Αρχική | Χρηματιστήριο | Ιστορία Χρηματιστηρίου | Η διαδρομή των τραπεζών στην ιστορία του Χρηματιστηρίου της Αθήνας

Η διαδρομή των τραπεζών στην ιστορία του Χρηματιστηρίου της Αθήνας

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font
Η διαδρομή των τραπεζών στην ιστορία του Χρηματιστηρίου της Αθήνας

Λόγω των ιδιαίτερων ιστορικών χαρακτηριστικών της Ελλάδας, η ανάπτυξη της οικονομίας στηρίχθηκε -σχεδόν ολοκληρωτικά- στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα. Μέσα απ' αυτή την οπτική, η καταλυτική παρουσία του τραπεζικού κλάδου στο Χρηματιστήριο της Αθήνας θεωρείται ως φυσιολογική και ο χαρακτηρισμός του Χρηματιστηρίου ως "τραπεζικοκεντρικού” είναι αληθής, τουλάχιστον για το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του.

Παρά το ότι η υπουργική απόφαση για την ίδρυση του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών εκδόθηκε το Σεπτέμβριο του 1876, αυτό λειτούργησε μόλις στις 2 Μαΐου 1880, στα πλαίσια της συμφωνίας της τότε Ελληνικής Κυβέρνησης με τους τότε δανειστές, για την επανέναρξη του δανεισμού της χώρας (δράση η οποία το 1893 οδήγησε στη χρεοκοπία της). 

Διαπιστώνεται δηλαδή ότι, το ελληνικό Χρηματιστήριο δε λειτούργησε για να αποτελέσει -όπως είναι ο ρόλος των χρηματιστηρίων- μία πηγή άντλησης επενδυτικών κεφαλαίων για τις επιχειρήσεις, αλλά ως μία αγορά διαπραγμάτευσης του χρέους που θα ξεκινούσε να εκδίδεται. Αυτό από την αρχή, έκανε την παρουσία των τραπεζών σ' αυτό καταλυτική. 

Το Μάιο του 1880, από τις πρώτες 8 εισηγμένες στο Χρηματιστήριο εταιρίες, οι 4 ήταν Τράπεζες και, στο τέλος εκείνου του έτους, η κεφαλαιοποίησή τους αντιστοιχούσε στο 83,5% της συνολικής κεφαλαιοποίησης της νεοπαγούς χρηματιστηριακής αγοράς. Την περίοδο εκείνη, η Εθνική Τράπεζα ήταν η κύρια πιστωτική τράπεζα της χώρας, η οποία παράλληλα κατείχε και το εκδοτικό προνόμιο. Από τις άλλες τρεις, η Γενική Πιστωτική Τράπεζα ασχολούνταν περισσότερο με ζητήματα διαμεσολάβησης στην έκδοση των ομολόγων, η Τράπεζα Βιομηχανικής Πίστεως έκανε προσπάθειες για την χρηματοδότηση της -νηπιακής στα χρόνια εκείνα- βιομηχανίας, ενώ η Ναυτική Τράπεζα "Ο Αρχάγγελος” λειτουργούσε περισσότερο ως ασφαλιστική, παρά ως τραπεζική εταιρία.

Λίγο πριν από την πτώχευση του 1893, στο Χρηματιστήριο βρίσκονταν 15 εταιρίες από τις οποίες οι 4 ήταν τραπεζικές. Η συμμετοχή τους στη συνολική κεφαλαιοποίηση είχε υποχωρήσει στο 58%. Η υποχώρηση αυτή δεν ήταν αποτέλεσμα ζημιών που -ενδεχομένως- εμφάνισαν οι τράπεζες από την κατοχή ελληνικών ομολόγων (η συντριπτική πλειοψηφία του χρέους βρισκόταν σε χέρια ξένων), αλλά συνέβη λόγω της σταδιακής ανόδου της κεφαλαιοποίησης άλλων εταιριών και κλάδων (για παράδειγμα, οι 4 εταιρίες σιδηροδρόμων που είχαν εισαχθεί έως τότε συμμετείχαν στο 26,2% της συνολικής κεφαλαιοποίησης). 

Γενικά, έως και το τέλος της δεκαετίας του 1920, η αξία των τραπεζικών μετοχών παρέμενε ικανοποιητική και η όποια μείωση στη συμμετοχή τους στη συνολική κεφαλαιοποίηση ήταν αποτέλεσμα της μεγέθυνσης της χρηματιστηριακής αγοράς και της εισόδου μη τραπεζικών μετοχών στο Χρηματιστήριο. Άλλωστε, στις δεκαετίες εκείνες, η τακτική των εισηγμένων εταιριών ήταν να δίνουν υψηλό μέρισμα, ενώ -σε γενικές γραμμές- η άνοδος της τιμής της μετοχής δεν ήταν το κυρίως ζητούμενο.

Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα άρχισε να σχηματίζει τη μορφή που θα το χαρακτήριζε στο πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα, όταν έφυγαν από το προσκήνιο οι τράπεζες που είχαν ιδρυθεί από τους ομογενείς στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του Χρηματιστηρίου, με σκοπό την εκμετάλλευση του δανεισμού του Κράτους. Τότε, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, πέραν από την Εθνική που είχε ιδρυθεί το 1841, εμφανίστηκαν οι Τράπεζες Αθηνών, Κρήτης, Εμπορική και Λαϊκή, στις οποίες στηρίχθηκε και ο θεσμός της αποταμίευσης, αλλά και της εμπορικής και βιομηχανικής πίστης, θεσμοί που συνέβαλαν σημαντικά στην εντυπωσιακή ανάπτυξη της περιόδου 1900 – 1920 και κυρίως στο "άλμα” της περιόδου 1923-1932.

Στα τέλη του 1920 και ενώ ο αριθμός των εισηγμένων εταιριών στο Χρηματιστήριο είχε φθάσει στις 45, οι τράπεζες είχαν αυξηθεί σε 8 και η κεφαλαιοποίησή τους έφθανε στο 49,2% της συνολικής κεφαλαιοποίησης της αγοράς.

Στα τέλη του 1929 και ενώ ξεσπούσε το μεγάλο κραχ του μεσοπολέμου, ο αριθμός των εισηγμένων εταιριών έφθανε στις 98 και οι τράπεζες στις 18. Αυτός ήταν και ο υψηλότερος αριθμός τραπεζών που ήταν ποτέ ταυτόχρονα εισηγμένες στη χρηματιστηριακή αγορά της Αθήνας. Η συμμετοχή τους στη συνολική κεφαλαιοποίηση έφθανε στο 51,8%, μία συμμετοχή που έφθασε στο 61,2% στα τέλη του 1931, κυρίως λόγω της μεγάλης πτώσης στις τιμές των εμποροβιομηχανικών επιχειρήσεων και κυρίως των επιχειρήσεων δημοσίων έργων. 

Η πτώχευση του 1932 προκάλεσε ζημιές σε μία σειρά νέων και μικρών τραπεζών. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι, όπως και στην περίπτωση του 1893, τα προβλήματα των τραπεζών δεν προέκυψαν από την εμπλοκή τους στη διακράτηση ή τη διαχείριση κρατικού χρέους, αλλά από τις δυσκολίες που ανέκυψαν στις δανειολήπτριες επιχειρήσεις (κόκκινα δάνεια). Αυτό, συνιστά μία πολύ μεγάλη διαφορά σε σχέση με τη φύση των προβλημάτων των τραπεζών κατά την τρέχουσα κρίση. 

Καθώς οι τραπεζικές αρχές (στο μεταξύ είχε ιδρυθεί η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία είχε αποκτήσει και το εκδοτικό προνόμιο) οδήγησαν τις τράπεζες σε μία σειρά από συγχωνεύσεις, στις παραμονές του  πολέμου, οι εισηγμένες τραπεζικές εταιρίες έφθαναν στις 11 (σε σύνολο 98 εισηγμένων) και η αθροιστική κεφαλαιοποίησή τους είχε υποχωρήσει στο 34,2% της συνολικής κεφαλαιοποίησης της αγοράς.

 

Η διαδρομή των τραπεζών στην ιστορία του Χρηματιστηρίου της Αθήνας

 

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950, το τραπεζικό σύστημα αναδιαρθρώθηκε συνολικά και απέκτησε τη φυσιογνωμία που έφθασε έως και στα μέσα της δεκαετίας του 1990 (Εθνική, Ελλάδος,  Εμπορική, Πειραιώς, Λαϊκή, Εμπορικής Πίστεως -νυν Alpha Bank, Επαγγελματικής Πίστεως, Κτηματική, Ελληνο-Αιγυπτιακή). Στα τέλη του 1956, στο Χρηματιστήριο υπήρχαν 9 τράπεζες και η κεφαλαιοποίησή τους βρισκόταν στο χαμηλότερο επίπεδο που είχαν ποτέ –24,9% του συνόλου. Αυτό ήταν αποτέλεσμα της πορείας ανάπτυξης που έχει πάρει μεταπολεμικά η χώρα, μία πορεία που βασίστηκε στην ενδυνάμωση της βιομηχανίας, κάτι που αντανακλάστηκε στις τιμές των βιομηχανικών μετοχών στο Χρηματιστήριο. 

Πρέπει βέβαια να έχουμε υπόψη μας ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον για το Χρηματιστήριο τα χρόνια εκείνο ήταν σχεδόν ανύπαρκτο, κάτι που παραποιούσε την πραγματική εικόνα των αποτιμήσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι, από τις 9 τραπεζικές μετοχές του 1956, κατά τη διάρκεια του έτους πράξη έγινε μόνον σε 6 απ' αυτές, ενώ για τις υπόλοιπες τρεις, είχε να γίνει πράξη από το έτος 1951!

Η χρηματιστηριακή αγορά άρχισε να "θερμαίνεται” από τα τέλη του 1967. Αυξήθηκαν οι πράξεις στις τραπεζικές μετοχές (που έφθασαν στις 10) και αυξήθηκε και η τιμή τους. Στο τέλος του 1967, οι τράπεζες συμμετείχαν με 45,7% στην κεφαλαιοποίηση της αγοράς. Στα τέλη του 1973 (έτος σταθμός για το Χρηματιστήριο), οι τράπεζες εξακολουθούσαν να είναι 10 (επί συνόλου 102 εταιριών), αλλά συμμετείχαν με 51,4% στη συνολική κεφαλαιοποίηση.

 

pinax

 

Ακολούθησαν τα χρόνια της "σοσιαλμανίας” του Καραμανλή, η εθνικοποίηση του ομίλου της Εμπορικής και τα χρόνια των προβληματικών επιχειρήσεων στη δεκαετία του 1980. Μετά το χρηματιστηριακό κραχ του 1987, στο Χρηματιστήριο βρίσκονταν 14 τράπεζες (επί συνόλου 117 εταιριών) και η συμμετοχή τους είχε υποχωρήσει στο 39,5%.

Στη δεκαετία του 1990 το Χρηματιστήριο αναπτύχθηκε ραγδαία σε επίπεδο τιμών, αλλά και σε αριθμό εισηγμένων εταιριών, ενώ παράλληλα διεθνοποιήθηκε και προσέλκυσε επενδυτές απ' όλο τον κόσμο. Καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας, ο τραπεζικός δείκτης πέτυχε εντυπωσιακή άνοδο, ενώ στα τέλη του 1999 (έτους - ρεκόρ του Χρηματιστηρίου) ο αριθμός των εισηγμένων τραπεζών  έφθασε στις 17. Η συμμετοχή τους είχε υποχωρήσει στο 25,9% της συνολικής κεφαλαιοποίησης, κάτι που όμως οφειλόταν στον πολύ μεγάλο αριθμό εισηγμένων εταιριών (294 στα τέλη του 1999).

Από το σημείο εκείνο, συνέβη κάτι παράξενο, τόσο για τη χρηματιστηριακή αγορά, όσο και για το σύνολο της οικονομίας. Για την πλειοψηφία των μικρού και μεσαίου μεγέθους μη τραπεζικών (κυρίως βιομηχανικών) εταιριών, τα περιθώρια κέρδους άρχισαν να υποχωρούν και τα κέρδη να μειώνονται. Αυτό οδήγησε τις τιμές των μετοχών τους σε πτώση. Αντίθετα, κατά την περίοδο 2003 έως 2007, τα κέρδη των τραπεζών αυξήθηκαν εντυπωσιακά, κυρίως από μη παραδοσιακές δραστηριότητες, αλλά και από τη συμμετοχή του δικτύου θυγατρικών του εξωτερικού. Στα τέλη του 2007 και ενώ ο τραπεζικός δείκτης τιμών βρίσκονταν στο υψηλότερο σημείο όλων των εποχών, στο Χρηματιστήριο βρίσκονταν 15 τραπεζικές εταιρίες (επί συνόλου 305 εισηγμένων εταιριών) οι οποίες κάλυπταν το 41,4% της συνολικής κεφαλαιοποίησης. Από το σημείο εκείνο όμως, ξεκίνησε η κατάρρευση. 

Στα τέλη του 2012, στο Χρηματιστήριο είχαν απομείνει 11 τράπεζες οι οποίες εμφάνιζαν τεράστιες ζημιές (άνω των 28 δισ. ευρώ), λόγω των θέσεών τους στα ελληνικά ομόλογα. Παρά τη γενικότερη κατάρρευση των τιμών σε όλο το Χρηματιστήριο, η συμμετοχή των τραπεζών στη συνολική κεφαλαιοποίηση είχε υποχωρήσει στο 11,4% (δηλαδή, οι τιμές των τραπεζικών μετοχών είχαν υποχωρήσει με πολλαπλάσια ταχύτητα). Μετά την ανακεφαλαιοποίηση του 2013, είχαν απομείνει 7 τράπεζες (εκ των οποίων η μία κυπριακή) και η συμμετοχή τους στη συνολική κεφαλαιοποίηση ανέβηκε στο 42,2%, λόγω των κεφαλαίων της ανακεφαλαιοποίησης. Δε χρειάστηκαν παρά μόνον μερικοί μήνες κακών χειρισμών, ώστε τα κεφάλαια των συνεχών κεφαλαιοποιήσεων (μεταξύ του 2009 και του 2014 οι τράπεζες απορρόφησαν περισσότερα από 35 δισ. ευρώ σε νέα κεφάλαια) να εξαϋλωθούν στην κυριολεξία. 

Κατά τις δύο συνεδριάσεις μετά την επαναλειτουργία του Χρηματιστηρίου της Αθήνας (το οποίο παρέμεινε κλειστό επί 5 βδομάδες λόγω των capital controls), η συνολική κεφαλαιοποίηση των τραπεζών μειώθηκε κατά 51%, φθάνοντας στα 8,3 δισεκατομμύρια ευρώ (εκ των οποίων ποσό 1,7 δισ. περίπου αφορά στην κεφαλαιοποίηση της Τράπεζας Κύπρου). Μετά την εξέλιξη αυτή, οι τραπεζικές μετοχές αποτελούσαν το 21,7% της συνολικής κεφαλαιοποίησης του Χρηματιστηρίου.

Ο Τραπεζικός Δείκτης, ο οποίος στις 31/12/1980 υπολογίστηκε στις 1.000 μονάδες και που τον Οκτώβριο του 2007 πέτυχε την υψηλότερη τιμή του στις 76.800 μονάδες, την Τρίτη 4 Αυγούστου βρέθηκε στις 326,5, δηλαδή στο χαμηλότερο επίπεδο αυτών των 35 ετών (ενώ δε λαμβάνεται υπόψη ο πληθωρισμός αυτής της περιόδου), ή 99,6% κάτω από την υψηλότερη τιμή του 2007. Δηλαδή, μιλάμε για την απόλυτη καταστροφή! 

Τη στιγμή αυτή, ουδείς γνωρίζει ποιες θα είναι οι ανάγκες για τη νέα κεφαλαιοποίηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Το βέβαιο είναι ότι θα απαιτηθούν δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ, τα οποία θα φορτωθούν και αυτά στην πλάτη του ελληνικού λαού. Η επί σειρά ετών εγκληματική συμπεριφορά των Κυβερνήσεων, αλλά και των διοικήσεων των τραπεζών, κατέστρεψαν το τραπεζικό σύστημα, στέρησαν την οικονομία από ζωτικούς πόρους και προκάλεσαν ανήκεστο βλάβη σε εκατοντάδες χιλιάδες μετόχους των τραπεζών.

135 χρόνια μετά την έναρξη της λειτουργίας του, το Χρηματιστήριο της Αθήνας παραμένει "τραπεζοκεντρικό”. Η πορεία του ήταν πάντα συνυφασμένη με την πορεία του τραπεζικού κλάδου. Όσο η ελληνική οικονομία θα λειτουργεί κάτω από την ασφυκτική πίεση του Κράτους, θα βρίσκεται στη σκιά του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και το Χρηματιστήριο θα παραμένει "τραπεζοκεντρικό”. Αν η οικονομία απελευθερωθεί -και είναι επιτέλους ανάγκη να απελευθερωθεί- αυτές οι σχέσεις και αυτά τα δεσμά θα σπάσουν. Όμως, μέσα στα σημερινά προβλήματα και τις σημερινές αβεβαιότητες, αυτό είναι κάτι δύσκολο να συμβεί και δε μπορεί να συμβεί σύντομα.

Οι Τράπεζες που διαπραγματεύτηκαν στο Χρηματιστήριο της Αθήνας

Μεταξύ του 1880 και του 2015, οι μετοχές συνολικά 45 τραπεζικών εταιριών διαπραγματεύτηκαν στο Χρηματιστήριο της Αθήνας. Ο μεγαλύτερος αριθμός ταυτόχρονης διαπραγμάτευσης εμφανίστηκε το έτος 1929. Σήμερα (Αύγουστος 2015) διαπραγματεύονται οι μετοχές 7 τραπεζικών εταιριών. Στον παρακάτω πίνακα εμφανίζονται όλες οι μετοχές που διαπραγματεύτηκαν στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, με βάση το έτος εισαγωγής τους.

 

pinax

 

Γιάννης Σιάτρας

Αρχική δημοσίευση του άρθρου στο capital.gr, στις 6/8/2015


Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα:

Eshop
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text