Αρχική | Οικονομία | Η κρίση του χρέους | Τζέφρι Σακς: Η Ελλάδα, το μεγαλύτερο θύμα της παγκόσμιας κρίσης

Τζέφρι Σακς: Η Ελλάδα, το μεγαλύτερο θύμα της παγκόσμιας κρίσης

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font

Του Τζέφρι Σακς

Φθάνοντας στη δέκατη επέτειο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης που διέλυσε την ελληνική οικονομία, το κυρίαρχο δίδαγμα αφορά την επίμονα αδύναμη εποπτεία επί του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ενα από τα χειρότερα εκ των έξι βασικών ατοπημάτων της περιόδου αυτής, που κόστισαν τρισεκατομμύρια δολάρια σε χαμένη παραγωγή και έτη αγωνίας, ήταν η διαχείριση της ελληνικής κρίσης – συμπεριλαμβανομένων και των πρόσφατων κενών διακηρύξεων περί του τερματισμού της. Μακάρι να ήταν η ζωή τόσο απλή όσο είναι στις φαντασιώσεις των πολιτικών και των γραφειοκρατών της Ε.Ε.

Ατόπημα πρώτο: Υπερβολική ρευστότητα και απορρύθμιση (προ του 2008). Στην καρδιά της κρίσης του 2008 ήταν ραγδαία η πιστωτική επέκταση, με ρυθμούς πολύ ταχύτερους από την πραγματική οικονομία, κατά την περίοδο 2001-07. Με την πολιτική επιρροή της Wall Street στα ύψη κατά τα χρόνια της προεδρίας Κλίντον (1993-2000), η αμερικανική κυβέρνηση χαλάρωσε το ρυθμιστικό πλαίσιο για τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Στις αρχές της επόμενης δεκαετίας, η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα με την πολιτική της επέτρεψε στο απορρυθμισμένο τραπεζικό σύστημα να επεκτείνει ακόμα περισσότερο τις δραστηριότητές του. Το αποτέλεσμα ήταν η φούσκα στα ακίνητα και η υπερβολική μόχλευση στους ισολογισμούς των μεγαλύτερων χρηματοπιστωτικών εταιρειών των ΗΠΑ (εμπορικών τραπεζών, επενδυτικών τραπεζών και ασφαλιστικών εταιρειών).

Ατόπημα δεύτερο: Πανικός μετά τη χρεοκοπία της Lehman Brothers (Σεπτέμβριος του 2008). Με τον ρυθμό της πιστωτικής επέκτασης να επιβραδύνεται ραγδαία από τα μέσα του 2007 και μετά, πολλές τράπεζες άρχισαν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες, καθώς πολλοί δανειολήπτες δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τα στεγαστικά και τα καταναλωτικά τους δάνεια. Στη συνέχεια, ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Χανκ Πόλσον πυροδότησε πανικό διεθνώς, υποχρεώνοντας τη Lehman Brothers να πτωχεύσει – το μεγαλύτερο σφάλμα οικονομικής πολιτικής από την εποχή της Μεγάλης Υφεσης.

Ατόπημα τρίτο: Η καθυστερημένη αντιμετώπιση του πανικού από την Ευρώπη. Μετά την πτώχευση της Lehman Brothers, η διατραπεζική αγορά «πάγωσε». Ακόμα και μεγάλες εταιρείες δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν κεφάλαια κίνησης. Το ΑΕΠ κατέρρευσε. Σε αυτές τις συνθήκες, ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ήταν να λειτουργήσει ως δανειστής έσχατης καταφυγής και να παράσχει την αναγκαία ρευστότητα. Ωστόσο σημαντικοί Γερμανοί αξιωματούχοι, όπως ο οικονομικός σύμβουλος της Αγκελα Μέρκελ και μετέπειτα πρόεδρος της Bundesbank Γενς Βάιντμαν, ήταν κατά μίας τέτοιας πολιτικής και πίεσαν την ΕΚΤ να τηρήσει σφιχτή γραμμή.

Αυτό άλλαξε μόνο με την ανάληψη της προεδρίας της ΕΚΤ από τον Μάριο Ντράγκι, τον Νοέμβριο του 2011.

Ατόπημα τέταρτο: Η αποτυχία αναβίωσης του τραπεζικού δανεισμού στην Ελλάδα. Η Ευρώπη αντιμετώπισε την ελληνική κρίση ως καθαρά δημοσιονομική, παραμελώντας την κατάρρευση της ρευστότητας στην ελληνική οικονομία. Η Ελλάδα υπέστη μία καταστροφική πτώση στο επίπεδο του τραπεζικού δανεισμού, η οποία διέλυσε τον ιδιωτικό τομέα. Τα διαδοχικά προγράμματα διάσωσης δεν έκαναν σχεδόν τίποτα για να αντιστρέψουν αυτήν την κατάσταση. Αντιθέτως, η ΕΚΤ ουσιαστικά έκλεισε τις τράπεζες στα τέλη Ιουνίου του 2015, την περίοδο του δημοψηφίσματος. Ηταν μία τιμωρητική αντίδραση εκ μέρους των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και θεσμών για τη διαπραγματευτική στάση της Ελλάδας και το αίτημά της για μακροπρόθεσμη ελάφρυνση χρέους.

Ατόπημα πέμπτο: Αναβολή κρίσιμων αποφάσεων. Το ελληνικό Δημόσιο χρεοκόπησε το 2009, αδυνατώντας να αναχρηματοδοτεί τακτικά τις οφειλές του. Από τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, ήταν ήδη σαφές ότι το χρέος της Ελλάδας ήταν τόσο μεγάλο σε σχέση με το ΑΕΠ που θα χρειαζόταν μακροπρόθεσμη ελάφρυνση ώστε να αποκαταστήσει την πιστοληπτική της αξιοπιστία. Ακόμα και τώρα, οι επίσημοι πιστωτές της Ελλάδας συνεχίζουν να βασίζονται υπερβολικά στην πρακτική της χορήγησης νέων δανείων προς την Ελλάδα ώστε να αποπληρώσει τα παλιά της χρέη. Το αποτέλεσμα ήταν η τεράστια αύξηση στον δείκτη χρέους προς ΑΕΠ μετά το 2008 – ένα μαύρο σύννεφο που εξακολουθεί να επικρέμαται δυσοίωνα πάνω από το οικονομικό μέλλον της Ελλάδας.

Ατόπημα έκτο: Η απεξάρτηση της ανάπτυξης από τις δημόσιες επενδύσεις. Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ευρώπη έχουν άμεση ανάγκη αναβάθμισης των υποδομών τους. Η πρόσφατη κατάρρευση της γέφυρας στη Γένοβα αποτελεί τραγικό σύμπτωμα δημόσιων υποδομών που είναι θλιβερά ανεπαρκείς για τον 21ο αιώνα, ειδικά στην εποχή της κλιματικής αλλαγής, με τις αυξημένες πιέσεις που δημιουργούν η άνοδος της στάθμης των ωκεανών, η αυξημένη συχνότητα των ξηρασιών και των πλημμυρών και η όξυνση της έντασης των καταιγίδων. Ωστόσο, στις ΗΠΑ όπως και στην Ευρώπη, οι Αρχές συνεχίζουν να τονώνουν την οικονομική δραστηριότητα μέσω της εύκολης ρευστότητας που παρέχουν οι κεντρικές τράπεζες, η οποία είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στον οικονομικό κύκλο, αντί των μακροπρόθεσμων επενδύσεων τις υποδομές. (Η εύκολη ρευστότητα ήταν η σωστή πολιτική μετά την πτώχευση της Lehman, αλλά το αναπτυξιακό πακέτο έπρεπε να είχε στραφεί σταδιακά στις δημόσιες επενδύσεις.)

Πώς προέκυψαν αυτά τα ατοπήματα και γιατί επιμένουν; Για τρεις βασικούς λόγους.

Πρώτον, οι κυβερνήσεις μας είναι μυωπικές. Σκέφτονται με μέγιστο ορίζοντα τις επόμενες εκλογές· συχνά, η τακτική που ακολουθούν είναι πολύ πιο βραχυπρόθεσμη. Ωστόσο οι επενδύσεις σε αναγκαίες δημόσιες υποδομές απαιτούν σοβαρό σχεδιασμό, τεχνικές μελέτες και πολιτική στήριξη. Πάνω από όλα, προϋποθέτουν ένα μακροπρόθεσμο όραμα. Η βραχυπρόθεσμη ενίσχυση της ρευστότητας είναι πολύ πιο εύκολη δουλειά.

Δεύτερον, οι κυβερνήσεις μας είναι δέσμιες του τοπικισμού. Η Ελλάδα χρειαζόταν και ακόμα χρειάζεται μακροπρόθεσμη οικονομική βοήθεια από τη Γερμανία, κυρίως με τη μορφή εκτεταμένης ελάφρυνσης χρέους. Ωστόσο οι περισσότεροι Γερμανοί πολιτικοί ακολουθούν το παράδειγμα του πρώην υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ενισχύοντας την εκλογική τους επιρροή στο εσωτερικό με επιθέσεις κατά της Ελλάδας αντί να εργάζονται για τον τερματισμό της κρίσης. Η Ε.Ε. έχει ως στόχο να είναι μία ένωση των ευρωπαϊκών εθνών που εμπνέει, αλλά ο προϋπολογισμός της είναι μόλις το 1% του συνολικού ΑΕΠ των μελών της. Το αποτέλεσμα είναι η απουσία δημοσιονομικής αλληλεγγύης εντός της Ε.Ε. – αντ’ αυτής, έχουμε διασυνοριακές εντάσεις και αλληλοκατηγορίες.

Φαντασθείτε για μία στιγμή αν η συχνά διατυπωμένη φρίκη της Γερμανίας για τη μετατροπή της Ε.Ε. σε μία «ένωση μεταβιβάσεων» εφαρμοζόταν στο εσωτερικό της χώρας αυτής. Η γερμανική κοινωνία θα κατέρρεε. Τα δημόσια έσοδα της Γερμανίας ισοδυναμούν με το 45% του ΑΕΠ της χώρας. Χάρη σε αυτά, η γερμανική κυβέρνηση έχει δημιουργήσει μία ιδιαίτερα επιτυχημένη ένωση μεταβιβάσεων εντός της Γερμανίας (γνωστή και ως «κοινωνική οικονομία της αγοράς»). Η Ε.Ε. θα παραμείνει ακέραια μόνο αν ο κοινοτικός προϋπολογισμός διογκωθεί αρκετά ώστε να επιτρέψει περισσότερες διασυνοριακές μεταβιβάσεις και περισσότερες πανευρωπαϊκές δαπάνες για δημόσιες επενδύσεις.

Τρίτον, η μακροοικονομική επιστήμη απέτυχε κι αυτή. Στο αναλυτικό επίπεδο, αμφότερες οι δύο ανταγωνιστικές σχολές μακροοικονομικών, οι κεϊνσιανοί και οι νεοφιλελεύθεροι, διέγνωσαν λανθασμένα την κρίση. Οι κεϊνσιανοί αντιμετώπισαν την κρίση του 2008 ως κρίση συνολικής ζήτησης, αντί για χρηματοπιστωτική και διαρθρωτική κρίση. Ασχολήθηκαν πολύ λίγο με την αποκατάσταση του δανεισμού από τις τράπεζες, τις αρνητικές συνέπειες της υπερχρέωσης της Ελλάδας και την ανάγκη για αυξημένες επενδύσεις σε αειφόρους υποδομές. Οι νεοφιλελεύθεροι έκαναν πολύ μεγαλύτερη ζημιά εξαιτίας της εσφαλμένης τους εντύπωσης ότι οι δυνάμεις της αγοράς θα μπορούσαν σχετικά γρήγορα να οδηγήσουν σε υπέρβαση της χρηματοπιστωτικής κρίσης και ακόμα και να λύσουν το πρόβλημα της υπερχρέωσης.

Ακόμα χειρότερα, οι μακροοικονομολόγοι έμειναν αμέτοχοι ενώ η Ελλάδα υπέστη μία οικονομική καταστροφή χειρότερη από τη Μεγάλη Υφεση. Συνεχίζουν μέχρι σήμερα να γνέφουν σιωπηλά, ενώ η Ευρώπη συνεχίζει να προσφέρει στην Ελλάδα τη μία απατηλή «λύση» μετά την άλλη. Σε αυτές τις «λύσεις» περιλαμβάνεται και το πιο πρόσφατο πακέτο, βάσει του οποίου η Ελλάδα πρέπει να καταβάλλει τεράστια ποσά για την εξυπηρέτηση του χρέους της και να πετυχαίνει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ έως και το 2022 και άνω του 2% του ΑΕΠ έως το 2060. Και παρ’ όλ’ αυτά, θα συνεχίσει τη χρονιά εκείνη να είναι υπερχρεωμένη – με χρέος κοντά στο 100% του ΑΕΠ υπό υπεραισιόδοξες προβλέψεις και πιθανότατα γύρω στο 200%.

Εξετάζοντας το δράμα της τελευταίας δεκαετίας, εκφράζω την εκτίμησή μου για τον Γιώργο Παπανδρέου και τον Γιάνη Βαρουφάκη, που τουλάχιστον προσπάθησαν να πείσουν τους Ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας να συμφωνήσουν σε μία πραγματική λύση, αντί για μέτρα που απλώς έσπρωχναν το πρόβλημα στο μέλλον.

Επέδειξαν αποφασιστικότητα, ταλέντο και επιμονή, αλλά δεν είχαν συνομιλητές με την πρόθεση να κάνουν αυτά που έπρεπε να γίνουν.

Αντιθέτως, θεωρώ αρνητικούς πρωταγωνιστές τον Γενς Βάιντμαν, με τη ζηλωτική του προσήλωση στην ορθοδοξία των οικονομικών της αγοράς, και τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, για την επιμονή του να επιβάλλει σκληρές δημοσιονομικές πολιτικές στην Ελλάδα. Οι πολιτικές αυτές πήγαζαν από τις επιταγές της πολιτικής στο εσωτερικό της Γερμανίας και όχι από τις ανάγκες της Ελλάδας ή τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της Ευρώπης.

* Ο Τζέφρι Σακς είναι καθηγητής Οικονομικών, διευθυντής του Center for Sustainable Development στο Πανεπιστήμιο Columbia και του Δικτύου Διεθνών Λύσεων για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη του ΟΗΕ. Υπήρξε σύμβουλος του Γιώργου Παπανδρέου και του Γιάνη Βαρουφάκη.

Πηγή:Καθημερινή

Διαβάστε το άρθρο από την πηγή

Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα:

Eshop
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text