Αρχική | Άποψη | Άποψη (Γιάννης Σιάτρας) | (Ειδική Μελέτη): Η συμπεριφορά των χρηματιστηριακών δεικτών κατά τη διάρκεια οικονομικών υφέσεων

(Ειδική Μελέτη): Η συμπεριφορά των χρηματιστηριακών δεικτών κατά τη διάρκεια οικονομικών υφέσεων

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font

Σε προηγούμενο άρθρο μου (στο ανοικτό τμήμα του site), είχαμε ασχοληθεί με το ζήτημα των παρελθουσών οικονομικών υφέσεων των ΗΠΑ, από το 1854 έως και σήμερα και είχαμε εξετάσει τη χρονική τους διάρκεια, καθώς και τη μείωση του μέσου όρου της διάρκειάς τους παράλληλα με την αύξηση της ισχύος και της σημασίας της αμερικανικής οικονομίας και πολιτικής στα πλαίσια της χρονικής διάρκειας των τελευταίων 90 ετών. Στο άρθρο αυτό, αναρωτιόμασταν εάν η πρωτοφανής (στα πλαίσια των τελευταίων 75 ετών) ένταση και διάρκεια της παρούσας ύφεσης, μπορεί να αποτελεί ένα δείγμα της εξασθένησης του οικονομικού, αλλά και του πολιτικού ρόλου των ΗΠΑ στο παγκόσμιο στερέωμα, σε σχέση με τη θέση τους έως και τα μέσα της τρέχουσας δεκαετίας.

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι σύνθετη και αναμένεται να απασχολήσει τους οικονομολόγους και τους αναλυτές στους επόμενους μήνες.

Αυτό με το οποίο θα θέλαμε να ασχοληθούμε στο παρόν άρθρο έχει να κάνει με την κίνηση των χρηματιστηριακών αγορών κατά τη διάρκεια των υφέσεων, αλλά και τα μηνύματα που αυτή η κίνηση μπορεί να μας δώσει σε σχέση με την τρέχουσα ύφεση.

Το "βασικό ερώτημα" που τίθεται έχει ως εξής: Ποιά είναι η συμπεριφορά των χρηματιστηριακών δεικτών των ΗΠΑ, στο πρώτο ήμισυ του χρονικού διαστήματος της ύφεσης και πώς αυτή συγκρίνεται με το υπόλοιπο δεύτερο ήμισυ του χρονικού διαστήματος της ύφεσης, ή ακόμη και με το σύνολο της ύφεσης. Σημειώνουμε ότι θεωρούμε ως ύφεση, τα διαστήματα που επισήμως δηλώνει το National Bureau of Economic Research.
Δηλαδή, εάν μία ύφεση της αμερικανικής οικονομίας των ΗΠΑ διαρκεί 14 μήνες, ζητάμε να βρούμε και να συγκρίνουμε: α) την απόδοση των δεικτών καθ' όλη τη διάρκεια της ύφεσης, β) την απόδοση των δεικτών κατά το πρώτο ήμισυ της ύφεσης (δηλαδή κατά τους πρώτους 7 μήνες σύμφωνα με το παράδειγμά μας) και γ) την σχέση μεταξύ της απόδοσης κατά το α' ήμισυ με την απόδοση κατά το β' ήμισυ.

Δυστυχώς, την έρευνα αυτή θα έπρεπε να την είχα κάνει και να την είχαμε δημοσιεύσει τουλάχιστον 6 μήνες πριν. Στην περίπτωση αυτή, τα επιχειρήματά μου κατά τους μήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο για να προτρέψω τους συνδρομητές μας να "μπουν" στην αγορά θα ήταν ακόμη ισχυρότερα και η υπηρεσία που το site (τότε γράφαμε στο www.athenstock.com) θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη.

Δείτε τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας στο επισυναπτόμενο αρχείο.

Για τους δείκτες που χρησιμοποιήσαμε στην έρευνά μας, βασιστήκαμε στα παρακάτω στοιχεία:
- Dow Jones: Καθημερινά κλεισίματα από 1/10/1928 έως σήμερα (σημειώνεται ότι την 1/10/1928 δημιουργήθηκε ο Dow Jones 30 - έως τότε είχε διαφορετική σύνθεση και περιλάμβανε λιγότερες μετοχές).
- S&P 500: Καθημερινά κλεισίματα από 3/1/1950
- Nasdaq: Καθημερινά κλεισίματα από 5/2/1971 (ημέρα δημιουργίας του)
- Γενικός Δείκτης Χρηματιστηρίου της Αθήνας: Καθημερινά κλεισίματα από 13/8/1975 (ημέρα που άρχισε να υπολογίζεται κλείσιμο σε καθημερινή βάση).

Από τον πίνακα του επισυναπτόμενου αρχείου, προκύπτει ότι, το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των απωλειών των χρηματιστηριακών δεικτών, σημειώνεται κατά το πρώτο ήμισυ του χρονικού διαστήματος της ύφεσης. Κατά το δεύτερο ήμισυ, οι απώλειες είναι πολύ μικρότερες, ή σε πολλές περιπτώσεις (εάν η ύφεση είναι βραχύβια) παύουν να υφίστανται και οι δείκτες "γυρνούν" σε κέρδη.

Για παράδειγμα, εάν εξετάσουμε τη Μεγάλη Ύφεση της περιόδου 1929-1933, παρατηρούμε ότι αυτή ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1929 (αναφερόμαστε στην οικονομική ύφεση, όπως επισήμως ορίζεται και όχι στο χρηματιστηριακό "κραχ") και διήρκεσε 43 μήνες. Κατά τους πρώτους 22 μήνες της ύφεσης, ο δείκτης Dow Jones έχασε 66,22%. Στο σύνολο των 43 μηνών, οι συνολικές απώλειες ήταν 85,43%. Δηλαδή, το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών πραγματοποιήθηκε στο α' μισό της κρίσης. (Δείτε τη μηνιαία εξέλιξη των δεικτών κατά το διάσητμα 1928-2009).

Εάν δούμε την άλλη μεγάλη ύφεση της περιόδου που εξετάζουμε, την τρέχουσα. Σημειώνεται ότι στα τέλη Αυγούστου που γράφεται η παρούσα μελέτη, η ύφεση δεν έχει λήξει ακόμη και εκτιμάται ότι εάν λήξει, αυτό θα γίνει κατά το μήνα Οκτώβριο ή Νοέμβριο. Εάν, για τις ανάγκες της μελέτης, θεωρήσουμε ότι η ύφεση έληξε στο τέλος του Αυγούστου 2009, τότε, στους 11 πρώτους μήνες της ύφεσης, οι απώλειες του Dow Jones, ήταν 30,17%. Στους 21 μήνες του (θεωρητικού) συνόλου της ύφεσης, οι απώλειες ήταν 28,62%. Δηλαδή, στο δεύτερο μισό της ύφεσης, στην ουσία η τιμή του δείκτη Dow Jones, βρέθηκε υψηλότερα σε σχέση με το πρώτο ήμισυ. Αντίστοιχες παρατηρήσεις ισχύουν και για τους άλλους δείκτες, με μεγαλύτερες μάλιστα διαφορές, αφού οι άλλοι δείκτες (S&P, Nasdaq, αλλά και Γεν. Δείκτης του ΧΑ) είναι περισσότερο επιθετικοί σε σχέση με τον DowJones.

Η μόνη περίπτωση, από τις 14 που εξετάζουμε, όπου οι απώλειες του συνόλου της ύφεσης ήταν μεγαλύτερες από τις διπλάσιες των απωλειών του πρώτου μισού της ύφεσης, ήταν η ύφεση Μαρτίου 2001 - Νοεμβρίου 2001. Όντως, οι τιμές του Dow Jones, αλλά και των άλλων δεικτών, συνέχισαν την υποχώρησή τους για ένα ακόμη χρόνο, ενώ οι τιμές του Γενικού Δείκτη του ΧΑ υποχωρούσαν έως και το Μάρτιο του 2003. Η εξήγηση που θα μπορούσε να δοθεί στην περίπτωση αυτή ήταν αφ' ενός μεν η ιδιομορφία της ύφεσης (μετά την επίσημη λήξη της η οικονομία κινούνταν στο "χείλος" της ύφεσης), ενώ παράλληλα, τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, ανέτρεψαν εντελώς το σκηνικό της οικονομίας, των αγορών και των παγκόσμιων ισορροπιών.

Ποιό είναι όμως το πρακτικό συμπέρασμα αυτής της μελέτης; Διότι, όπως μπορεί να αντιτάξει κάποιος, τη χρονική διάρκεια της ύφεσης -και άρα και το ήμισυ του διαστήματος της διάρκειάς της- τη μαθαίνουμε μόνον όταν αυτή λήξει. Συνεπώς, μία τέτοια μελέτη δεν έχει πρακτική αξία.
Λάθος! Μία τέτοια μελέτη έχει πάρα πολύ μεγάλη αξία. Διότι, μας δείχνει τη συμπεριφορά των αγορών κατά τη διάρκεια της ύφεσης. Εάν γνωρίζουμε το πώς συμπεριφέρονται οι αγορές (ότι δηλαδή, σε κάποια στιγμή της ύφεσης αρχίζουν να προεξοφλούν την ανάκαμψη, όπως ακριβώς έγινε το Μάρτιο του 2009), τότε μέσα από την παρακολούθηση της αρθρογραφίας και κυρίως μέσα από την παρακολούθηση των μακροοικονομικών δεικτών, μπορούμε να έχουμε μία πολύ καλή άποψη για το "πώς κινείται" η ύφεση και σε ποιά φάση βρίσκεται.
Οι συνδρομητές μας θα θυμούνται όταν κατά το Φεβρουάριο και Μάρτιο καθημερινά επαναλαμβάναμε ότι "οδεύουμε προς την κορύφωση της αρνητικότητας" και για το λόγο αυτόν περί τα τέλη Φεβρουαρίου αρχίσαμε τις τοποθετήσεις μας στην αγορά.

Συνεπώς, θα πρέπει να μάθουμε καλά το "μηχανισμό προεξόφλησης" των αγορών! Οι αγορές αρχικά κινούνται με φόβο και πανικό προς τα κάτω (πρώτο ήμισυ), ενώ στη συνέχεια, σε κάποια στιγμή μετά το χρονικό σημείο του "χρονικού μέσου", αρχίζουν και προεξοφλούν την ανάκαμψη. Και αυτό, ας το μάθουμε καλά και ας το θυμόμαστε στα υπόλοιπα χρόνια που θα ασχολούμαστε με τις χρηματιστηριακές επενδύσεις.

Τέλος, επιθυμώ να κάνω μία σημείωση για τη συμπεριφορά του Γενικού Δείκτη της Αθήνας σε σχέση με τις υφέσεις της οικονομίας των ΗΠΑ. Βεβαίως, το χρονικό διάστημα που μπορούμε να εξετάσουμε αυτή τη σχέση είναι μικρό (μόλις μετά το 1975). Όμως και πάλι νομίζω ότι προκύπτουν κάποια χρήσιμα συμπεράσματα. Αυτά είναι:
α) Γενικά παρατηρείται αρκετά μεγάλος βαθμός συνδιακύμανσης μεταξύ των τιμών των ελληνικών μετοχών σε σχέση με τις ξένες (αυτό παρατηρείται ήδη από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του ελληνικού Χρηματιστηρίου, κατά το 19ο αιώνα). Αυτό οφείλεται στην ταυτότητα των κεφαλαιούχων - συναλλασσόμενων, αλλά και στη μεταδοτικότητα που έχουν τα οικονομικά φαινόμενα (και οι υφέσεις) μεταξύ των διαφόρων οικονομιών.
β) Ο βαθμός της συνδιακύμανσης και της "ανάλογης συμπεριφοράς" παρατηρείται πιο έντονα από το 1990 και μετά. Δηλαδή, στην ύφεση του 1990 - 1991, οι ελληνικές μετοχές σημειώνουν και αυτές, τις μεγαλύτερεςαπώλειές τους κατά το πρώτο ήμισυ της ύφεσης. Όμως, η "ανάλογη συμπεριφορά" και η αύξηση του βαθμού τηςσυνδιακύμανσης είναι πολύ πιο έντονη από το 2001 και μετά, οπότε και αυξήθηκε σημαντικά η συμμετοχή των ξένων κεφαλαιούχων στις ελληνικές εταιρίες.

Η παραπάνω δεύτερη παρατήρηση, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εξέλιξη του ελληνικού Χρηματιστηρίου έχει -εν πολλοίς- αποστασιοποιηθεί από τις εσωτερικές εξελίξεις και εξαρτάται πλέον και αυτή από την πορεία της διεθνούς οικονομίας και των μεγάλων διεθνών αγορών. Αυτό το συμπέρασμα μπορεί να έχει μεγάλη σημασία και αξία στην παρούσα φάση, όπου οι τιμές των ελληνικών μετοχών σημειώνουν άνοδο εν μέσω μία πρωτόγνωρης οικονομικής ύφεσης, η οποία αναμφισβήτητα -εάν τα πράγματα συνεχίσουν να εξελίσσονται όπως και κατά το παρόν διάστημα- δε θα αργήσει να πάρει τις διαστάσεις της "κρίσης".

Σημείωση: Στα πλαίσια της συγγραφής του βιβλίου μου για την Ιστορία του Χρηματιστηρίου της Αθήνας, με την πολύτιμη συνδρομή συνεργάτη μου, "ανακατασκευάζουμε" το Γενικό Δείκτη του Χρηματιστηρίου της Αθήνας, σε μηνιαία βάση, για το διάστημα Απριλίου 1954 έως και Δεκεμβρίου 1987, ώστε να υπάρξει -για πρώτη φορά- μία συνέχεια στην εξέλιξη του (σημερινού) Γενικού Δείκτη. Όταν η μελέτη μας για το Δείκτη κατά το διάστημα αυτό ολοκληρωθεί, τότε θα επαναλάβουμε τη σύγκριση με τους αμερικανικούς δείκτες για να έχουμε περισσότερο ολοκληρωμένα 
συμπεράσματα.


Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα: