Αρχική | Οικονομία | Η κρίση του χρέους | Η κρίση στην ευρωζώνη δεν είναι «δημοσίου χρέους» αλλά τραπεζικού τομέα και ισοζυγίου πληρωμών

Η κρίση στην ευρωζώνη δεν είναι «δημοσίου χρέους» αλλά τραπεζικού τομέα και ισοζυγίου πληρωμών

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font

Άρθρο του Jörg Bibow*

Πηγή: www.express.gr

 

Το παρόν άρθρο αναφέρεται στα αίτια της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη. Το άρθρο προβάλλει το επιχείρημα ότι η κρίση δεν είναι πρωτίστως «κρίση δημοσίου χρέους», αλλά μια διπλή κρίση  τραπεζικού τομέα και ισοζυγίου πληρωμών. Η ενδο-ανταγωνιστικότητα και οι ανισορροπίες στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών, και οι αντίστοιχες ροές χρέους που προκαλούν αυτές οι ανισορροπίες, αποτελούν τον πυρήνα του θέματος και όλα αυτά σχετίζονται με την πολιτική του ανταγωνιστικού αποπληθωρισμού των μισθών που εφαρμόζει η Γερμανία από τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ουσιαστικά, η Γερμανία καταπάτησε τον χρυσό κανόνα μιας νομισματικής ένωσης: δέσμευση σε ένα κοινό δείκτη πληθωρισμού.

Εν ολίγοις, τα αίτια της κρίσης στην ευρωζώνη οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στα ψεγάδια της Συνθήκης του Μάαστριχτ και στην κακή συμπεριφορά της Γερμανίας. Οι άκρως λανθασμένες πολιτικές της Γερμανίας έχουν οδηγήσει την ευρωπαϊκή νομισματική ένωση σε μια κατάσταση ανισορροπιών και χρέους, που θα είναι πολύ δύσκολο πλέον να ξεπεραστεί χωρίς ριζική μεταρρύθμιση προς την κατεύθυνση μιας πλήρους δημοσιονομικής ένωσης. Ως αποτέλεσμα, η Γερμανία αντιμετωπίζει σήμερα ένα «τρίλλημα» δικής της κατασκευής, αναγκάζοντάς την τώρα να κάνει μια κρίσιμη επιλογή δεδομένου ότι δεν μπορεί να τα έχει όλα:

•    διαρκή εξαγωγικά πλεονάσματα,

•    μια μη μεταβιβάσιμη ένωση και

•    μια «καθαρή» ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα.

Η πραγματικότητα είναι ότι εσφαλμένη διάγνωση της κρίσης της ευρωζώνης και η λανθασμένη συνταγή λιτότητας έχουν επιδεινώσει την κατάσταση της ευρωπαϊκής οικονομίας και απειλούν την ίδια την επιβίωση του ευρώ. Η κρίση στην ευρωζώνη αποτελεί μια παγκόσμια «πολύ μεγάλη για να καταρρεύσει» απειλή και αντιπροσωπεύει έναν ηθικό κίνδυνο που ίσως δεν έχει προηγούμενο στην παγκόσμια κοινότητα.

 

Η παγκόσμια αστάθεια και η νησίδα σταθερότητας

Εξετάζοντας τη συνολική κατάσταση της περιοχής, δεν είναι καθόλου προφανές γιατί η Ευρωχώρα αποτελεί σήμερα το καυτό σημείο της παγκόσμιας αστάθειας. Αν δούμε ειδικά την κατάσταση από μια παγκόσμια άποψη, τα δημόσια οικονομικά της ευρωζώνης δεν φαίνεται να είναι σε ιδιαίτερα κακή κατάσταση.

 

Ελλείμματα

Κατά το πρώτο ήμισυ της δεκαετίας του 2000, η αναλογία του ελλείμματος της ευρωζώνης  προς το ΑΕΠ κυμαινόταν περίπου στο 3%, μειώθηκε το 2006-07 όταν η νομισματική ένωση βίωσε καθυστερημένα την παγκόσμια οικονομική έκρηξη,  και στη συνέχεια επιδεινώθηκε σε επίπεδα μόλις άνω από το 6% όταν ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008.  Προβλέπεται ότι το έλλειμμα θα πέσει από το 4% που βρισκόταν το 2011 στο 3% το 2012.

Αντιθέτως, τα κρατικά ελλείμματα επιδεινώθηκαν πολύ πιο έντονα στις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιαπωνία και οι προβλέψεις για σημαντική μείωση το 2012 από τα σημερινά επίπεδα, που κυμαίνονται κοντά στο 10%, δεν αφήνουν πολλές ελπίδες για καμία από αυτές τις τρείς περιπτώσεις. Οπότε, όσον αφορά τα ελλείμματα, η Ευρωχώρα είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση από τις άλλες πλούσιες οικονομίες.

 

Χρέος προς ΑΕΠ

Οι αναλογίες χρέους-ΑΕΠ εμφανίζουν μια παρόμοια τροχιά στον παγκόσμιο αστερισμό του κρατικού χρέους. Ενώ ξεκίνησε από ένα κάπως υψηλότερο επίπεδο, της τάξης του 75%, η αύξηση της αναλογίας του δημοσίου χρέους της ευρωζώνης από την έναρξη της παγκόσμιας κρίσης είναι λιγότερο απότομη από ό,τι στις άλλες τρεις περιπτώσεις. Το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρωχώρας έφτασε κοντά στο επίπεδο του 100% το 2012, ενώ η Ιαπωνία, με αναλογία χρέους προς ΑΕΠ πάνω από το 200%, ανήκει σε μια τελείως ξεχωριστή κατηγορία.

 

Σύγκριση ισοζυγίων

Ούτε η σύγκριση μεταξύ ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών αποκαλύπτει κάποια ειδική ευπάθεια για την περίπτωση της ευρωζώνης. Ενώ η Ιαπωνία είναι διαβόητη για τα  μεγάλα πλεονάσματα που «τρέχει» στα τρέχοντα ισοζύγια πληρωμών, τόσο το Ηνωμένο Βασίλειο και ιδιαίτερα οι ΗΠΑ εμφάνιζαν θέσεις με μεγάλα ελλείμματα πριν από την παγκόσμια κρίση. Αυτά έχουν συρρικνωθεί από τότε (ΗΠΑ), ή μπορεί να βρίσκονται σήμερα ακόμη και στα πρόθυρα της εξαφάνισης (Ηνωμένο Βασίλειο). Αντίθετα, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ευρωζώνης είναι αρκετά ισορροπημένο καθ' όλη τη διάρκεια της  ύπαρξης του ευρώ, εμφανίζοντας μικρά πλεονάσματα για τα περισσότερα χρόνια, μια τάση που  διακόπηκε από μικρά  ελλείμματα το 2000 και το 2008 εξαιτίας της ανόδου της τιμής του πετρελαίου.

Αυτή η φαινομενικά ευνοϊκή σύγκριση με άλλες μεγάλες πλούσιες χώρες φαίνεται ότι μπορεί να ενθάρρυνε τις εφησυχασμένες αυτοαντιλήψεις που επικρατούσαν ανάμεσα στους ηγέτες των ευρωπαϊκών θεσμών πριν από την παγκόσμια κρίση, οι οποίοι συχνά αναφερόντουσαν στην Ευρωχώρα ως «νησίδα σταθερότητας». Μάλιστα, οι αρχές της ευρωζώνης δεν σταματούσαν να προειδοποιούν για τους αυξημένους κινδύνους που έθεταν οι ανεύθυνα μεγάλες «παγκόσμιες ανισορροπίες», το ξετύλιγμα των οποίων  θα μπορούσε να έχει εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις στην Ευρωχώρα παρά το γεγονός ότι  η ίδια η Ευρωχώρα, κατά την άποψη τους, δεν είχε κανένα ρόλο στη συσσώρευση των ανισορροπιών στα τρέχοντα ισοζύγια πληρωμών.

Έτσι, όταν ξέσπασε η κρίση και το ΔΝΤ καλούσε τα μέλη του αρχές του 2008 να σχεδιάσουν πλάνα για τόνωση των οικονομιών τους, οι αρχές της Ευρωχώρας απάντησαν ότι δεν είχαν καμία πρόθεση να κάνουν κάτι τέτοιο, υποστηρίζοντας ότι θα έβλαπτε την αξιοπιστία του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.

Ξεκινώντας τον Οκτώβριο του 2008, η Ευρωχώρα συμφώνησε τελικά να συμμετάσχει στην παγκόσμια εκστρατεία συντονισμένων μέτρων τόνωσης της οικονομίας με σκοπό την αντιμετώπιση της παγκόσμιας κρίσης, αν και με μισή καρδιά καθώς αυτή η πολιτική ήταν ενάντια των πεποιθήσεών της. Αλλά μόλις άρχισε να ανακάμπτει η παγκόσμια οικονομία, και ενώ η κατάσταση στην ευρωζώνη ειδικότερα ήταν ακόμα ιδιαίτερα επισφαλής, οι αρχές της Ευρωχώρας, κάτω από τη γερμανική ηγεσία,  άρχισαν να τσιγκλίζουν τους εταίρους τους στο G-20 να εγκαταλείψουν την πολιτική τόνωσης της οικονομίας και να στραφούν προς την πολιτική λιτότητας. Από την αρχή, οι ευρωπαϊκές αρχές διατηρούσαν την φαρισαϊκή άποψη ότι η ευρωζώνη είχε πληγεί ως αθώος θεατής από μια εξωτερική κρίση, για την οποία δεν είχε καμία ευθύνη για το ξέσπασμά της, και πως θα ήταν καλύτερα  αν ο υπόλοιπος κόσμος ακολουθούσε το μοντέλο της Ευρωχώρας βασισμένο στην πολιτική της σταθερότητας.

Η πραγματικότητα όμως είναι τελείως διαφορετική. Ήδη από την άνοιξη του 2007 υπήρχαν όλο και περισσότερες ενδείξεις ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες είχαν δημιουργήσει μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα στην αμερικανική αγορά ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου, που η Επιτροπή Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας φαινόταν να έχει πλήρη άγνοια. Εν ολίγοις, οι ευρωπαϊκές τράπεζες είχαν παράσχει μια σημαντική χείρα βοηθείας στη χορηγία της στεγαστικής φούσκας των ΗΠΑ την δεκαετία του 2000.

Οι απερίσκεπτες παγκόσμιες περιπέτειες των ευρωπαϊκών τραπεζών και η συσσώρευση των αντίστοιχων παγκόσμιων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων σήμαινε ότι η Ευρώπη ήταν έτοιμη για μια μεγάλη τραπεζική κρίση. Η τραπεζική κρίση που θα ακολουθούσε (για την οποία η ΕΕ συνεχίζει να σφυρίζει αδιάφορα, όταν το κόστος διάσωσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος στις ΗΠΑ από την FED ξεπέρασε τα 29 τρις δολάρια!) θα υπονομεύσει στη συνέχεια τη συνέχιση της πλούσιας ροής κεφαλαίων εντός της ζώνης του ευρώ από την οποία εξαρτάται η σοβαρά ασύμμετρη αύξηση της ζήτησης στην ευρωζώνη. Όπως θα δούμε παρακάτω, η τραπεζική κρίση στην Ευρώπη είναι εγγενώς συνδεδεμένη με την ενδο-ΟΝΕ κρίση του ισοζυγίου πληρωμών.

Ωστόσο, στο μυαλό των αρχών της ευρωζώνης η ψευδαίσθηση της Ευρωχώρας ως ένας αθώος θεατής που χτυπήθηκε από μια εξωτερική, κατασκευασμένη στις ΗΠΑ κρίση, επέζησε της κατάρρευσης της Lehman για κάποιο διάστημα και στη συνέχεια παρέδωσε τη θέση της σε  μια  νέα αυταπάτη, που λατρεύεται εξίσου το ίδιο έως και σήμερα. Η νέα αυταπάτη είναι ότι η ευρωζώνη έχει πέσει θύμα μιας «κρίσης δημοσίου χρέους», που οφείλεται στις σπάταλες κυβερνήσεις και τους άσωτους λαούς της νότιας περιφέρειας της ευρωζώνης. Η Ελλάδα, που αποτελεί ένα απεριόριστα μικρό μέρος της ευρωπαϊκής οικονομίας, έφτασε στο σημείο να ενσαρκώνει τις κακές δυνάμεις της δημοσιονομικής ασωτίας και η χώρα γρήγορα σημαδεύτηκε ως η ρίζα όλων των προβλημάτων στην ευρωζώνη. Η απομυθοποίηση αυτού του νέου μύθου απαιτεί  μια πιο κοντινή ματιά στο εσωτερικό της ευρωζώνης.

 

Ψευδαίσθηση σταθερότητας και έλλειψη ενότητας

Το καθεστώς του Μάαστριχτ που καθοδηγεί την ΟΝΕ έχει σχεδιαστεί για τη σταθερότητα, για να ικανοποιήσει και να εξάγει την γερμανική «κουλτούρα της σταθερότητας». Πιστεύεται ότι η σταθερότητα θα προέρχεται μέσω της πολιτικής της ΕΚΤ (σταθερότητα τιμών) για τη διατήρηση του πληθωρισμού «κάτω αλλά πλησίον του 2%» σε συνδυασμό με «υγιή» δημόσια οικονομικά, δηλαδή, δημοσιονομικά ελλείμματα κάτω από το 3%. Όταν η Ευρωχώρα  βίωσε έντονες αναταράξεις  στην αγορά χρέους το 2010, οι εκπρόσωποι της ΕΚΤ έτρεξαν να επισημάνουν ότι οι ανεξάρτητοι κεντρικοί τραπεζίτες έκαναν τα καθήκον του στο ακέραιο: με το μέσο ποσοστό πληθωρισμού να βρίσκεται στο 1,99% μεταξύ 1999 και 2011, οι πλοίαρχοι της Ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης ήταν άψογοι. Το οικονομικό κομμάτι της «ΟΝΕ» ήταν αυτό που είχε αποτύχει, και μια ματιά στα ελλείμματα των προϋπολογισμών έδειχνε ότι οι υπουργοί Οικονομικών ήταν οι κακοί της όλης υπόθεσης.

 

Τα ελληνικά ελλείμματα

Η Ελλάδα, ειδικότερα, η οποία παραποιούσε για χρόνια τους αριθμούς του κρατικού της  προϋπολογισμού, έτρεχε ελλείμματα που ήταν σταθερά πάνω από το 3% τόσο πριν όσο και μετά την ένταξή της στην ευρωζώνη.  Όταν το θέμα ήρθε στο φως της δημοσιότητας το φθινόπωρο του 2009, οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων εκτοξεύθηκαν στα ύψη, ουσιαστικά αποκλείοντας την πρόσβαση της ελληνικής κυβέρνησης στις χρηματαγορές.  Με τα δημοσιονομικά παραστρατήματα εκ μέρους των σπάταλων ελλήνων να θεωρούνται πλέον  ως η αιτία των προβλημάτων της Ελλάδας, οι παλιοί γερμανικοί φόβοι που είχαν εμπνεύσει τη ρήτρα «μη διάσωσης» στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, και αργότερα στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, φαινομενικά επαληθεύονται το 2010, καθώς η «κρίση του δημοσίου χρέους» εξαπλώνεται σε ολόκληρη την Ευρωχώρα και ακόμη πιο πέρα.

Υπάρχουν αρκετές παρατηρήσεις που πρέπει να γίνουν εδώ σχετικά με τη μάλλον πολυποίκιλη δημοσιονομική κατάσταση που  χαρακτήριζε την Ευρωχώρα τόσο πριν όσο και μετά την παγκόσμια κρίση του 2008-9.

1.    Πρώτον, η Ελλάδα είναι σαφώς μία ακραία στατιστική περίπτωση. Ενώ οι δημοσιονομικές ισορροπίες των άλλων μελών της ευρωζώνης αντανακλούν κυρίως κυκλικά πρότυπα, ο έλεγχος των δημοσίων οικονομικών στην Ελλάδα  φαίνεται πραγματικά να χαρακτηρίζεται από σημαντική αμέλεια.

2.    Δεύτερον, η Φινλανδία, που τρέχει μεγάλα πλεονάσματα από την εισαγωγή του ευρώ, είναι η αντίθετη ακραία στατιστική περίπτωση. Είναι αξιοσημείωτο ότι μια δεκαετία νωρίτερα, η Φινλανδία βρέθηκε σε παρόμοια δημοσιονομική κατάσταση με αυτήν που είναι σήμερα η Ελλάδα. Η ανάκαμψη της δημοσιονομικής τύχης της Φινλανδίας έλαβε μέρος στο πλαίσιο μίας μεγάλης υποτίμηση του φινλανδικού μάρκου έναντι του γερμανικού μάρκου της τάξης του 50% μεταξύ 1991 και 1993. Η κίνηση αυτή  αποκατέστησε την ανταγωνιστικότητα της χώρας και, σε συνδυασμό με τον αναπροσανατολισμό των εμπορικών της συναλλαγών εξαιτίας της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης, άνοιξε το δρόμο για τα μεγάλα πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών.

3.    Τρίτον, με την κατοχή ευνοϊκών θέσεων τόσο στον δημοσιονομικό όσο και στον εξωτερικό τομέα, η Φινλανδία είναι ευθυγραμμισμένη σήμερα με την Αυστρία, την Ολλανδία, και τη Γερμανία.

4.    Τέταρτον, όμως, ανάμεσα στην ομάδα των δημοσιονομικά ενάρετων χωρών, η Γερμανία εμφάνιζε δημοσιονομικά ελλείμματα της τάξης του 3% για το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου από το 1991. Πριν από τη σημερινή ευνοϊκή του θέση, ο προϋπολογισμός της Γερμανίας ήταν ισοσκελισμένος μόνο για ένα σύντομο χρονικό διάστημα και σε δύο περιπτώσεις: στο αποκορύφωμα της έκρηξης της οικονομίας dot.com το 2000, και ξανά στο αποκορύφωμα της παγκόσμιας οικονομικής έκρηξης τη δεκαετία του 2000.

5.    Πέμπτον, η αντίθετη ομάδα των δημοσιονομικά προβληματικών χωρών περιλαμβάνει δύο χώρες που έτρεχαν στην ουσία πλεονάσματα πριν από την κρίση: η Ιρλανδία και η Ισπανία. Στη συνέχεια, οι δύο αυτές χώρες βίωσαν την εντονότερη επιδείνωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου τους όταν ξέσπασε η κρίση.

6.    Έκτον, ενώ η επιδείνωση της δημοσιονομικής κατάστασης της Πορτογαλίας ήταν λιγότερο δραστική, η σημερινή κατάσταση της χώρας από την πλευρά της απαιτούμενης λιτότητας είναι της ίδιας τάξης μεγέθους με εκείνη της Ισπανίας, αν και το οικονομικό της βάρος στην ευρωζώνη είναι πολύ μικρότερο.

7.    Τέλος, η Γαλλία, το υπ' αριθμόν 2 μέλος από άποψη μεγέθους, είναι σήμερα σε βαθύτερη δημοσιονομική στασιμότητα από την Ιταλία, το υπ'Α αριθμόν 3 μέλος της Ευρωζώνης, που  έχει μια πιο αμαυρωμένη δημοσιονομική φήμη και θεωρείται μέρος της εκτεταμένης ομάδας των «PIIGS» (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ιταλία , Ελλάδα και Ισπανία).

Όσον αφορά τις αναλογίες χρέους, οι υψηλότερες και μεγαλύτερες (σε ποσοστιαίες μονάδες) αυξήσεις σημειώθηκαν στην Ιρλανδία, την Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία. Ενώ η Ελλάδα είναι και πάλι πρωτοπόρος στο ανώτατο άκρο του φάσματος, η Ιρλανδία έχει υποστεί κατά πολύ τις μεγαλύτερες συνέπειες από την κρίση διότι από κορυφαίος εκτελεστής βρέθηκε στο τέλος της λίστας με τους τρείς χειρότερους. Η αύξηση της αναλογίας του χρέους της Ιταλίας, ενώ ξεκινά από ένα πολύ υψηλότερο επίπεδο, ήταν πιο μετριοπαθής και μπορεί να συγκριθεί με τα επίπεδα αύξησης του χρέους άλλων χωρών. Ίσως η πιο αξιοσημείωτη τάση από όλες είναι ο σχεδόν σύγχρονος διπλασιασμός της αναλογίας του χρέους της Γερμανίας και της Γαλλίας, από το 40% σε άνω του 80% από το 1991 – ακριβώς την περίοδο που η δημοσιονομική εξυγίανση προήχθη στην υψηλότερη κατάταξη των προτεραιοτήτων της οικονομικής πολιτικής, αποτελώντας την ενσάρκωση της σοφίας της οικονομικής πολιτικής του Μάαστριχτ.

Παρατήρησα παραπάνω ότι τα δημοσιονομικά ενάρετα μέλη της ΟΝΕ έχουν επίσης ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό: τρέχοντα πλεονάσματα στο ισοζύγιο πληρωμών.  Ενώ η συνολική θέση της Ευρωχώρας στα τρέχοντα ισοζύγια πληρωμών είναι περίπου σε κατάσταση ισορροπίας στο σύνολό της, οι δημοσιονομικά προβληματικές χώρες-μέλη της ΟΝΕ βρίσκονται όλες στην πλευρά των ελλειμματικών θέσεων στα τρέχοντα ισοζύγια πληρωμών. Η διαπίστωση αυτή δεν αποτελεί μια απλή σύμπτωση. Η επιτυχία κάποιων χωρών να τρέχουν εμπορικά πλεονάσματα οφείλεται στο ότι κάποιες άλλες χώρες στην ευρωζώνη τρέχουν ελλείμματα.

Οι παρατηρήσεις αυτές πρέπει να μας προειδοποιούν όχι μόνο για την λανθασμένη  εμμονή της Ευρωχώρας με την ελληνική ακραία περίπτωση, που προωθεί τη βολική ψευδαίσθηση μιας «κρίσης δημοσίου χρέους», αλλά και για το ότι η αποκλειστική εστίαση στα ελλείμματα του δημόσιου τομέα διατρέχει επίσης τον κίνδυνο μιας σοβαρά λανθασμένης διάγνωσης για τα προβλήματα χρέους του ιδιωτικού τομέα.

 

Διαταραχή ισορροπίας θέσεων ανταγωνιστικότητας μεταξύ των χωρών - μελών της ζώνης του ευρώ

Στην καρδιά της σημερινής κρίσης στην ευρωζώνη φωλιάζει μια κρίση ισοζυγίου πληρωμών μεταξύ των χωρών-μελών που προκλήθηκε από σοβαρές ελλείψεις ισορροπίας στις θέσεις ανταγωνιστικότητας μεταξύ των χωρών-μελών  και τις επακόλουθες διασυνοριακές ροές  χρέους, κυρίως του ιδιωτικού τομέα. Ας δούμε τι έχει γίνει.

Οι ανισορροπίες στα τρέχοντα ισοζύγια συναλλαγών μπορεί να προκύψουν για διάφορους λόγους. Οι δύο πιο σημαντικοί για την περίπτωση της Ευρωχώρας ήταν οι εξής:

1.    πρώτον, οι θέσεις ανταγωνιστικότητας, οι οποίες ήταν αντιφατικές, και

2.    δεύτερον οι αποκλίνοντες ρυθμοί ανάπτυξης της εγχώριας ζήτησης.

Στενά συνυφασμένες, οι δύο αυτές επιρροές ενίσχυαν ουσιαστικά η μία την άλλη λόγω της λειτουργίας του καθεστώτος του Μάαστριχτ.

Σε γενικές γραμμές, η εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας στο εθνικό επίπεδο διαμορφώνεται  κατά κύριο λόγο από δύο παράγοντες: πρώτον, από το ρυθμό αύξησης των μισθών (και άλλα κόστη) σε σχέση με το ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας, και δεύτερον από τη συναλλαγματική ισοτιμία. Καθώς η Ευρωχώρα έχει εξαλείψει τον παράγοντα της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ολοκληρώνοντας τη μακροπρόθεσμη επιθυμία για  απαλλαγή  από τον κίνδυνο της πολιτικής για την προάσπιση των ιδίων συμφερόντων επί ζημία των ανταγωνιστών μέσω της ανταγωνιστικής υποτίμησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας, μόνο ο πρώτος παράγοντας εξακολουθεί να ισχύει, αποκτώντας ύψιστη σημασία για τη διατήρηση της εσωτερικής ισορροπίας!

Στο πλαίσιο αυτό, και σύμφωνα με τη θεωρία της βέλτιστης νομισματικής ζώνης, οι κοινές διαπραγματεύσεις των μισθών, ή ο συντονισμός των μισθών, είναι ζωτικής σημασίας για την πρόληψη ασύμμετρων σοκ και τη διατήρηση μιας νομισματικής ένωσης. Η Γερμανία όμως ήταν η χώρα που παραβίασε αυτόν τον κανόνα με σκοπό την απόκτηση ενός ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος έναντι των ευρωπαίων εταίρων της.

Η ΕΚΤ όρισε τη σταθερότητα των τιμών στην ευρωζώνη στο πλαίσιο  ενός εναρμονισμένου δείκτη τιμών  καταναλωτή με το ποσοστό του πληθωρισμού «κάτω αλλά κοντά» στο 2%. Εν απουσία ασύμμετρων σοκ που απαιτούν προσαρμογή στις σχετικές θέσεις της ανταγωνιστικότητας, αυτό σημαίνει ότι οι εθνικές τάσεις του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος θα πρέπει να συγκλίνουν στο 2%. Η σύγκλιση σε μια κοινή τάση του 2% θα συμβαδίζει με τη δέσμευση των μελών της νομισματικής ένωσης σε έναν ενιαίο συντελεστή πληθωρισμού, καθώς και με την παλαιότερη δέσμευση, πριν την ίδρυση της νομισματικής ένωσης, για μη προσφυγή σε στρατηγικές ανταγωνιστικής υποτίμησης.

 

Καταστολή μισθών το γερμανικό πλεονέκτημα

Στη δεκαετία του 1980, εξακολουθούσαν να επικρατούν μεγάλες διαφορές στους ρυθμούς αύξησης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.  Ιστορικά, η Αυστρία και οι Κάτω Χώρες ήταν πολύ κοντά στις τάσεις που επικρατούσαν στη Γερμανία. Στη δεκαετία του 1980, οι τάσεις στους μισθούς ήταν συστηματικά χαμηλότεροι από αυτούς στη Γερμανία, παρέχοντας κάποιο πεδίο για ολίσθηση αργότερα. Ενώ η Γαλλία είχε συγκλίνει με το γερμανικό πρότυπο από τα μέσα του 1980, η Ιταλία και η Ισπανία χρειάστηκαν έως τις αρχές της δεκαετίας του 1990 για να το πετύχουν. Με την έναρξη του ευρώ, η Ευρωχώρα είχε συγκλίνει πλήρως με το ιστορικό γερμανικό πρότυπο του 2% και, σε γενικές γραμμές, παρέμεινε κοντά σε αυτά τα επίπεδα από τότε -- εκτός, βέβαια,  από την ίδια τη Γερμανία διότι, από το 1996, η Γερμανία άλλαξε ταχύτητα προς τα κάτω και καθιέρωσε από τότε  το δικό της νέο χαμηλότερο κανόνα του μηδενικού ονομαστικού πληθωρισμού ανά μονάδα κόστους εργασίας.

Η μείωση του ρυθμού αύξησης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος δεν οφειλόταν σε επιτάχυνση της αύξησης της παραγωγικότητας, αλλά προέκυψε από μια σημαντική μείωση του πληθωρισμού μισθών. Με άλλα λόγια, δεν ήταν η εφευρετικότητα της γερμανικής μηχανικής, αλλά η συγκράτηση των μισθών που πρόσφερε μια επιπλέον ώθηση στους Γερμανούς εξαγωγείς. Από το 1998, η αύξηση του ποσοστού  παραγωγικότητας της Γερμανίας κυμαίνεται στα επίπεδα του μέσου όρου, και είναι ανάλογη με αυτή της Γαλλίας και της Πορτογαλίας, πολύ χαμηλότερη από εκείνη της Ελλάδας και της Ιρλανδίας, ενώ η Ιταλία και η Ισπανία ξεχωρίζουν  ως τα βραδυπορούντα κράτη μέλη όσον αφορά στην αύξηση της παραγωγικότητας.

Με την καταστολή των μισθών να αποτελεί την πραγματική αιτία της ανταγωνιστικότητας που απέκτησε η Γερμανία στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, το θέμα είναι ότι, ακριβώς όπως με τα διαφορετικά ποσοστά πληθωρισμού, οι διαφορές στην αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος  είναι αθροιστικές. Αν διατηρηθούν επί σειρά ετών, οι αποκλίνουσες τάσεις δημιουργούν ακόμη μεγαλύτερες στρεβλώσεις στις σχετικές θέσεις ανταγωνιστικότητας.

Δεν ήταν η Γερμανία, αλλά η Γαλλία αυτή που παρέμεινε περισσότερο πιστή στη δέσμευση της ΟΝΕ για ένα κοινό ποσοστό πληθωρισμού της τάξης του 2% στη ζώνη του ευρώ. Από τους άλλους εταίρους, η Ιταλία ακολούθησε μια κάπως ανοδική κατεύθυνση, και ακόμα περισσότερο η Ισπανία και οι μικρότερες από τις χώρες των PIIGS. Από την άλλη πλευρά, από τις μικρότερες χώρες με τρέχοντα πλεονάσματα συναλλαγών, η Αυστρία, και σε μικρό βαθμό επίσης και η Φινλανδία, παρέμειναν σταθερά κάτω από τον κανόνα της σταθερότητας. Αλλά από όλες τις χώρες εταίρους, η Γερμανία είναι αυτή, ο παραδοσιακός φρούραρχος σταθερότητας στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, που ξεχωρίζει ως ακραίος παραβάτης από όλη την αγέλη.

Δεν υπάρχει καμία σοβαρή αμφιβολία ότι η αποχώρηση της Γερμανίας από τα δικά της ιστορικά πρότυπα σταθερότητας ήταν η κύρια αιτία της συσσώρευσης των ανισορροπιών στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών εντός της ζώνης του ευρώ. Ας μην ξεχνάμε ότι ενώ η εξισορρόπηση της εξωτερικής ανταγωνιστικότητας της Ευρωχώρας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ, στο εσωτερικό της, η εξισορρόπηση της κατάστασης της ανταγωνιστικότητας των κρατών μελών πρέπει να γίνει  μέσω της μονάδας του κόστους εργασίας. Και, παραδοσιακά, τα τρία τέταρτα των γερμανικών εξαγωγών κατευθύνονται προς ευρωπαϊκούς προορισμούς.  Η συγκράτηση των μισθών είναι ο κύριος λόγος που τα  εμπορικά πλεονάσματα κυριαρχούν στη θέση του τρέχοντος ισοζυγίου συναλλαγών της Γερμανίας έναντι της ευρωζώνης,

Απαιτείται ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών και συμμετρική εσωτερική εξισορρόπηση

Η κρίση στην ευρωζώνη έχει καταστήσει σαφές ότι η Γερμανία δεν μπορεί να έχει και διαρκή εξαγωγικά πλεονάσματα, και μια μη μεταβιβάσιμη νομισματική ένωση, και μια «καθαρή» ανεξάρτητη κεντρική τράπεζα. Ενώ οι εμπορικές ανισορροπίες μπορεί να διαρκέσουν για αρκετό ακόμα καιρό, από κάποιο σημείο και μετά η προοπτική της χρεοκοπίας των υπερχρεωμένων χωρών δεν θα μπορεί πλέον να διαφύγει της προσοχής των αγορών, οπότε και θα σταματήσει ξαφνικά η ιδιωτική χρηματοδότηση. Οι εμπορικές ανισορροπίες μπορεί στη συνέχεια να υποβασταχθούν μέσω επίσημου δανεισμού, αλλά τέτοια δάνεια έκτακτης ανάγκης (διασώσεις ρευστότητας) δεν επιλύουν το υποκείμενο πρόβλημα της φερεγγυότητας, που είναι, σε τελική ανάλυση,  κάλεσμα για  άφεση του χρέους (οι ορθές δημοσιονομικές διασώσεις).

Ως εκ τούτου, κατά κανόνα, τα διαρκή εξαγωγικά πλεονάσματα, όπως αυτά για τα οποία φιλοδοξεί προφανώς η Γερμανία, μπορεί να είναι βιώσιμα μόνο εάν αντισταθμιστούν με δημοσιονομικές μεταβιβάσεις. Στην πραγματικότητα, η αντικατάσταση του δανεισμού με μεταβιβάσεις, αυτό που κάνει μια ορθή νομισματική ένωση, θα μπορούσε να σώσει και να αναζωογονήσει το ευρώ εν μία νυκτί.

Όσον αφορά τα χρέη, που κρέμονται σαν δαμόκλειος σπάθη, θα μπορούσαν να γίνουν πιο εύκολα διαχειρίσιμα εάν οι θέσεις ανταγωνιστικότητας εντός της ζώνης μπορούσαν να  αποκατασταθούν χωρίς να υπονομευθεί η ανάπτυξη. Αλλά η Γερμανία έχει επίσης τις δικές της απόψεις της σχετικά με τον καλύτερο τρόπο για να στηρίξει  την ανάπτυξη, διατηρώντας παράλληλα τη γερμανική (υπέρ)«ανταγωνιστικότητα» (δηλαδή, τα εξαγωγικά πλεονάσματα).

Σημαντικά ψεγάδια στον σχεδιασμό του καθεστώτος του Μάαστριχτ σε συνδυασμό με καθεστωτικές ανταγωνιστικές πολιτικές που ακολουθεί η μεγαλύτερη χώρα μέλος της νομισματικής ένωσης, η Γερμανία, έχουν προκαλέσει την σημερινή κρίση στην Ευρωχώρα.  Η κρίση γίνεται καλύτερα κατανοητή ως μια διπλή κρίση τραπεζικού τομέα και ισοζυγίου πληρωμών. Η επίλυση της κρίσης απαιτεί ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και συμμετρική εσωτερική εξισορρόπηση, δύο μέτωπα που μπορεί να αντιμετωπιστούν με επιτυχία μόνο αν διατηρηθεί παράλληλα η οικονομική μεγέθυνση. Σε μια μεγάλη οικονομία όπως αυτής της ευρωζώνης,  αυτό συνεπάγεται διατήρηση της αύξησης της εγχώριας ζήτησης. Η λανθασμένη αντιμετώπιση της κατάστασης στην ευρωζώνη ως «κρίση δημόσιου χρέους»,  που θεωρεί ότι η μόνη θεραπεία είναι η λιτότητα και ο αποπληθωρισμός των μισθών στις χώρες κυρίως της περιφέρειας, συμβάλλει στην προσθήκη μιας αυτοπροκαλούμενης κρίσης ανάπτυξης πάνω σε μια ήδη δυσάρεστη οικονομική κατάσταση, που έχει προκύψει από μια τραπεζική κρίση και από εμπορικές ανισορροπίες. Η μετατροπή της  Ευρωχώρας στον «μεγάλο ασθενή της παγκόσμιας οικονομίας» δημιουργεί μια παγκόσμια «πολύ μεγάλη για να καταρρεύσει» απειλή και έναν αντίστοιχο ηθικό κίνδυνο που προκαλεί την παγκόσμια κοινότητα στο έπακρο.

* Ο Jörg Bibow είναι Research Associate στο Levy Economics Institute του Κολεγίου Bard και καθηγητής οικονομικών στο Skidmore College στη Νέα Υόρκη. Φοίτησε σε πανεπιστήμια στη Νότια Αφρική, στη Γερμανία και στην Αγγλία, ολοκληρώνοντας το μεταπτυχιακό του και το διδακτορικό του στα οικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ.



 

Διαβάστε το άρθρο από την πηγή

Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα:

Eshop
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text