Αρχική | Ειδήσεις | Ιστορία | Η ιστορία των διχασμών

Η ιστορία των διχασμών

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font
Η ιστορία των διχασμών

Από τον Πάσχο Μανδραβέλη.   Σ​​ε όλες τις χώρες του κόσμου υπάρχουν πολιτικές διαιρέσεις και γι’ αυτό έγινε αναγκαία η Δημοκρατία. Για να εξομαλυνθεί η διαδικασία λήψης αποφάσεων. Στην Ελλάδα υπήρξαν οι διαιρέσεις, γίνονταν διχασμοί που πάντα κατέληγαν σε αίμα και μία φορά σε έναν μακρύ εμφύλιο, έναν πόλεμο που είχε τα περισσότερα θύματα από οποιονδήποτε άλλο πόλεμο έκανε η χώρα.

Αυτές τις πολιτικές διαιρέσεις που κατέληξαν σε διχασμούς ανιχνεύει σε έντεκα μικρούς τόμους ο καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος, με τον πρώτο να αφιερώνεται στη δεκαετία του 1910, «που σφραγίστηκε από την καταλυτική και κυρίαρχη παρουσία του Ελευθερίου Βενιζέλου στα δημόσια πράγματα, την ανορθωτική ώθηση που έδωσε στην ελληνική κοινωνία και την κοινωνικοπολιτική πόλωση που προκάλεσε. Αυτήν που μετεξελίχθηκε στη συνέχεια σε Εθνικό Διχασμό».

Η πρώτη αυτή διαίρεση εξελίσσεται μέσα στη δεκαετία, αναλόγως των προταγμάτων που θέτει για τη χώρα ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ο Κρητικός ηγέτης «αναδείχτηκε εξαρχής στον “άλλο πόλο” της πολιτικής ζωής της χώρας, σε ένα νέο πόλο, δηλαδή, απολύτως διακρινόμενο και αντιπαρατιθέμενο προς κάθε πολιτικό υποκείμενο, καθώς και προς κάθε πολιτική πρόταση, κίνηση, σχήμα, ιδεολογία ή νοοτροπία είχε προϋπάρξει της παρουσίας του στην ελληνική πολιτική ζωή».

Εξι δεκαετίες

Η διετία 1910-1912 είναι η περίοδος της μεγάλης εκσυγχρονιστικής τομής που κάνει στην πολιτική, στην οικονομία και στην κοινωνία ο επιφανής Κρητικός· η διαίρεση γίνεται μεταξύ Βενιζελικών - Παλαιοκομματικών. Το 1912-1915, τομή γίνεται «Βενιζελικοί - Κωνσταντινικοί». Το 1915-1917, όταν οξύνεται ο διχασμός με βάση τη συμμετοχή της χώρας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η διαίρεση γίνεται μεταξύ Αγγλόφιλων - Γερμανόφιλων. Το 1917-1920 όλες οι πολιτικές δυνάμεις συνασπίζονται κατά του πολιτικού από τα Χανιά, οπότε η διαίρεση είναι μεταξύ Βενιζελικών - Αντιβενιζελικών.

Η διαίρεση αυτή συνεχίστηκε και τις επόμενες δεκαετίες ως Βασιλικοί - Δημοκρατικοί και φτάνει μέχρι στη Μεταπολίτευση, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έλυσε διά παντός το πολιτειακό. Οπως γράφει ο κ. Διαμαντόπουλος: «Ο βασιλιάς προχώρησε, το φθινόπωρο του 1915, σε νέα διάλυση της πρόσφατα, μόλις την άνοιξη της ίδιας χρονιάς, εκλεγμένης Βουλής, κόντρα φυσικά σε κάθε δημοκρατική και κοινοβουλευτική δεοντολογία. Ετσι, όμως, άρχισε πλέον να διεκδικεί, ως αξίωμα (για τον εαυτό του και, γενικότερα, τον θεσμό που αντιπροσώπευε), δικαίωμα καθοριστικής πολιτικής παρέμβασης στις εξελίξεις και τις μείζονες πολιτικές επιλογές της χώρας. Πρωτίστως και πιο ξεκάθαρα ασφαλώς στην εξωτερική πολιτική. Αυτό, βέβαια, είχε ως αναπόφευκτο παρακολούθημα η βενιζελική παράταξη να εμφανίζεται έκτοτε ως αυτή της δημοκρατικής νομιμότητας... Ενώ η κωνσταντινική εμφανίζεται πλέον ως η παράταξη της μοναρχικής νομιμοποίησης (ή του μοναρχικού απολυταρχισμού)».

Η διαίρεση που κατέληξε σε διχασμό ξεκίνησε ως γνωστόν με τη διαφωνία του Ελευθέριου Βενιζέλου και του γυναικαδέλφου του Κάιζερ, βασιλέως Κωνσταντίνου. Ο τελευταίος ήθελε την ευμενή για τις Κεντρικές Δυνάμεις (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Βουλγαρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία) ουδετερότητα ενώ ο πρωθυπουργός την ενεργό συμμαχία με την Αντάντ. Αυτό δεν είχε να κάνει μόνο «με την ανάγκη διασφάλισης της ελληνικής κυριαρχίας στα απελευθερωθέντα κατά τους Βαλκανικούς πολέμους νησιά του ανατολικού Αιγαίου... κυριαρχία, η οποία δεν έχει ακόμη περιβληθεί νομική μορφή και αναγνώριση, άρα δεν είχε υπάρξει ακόμη τυπική προσάρτησή τους στο ελληνικό βασίλειο, αλλά το ζήτημα παρέμενε εκκρεμές από πλευράς Διεθνούς Δικαίου» αλλά και με ευρύτερους, ακόμη και οικονομικούς σχεδιασμούς του πεφωτισμένου πολιτικού.

«Ο Βενιζέλος απέδιδε στη συστράτευση της χώρας με τις μεγάλες κεφαλαιοκρατικές δημοκρατικές δυνάμεις της Δύσης περιεχόμενο και στοχεύσεις που υπερέβαιναν κατά πολύ τους πολεμικούς σκοπούς. Ως δευτεροβάθμιο και μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα της σύμπλευσης μαζί τους θεωρούσε, πράγματι, τη μεταπολεμική οργανική ενσωμάτωση της Ελλάδος –έστω ως ελάσσονος και περιφερειακού εταίρου– στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα, ειδικότερα, δε, έβλεπε τη χώρα μας ως την εμπορική και τη χρηματιστηριακή γέφυρα της Δύσης με την καθ’ ημάς Ανατολή. Ως την εμπροσθοφυλακή δηλαδή, στην περιοχή μας, του δυτικού καπιταλιστικού κόσμου σε μια –περίπου εκμεταλλευτική θα έλεγαν ορισμένοι– σχέση με τις χώρες της ανατολικής Μεσογείου. Η βάση της εν λόγω συμμαχίας/σχέσης με τους Δυτικούς ασφαλώς δεν θα ήταν η ισοτιμία, αλλά από αυτήν, ως ενδιάμεσος και μέσης βαρύτητας κρίκος, η Ελλάδα –κατά την αταλάντευτη εκτίμηση του ακόμη πρωθυπουργού της– θα έβγαινε πολλαπλά ωφελημένη. Το πόσο σαφής ήταν στο μυαλό του Ελληνα πρωθυπουργού η συγκεκριμένη –οικονομική και αναπτυξιακή– στόχευση μιας ενδεχόμενης πολεμικής εμπλοκής της χώρας στο πλευρό των δυτικών δημοκρατιών καταδεικνύεται από το παρακάτω εξαιρετικά χαρακτηριστικό απόσπασμα ομιλίας του σε μία από τις πιο κρίσιμες αγορεύσεις του προς την εθνική αντιπροσωπία, στις αρχές του 1915: “Με την φυσικήν επάνοδον εις τα όρια εντός των οποίων ο ελληνισμός έδρασεν από της προϊστορικής εποχής, να δημιουργήσωμεν, λέγω, μιαν μεγάλης Ελλάδα, ισχυράν και πλουσίαν, ικανήν εκ των συμφερόντων τα οποία θα εξεπροσώπη να συνάψη εμπορικάς συμβάσεις μετ’ άλλων κρατών υπό τους αρίστους δυνατούς όρους”».

«Τόλμησον, άναξ»

Οπως γίνεται πάντα στη ζωή, οι τομές αυτές δεν ήταν κάθετες, μανιχαϊστικές. Για παράδειγμα, η πρώτη κυβέρνηση Βενιζέλου το 1910 «υπερψηφίζεται –με τη μορφή ψήφου ανοχής– από την πλειοψηφία των («παλαιοκομματικών») βουλευτών: 208 επί συνόλου 362 βουλευτών ψήφισαν υπέρ της». Ο συγγραφέας θυμίζει ότι μεταξύ των εκσυγχρονιστών πολιτικών της εποχής των «αντιπαλαιοκομματικών» ήταν και ο μετέπειτα μεγάλος αντίπαλος του Βενιζέλου Δημήτριος Γούναρης, στον οποίο, μάλιστα, είχαν αρχικά απευθυνθεί οι κινηματίες του Γουδιού για να του αναθέσουν την πολιτική καθοδήγηση της «Επανάστασης».

Αλλά και μετά, ενώ χτιζόταν ο Εθνικός Διχασμός, «υπήρχαν σημαντικές, ακόμη και ηγετικές προσωπικότητες της “κωνσταντινικής πολιτικής οικογένειας”, που δεν συμμερίζονταν τη γερμανοφιλία και τον προκύπτοντα από αυτήν διεθνοπολιτικό προσανατολισμό του “παραταξιάρχη”-βασιλιά... Μνημειώδης έχει μείνει η φράση-κραυγή-παρότρυνση προς τον Κωνσταντίνο τού πάντοτε παρορμητικού Δημητρίου Ράλλη, “τόλμησον, άναξ”, που κάποιοι υποστηρίζουν πως ακούστηκε ακόμη και εκτός της αιθούσης του συμβουλίου. Ενώ αντίστοιχο, έστω και πολύ πιο ήπια διατυπούμενο ανταντόφιλο, προσανατολισμό έδειχνε να συμμερίζεται και ο Αλέξανδρος Ζαΐμης. Από τον ευρύτερο, δε, χώρο της αντιβενιζελικής διανόησης προς την ανταντόφιλη εξωτερική πολιτική του Βενιζέλου έκλινε και ο Ιων Δραγούμης».

Η αρετή αυτών των ευσύνοπτων τευχών δεν είναι τόσο τα ιστορικά στοιχεία που παραθέτουν, αλλά πρωτίστως ότι αναδεικνύουν τη μηχανική των διχασμών στην ελληνική ιστορία. Είναι χρήσιμα μαθήματα για τη σημερινή εποχή, όπου υπήρξε η διαίρεση για τα μνημόνια και οι έξαλλοι των άκρων καλλιέργησαν εντέχνως κλίμα διχασμού στα χρόνια της κρίσης. Χρήσιμα διότι, όπως έλεγε και ο Αγγλος συγγραφέας H. G. Wells, «η ανθρώπινη ιστορία γίνεται όλο και περισσότερο ένας αγώνας μεταξύ εκπαίδευσης και καταστροφής».

Info: Θανάσης Διαμαντόπουλος, «10 και μία δεκαετίες πολιτικών διαιρέσεων. Οι διαιρετικές τομές στην Ελλάδα την περίοδο 1910-2017», 1ο τεύχος: Η δεκαετία του 1910, εκδ. Επίκεντρο.


Πηγή: kathimerini.gr

22

Διαβάστε το άρθρο από την πηγή

Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα:

Eshop
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text