Αρχική | Χρηματιστήριο | Χρηματιστήριο Αθηνών | Φορολογικός έλεγχος σε χρηματιστηριακές συναλλαγές

Φορολογικός έλεγχος σε χρηματιστηριακές συναλλαγές

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font
Φορολογικός έλεγχος σε χρηματιστηριακές συναλλαγές

Του Γιώργου Δαλιάνη

με τη συνεργασία του Φίλιππου Ζήρα

Για όσους από εμάς παρακολουθούμε τα τεκταινόμενα από κοντά, τα τελευταία χρόνια οι φορολογικές αρχές έχουν επιδοθεί σε κυνήγι αδήλωτων κεφαλαίων παρελθόντων ετών, τόσο φυσικών όσο και νομικών προσώπων. Αν και επί της αρχής η λογική της απόδοσης φόρων από όσους απέκρυπταν τα κεφάλαια ή τα εισοδήματά τους κατά το παρελθόν είναι δίκαιη και σωστή, έχουν διατυπωθεί εύλογες ενστάσεις.

Οι χαρακτηριστικότερες ενστάσεις σχετίζονται με α) ζητήματα όπως της παραγραφής του δικαιώματος ελέγχου από κάποιο οικονομικό έτος και πίσω β) την ευκολία με την οποία κινήσεις λογαριασμών και αγορές του παρελθόντος θεωρούνται αυθαίρετα  από τον έλεγχο ότι πραγματοποιούνταν με αδήλωτα έσοδα. Ο φορολογικός έλεγχος, υπό την πίεση της ολοκλήρωσης του πορίσματος με σκοπό να καταλογίσει πρόστιμα ώστε να "πιάσει στόχους είσπραξης",  δεν λαμβάνει υπ’ όψη του συχνά ούτε καν την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία οδηγώντας έτσι τους ελεγχόμενους σε δικαστικές προσφυγές όπου συνήθως αυτά τα καταχρηστικά πρόστιμα καταπίπτουν.

Η δεκαετία 2000 με 2010 (και σε μικρότερα βαθμό μέχρι σήμερα) ήταν μία περίοδος όπου μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού, με σκοπό την αύξηση των εισοδημάτων του, επιχείρησε να επενδύσει στο Χρηματιστήριο Αθηνών επιδιδόμενο σε αγοραπωλησίες μετοχών ή σε συναλλαγές χρηματιστηριακών παραγώγων. Για την πραγματοποίηση των επενδυτικών αυτών κινήσεων, εκτός από προσωπικά χρήματα, χρησιμοποιήθηκαν και άλλες κεφαλαιακές πηγές με χαρακτηριστικότερη αυτών την παροχή πίστωσης για αγορά μετοχών (marginaccounts) με βάση τον νόμο 2843/2000 (πλέον ισχύει ο νόμος 4141/2013). Όλες οι λεγόμενες συστημικές τράπεζες της περιόδου αυτής, μέσω των χρηματιστηριακών θυγατρικών τους, αλλά και άλλες μη τραπεζικές χρηματιστηριακές, προσέφεραν "πίστωση … για την εξόφληση του τιμήματος χρηματιστηριακής αγοράς μετοχών που πραγματοποιεί η Εταιρεία στο όνομα και για λογαριασμό του Πελάτη…". Με απλά λόγια, ο ενδιαφερόμενος που δεν διέθετε τα απαραίτητα κεφάλαια για να προβεί σε αγορά μετοχών, αγόραζε μετοχές και επένδυε σε παράγωγα με πίστωση κεφαλαίου από Χρηματιστηριακή. 

Ο θεσμός των margin accounts δημιουργήθηκε με σκοπό να δώσει ρευστότητα στην αγορά και να εξασφαλίσει την είσοδο και παραμονή επενδυτών οι οποίοι θα την εξυγίαιναν με την εξασφαλισμένη αποπληρωμή των υποχρεώσεών τους. Ο νόμος άλλωστε απαγόρευε οποιαδήποτε άλλη μορφή χρηματοδότησης χρηματιστηριακής επένδυσης πέραν του θεσμού των margin accounts εφόσον δεν γινόταν με διαθέσιμα μετρητά. Τα margin accounts λειτουργούν στην ουσία ως μια μορφή χορηγούμενων έντοκων δανείων από τις ΑΧΕ στους πελάτες τους με ενέχυρο μέρος του υφιστάμενου χαρτοφυλακίου τους. Το ύψος του δανείου είναι ίσο με ένα προκαθορισμένο ποσοστό της αξίας του τελικού χαρτοφυλακίου του πελάτη η οποία αξία αποτιμάται καθημερινά μετά το τέλος της συνεδρίασης του Χρηματιστηρίου και η διάρκεια της πίστωσης καθορίζεται με τη σύμβαση.  Αν δεν υπήρχε σύμβαση πίστωσης (margin) η προθεσμία εξόφλησης της αξίας των μετοχών που αγοράζονταν ήταν τρεις (3) ημέρες (ήδη έγιναν δύο ημέρες).  

Σε περίπτωση ύπαρξης σύμβασης margin η δανείστρια εταιρεία έχει το δικαίωμα να προχωρήσει σε ρευστοποίηση των κινητών αξιών που έχει παραχωρήσει ως εξασφάλιση ο δανειζόμενος πελάτης αν δεν τηρηθούν οι όροι της σύμβασης. Αν δηλαδή μετά την παρέλευση της συμφωνημένης προθεσμίας για αποπληρωμή του δανείου και αυτή δεν πραγματοποιούταν ή υπήρχε παράβαση άλλου συμφωνηθέντος όρου, τότε η πιστώτρια Χρηματιστηριακή μπορούσε να ενεργοποιήσει τη ρήτρα της σύμβασης και να ρευστοποιήσει το χαρτοφυλάκιο που είχε δοθεί ως εγγύηση. Βλέπουμε λοιπόν πως η χρήση των λογαριασμών margin γινόταν υπό το εξαιρετικά αυστηρό καθεστώς του ν.2843/2000 το οποίο έγινε ακόμη αυστηρότερο μετά την υιοθέτηση της οδηγίας 2004/39/ΕΚ με τον νόμο 3606/2007 για τις Αγορές Χρηματοπιστωτικών Μέσων καθώς και τη θέσπιση των διατάξεων του ν.4141/2013. 

Θεωρώντας λοιπόν ως άγνωστης πηγής τα κεφάλαια με τα οποία αγοράζονταν οι μετοχές μέχρι και 31/12/2013, ο φορολογικός έλεγχος τα φορολογεί σήμερα με την κλίμακα των εισοδημάτων από ελευθέρια επαγγέλματα μαζί με τις επιβαλλόμενες προσαυξήσεις και πρόστιμα (άρθρο 48 παρ. 3 ν.2238/1994). Έτσι, άνθρωποι καθ’όλα νομότυποι, οι οποίοι έλαβαν το ρίσκο και επένδυσαν στο Χρηματιστήριο, βρίσκονται στη δεινή θέση να πρέπει να πείσουν τις Αρχές για τη νομιμότητα της πηγής των κεφαλαίων τους, διαφορετικά να καταβάλουν υπέρογκα και καταχρηστικά πρόστιμα και φόρους.

Μετά από πολλά χρόνια περιδίνησης της οικονομίας μας σε ουσιαστικά χρεοκοπημένο καθεστώς, κρίνουμε πως δεν είναι δυνατόν να συνεχίζονται τέτοια φαινόμενα εσφαλμένων αξιολογήσεων εκ μέρους της φορολογικής διοίκησης. Οι φορολογούμενοι δεν μπορούν να συνεχίσουν να αντιμετωπίζονται ως υπόδικοι κακουργηματικών πράξεων και να καλούνται να αποδεικνύουν αυταπόδεικτα γεγονότα προκειμένου να διαφύγουν της δημοσιονομικής εισπρακτικής μέγγενης. Με δεδομένη την ενασχόλησή μας με τον φορολογικό και ελεγκτικό τομέα μπορούμε να βεβαιώσουμε πως όσο παράλογο και αν φαίνεται, το προαναφερθέν ζήτημα είναι πραγματικό, και για τον λόγο αυτό με το παρόν άρθρο ελπίζουμε να ευαισθητοποιήσουμε τους αρμόδιους.  

* O κ. Γιώργος Δαλιάνης είναι ιδρυτής του Ομίλου Artion και ο κ. Φίλιππος Ζήρας είναι συνεργάτης δικηγόρος-διαμεσολαβητής της Artion και υποψήφιος Συντονιστής του νόμου 4469/2017 για την Εξωδικαστική Ρύθμιση Οφειλών Επιχειρήσεων.


Πηγή : capital.gr

23

Διαβάστε το άρθρο από την πηγή

Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα:

Eshop
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text