Αρχική | Οικονομία | Ευρωπαϊκή Οικονομία | Ευκαιρίες και κίνδυνοι για την Ευρωζώνη το 2018

Ευκαιρίες και κίνδυνοι για την Ευρωζώνη το 2018

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font
Ευκαιρίες και κίνδυνοι για την Ευρωζώνη το 2018

Γκούντραμ Βολφ*

Κ​​αθώς έφυγε το 2017, είναι μια καλή στιγμή να εξετάσουμε τους βασικούς κινδύνους και τις ευκαιρίες του νέου έτους. Το 2017 ήταν μια καλή χρονιά για την παγκόσμια και την ευρωπαϊκή οικονομία. Οι αναπτυξιακές επιδόσεις αναθεωρήθηκαν προς τα πάνω – με τη χαρακτηριστική εξαίρεση του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά και της Ελλάδας. Η ανεργία μειώνεται με ταχείς ρυθμούς και η απασχόληση βρίσκεται σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα.

Η θετική αυτή πορεία μπορεί κάλλιστα να συνεχιστεί το 2018. Οι ισολογισμοί των τραπεζών και των επιχειρήσεων είναι σε καλύτερη κατάσταση από ό,τι πριν από ένα χρόνο. Οι τράπεζες έχουν κάνει πρόοδο στη διαχείριση των χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων δανείων, αν και μένει πολλή δουλειά να γίνει. Οι δείκτες του χρέους των επιχειρήσεων προς το ΑΕΠ πέφτουν. Παράλληλα, η μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων σημαίνει ότι η ανάγκη για μέτρα λιτότητας υποχωρεί. Η Γαλλία εφάρμοσε σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, ενώ η Ιταλία θα αρχίσει να βιώνει τις ευεργετικές επιπτώσεις των αντίστοιχων μεταρρυθμίσεων που ψήφισε το 2015.

Ωστόσο υπάρχουν σοβαροί κίνδυνοι. Το πιο κρίσιμο πεδίο όπου απαιτείται προσοχή είναι η νομισματική πολιτική. Αντιμέτωπη με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και άλλες κεντρικές τράπεζες στράφηκαν σε μη συμβατικές πολιτικές. Το βασικό χαρακτηριστικό της νομισματικής πολιτικής τα τελευταία χρόνια είναι η μείωση των επιτοκίων στο μηδέν, που σημαίνει ότι πλέον το συγκεκριμένο εργαλείο είναι αναποτελεσματικό για την άσκηση πολιτικής. Αυτό οδήγησε την ΕΚΤ στα χνάρια της αμερικανικής Federal Reserve, με τη λήψη μέτρων ποσοτικής χαλάρωσης που διόγκωσαν σημαντικά τον ισολογισμό της. Συγκεκριμένα, οι διάφορες αγορές ομολόγων της ΕΚΤ είχαν ως αποτέλεσμα τον τετραπλασιασμό του ισολογισμού της, που ξεπερνάει πλέον τα 4 τρισ. ευρώ. Περισσότερα από 2 τρισεκατομμύρια ευρώ εξ αυτών προήλθαν από το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων.

Καθώς ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ επιταχύνεται στην Ευρωζώνη, θα εντατικοποιηθούν οι συζητήσεις για το πότε και πώς θα επανέλθει η νομισματική πολιτική στο φυσιολογικό της πλαίσιο. Ενα σημαντικό ερώτημα είναι αν πρέπει πρώτα να αυξηθούν τα επιτόκια και στη συνέχεια να καταργηθεί σταδιακά το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων ή αν πρέπει να συμβεί το αντίθετο. Οι αρμόδιοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι φαίνεται να προτιμούν τη δεύτερη επιλογή – τον σταδιακό τερματισμό της αγοράς ομολόγων πριν από την αύξηση των επιτοκίων. Το αποτέλεσμα αυτής της επιλογής θα είναι η καμπύλη απόδοσης των ομολόγων να αποκτήσει μεγαλύτερη κλίση, πριν να μετατοπιστεί ανοδικά. Αυτήν την αλληλουχία της διαδικασίας εξομάλυνσης επέλεξε και η Federal Reserve, ξεκινώντας με το tapering (τη σταδιακή μείωση των αγορών χρεογράφων), συνεχίζοντας με την αύξηση των πιο σημαντικών επιτοκίων και καταλήγοντας στην παθητική συρρίκνωση του ισολογισμού της.

Η συζήτηση για το ιδανικό μέγεθος του ισολογισμού της κεντρικής τράπεζας παραμένει ανοιχτή. Το ζήτημα του πώς και πόσο γρήγορα θα μειωθεί το μέγεθος του ισολογισμού της ΕΚΤ είναι θεμελιώδους σημασίας, καθώς συνδέεται με το πώς θα απορροφηθούν τα τεράστια επίπεδα ρευστότητας που υπάρχουν αυτήν τη στιγμή στις αγορές. Αν η ρευστότητα μειωθεί υπερβολικά απότομα, ενδέχεται να υπάρξει δραστική αντίδραση στα μακροπρόθεσμα επιτόκια και στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων. Αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει εκτεταμένη χρηματοοικονομική αστάθεια. Συνεπώς η ΕΚΤ πρέπει να συρρικνώσει τον ισολογισμό της με αργούς ρυθμούς. Ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση, όμως, ο κίνδυνος χρηματοοικονομικής αστάθειας είναι ο πιο σημαντικός στη χρονιά που έρχεται.

Υπάρχουν και άλλοι κίνδυνοι: μια σειρά εκλογικών αναμετρήσεων, με κυριότερη αυτή της Ιταλίας, ενδέχεται να μεταβάλουν ουσιωδώς το πολιτικό τοπίο στην Ευρώπη. Στο μέτωπο του Brexit έχει σημειωθεί πρόοδος στην αποφυγή μιας άτακτης αποχώρησης, αλλά οι πολιτικοί συσχετισμοί παραμένουν εξαιρετικά αβέβαιοι και είναι πιθανόν να υπονομεύσουν την ομαλή πορεία προς τη διατήρηση στενών εμπορικών δεσμών. Εν τω μεταξύ, η Γερμανία ακόμη δεν έχει κυβέρνηση, με αποτέλεσμα η ευρύτερη συζήτηση για το μέλλον της ΟΝΕ να έχει «παγώσει».
Το 2018, με άλλα λόγια, θα είναι μία ακόμη συναρπαστική χρονιά.

* Ο κ. Γκούντραμ Βολφ είναι ο διευθυντής του ινστιτούτου Bruegel στις Βρυξέλλες.


Πηγή: kathimerini.gr

24

 

Έντυπη

Διαβάστε το άρθρο από την πηγή

Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα:

Eshop
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text