Αρχική | Οικονομία | Ελληνική Οικονομία | Οι μικρές εταιρείες θα επιβαρυνθούν από την αύξηση του κατώτατου μισθού

Οι μικρές εταιρείες θα επιβαρυνθούν από την αύξηση του κατώτατου μισθού

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font
Οι μικρές εταιρείες θα επιβαρυνθούν από την αύξηση του κατώτατου μισθού

ΡΟΥΛΑ ΣΑΛΟΥΡΟΥ

Ενα νέο κοινωνικό, οικονομικό και επιχειρηματικό τοπίο αναμένεται να διαμορφώσει η ανακοίνωση του νέου αυξημένου κατώτατου μισθού, με την κυβέρνηση να υποστηρίζει ότι θα συμβάλει στη μείωση της ανισοκατανομής του εισοδήματος και στη σταθεροποίηση της κοινωνικής συνοχής, με τις ενώσεις εργοδοτών να εμφανίζονται άκρως επιφυλακτικές ως προς το μέγεθος των χρηματοοικονομικών επιβαρύνσεων και, κατά συνέπεια, την αρνητική επίδραση μιας πιθανά μεγάλης αύξησης στην παραγωγικότητα της εργασίας και την ανταγωνιστικότητα της εγχώριας οικονομίας.

Μια πιθανή αύξηση πέριξ του 8% με 10% αφορά σήμερα, σύμφωνα με το τελικό πόρισμα των ειδικών, που αποτελεί και τη βάση για την τελική απόφαση, από την αρμόδια υπουργό Εργασίας Εφη Αχτσιόγλου, το 8,3% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. Μικρές επιχειρήσεις, με χαμηλή παραγωγικότητα σε κλάδους όπως το εμπόριο, τα καταλύματα και ο επισιτισμός είναι αυτές που θα δοκιμαστούν περισσότερο, καθώς εκτιμάται ότι το μισθολογικό τους κόστος μπορεί να αυξηθεί ακόμη και κατά 3% με 4%.

Βάσει των στοιχείων που έχει στη διάθεσή του το υπουργείο Εργασίας και παρουσιάζει σήμερα η «Κ», η μισθολογική δαπάνη για όσους πληρώνονται με τον κατώτατο μισθό ή κάτω από αυτόν ανέρχεται σε λίγο πάνω από 5% της συνολικής μισθολογικής δαπάνης στον ιδιωτικό τομέα.

Οι εμπειρογνώμονες της «επιτροπής σοφών» εκτιμούν ότι μια πιθανή αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 5% θα αυξήσει τη μισθολογική δαπάνη σε ποσοστό κάτω του 1%, με εξαίρεση τις πολύ μικρές επιχειρήσεις που η δαπάνη φαίνεται να αυξάνεται κατά 2% με 3%.

ι κατασκευές και το χονδρικό εμπόριο αναμένεται να δουν το κόστος μισθολογικής δαπάνης να αυξάνεται κατά 2%, ενώ διάφορες υπηρεσίες χαμηλής προστιθέμενης αξίας και ενδεχομένως εκτεταμένης εισφοροδιαφυγής και αδήλωτης εργασίας εκτιμάται πως θα επιβαρυνθούν κατά 5%.

Σύμφωνα με το πόρισμα των ειδικών, μια πιθανή άνοδος 5% θα αυξήσει τον αριθμό που καλύπτονται από τον κατώτατο σε 13,5%, ενώ θα τον υπερδιπλασιάσει αν η αύξηση είναι της τάξης του 15%.

Στις μεγάλες επιχειρήσεις, τα ποσοστά των εργαζομένων με κατώτατο μισθό είναι της τάξης του 2%, αλλά ανεβαίνουν πάνω από 10% για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις.

Εν κατακλείδι, η επιτροπή επισημαίνει πως η αύξηση του μισθολογικού κόστους για το σύνολο της οικονομίας που θα προκύψει από πιθανή αύξηση του κατώτατου μισθού θα είναι 1,88% σε περίπτωση αύξησης 5%, 2,86% για αύξηση 10% και 4,02% για αύξηση της τάξης του 15%. Μια αύξηση του μισθού κατά 10% οδηγεί σε αύξηση του μισθολογικού κόστους μεταξύ 1% για επιχειρήσεις με περισσότερους από 50 απασχολούμενους και 4,7% για επιχειρήσεις με έως 9 απασχολουμένους. Η επιβάρυνση θα είναι 1,6% στη μεταποίηση και θα φθάσει έως 3,7% στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο, ενώ σε καταλύματα και εστίαση θα αγγίξει το 4,6%. Η επιτροπή παραδέχεται επίσης ότι ακόμη και μια ήπια αύξηση του κατώτατου μισθού μπορεί να κλονίσει κάποιες εξαιρετικά αδύναμες επιχειρήσεις, κυρίως από τους κλάδους του λιανικού εμπορίου και της εστίασης.

Στον αντίποδα, εργοδοτικές οργανώσεις και φορείς κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου ως προς τις συνέπειες που ενδέχεται να έχει μια πιθανή ταχεία αύξηση του κατώτατου μισθού στην αποκλιμάκωση της ανεργίας, με άμεσες αρνητικές επιπτώσεις στις προοπτικές μακροχρόνιας ανάπτυξης της χώρας.

Μάλιστα, στη μελέτη που επίσης παραδόθηκε στην ηγεσία του υπ. Εργασίας, το ΙΟΒΕ επισημαίνει ότι ο κατώτατος μισθός σήμερα βρίσκεται σε επίπεδο υψηλότερο από αυτό που θα υπαγόρευε η αύξηση της παραγωγικότητας. Το ίδρυμα επισημαίνει ότι υπάρχει σημαντική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας την περίοδο των προγραμμάτων στήριξης κατά σχεδόν 10 ποσοστιαίες μονάδες και διαπιστώνει μια θετική σχέση μεταξύ αύξησης του κατώτατου μισθού και απώλειας ανταγωνιστικότητας. Παράλληλα, οι εμπειρογνώμονες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και ως προς την πιθανότητα της ενίσχυσης της αδήλωτης εργασίας, λόγω της αύξησης του μισθολογικού κόστους.

Εντός της εβδομάδας «κλειδώνει» η αύξηση

Εντός της εβδομάδας αναμένεται να ανακοινωθεί το ύψος της αύξησης του κατώτατου μισθού, με όλες τις πληροφορίες να συγκλίνουν πως, παρά τις όποιες αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις, η κυβερνητική απόφαση έχει «κλειδώσει» μεταξύ 8% και 10%. Ετσι, η αύξηση πρόκειται να φθάσει ή και να ξεπεράσει τα 50 ευρώ, με τον νέο μισθό να προσδιορίζεται κοντά στα 640 ευρώ. Ο κατώτατος μισθός είναι σήμερα 586,08 ευρώ μεικτά για άγαμο, νεοπροσλαμβανόμενο χωρίς προϋπηρεσία και χωρίς ειδικότητα, ενώ το ημερομίσθιο ανειδίκευτου εργάτη είναι 26,18 ευρώ. Ο νέος αυξημένος κατώτατος μισθός θα ισχύει και για τους νέους έως 25 ετών, οι οποίοι σήμερα εμπίπτουν στην περιοχή του υποκατώτατου των 510 ευρώ μεικτά. Το επόμενο διάστημα αναμένεται να οριστικοποιηθεί και το πρόγραμμα επιδότησης του 50% των εργοδοτικών εισφορών για εργαζομένους νέους, ηλικίας έως 25 ετών, ως αντιστάθμισμα στην απότομη αύξηση των αποδοχών τους και με στόχο τη διατήρηση των θέσεων εργασίας τους. Η αύξηση του κατώτατου αναμένεται να συμπαρασύρει και τα «παγωμένα» επιδόματα προϋπηρεσίας, όπως επίσης και το επίδομα γάμου 10% λόγω υπαγωγής στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβασης Εργασίας. Οπως βέβαια αναμένεται να αυξήσει και τα επιδόματα ανεργίας, αλλά και τις αμοιβές των ανέργων που συμμετέχουν σε προγράμματα απασχόλησης. Στον αντίποδα, προβλέπεται επιβάρυνση στις εισφορές περίπου 1 εκατ. μη μισθωτών, οι οποίοι καταβάλλουν τη χαμηλότερη δυνατή ασφαλιστική εισφορά

Τι προτείνουν εργοδοτικές οργανώσεις και φορείς

Αυξήσεις υπό αυστηρές προϋποθέσεις, με βάση τον ρυθμό αύξησης της μέσης παραγωγικότητας ή βάσει των δυνατοτήτων των επιχειρήσεων να τις απορροφήσουν, αλλά και με παράλληλη λήψη συμπληρωματικών μέτρων –κατά κύριο λόγο μείωση του μη μισθολογικού κόστους– ζητούν από την κυβέρνηση, και δη την ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, οργανώσεις και φορείς που συμμετείχαν στη διαδικασία διαβούλευσης.

Η ανταλλαγή υπομνημάτων και απόψεων διήρκεσε μόλις τέσσερις μήνες, όπως προβλέπει ο νόμος, και η πλειονότητα των εισηγήσεων καταλήγει, όπως αναφέρει και το τελικό πόρισμα, σε μια πρόταση πολιτικής η οποία αναγνωρίζει την αναγκαιότητα αύξησης του κατώτατου μισθού.

Η ΓΣΕΕ, που δεν συμμετείχε στη διαδικασία, έχει ζητήσει την άμεση επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, η ΕΣΕΕ συμφωνεί, επισημαίνει όμως ότι αυτό πρέπει να γίνει σταδιακά, μέσα σε τρία χρόνια, ενώ το ΚΕΠΕ ζητεί αύξηση 10% το πρώτο τρίμηνο του 2019. Εκτιμά μάλιστα πως η αύξηση του κατώτατου μισθού θα έχει ευεργετικές επιδράσεις σε ΑΕΠ και απασχόληση, λόγω του καθεστώτος μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας, που εξαρτάται σημαντικά από τα εισοδήματα των μισθωτών. Οι εργοδοτικές οργανώσεις ΕΣΕΕ, ΣΒΒΕ, ΣΕΤΕ, καθώς και το ΙΟΒΕ, συμφωνούν ότι οι όποιες αυξήσεις, αν υπάρξουν, θα πρέπει να είναι σταδιακές, ενώ ΣΕΒ, ΣΕΤΕ και ΤτΕ προτείνουν η οποιαδήποτε αύξηση του κατώτατου μισθού να ακολουθεί τον ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας.

Το ΙΟΒΕ θεωρεί ότι το ύψος του κατώτατου μισθού δεν είναι ούτε υψηλό ούτε χαμηλό, ενώ σε περίπτωση που αποφασιστεί αλλαγή, επισημαίνει ότι αυτή πρέπει να είναι σταδιακή και πολύ μικρής κλίμακας, για να μην επιβραδυνθεί η αποκλιμάκωση της ανεργίας.

Ο ΣΕΒ συμφωνεί με την ανάλυση του ΙΟΒΕ, θεωρεί ως βέλτιστο να υπάρξει αύξηση του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου σύμφωνα με τον ρυθμό αύξησης της μέσης παραγωγικότητας για το 2018, καθώς και η όποια αύξηση να συνδυασθεί με άμεση μείωση των ασφαλιστικών εισφορών.

Αυτό είναι άλλωστε ένα επιπλέον σημαντικό ζήτημα που ανακύπτει από όλες τις προτάσεις των εργοδοτικών οργανώσεων, αλλά και από την ΤτΕ, για τις επιχειρήσεις και τους κλάδους που είναι πιθανό να επηρεαστούν από μια αύξηση: η ανάγκη μείωσης του μη μισθολογικού κόστους εργασίας, το οποίο θεωρείται ιδιαίτερα υψηλό στην Ελλάδα.

Είναι χαρακτηριστική η προϋπόθεση που θέτει ο ΣΒΒΕ: «Αύξηση του κατώτατου μισθού δεν μπορεί να συμβεί αν δεν υπάρξει ταυτόχρονη μείωση των εργοδοτικών εισφορών».

Το ζήτημα του υποκατώτατου μισθού αναφέρεται σε λίγες μόνον από τις προτάσεις εταίρων και φορέων. Οι ΓΣΕΕ και ΕΣΕΕ προτείνουν την κατάργησή του, ενώ το ΙΟΒΕ προτείνει τη διατήρησή του, τουλάχιστον όσο η ανεργία των νέων παραμένει σε υψηλά επίπεδα.

Ο ΣΕΤΕ από την πλευρά του προτείνει, σε περίπτωση κατάργησης του υποκατώτατου, την αντικατάστασή του από ένα χαμηλότερο κατώτατο μισθό ή από μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας.

Τέλος, ΓΣΕΕ και ΓΣΕΒΕΕ ζητούν την επαναφορά της ευθύνης προσδιορισμού του κατώτατου μισθού στους κοινωνικούς εταίρους, μέσω της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας. Αντιθέτως, το ΙΟΒΕ κρίνει ότι ο ισχύων σήμερα τρόπος προσδιορισμού του κατώτατου μισθού είναι σύμφωνος με τις διεθνείς καλές πρακτικές.

Πηγή:www.kathimerini.gr

Διαβάστε το άρθρο από την πηγή

Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα:

Eshop
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text