Αρχική | Οικονομία | Ελληνική Οικονομία | ΓΣΕΒΕΕ: Χάθηκαν 200.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις μέσα στην κρίση

ΓΣΕΒΕΕ: Χάθηκαν 200.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις μέσα στην κρίση

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font
ΓΣΕΒΕΕ: Χάθηκαν 200.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις μέσα στην κρίση

Πιο ανθεκτικές οι μικρές επιχειρήσεις που δημιουργήθηκαν εντός της κρίσης, από τις προϋπάρχουσες. Χωρίς επαρκή ρευστότητα τέσσερις στις 10 ΜμΕ. Ο ρόλος των μεγάλων επιχειρήσεων και η επιχειρηματικότητα ανάγκης. Τι προκύπτει από την 1η ετήσια έκθεση του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ. Οι προτάσεις.

Σε τριπλό... κλοιό βρέθηκαν εν μέσω κρίσης οι μικρές και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, σύμφωνα με την 1η ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων (ΙΜΕ - ΓΣΕΒΕΕ) που παρουσιάστηκε σήμερα σε ειδική εκδήλωση.

Σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης, παρά το γεγονός ότι από το 2008 έως και το 2013 χάθηκαν σχεδόν 200.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όσες παρέμειναν και πολύ δε περισσότερο όσες δημιουργήθηκαν εντός της κρίσης, δείχνουν αξιοσημείωτα σημάδια αντοχής, καθώς καταφέρνουν να καινοτομούν, να συνεργάζονται και να εξάγουν.

Ωστόσο παρά τα σαφή σημάδια βελτίωσης της κατάστασης, οι μικρές επιχειρήσεις έρχονται αντιμέτωπες με τους όρους που επιβάλλουν οι μεγάλες με αποτέλεσμα να καταγράφεται ο πρώτος και ο σοβαρότερος δυισμός. Οι δύο επόμενοι, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια, έχουν να κάνουν και τις διαφορές μεταξύ των μικρών επιχειρήσεων που δημιουργήθηκαν εν μέσω κρίσης και αυτών που προϋπήρχαν, αλλά και μεταξύ των επιχειρηματικών πρωτοβουλιών «ευκαιρίας» και «ανάγκης».

Όπως αναφέρεται στην έκθεση, ο σοβαρότερος δυισμός είναι αυτός που υπάρχει μεταξύ των λίγων, μεγάλων ολιγοπωλιακών επιχειρήσεων και των πολλών μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, που καλούνται να τις ανταγωνιστούν με όρους ανισότητας σε μια περιορισμένη αγορά και σε συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού μεταξύ τους.

Σε αυτό το πλαίσιο μάλιστα, τονίζουν οι συντάκτες της έκθεσης, έχει διαμορφωθεί η άποψη ότι οι πολλές πολύ μικρές επιχειρήσεις αποτελούν και ένα σημαντικό διαρθρωτικό(!) πρόβλημα και κατ' επέκταση στην αναγκαιότητα μείωσης τους. Η συγκεκριμένη ωστόσο απλοϊκή άποψη υποτιμά την κρίσιμη συμβολή τους στην κοινωνική συνοχή και απασχόληση και αποφεύγει να εμβαθύνει στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Ελλάδα. Αν υπάρχει ένα ζήτημα που θα πρέπει να αναγνωριστεί και αντιμετωπιστεί δεν είναι το πλήθος των πολύ μικρών επιχειρήσεων αλλά το μέγεθος και ο στενός επιχειρηματικός τους ορίζοντας που σε πολλές περιπτώσεις περιορίζεται στην τοπική αγορά ή ακόμα και σε επίπεδο γειτονιάς.

Πάντως, όπως σημειώνεται στην έκθεση, ο διαχρονικά "φτωχός συγγενής" της ελληνικής οικονομίας, οι πολύ μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι αυτές που προσφέρουν το 85% των θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα και το 64% της προστιθέμενης αξίας.

Πέραν αυτού, σημειώνεται ότι:

- Σχεδόν 4 στις 10 επιχειρήσεις (38,8%) έχουν αναπτύξει την τελευταία τριετία κάποιου είδους καινοτομία για νέο προϊόν ή υπηρεσία ή/και την οργάνωση της επιχείρησης ή/και την εξωστρέφεια.

- Σχεδόν 2 στις 10 επιχειρήσεις (19,5%) έχουν αναπτύξει κάποιου είδους συνεργασία με άλλες επιχειρήσεις για κοινές προμήθειες προϊόντων/υπηρεσιών, ή και για κοινή προώθηση, μάρκετινγκ ή και για κοινή αποθήκη.

- 1 στις 6 επιχειρήσεις (16,7%) εξάγει κάποιο ποσοστό των προϊόντων ή υπηρεσιών σε άλλες χώρες.

Τι πρέπει να γίνει

Από τα παραπάνω στοιχεία, τονίζεται στην έκθεση, προκύπτει μια αξιοσημείωτη δυναμική των πολύ μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε πεδία που με την ανάλογη μέριμνα και προσοχή της πολιτείας μπορούν να ενισχύσουν την προσπάθεια των ΜμΕ να διευρύνουν τον επιχειρηματικό τους ορίζοντα.

Συγκεκριμένα, απαιτείται σταδιακή μείωση της υπέρμετρης φορολόγησης, κίνητρα επενδύσεων και προώθησης τους σε μεγαλύτερες και περισσότερες αγορές, και κυρίως δυνατότητα πρόσβασης σε χρηματοδότηση που στην έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ αποτυπώνεται ως το κυριότερο εμπόδιο για το 43% των ερωτηθέντων τόσο για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων τους όσο και για την καθημερινή τους λειτουργία δεδομένου ότι το σημαντικότερο στοιχεία του κόστους τους είναι οι πρώτες ύλες και τα εμπορεύματα.

Επιπλέον για την ενθάρρυνση των συνεργιών θα πρέπει να δοθεί βαρύτητα στην προώθηση ευέλικτων συνεργατικών σχημάτων και άτυπων συνεργατικών σχηματισμών (clusters) που όπως προκύπτει τόσο από τα στοιχεία της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ όσο και από σχετικές μελέτες του Ινστιτούτου είναι περισσότερο προσφιλείς στους επιχειρηματίες και αποτελούν ένα σημαντικό κίνητρο για την καταρχήν συμμετοχή τους σε συνεργατικά σχήματα.

Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να υπάρξουν και δομές υποστήριξης και καθοδήγησης συνεργειών και καινοτομίας θα μπορούσαν να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για την προετοιμασία, εκκόλαψη και ανάπτυξη ενεργειών για σχετικές συνεργατικές πρωτοβουλίες.

Πιο ανθεκτικές οι ΜμΕ που γεννήθηκαν στην κρίση

Ο δεύτερος δυισμός, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην έκθεση, είναι αυτός μεταξύ επιχειρήσεων που δημιουργήθηκαν μέσα στην κρίση και προσάρμοσαν τα οικονομικά τους στοιχεία σε μια δύσκολη συγκυρία, και εκείνων των επιχειρήσεων που προϋπήρχαν και αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα. Ο δυισμός αυτός ξεκίνησε να αποτυπώνεται κυρίως από το 2015, με αποτέλεσμα οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες επιβίωσαν στην πρώτη φάση της κρίσης, να δυσκολεύονται να επανακάμψουν.

Προς επίρρωση αυτού είναι χαρακτηριστικό πως στις τελευταίες εξαμηνιαίες έρευνες κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ οι επιχειρήσεις που δημιουργήθηκαν τα τελευταία 5 χρόνια παρουσιάζουν καλύτερη εικόνα σε όλους τους βασικούς δείκτες σε σχέση με τις υπόλοιπες επιχειρήσεις. Μια επίσης σημαντική παρατήρηση που προκύπτει από την έρευνα που διεξήγαγε το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ στο πλαίσιο της Έκθεσης του είναι ότι οι νέες επιχειρήσεις (έως 5 έτη λειτουργίας) παρουσιάζουν μεγαλύτερη συνεργατική συμπεριφορά (24,2% των επιχειρήσεων αυτών έχουν αναπτύξει κάποιου είδους συνέργειας) σε σχέση με τις υπόλοιπες επιχειρήσεις (18,9%).

Επιχειρηματικότητα ευκαιρίας VS ανάγκης

Ο τρίτος δυισμός είναι αυτός μεταξύ της λεγομένης επιχειρηματικότητας ανάγκης και της επιχειρηματικότητας ευκαιρίας. Περιγράφοντας αυτές τις φράσεις θα λέγαμε ότι η επιχειρηματικότητα ευκαιρίας συμπεριλαμβάνει ενδεικτικά την επιλογή, την δημιουργικότητα, την διαπίστωση μιας ευκαιρίας στην αγορά, την μέτρηση και την ανάληψη ρίσκου. Από την άλλη η επιχειρηματικότητα ανάγκης χαρακτηρίζεται από ένα και μόνο κίνητρο, την ανάγκη δημιουργίας μιας θέσης εργασίας, χωρίς πολλές φιλοδοξίες και μελλοντικά σχέδια, με μοναδικό σκοπό την επιχειρηματική αμοιβή σε μια οικονομία που η αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από περιορισμένες επιλογές και χαμηλή προσφορά θέσεων εργασίας.

Σε έρευνα που διεξήγαγε το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ γίνεται μια προσπάθεια μέτρησης της επιχειρηματικότητας ανάγκης και των χαρακτηριστικών της. Διενεργείται επίσης σύγκριση με την επιχειρηματικότητα ευκαιρίας ώστε να αποτυπωθούν όχι τόσο οι αναμενόμενες διαφορές στην επιχειρηματική λειτουργία και κατ' επέκταση στην βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, όσο η ένταση αυτών των διαφορών.

Τα κυριότερα ευρήματα είναι τα ακόλουθα:

Περισσότεροι από 1 στους 5 επιχειρηματίες (22,9%) ξεκίνησαν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα από ανάγκη ελλείψει άλλων επιλογών.

Συγκριτικά οι επιχειρηματίες που έχουν δραστηριοποιηθεί για την αξιοποίηση μιας επιχειρηματικής ευκαιρίας σε σχέση με εκείνους που έχουν δραστηριοποιηθεί από ανάγκη παρουσιάζουν καλύτερες επιδόσεις.

Συγκεκριμένα καταγράφουν:

- περισσότερες μεγάλες επιχειρήσεις με βάση το τζίρο, (28,4% έναντι 16,3%

- πάνω από 300.000 ευρώ τζίρο και τον αριθμό εργαζόμενων (20,2% έναντι 11,5%- πάνω από 6 άτομα προσωπικό),

- περισσότερες κερδοφόρες επιχειρήσεις (62,8% έναντι 42,7%),

- περισσότερες εξαγωγικές επιχειρήσεις (17,7% έναντι 10,4%),

- περισσότερες κεφαλαιουχικές εταιρείες (19,7% έναντι 10,4%),

- υψηλότερη καινοτομική δραστηριότητα (42,6% έναντι 29%),

- υψηλότερη συνεργατική δραστηριότητα (21,4% έναντι 15,3%).

Τα παραπάνω δίνουν μια τάξη μεγέθους της διαφοράς που υπάρχει μεταξύ της επιχειρηματικότητας ανάγκης και της επιχειρηματικότητας ευκαιρίας που προφανώς επηρεάζει την επιχειρηματική δραστηριότητα. Ωστόσο θα ήταν σφάλμα να θεωρήσουμε πως επιχειρηματικότητα ανάγκης συνεπάγεται αυτομάτως και επιχειρηματική αποτυχία, και αντίστοιχα ότι επιχειρηματικότητα ευκαιρίας συνεπάγεται αυτομάτως και επιχειρηματική επιτυχία.

Σύμφωνα με το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, η επιχειρηματικότητα ανάγκης είτε αυτή προϋπάρχει, είτε μετατρέπεται στην πορεία και λαμβάνει τα χαρακτηριστικά της, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σαν οιονεί μισθωτή απασχόληση και να της αναγνωριστεί η συμβολή της στην απασχόληση και την κοινωνική συνοχή που ούτε αμελητέα είναι, ούτε πρόσκαιρη.

Ως εκ τούτου, αναφέρεται στην έκθεση, η πολιτεία θα πρέπει να επιδείξει την δέουσα προσοχή και φροντίδα υιοθετώντας μέτρα που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες αυτής της ευρείας κοινωνικής κατηγορίας, όπως τη φορολογική τους αντιμετώπιση κατ' αντιστοιχία με την μισθωτή απασχόληση, την αύξηση του ορίου απαλλαγής από τον ΦΠΑ, την ενίσχυση του πλέγματος κοινωνικής προστασίας και την δημιουργία δομών υποστήριξης για χρηματοδότηση, αναδιάρθρωση και διεύρυνση του επιχειρηματικού τους ορίζοντα.

Πηγή:www.euro2day.gr

Διαβάστε το άρθρο από την πηγή

Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα:

Eshop
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text