Αρχική | Ειδήσεις | Ιστορία | Μια απεργία που βάφτηκε με αίμα

Μια απεργία που βάφτηκε με αίμα

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font
Μια απεργία που βάφτηκε με αίμα

Από τον Μπέλλο Ηλία.    Στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του 20ού αιώνα, η Ελλάδα, νικήτρια των Βαλκανικών Πολέμων, βρίσκεται μπροστά σε ένα βαθύ δίλημμα με την έκρηξη του Μεγάλου Πολέμου: Από τη μια πλευρά, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος επιμένει στην ευμενή για τη Γερμανία ουδετερότητα και, από την άλλη, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος θέλει την είσοδο της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό της αγγλογαλλορωσικής συμμαχίας. Είναι η εποχή του Εθνικού Διχασμού, της διαίρεσης που καθόρισε τα πολιτικά πράγματα για τα επόμενα 25 χρόνια.

Παράλληλα, οι οικονομικές συνθήκες στη χώρα αλλάζουν με γοργούς ρυθμούς, αν και με αρκετή καθυστέρηση σε σχέση με τις ανεπτυγμένες οικονομίες της Ευρώπης. Οδηγούν στη μερική εγκατάλειψη της γεωργίας, στην αστυφιλία και στην αύξηση του εργατικού πληθυσμού, ιδιαίτερα στους τομείς της μεταποίησης αγροτικών προϊόντων και των μεταλλείων. Αντίστοιχα πολλαπλασιάζονται τα εργατικά σωματεία και πληθαίνουν οι απεργίες, συνήθως ιδιαίτερα μαχητικές.

Το καλοκαίρι του 1916 διαγράφεται ιδιαίτερα «θερμό», καθώς κορυφώνεται το δίλημμα της συμμετοχής στον πόλεμο, ο Εθνικός Διχασμός, ενώ οι γερμανοβουλγαρικές δυνάμεις καταλαμβάνουν την Ανατολική Μακεδονία, τον Αύγουστο. Τούτο οδηγεί στην έκρηξη του κινήματος της «Εθνικής Αμύνης» στη Θεσσαλονίκη, που αρχίζει να εδραιώνεται με τη συνδρομή των εκεί συμμαχικών στρατευμάτων. Η αιματηρή προσπάθεια κατάπνιξης μιας εργατικής απεργίας σε ένα μικρό νησί των Κυκλάδων στις 21 Αυγούστου (με το παλαιό ημερολόγιο) θα μπορούσε ίσως να αποδοθεί στη διάθεση της «Κυβέρνησης των Αθηνών» να καταστείλει οποιαδήποτε αμφισβήτηση της εξουσίας της, μέσα σε ένα πολιτικό τοπίο που γινόταν ολοένα και πιο ρευστό.

Ο μεταλλευτικός πυρετός του 19ου αι.

Η Σέριφος, ένα άγονο νησί με βραχώδες έδαφος, είχε έως τη δεκαετία του 1870 μια αγροτοκτηνοτροφική οικονομία με κύρια εξαγώγιμα προΐόντα το κρασί και τον κρόκο, που προσέφερε οριακή αυτάρκεια στα βασικά αγαθά για έναν πληθυσμό περίπου 2.000 ψυχών. Τα μεταλλεία σιδήρου ήταν γνωστά από την προϊστορική εποχή, αλλά είχαν μείνει ανενεργά επί αιώνες. Τη δεκαετία εκείνη πολλές εταιρείες συνωστίστηκαν για να εκμεταλλευτούν τον ορυκτό πλούτο του νησιού.

Η πρώτη παραχώρηση μεταλλείου έγινε προς την Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία (ΕΜΕ) το 1869. Η εταιρεία αυτή κατασκεύασε εκτεταμένες εγκαταστάσεις μεταφοράς και φόρτωσης του μεταλλεύματος, αλλά διέκοψε τις εργασίες της το 1875, ύστερα από άλλες αποτυχημένες επιχειρηματικές κινήσεις.

Το 1880 ιδρύθηκε με έδρα το Παρίσι η Α.Ε. Μεταλλείων Σερίφου και Σπηλιαζέζης, από Ελληνες και Γάλλους κεφαλαιούχους, με πρωταγωνιστή τον Ανδρέα Συγγρό. Στη «Σπηλιαζέζα», όπως έγινε γνωστή, περιήλθε όλη η περιουσία της ΕΜΕ στη Σέριφο. Δραστηριοποιήθηκε για περίπου τρία χρόνια και μετά διέκοψε τις εργασίες ελλείψει κεφαλαίων.Το 1885 επανέλαβε την προσπάθεια με νέα κεφάλαια και υπό τη διεύθυνση του Γερμανού μεταλλειολόγου Emil Grohmann (Αιμιλίου Γρώμαν), που συστηματοποίησε την παραγωγή, κατάφερε μέσα σε λίγα χρόνια να υπερδιπλασιάσει τις εξορυσσόμενες ποσότητες, αγοράζοντας και άλλες μικρότερες εκμεταλλεύσεις.

Το 1906 πέθανε ο Αιμίλιος Γρώμαν και ανέλαβε τη διεύθυνση ο γιος του Γεώργιος, επίσης μεταλλειολόγος. Συνέχισε με ανάλογη επιτυχία το έργο του πατέρα του και το 1911 επέκτεινε τις εργασίες, αναλαμβάνοντας σταδιακά όλα τα υπόλοιπα μεταλλεία, όπως αυτά της εταιρείας «Η Σέριφος», που είχε ιδρυθεί στην Αθήνα το 1873.

Οι Γρώμαν, πατέρας και γιος, συμπεριφέρθηκαν σαν τυπικοί εργοδότες της εποχής: αυταρχικοί προς τους εργαζομένους, αλλά και ευεργέτες του τόπου. Το Μέγα Λιβάδι, έδρα της εταιρείας, από μια ήσυχη αγροτική περιοχή, έγινε ένα χωριό που έσφυζε από ζωή, ιδιαίτερα μετά την ημέρα της μισθοδοσίας. Εργάτες έρχονταν από άλλα μέρη για να δουλέψουν, ο πληθυσμός του νησιού διπλασιάστηκε μέχρι το 1910.

Χρονικό των κινητοποιήσεων

Το 1914 ήταν μια πρώτη κακή χρονιά και για τα μεταλλεία της Σερίφου. Η μείωση της διεθνούς ζήτησης συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, με αποτέλεσμα την ελάττωση του εργατικού δυναμικού και την εντατικοποίηση της εργασίας. Οι άθλιες συνθήκες στις υπόγειες στοές οδήγησαν τους εργάτες στο να οργανωθούν για να απαιτήσουν τη βελτίωσή τους. Ανθρωποι στην πλειονότητά τους αγράμματοι, κάλεσαν από την Αθήνα τον Κωνσταντίνο Σπέρα, έμπειρο συνδικαλιστή και Σερίφιο στην καταγωγή, να τους βοηθήσει.

Στις 24 Ιουλίου 1916 ιδρύθηκε το Σωματείον Εργατών Μεταλλευτών Σερίφου, με πρόεδρο τον Σπέρα. Αμέσως υποβλήθηκαν προς τη διεύθυνση των μεταλλείων τα αιτήματα, που ήταν κυρίως η μείωση των ωρών εργασίας και η βελτίωση των μέτρων ασφαλείας στις στοές. Μια κίνηση που είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή των εργασιών από μέρους της εταιρείας και την κήρυξη της απεργίας από τους εργάτες. Τίποτα δεν κατάφερε και η προσπάθεια του επιθεωρητή, που έστειλε το αρμόδιο υπουργείο, και ο οποίος πήρε το μέρος της εργοδοσίας.

«Στασιαστικό κίνημα»

Με την άφιξη ενός πλοίου για την παραλαβή μεταλλεύματος, οι απεργοί κλιμάκωσαν τον αγώνα αρνούμενοι να το φορτώσουν. Ο επικεφαλής της χωροφυλακής τηλεγράφησε στην Αθήνα ότι εξερράγη στασιαστικό κίνημα και ζήτησε ενισχύσεις. Πράγματι, τα χαράματα της Κυριακής 21 Αυγούστου έφθασε στο λιμάνι του νησιού ο υπομοίραρχος Χρυσάνθου με δύναμη 10-12 χωροφυλάκων. Χωρίς χρονοτριβή το απόσπασμα ξεκίνησε μια πορεία διάρκειας δυόμισι ωρών μέχρι το Μέγα Λιβάδι.

Η πρώτη κίνηση του υπομοιράρχου ήταν να συλλάβει τους πρωταγωνιστές της κινητοποίησης (32 άτομα συνολικά) και να τους περιορίσει στον τοπικό αστυνομικό σταθμό. Κατόπιν διέσχισε μια απόσταση λίγων εκατοντάδων μέτρων προς την πλατεία φόρτωσης και παρέταξε το απόσπασμα απέναντι στους απεργούς, που είχαν συγκεντρωθεί εκεί μαζί με πολλές από τις γυναίκες τους. Εδωσε μια διορία λίγων λεπτών για να διαλυθούν, αλλά με την εκπνοή της πυροβόλησε αμέσως τους συγκεντρωμένους στο ψαχνό, ρίχνοντας νεκρό τον εργάτη Θεμιστοκλή Κουζούπη.

Επακολούθησε πραγματική μάχη μεταξύ των χωροφυλάκων που πυροβολούσαν αδιάκριτα και των άοπλων Σερφιωτών που τους χτυπούσαν με πέτρες και ξύλα. Ο Χρυσάνθου και ο αστυνόμος Σερίφου ενωμοτάρχης Τριανταφύλλου έπεσαν λιθοβολούμενοι ημιθανείς στη θάλασσα, από όπου ανασύρθηκαν αργότερα νεκροί. Οι εργάτες είχαν άλλα τρία θύματα, ενώ υπήρξαν πολλοί τραυματίες και από τις δύο πλευρές.

Αντικρουόμενες μαρτυρίες

Για το πώς σταμάτησε η αιματοχυσία υπάρχουν αντικρουόμενες αφηγήσεις. Η μία, λιγότερο γνωστή, είναι του Αριστείδη Ρώτα, αυτόπτη μάρτυρα και γιου του ιερέα του χωριού, που περιγράφει πώς ο παπα-Γιάννης, ακούγοντας τον πρώτο πυροβολισμό, διέκοψε τη λειτουργία, βγήκε τρέχοντας από την εκκλησία (που βρίσκεται πολύ κοντά στον τόπο της συμπλοκής) και μπήκε ανάμεσα στα αντιμαχόμενα μέρη, καλώντας τους να σταματήσουν. Υστερα πήγε στον αστυνομικό σταθμό, πέτυχε την απελευθέρωση των κρατουμένων και έτσι ηρέμησε τα πνεύματα.

Η άλλη είναι του Σπέρα, που γράφει πως ένας τραυματισμένος χωροφύλακας ήρθε στον σταθμό, διηγήθηκε τα συμβάντα και έτσι η φρουρά αναγκάστηκε να τους ελευθερώσει. Τότε βγαίνοντας ο Σπέρας κατάφερε να σταματήσει το μαινόμενο πλήθος, υψώνοντας με τα χέρια του μια γαλλική σημαία. Στη συνέχεια, σύμφωνα με την ίδια διήγηση, οι απεργοί άρπαξαν τα όπλα των χωροφυλάκων και πήγαν στη Χώρα, την πρωτεύουσα του νησιού, όπου κατέλαβαν τα δημόσια καταστήματα και αποφάσισαν να ζητήσουν προστασία από τα γαλλικά πλοία που ναυλοχούσαν στη γειτονική Μήλο.

Παρέμβαση γαλλικών δυνάμεων

Για την εξέλιξη των γεγονότων οι πληροφορίες είναι ασαφείς και αντικρουόμενες. Πάντως, το άλλο πρωί ένας εργάτης έφτασε στη Μήλο με μια βάρκα και ενημέρωσε τον αρχηγό της ναυτικής μοίρας για την κατάσταση στη Σέριφο. Αυτός αμέσως ζήτησε τηλεγραφικά οδηγίες από τους ανωτέρους του.

Στο μεταξύ, μεταδόθηκαν στην Αθήνα τα τραγικά συμβάντα από τις εφημερίδες, με χαρακτηριστικούς τίτλους ανάλογους με την πολιτική θέση της καθεμιάς:

«ΑΙΜΑΤΗΡΑ ΣΥΡΡΑΞΙΣ ΑΠΕΡΓΩΝ - ΦΟΝΟΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΩΝ» (Εθνική)

«ΣΩΣΤΗ ΜΑΧΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΣΕΡΙΦΟΝ» (Νέα Ελλάς)

«ΑΙ ΑΓΡΙΑΙ ΣΚΗΝΑΙ ΤΗΣ ΣΕΡΙΦΟΥ - ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΩΝ ΡΕΕΙ ΑΦΘΟΝΩΣ» (Φως)

Δύο γαλλικά πολεμικά έφτασαν στο λιμάνι στις 23 Αυγούστου το μεσημέρι και αποβίβασαν απόσπασμα. Ο επικεφαλής σημαιοφόρος συναντήθηκε αμέσως με τον Σπέρα και μάζεψε όσα όπλα είχαν αρπάξει. Επίσης του δήλωσε πως η γαλλική σημαία δεν έπρεπε να χρησιμοποιείται για την κάλυψη μιας εξέγερσης και την υπέστειλε από την κορυφή του κάστρου της Χώρας, όπου την είχαν αναρτήσει οι απεργοί. Ο γιατρός που τον συνόδευε περιποιήθηκε κάποιους τραυματίες. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς το Μέγα Λιβάδι για να απελευθερώσει τους χωροφύλακες που, όπως του είχαν πει, ήταν υπό περιορισμό στον εκεί σταθμό. Οταν έφτασε όμως διαπίστωσε με έκπληξη πως, παρά τις αντίθετες πληροφορίες του Σπέρα, αυτοί δεν ήταν διόλου αιχμάλωτοι, αλλά είχαν τον έλεγχο του χωριού.

Το πρωί της 24ης Αυγούστου ο Γάλλος αξιωματικός κάλεσε τους απεργούς να συγκεντρωθούν και πρότεινε συμβιβαστικές λύσεις για την επανάληψη των εργασιών. Επέστρεψε στη Μήλο το ίδιο απόγευμα, έχοντας λάβει υποσχέσεις από όλες τις πλευρές πως θα βρεθεί λύση.

Σε λίγες μέρες το θέμα έπαψε να απασχολεί τον Τύπο και μόνο το «Φως» συνέχισε να αναφέρεται σε αυτό. Είναι γνωστό πως στις 25 του μήνα έφτασε στη Σέριφο πλοίο με ισχυρή δύναμη στρατιωτών και έναν ειδικό ανακριτή, που σύντομα διέταξε τη σύλληψη του Σπέρα και άλλων δύο απεργών για στάση, λόγω της ύψωσης της γαλλικής σημαίας, και άλλων τριών για τον φόνο του υπομοίραρχου. Οι υπόδικοι φυλακίστηκαν στη Σύρο, αλλά η απεργία συνεχίστηκε, με επιπλέον μάλιστα αιτήματα.

Υπεγράφη συμφωνία ένα χρόνο μετά

Μερικά έγγραφα που διασώθηκαν από το αρχείο του τότε προέδρου της κοινότητας Σερίφου, Αναστασίου Γραμματικού, καθώς και η αλληλογραφία του με τον φυλακισμένο Σπέρα, έρχονται για πρώτη φορά στο φως και δείχνουν ότι ο πρώτος υποστήριζε σθεναρά τους απεργούς. Δίνουν επίσης κάποια στοιχεία για το τι επακολούθησε: Στις 25 Σεπτεμβρίου αναρτήθηκε πρόσκληση προς τους απεργούς να δουλέψουν πάλι, με μερική αποδοχή των αιτημάτων τους: οκτάωρη εργασία στις υπόγειες στοές, δεκάωρη στην επιφάνεια και αυστηρή εφαρμογή των μέτρων ασφαλείας. Μόνο δύο δωδεκάδες εργάτες δελεάστηκαν και άρχισαν να δουλεύουν με την προστασία της χωροφυλακής. Φαίνεται πως απειλήθηκαν επεισόδια, ενώ ο Σπέρας με γράμμα του στις 26 Οκτωβρίου καλούσε σε πάνδημο συλλαλητήριο και πρότεινε να ζητηθεί η επέμβαση της «Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης».

Ενα χρόνο αργότερα –είχε προηγηθεί η επανένωση της Ελλάδας από την κυβέρνηση Βενιζέλου του Ιούνιο του 1917– εργάτες και εργοδοσία κατέληξαν τελικά σε συμφωνία. Ο Σπέρας, ελεύθερος τότε, υπέγραψε πρώτος. Τα υπόλοιπα αιτήματα έγιναν όλα δεκτά: αύξηση των ημερομισθίων και των αμοιβών φόρτωσης, απόλυση των μη Σεριφίων εργατών, έλεγχος του Ταμείου Αλληλοβοηθείας από το σωματείο, αποζημίωση στις οικογένειες των νεκρών της απεργίας.

Τα αιματηρά γεγονότα ξεχάστηκαν σχεδόν τελείως και για πολλά χρόνια. Ηρθαν ξανά στην επικαιρότητα το 1984, είκοσι χρόνια μετά το οριστικό κλείσιμο των μεταλλείων, με το γύρισμα μιας ταινίας («Καπετανία 1984»), που συνδύασε αριστοτεχνικά μια αναπαράσταση των γεγονότων με ένα τοπικό αποκριάτικο δρώμενο. Τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς έγινε και η πρώτη επετειακή εκδήλωση στον χώρο των επεισοδίων, καθώς και τα αποκαλυπτήρια του μνημείου για τους νεκρούς εργάτες.

Πηγή: kathimerini.gr

19

Διαβάστε το άρθρο από την πηγή

Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα:

Eshop
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text