Αρχική | Άποψη | Η Άποψη των ΜΜΕ | Υγεία και ευημερία σε συνθήκες κρίσης

Υγεία και ευημερία σε συνθήκες κρίσης

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font
Υγεία και ευημερία σε συνθήκες κρίσης

Από τον ΓΙΑΝΝΗ ΚΥΡΙΟΠΟΥΛΟ.   Η επταετής καθοδική σπείρα στην οικονομική και κοινωνική ζωή έχει προκαλέσει σοβαρά πλήγματα στο κοινωνικό κράτος. Η ανάταξη αυτών συνιστά πολιτικό μέγεθος πρωτεύουσας σημασίας επειδή ακριβώς συνδέεται με την υγεία και την ευημερία του ελληνικού πληθυσμού. Επίσης, συνιστά σοβαρή συνιστώσα της οικονομικής ζωής και της απασχόλησης και ακόμη προϋπόθεση της αναπτυξιακής διαδικασίας. Πλην των άλλων, συγκροτεί μηχανισμό νομιμοποίησης και συναίνεσης της πολιτικής και κοινωνικής τάξης. Οι διαπιστώσεις αυτές ερμηνεύουν –εν τινι μέτρω- τη σφοδρότητα των πολιτικών αντιπαραθέσεων σχετικά με τις πολιτικές υγείας στη χώρα αλλά και διεθνώς.

Είναι προφανές  ότι ο υγειονομικός τομέας στη χώρα μας διέρχεται σοβαρή κρίση, εξαιτίας της δραματικής μείωσης των ανθρώπινων, οικονομικών και τεχνολογικών πόρων και της δυσμενούς επίπτωσης των ατελέσφορων «μνημονιακών» μεταρρυθμίσεων. Ομως οι διαδικασίες ανάταξης απαιτούν τεκμηριωμένο τεχνικό σχέδιο, πολιτική δέσμευση, καθώς και κοινωνική συναίνεση. Κυρίως, όμως, προϋποθέτουν ένα έγκυρο και πειστικό αφήγημα πολιτικής που βασίζεται στα ευρήματα της διεθνούς πρακτικής και στα εμπειρικά τεκμήρια, επί των οποίων μπορεί να συγκροτηθεί ένα σχέδιο ουσιαστικών διαρθρωτικών αλλαγών.

Παρά ταύτα, μια αξιόπιστη διάγνωση είναι αναγκαία ώστε να αναδειχθούν πλήρως οι προϋποθέσεις ανασυγκρότησης του υγειονομικού τομέα. Υπό το πρίσμα αυτό, είναι προφανές ότι οι επιπτώσεις στο επίπεδο υγείας του πληθυσμού (δείκτες νοσηρότητας και θνησιμότητας) δεν επιβεβαιώνουν  –παρά μόνο σε μερικό βαθμό– τις αρχικές δυσμενέστατες προβλέψεις. Οι παρατηρούμενες μεταβολές είναι οριακές, με κύριο χαρακτηριστικό τη συνεχιζόμενη επιβράδυνση (όπως στην προτέρα περίοδο) της βελτίωσης του επιπέδου υγείας. Η ελαφρά μείωση της αυτοεκτίμησης του επιπέδου υγείας, καθώς επίσης η διακύμανση με αυξομειώσεις της βρεφικής θνησιμότητας που δείχνουν τα σχετικά ευρήματα, δεν δύνανται επί του παρόντος να αξιολογηθούν ως στατιστικά σημαντικές. Αντιθέτως, ευρήματα της περιόδου ανάμεσα στο 2008 και 2015, τα οποία σχετίζονται με την αύξηση του επιπολασμού του σακχαρώδους διαβήτη (από 7,9% σε 9,2%), της κατάθλιψης (2,6% και 4,7% αντιστοίχως) και της ισχαιμικής καρδιοπάθειας (1,4% και 2,1% επίσης), που συνδέονται μερικώς με το άγχος και την απώλεια της εργασίας (ή την επαπειλούμενη εργασία), εμφανίζουν αυξητική τάση. Σχετίζονται, επίσης, με την πτώση του επιπέδου ευημερίας, πράγμα το οποίο καθίσταται εμφανές σε μεγάλο αριθμό νοικοκυριών  – από τα χρέη, τον δανεισμό, τη δυσκολία διαχείρισης και κατανομής του οικογενειακού προϋπολογισμού και εξυπηρέτησης των οικιακών λογαριασμών. Δεδομένου ότι το 35,7% των νοικοκυριών ευρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας και  κοινωνικού αποκλεισμού, το 39,9% αναφέρει ότι υφίσταται υλικές στερήσεις, ενώ το 19,6% δεν έχει ανεκτές συνθήκες στέγασης και το 20,4% ικανοποιητικής διατροφής, η έκταση και η ένταση των κοινωνικών παραγόντων κινδύνου για την κατάσταση υγείας του πληθυσμού μεγεθύνονται και ενδεχομένως να έχουν αρνητικές συνέπειες στη μεσομακροπρόθεσμη προοπτική.

Ομως τα πλήγματα της κρίσης κατανέμονται διαφορετικά στην κοινωνική κλιμάκωση εις βάρος αυτών που έχουν χαμηλή εκπαίδευση, μικρό εισόδημα, στους φτωχούς, στους ανέργους και στους ηλικιωμένους με χρόνια προβλήματα υγείας. Λόγω της μεγάλης μείωσης των εισροών αλλά και των εισοδημάτων των νοικοκυριών, τα εμπόδια πρόσβασης έχουν και οικονομικό χαρακτήρα και οι ανεκπλήρωτες ανάγκες υγείας (24,9% του συνόλου του πληθυσμού) διευρύνουν τις ανισότητες σε όρους ανισοτιμίας (ίση πρόσβαση για ίση ανάγκη). Προδήλως τα σχετικά τεκμήρια καταμαρτυρούν την ενδημική κατάσταση των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων στην υγεία και τον «ταξικό» χαρακτήρα αυτής που παραμένει ανθεκτικός (παρά τη σχετική πτώση της ποιότητας και την αύξηση του κόστους χρόνου).

Εν κατακλείδι, το πραγματικό δίλημμα στον υγειονομικό τομέα συνοψίζεται ανάμεσα στη λιτότητα των «μνημονιακών» πολιτικών και την αποδοτικότητα των διαρθρωτικών αλλαγών. Η απάντηση στο δίλημμα αυτό συνδέεται ισχυρά με τη βιωσιμότητα και την ανάπτυξη του υγειονομικού τομέα.

* Ο κ. Γιάννης Κυριόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας (ΕΣΔΥ).

Πηγή :kathimerini.gr

20

Διαβάστε το άρθρο από την πηγή

Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα:

Eshop
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text