Αρχική | Άποψη | Συνεντεύξεις | Πρέπει να πείσουμε ότι μπορούμε...

Πρέπει να πείσουμε ότι μπορούμε...

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font
Πρέπει να πείσουμε ότι μπορούμε...

Από τους Βασίλη Ζήρα και Ειρήνη Χρυσολωρά.   Μετά τη μεταστροφή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, για την οποία εκφράζει ικανοποίηση, ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας καλεί τις ελληνικές τράπεζες να επιταχύνουν τις προσπάθειες για εξυγίανση του χαρτοφυλακίου τους, προχωρώντας σε πωλήσεις δανείων, πλειστηριασμούς και βιώσιμες ρυθμίσεις.

Στη συνέντευξή του στην «Κ», ο κ. Στουρνάρας χαρακτηρίζει ακραία την προσέγγιση του ΔΝΤ για τις τράπεζες και υποστηρίζει ότι η υιοθέτησή της θα οδηγούσε σε αύξηση του δημοσίου χρέους κατά 6% του ΑΕΠ και εθνικοποίηση των τραπεζών, χωρίς λόγο. Οπως αποκαλύπτει, ο ίδιος επικοινώνησε με το Ταμείο και φυσικά με την ΕΚΤ επανειλημμένως για το θέμα το προηγούμενο διάστημα.

Για την επίσπευση των στρες τεστ της ΕΚΤ σημειώνει ότι μπορούν να καταλήξουν σε θετικά συμπεράσματα για τις τράπεζες, χωρίς –πάντως– να απαντά κατηγορηματικά στο ερώτημα αν εχει αποκλειστεί ενδεχόμενο νέας ανακεφαλαιοποίησης. Επίσης, προειδοποιεί ότι αν υπάρξει «καθαρή έξοδος» της χώρας από το μνημόνιο, χωρίς αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητάς της, οι τράπεζες θα πληρώσουν υψηλό κόστος, καθώς θα χρειαστεί να επιστρέψουν στο ακριβό σύστημα έκτακτης χρηματοδότησης (ELA). Ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας μιλά ακόμη για την παραβίαση κανόνων της κοινής λογικής στην περίπτωση του Ελληνικού, αλλά και για την ανάγκη να εκπλήξουμε θετικά τις αγορές, ολοκληρώνοντας γρήγορα την αξιολόγηση.

– Μετά μια δραματική υποχώρηση των τραπεζικών μετοχών, φαίνεται πως επήλθε συμφωνία μεταξύ Ταμείου και ΕΚΤ στη βάση μιας απλής επίσπευσης των στρες τεστ της ΕΚΤ το 2018. Είναι οριστική και ικανοποιητική αυτή η λύση;

– Είναι πολύ θετικό και εποικοδομητικό το γεγονός ότι υπήρξε αυτή η αλλαγή στη στάση του ΔΝΤ. Σαφώς και είναι οριστική και ικανοποιητική αυτή η σύγκλιση απόψεων μεταξύ ΔΝΤ και ΕΚΤ.

– Εχει αποκλειστεί, επομένως, ενδεχόμενο νέας ανακεφαλαιοποίησης;

– Οι ελληνικές τράπεζες, όπως και οι λοιπές ευρωπαϊκές, θα υποστούν έλεγχο αντοχής (stress tests) το 2018. Στο πλαίσιο αυτό θα ήθελα να τονίσω ορισμένα στοιχεία που θα διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στον έλεγχο αυτό:

• Πρώτον, τα περιθώρια κεφαλαιακής επάρκειας που διαμορφώθηκαν μετά την αντίστοιχη άσκηση τον Νοέμβριο του 2015. Ειδικότερα, υπενθυμίζω τις ιδιαίτερα αυστηρές παραδοχές με τις οποίες αποτιμήθηκαν οι εμπράγματες εξασφαλίσεις, τις αναπροσαρμογές εσόδων και την υποχρέωση των τραπεζών να ανακεφαλαιοποιηθούν με βάση το ακραίο (adverse) σενάριο. Από τότε μέχρι σήμερα έχουμε μακροοικονομικές συνθήκες σαφώς καλύτερες από τις προβλέψεις εκείνης της άσκησης. Επομένως, δεν θα πρέπει να μας προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν σήμερα δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας 17%, από τους υψηλότερους στην Ευρωζώνη, που εξασφαλίζει ένα υψηλό απόθεμα εποπτικών κεφαλαίων. Παράλληλα, ο δείκτης κάλυψης (προβλέψεις προς επισφαλή ανοίγματα) είναι κοντά στο 50%, ποσοστό που επίσης βρίσκεται υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσον όρο.

• Δεύτερον, τη σημαντική βελτίωση της προ προβλέψεων κερδοφορίας των τραπεζών, που συνεισφέρει αναλόγως σε εσωτερική δημιουργία κεφαλαίου.

• Τρίτον, την πρόσφατη, σημαντική βελτίωση του θεσμικού πλαισίου, που βοηθά τις τράπεζες να επιλύσουν το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

• Τέταρτον, τη σημαντική βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας στην οικονομία, όπως αντανακλάται, π.χ., στην αύξηση των καταθέσεων κατά 11 δισ. ευρώ περίπου και στη μείωση του ELA κατά 60 δισ. ευρώ περίπου από την εποχή της προηγούμενης άσκησης (Νοέμβριος 2015) μέχρι σήμερα.

Η επίσπευση των ελέγχων αντοχής για λίγους μήνες μέσα στο 2018, χρησιμοποιώντας ως βάση τα στοιχεία ολόκληρου του 2017, ώστε να είναι έτοιμα τα αποτελέσματα πριν από το τέλος του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018, δεν είναι κάτι αρνητικό, το αντίθετο μάλιστα. Εκτιμώ ότι μπορούμε να επικοινωνήσουμε στις αγορές θετικές διαπιστώσεις για τις ελληνικές τράπεζες, τα αποθέματα κεφαλαιακής επάρκειας και τις λοιπές προσπάθειες βελτίωσης της ποιότητας περιουσιακών στοιχείων τους αλλά και της εταιρικής διακυβέρνησής τους.

– Πώς εξηγείτε την εμμονή του Ταμείου ώς τώρα στο θέμα αυτό και πώς την αλλαγή στάσης του τελικά; Κάνατε εσείς και η ΕΚΤ κάποιες παρεμβάσεις στον κ. Τόμσεν και στην κ. Λαγκάρντ προκειμένου να γίνει κατανοητό ότι η εμμονή για ανακεφαλαιοποίηση μπορούσε να καταλήξει σε αυτοεκπληρούμενη προφητεία;

– Το Ταμείο είχε εξαρχής λανθασμένη άποψη στο θέμα αυτό και είμαι ευτυχής που δεν επιμένει πλέον σ’ αυτή. Είχαμε, ως ΤτΕ, ισχυρά επιχειρήματα, τα οποία επικοινώνησα στο Ταμείο αρκετό καιρό πριν, σε υπηρεσιακό επίπεδο, και στη διοίκησή του τις τελευταίες εβδομάδες. Συζήτησα επίσης το θέμα διεξοδικά με τη διοίκηση της ΕΚΤ. Τα επιχειρήματά μας ήταν τα εξής: Tα πολύ σημαντικά βήματα προόδου που έχουν ήδη γίνει στον εγχώριο τραπεζικό τομέα συνηγορούν υπέρ της επιστροφής του στην κανονικότητα. Υπό αυτή την έννοια, δεν βρήκαμε επιχειρήματα για τα οποία οι ελληνικές τράπεζες θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν διαφορετικά από οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή τράπεζα του Βορρά ή του Νότου. Η διατύπωση και μόνο της πρότασης για διεξαγωγή άσκησης αξιολόγησης όλου του χαρτοφυλακίου (AQR), εκτός συνέχειας και περιεχομένου του υπάρχοντος προγράμματος και των τριών διαδικασιών αξιολόγησης, δημιούργησε αρνητικές εντυπώσεις. Πολύ περισσότερο, όταν το αποτέλεσμα αυτής της άσκησης εμφανίστηκε προαποφασισμένο (τουλάχιστον 10 δισ. ευρώ νέα κεφάλαια) χωρίς έστω κάποια διατύπωση κανόνων και μεθοδολογίας. Οι ελληνικές τράπεζες φυσικά και θα υποβληθούν σε ελέγχους αντοχής, όπως ακριβώς και οι ευρωπαϊκές, και νομίζω ότι η αξιοπιστία της άσκησης αυτής και η τεχνική επάρκεια της ευρωπαϊκής εποπτείας ουδόλως μπορούν να τεθούν εν αμφιβόλω. Επιπλέον, έχουν τεθεί στις τράπεζες συγκεκριμένοι στόχοι μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Η αξιολόγηση όλου του χαρτοφυλακίου θα απαιτούσε σημαντικούς πόρους, και ως εκ τούτου, ενείχε σημαντικό κίνδυνο εκτροχιασμού από τους ανωτέρω στόχους.

– Το ΔΝΤ είχε εκτιμήσει ότι οι τράπεζες χρειάζονται ανακεφαλαιοποίηση 10 δισ. ευρώ. Υποθέτω ότι είχατε μιλήσει μαζί τους. Πώς κατέληγαν σε αυτό το αποτέλεσμα;

– Δεν γνωρίζω κάποια τεχνικά στοιχεία της μεθοδολογικής προσέγγισης του ΔΝΤ, πέραν των γενικών απόψεων που είχαν ήδη διατυπωθεί σε κείμενα ή δημόσιες παρεμβάσεις στελεχών του Ταμείου. Οπως ανέφερα πριν, είχα θεσμικώς και γραπτώς διατυπώσει τις ισχυρότατες επιφυλάξεις μου, εδώ και αρκετούς μήνες. Θα ήθελα όμως να σας επισημάνω τι ακριβώς σήμαινε αυτή η εκτίμηση ανακεφαλαιοποίησης των 10 δισ.: Για να διαμορφωθεί το έλλειμμα εποπτικού κεφαλαίου σε 10 δισ., θα πρέπει να σχηματιστούν πρόσθετες προβλέψεις περίπου 30 δισ.! Σχεδόν όσα είναι τα εποπτικά κεφάλαια όλων των τραπεζών στις μέρες μας! Αυτό το μέγεθος δεν προκύπτει τυχαία. Αποτελεί απόρροια, αφενός του αποθέματος εποπτικών κεφαλαίων που έχουν οι τράπεζες από την προηγούμενη, και ιδιαίτερα αυστηρή, άσκηση του 2015 και, αφετέρου, από τη βελτίωση της προ προβλέψεων κερδοφορίας τους. Εάν έπρεπε να αυξηθεί το επίπεδο προβλέψεων των ελληνικών τραπεζών κατά 30 δισ., θα προέκυπτε ποσοστό κάλυψης επισφαλών απαιτήσεων περίπου 75%. Το μέγεθος αυτό δεν έχει προηγούμενο και είναι σχεδόν διπλάσιο από το αντίστοιχο άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Δεν υπήρχε ουσιαστική αιτιολογία για μια τόσο ακραία προσέγγιση.

– Η Ελλάδα από την πλευρά της και οι τράπεζες έχουν κάνει ό,τι έπρεπε να κάνουν στην κατεύθυνση της εξυγίανσης του χαρτοφυλακίου τους; Οι μεγάλες καθυστερήσεις δεν είναι νερό στον μύλο του ΔΝΤ;

– Παρά τις όποιες καθυστερήσεις, η ελληνική κυβέρνηση έχει διαμορφώσει, σε συνεργασία με τους θεσμούς και την Τράπεζα της Ελλάδος, θεμελιώδεις αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο εξυγίανσης του ιδιωτικού χρέους. Εκτιμώ ότι είναι πολύ αξιόλογα τα βήματα που έχουν γίνει. Τώρα θα πρέπει να δοθεί έμφαση στη σωστή και αποτελεσματική εφαρμογή αυτών των νόμων. Και αυτό δεν είναι σχήμα λόγου. Πρέπει να πείσουμε ότι μπορούμε να εξασφαλίσουμε αποτελεσματική λειτουργία του συνολικού πλαισίου εξυγίανσης του ιδιωτικού χρέους. Και σε αυτό συμπεριλαμβάνονται: η διενέργεια πλειστηριασμών, ηλεκτρονικών ή μη, η σωστή εφαρμογή του πλαισίου προστασίας των δανειοληπτών, καθώς και η πλήρης αξιοποίηση του εξωδικαστικού συμβιβασμού.

Στο πλαίσιο αυτό, οι υποχρεώσεις των τραπεζών είναι βεβαίως αυξημένες: με τόσες θετικές αλλαγές, είναι βέβαιο ότι οι τράπεζες θα κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για την ταχύτερη εξυγίανση των δανειακών χαρτοφυλακίων τους. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν δικαιολογίες για καθυστερήσεις.

Παράλληλα, είναι αναγκαίο να αναληφθούν πρωτοβουλίες αποτελεσματικότερης συνεργασίας μεταξύ των τραπεζών και συντονισμού των προσπαθειών τους για επίλυση υποθέσεων αναδιάρθρωσης επιχειρήσεων και κλάδων.

– Οι στόχοι για τη μείωση των δανείων σε καθυστέρηση επιτυγχάνονται μέχρι στιγμής με τον «εύκολο» τρόπο, με διαγραφές. Πωλήσεις, πλειστηριασμοί έχουν μείνει πίσω. Γιατί; Κάνετε ως εποπτική αρχή κάτι ώστε να πιέσετε τις διοικήσεις των τραπεζών να κινηθούν πιο αποτελεσματικά;

– Θα συμφωνήσω με την παρατήρηση ότι απαιτείται μια συνολική προσέγγιση στο θέμα της μείωσης των επισφαλών απαιτήσεων, δηλαδή της επιτάχυνσης των βιώσιμων μακροχρόνιων ρυθμίσεων, της σταδιακής μεταβίβασης μέρους των προβληματικών χαρτοφυλακίων και της χρήσης των κανόνων αναγκαστικής εκτέλεσης. Πρέπει βέβαια να ληφθεί υπόψη ότι αρκετές από τις βελτιώσεις στο θεσμικό πλαίσιο ολοκληρώθηκαν στο πρώτο μισό του 2017. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι λογικό να αναμένεται ένταση των προσπαθειών των τραπεζών προκειμένου να επιτευχθούν οι πιο φιλόδοξοι στόχοι για το 2018 και το 2019.

Η «καθαρή έξοδος», η αξιολόγηση και τα μηνύματα από το Ελληνικό

– Με δεδομένη την εμπειρία των επτά ετών, εκτιμάτε ότι μπορεί να κλείσει η αξιολόγηση έγκαιρα; Μήπως το εκλογικό αποτέλεσμα στη Γερμανία δυσχεραίνει την επίτευξη του στόχου;

– Η έγκαιρη ολοκλήρωση της αξιολόγησης έχει μόνο θετικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία γενικότερα, και στον τραπεζικό χώρο ειδικότερα. Εκτιμώ ότι το εκλογικό αποτέλεσμα στη Γερμανία δεν δημιουργεί εμπόδια για τον στόχο αυτό. Είναι σαφές ποιες υποχρεώσεις έχουμε και είναι στο χέρι μας να ολοκληρώσουμε τα βήματα αυτά το συντομότερο δυνατόν. Είναι νομίζω μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να εκπλήξουμε θετικά τις αγορές, αφού μάλιστα είναι απ’ όλους επιθυμητό να υπάρξει «καθαρή έξοδος» μετά το τέλος του προγράμματος τον Αύγουστο του 2018.

– Αλήθεια, αν επιτευχθεί τελικά η «καθαρή έξοδος», τι θα σημαίνει για τη χρηματοδότηση των τραπεζών από την ΕΚΤ;

– Η «καθαρή έξοδος» απαιτεί σημαντική βελτίωση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, η οποία, με τη σειρά της, προϋποθέτει εντατικοποίηση των προσπαθειών για μεταρρυθμίσεις, ιδιωτικοποιήσεις, εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, αναβάθμιση των θεσμών. Αν δεν συμβεί αυτό, ολοσχερής έξοδος από το πρόγραμμα συνεπάγεται άρση του καθεστώτος της «εξαίρεσης» (waiver) των ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ και ολοσχερή επιστροφή των ελληνικών τραπεζών στο σημαντικά ακριβότερο (σε σχέση με τον μηχανισμό αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ) σύστημα έκτακτης χρηματοδότησης (ELA).

– Η υπόθεση του Ελληνικού τι μηνύματα στέλνει για τη χώρα ως επενδυτικό προορισμό;

– Είναι δυστυχώς πολύ δυσάρεστο το μήνυμα που αποστέλλεται στην επενδυτική κοινότητα από την υπόθεση του Ελληνικού. Εδώ φαίνεται να παραβιάζονται κανόνες της απλής λογικής. Είμαι βέβαιος ότι μπορεί να βρεθεί άμεσα λύση.

– Υπάρχει ένα πόρισμα της ΤτΕ για τον έλεγχο που διενήργησε στην Τράπεζα Πειραιώς. Υπήρξαν συναλλαγές που προκάλεσαν ζημίες στην τράπεζα και πώς την επηρεάζουν σήμερα;

– Είναι αλήθεια ότι υπάρχει ένα σύνολο ευρημάτων όπως αυτά προέκυψαν από έλεγχο που έγινε στην Τράπεζα Πειραιώς με τη διευκρίνιση ότι σκοπός του δεν ήταν η διενέργεια AQR. Εκτιμώ ότι είναι θετικό το γεγονός ότι η νέα διοίκηση της τράπεζας συνεργάστηκε αποτελεσματικά με την ΤτΕ και προέβη έγκαιρα σε όλες τις απαραίτητες αλλαγές και ενέργειες για την ακρίβεια των λογιστικών καταστάσεων. Οι δυνητικές ζημίες που αναγνώρισε η Τράπεζα Πειραιώς έχουν αποτυπωθεί στις λογιστικές καταστάσεις του 2016 με σχηματισμό σχετικών προβλέψεων. Πέραν αυτού, η νέα διοίκηση της τράπεζας υλοποιεί πρόγραμμα διοικητικής αναδιάρθρωσης, καθώς και επικαιροποίησης κανονισμών και πολιτικών με στόχο την ενίσχυση, συνολικά, της εταιρικής διακυβέρνησης.

Η πολιτική συναίνεση και τα μνημόνια

Τη σημασία της πολιτικής συναίνεσης στην επιτυχή έξοδο άλλων χωρών από τα μνημόνια, επισημαίνει ο κ. Στουρνάρας

– Η όξυνση της πολιτικής αντιπαράθεσης σας προβληματίζει; Μπορεί να υλοποιηθεί το πρόγραμμα κι όσα απαιτούνται έπειτα από αυτό χωρίς συναίνεση και πολιτική σταθερότητα;

– Η εμπειρία έχει δείξει ότι η πολιτική συναίνεση και η σταθερότητα συμβάλλουν στην οικονομική αποτελεσματικότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι έπειτα από επτά χρόνια, είμαστε η μόνη χώρα-μέλος της Ευρωζώνης που βρίσκεται ακόμα σε πρόγραμμα. Μπήκαμε πρώτοι σε πρόγραμμα και είμαστε ακόμα σε πρόγραμμα. Οι άλλες χώρες-μέλη που βρέθηκαν σε πρόγραμμα πριν από εμάς εξήλθαν επιτυχώς και τώρα αναπτύσσονται με ταχύτητα, έχοντας αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα από εμάς τις αιτίες της κρίσης. Σημαντικό ρόλο σ’ αυτό διαδραμάτισαν η πολιτική συναίνεση και η σταθερότητα.

 

Πηγή : kathimerini.gr
23
Διαβάστε το άρθρο από την πηγή

Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα:

Eshop
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text