.

Οι εξελίξεις αυτές θα σημαίνουν ότι η οικονομική ανάπτυξη θα επηρεασθεί αρνητικά από την πτώση του αριθμού των νέων καταναλωτών και των νέων νοικοκυριών. Κατά τις περιόδους που η εργατική δύναμη (εργαζόμενος πληθυσμός) των αναπτυγμένων χωρών αυξανόταν με ρυθμούς 0,5% έως 1,0% το χρόνο, ακόμη και άνοδος της παραγωγικότητας των εργαζόμενων ίση με 1,7%, σήμαινε ότι το ΑΕΠ αυξανόταν με ρυθμούς 2,2% έως 2,7% ανά έτος. Αλλά με τον πληθυσμό πολλών κρατών (όπως Γερμανία, Ουγγαρία, Ιαπωνία, Ρωσία και χώρες της Βαλτικής) να μειώνεται κατά 0,2% ανά έτος ή άλλων κρατών όπως (Αυστρία, Τσεχία, Δανία, Ιταλία, Ελλάδα) να αυξάνεται μόλις κατά 0,2% ανά έτος, τότε ο μέσος ρυθμός της οικονομικής ανάπτυξης περιορίζεται σε 1,5% έως 1,9% ανά έτος. Εάν μάλιστα λάβουμε υπ' όψη μας ότι σε πολλές χώρες (λόγω της γήρανσης του πληθυσμού αλλά και άλλων κοινωνικών εξελίξεων) ο ρυθμός της αύξησης της παραγωγικότητας μειώνεται, τότε η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο δύσκολη.

Το άρθρο του Foreign Affairs συνεχίζει και αναλύει το πώς, οι δημογραφικές εξελίξεις που συνιστούν μία "βραδυφλεγή βόμβα" για τις αναπτυγμένες χώρες, δημιουργούν εξαιρετικές -και μοναδικές στην ιστορία- συνθήκες ανάπτυξης για τις αναπτυσσόμενες χώρες, ενώ επίσης αναφέρεται και σε άλλα ζητήματα, εκτός του ενδιαφέροντος του παρόντος άρθρου μας.

Παράλληλα, το άρθρο του
Foreign Affairs δεν αναφέρεται καθόλου στο ζήτημα των σχέσεων παραγωγής, του κόστους παραγωγής και της ήδη επιτευχθείσας συσσώρευσης πλούτου στις χώρες αυτές, κατάσταση που επηρεάζει δραματικά της αποφάσεις των αναπτυγμένων χωρών για το ζήτημα του δημόσιου χρέους τους. Όμως, αυτά θα αναλυθούν σε ένα προσεχές άρθρο.

Οι εξελίξεις αυτές έχουν ήδη αντανακλασθεί στις χρηματιστηριακές αγορές. Πέραν από τις υπεραποδόσεις των χρηματιστηριακών αγορών των αναπτυσσόμενων κρατών σε σχέση με τις αναπτυγμένες, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι (όπως είχαμε γράψει και σε σχετικό άρθρο), η δεκαετία του 2000 υπήρξε, για τις αναπτυγμένες αγορές, η χειρότερη στην ιστορία τους. Αυτή το γεγονός βεβαίως, δεν είναι τυχαίο...

Με το παρόν άρθρο, θέλω απλά να επισημάνω το πόσο διαφορετικός έχει γίνει ο κόσμος μας, το πώς εξηγούνται τα φαινόμενα συσσώρευσης χρέους στα αναπτυγμένα κράτη (αξίζει να αναφερθεί ότι το δημόσιο χρέος της Βραζιλίας, μίας κατά παράδοση υπερχρεωμένης χώρας στη δεκαετία του 1980, φθάνει σήμερα μόλις στο 43% του ΑΕΠ της, δηλαδή σχέση που είναι καλύτερη ακόμη και από τη Φινλανδία, της οποίας το δημόσιο χρέος φθάνει στο 45% περίπου).

Θέλω επίσης να επισημάνω για μία ακόμη φορά, το γεγονός ότι, εάν εξαιρέσουμε μερικούς επιχειρηματικούς κλάδους ή μερικές εταιρίες των αναπτυγμένων χωρών, επί σειρά ετών, οι επενδυτικές ευκαιρίες (εκτιμώ και οι αποδόσεις) θα είναι σημαντικά καλύτερες στις αναπτυσσόμενες αγορές, για πολλά ακόμη χρόνια.


Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα:

Eshop
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text