EuroCapital: Τράπεζα της Ελλάδος: Ξεκάθαρα αρνητική η εικόνα και η πορεία της οικονομίας Τράπεζα της Ελλάδος: Ξεκάθαρα αρνητική η εικόνα και η πορεία της οικονομίας ================================================================================ Γιάννης Σιάτρας on 29/06/2020 17:46 Ξεκάθαρα αρνητική είναι η εικόνα που αναδύεται για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, μέσα από την έκθεση “Νομισματική Πολιτική 2019-2020” που υπέβαλε, σήμερα, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Στουρνάρας, προς τον πρόεδρο της Βουλής. Στην έκθεση, αναφέρεται ότι, η πανδημία του κορωνοϊού ανέκοψε την ανοδική αναπτυξιακή τροχιά της ελληνικής οικονομίας, ενώ εκτιμάται ότι η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να περιοριστεί σημαντικά το β΄ τρίμηνο, αλλά και στο σύνολο του έτους. Παράλληλα, ανεκόπη η θετική πορεία των δημόσιων οικονομικών που είχε παρατηρηθεί κατά το 2019, λόγω της αναγκαίας λήψης έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων για την ανάσχεση των αρνητικών επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης στην οικονομική δραστηριότητα. Με βάση την έκθεση της ΤτΕ, εκτιμάται ότι, τα έκτακτα επεκτατικά δημοσιονομικά μέτρα που ελήφθησαν για την ανάσχεση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας του κορωνοϊού, σε συνδυασμό με την κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας και των δημόσιων εσόδων, θα προκαλέσουν δημοσιονομική επιδείνωση, έτσι ώστε το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε έλλειμμα 2,9% του ΑΕΠ το 2020. Παράλληλα, αναφέρθηκε ότι, παρά την κάμψη της κερδοφορίας των τραπεζών κατά το α’ τρίμηνο του 2020, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1) όσο και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε ενοποιημένη βάση παρέμειναν σε επίπεδα (14,5% και 16,1% αντίστοιχα) υψηλότερα των εποπτικών απαιτήσεων. Ενσωματώνοντας την πλήρη επίδραση του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9), ο δείκτης CET1 διαμορφώνεται σε 12,1% και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 13,8%. Ωστόσο, πάνω από το ήμισυ των κεφαλαίων των τραπεζών αντιστοιχεί σε αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση και το στοιχείο αυτό δεν είναι υγιές. Το ποσοστό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης στα συνολικά κεφάλαια των τραπεζών εκτιμάται ότι θα αυξηθεί στο πλαίσιο της υφιστάμενης στρατηγικής για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Σύμφωνα με τα προσωρινά εποπτικά στοιχεία Μαρτίου 2020, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) διαμορφώθηκαν σε 60,9 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά 7,6 δισεκ. ευρώ (ή 11,1%) συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2019 και κατά 46,3 δισεκ. ευρώ έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ.   Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παρέμεινε το Μάρτιο του 2020 σε υψηλό επίπεδο (37,4%), εντούτοις μειώθηκε για πρώτη φορά μετά από αρκετά έτη σε επίπεδα κάτω του 40% σε ατομική βάση. Το ποσοστό κάλυψης ΜΕΔ από προβλέψεις παρέμεινε σχεδόν σταθερό στο 43,6%. Εκτιμάται ότι ο εν λόγω δείκτης είναι χαμηλότερος από ό,τι θα αναμενόταν για ένα τραπεζικό κλάδο με σημαντικά προβλήματα ποιότητας ενεργητικού. Το πιο σημαντικό είναι ότι, οι εξελίξεις στο μέτωπο της πανδημίας άλλαξαν τις συνθήκες, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να έχουν αναθεωρήσει τα σχέδια υλοποίησης τιτλοποιήσεων σε σχέση με το χρονικό ορίζοντα και την περίμετρο δανείων, γεγονός που θα καθυστερήσει την περαιτέρω αποκλιμάκωση του υψηλού αποθέματος των ΜΕΔ. Ταυτόχρονα, παρά τα θετικά μέτρα που έχουν ληφθεί από την πολιτεία και τις τράπεζες, αναμένεται εισροή νέων ΜΕΔ, ιδίως από τις αρχές του επόμενου έτους. Το ύψος της νέας γενιάς ΜΕΔ θα εξαρτηθεί από το μέγεθος της ύφεσης και την αύξηση της ανεργίας το τρέχον έτος, καθώς και την επακόλουθη ανάκαμψη. Συμπερασματικά, η πανδημία του κορωνοϊού αναμένεται να επιδεινώσει σημαντικά την κατάσταση στο δημόσιο χρέος, στην ανεργία, στο ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων και το μεγάλο επενδυτικό κενό. Τα προβλήματα αυτά προστίθενται στις προκλήσεις που αντιμετώπιζε ήδη η ελληνική οικονομία και οι οποίες περιορίζουν τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της: τη χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, τον αργό ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας, το υψηλό επίπεδο φοροδιαφυγής, τη φυγή ανθρώπινου δυναμικού υψηλής εξειδίκευσης στο εξωτερικό, την κλιματική αλλαγή και το κόστος μετάβασης σε πιο καθαρές μορφές ενέργειας, τη μεταναστευτική-προσφυγική κρίση, την προβλεπόμενη δημογραφική επιδείνωση λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και τη μεγάλη αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση της Ελλάδος. Με βάση τα παραπάνω, η ΤτΕ αναφέρει ότι, οι μακροοικονομικές προβλέψεις υπόκεινται σε μεγάλη αβεβαιότητα. Για το λόγο αυτό, έχει εκπονήσει ένα βασικό και δύο εναλλακτικά σενάρια, το ένα πιο ήπιο και το άλλο πιο δυσμενές σε σχέση με το βασικό σενάριο. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο: Η οικονομική δραστηριότητα εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει σημαντικά το 2020, καταγράφοντας ρυθμό μεταβολής -5,8%. Το 2021 η οικονομική δραστηριότητα εκτιμάται ότι θα ανακάμψει και θα αυξηθεί με ρυθμό 5,6%, ενώ το 2022 θα σημειώσει αύξηση 3,7%. Σύμφωνα με το ήπιο σενάριο: Το σενάριο αυτό υποθέτει μια πιο σύντομη μεταβατική περίοδο προς την κανονικότητα, το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 4,4% το 2020 και θα αυξηθεί κατά 5,8% και 3,8% το 2021 και το 2022 αντίστοιχα. Σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο: Αυτό συνδέεται με μια ενδεχόμενη αναζωπύρωση του κορωνοϊού, όπου οι συνέπειες της πανδημίας αναμένεται να είναι πιο έντονες και με μεγαλύτερη διάρκεια και η ανάκαμψη της οικονομίας θα είναι βραδύτερη: το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 9,4% το 2020, ενώ θα αυξηθεί κατά 5,7% το 2021 και 4,5% το 2022. Η ιδιωτική κατανάλωση, στο βασικό σενάριο, αναμένεται να μειωθεί το 2020, εξαιτίας της αύξησης του ποσοστού της ανεργίας και της επιδείνωσης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος. Μεσοπρόθεσμα, και καθώς οι συνθήκες στην αγορά εργασίας θα βελτιώνονται, η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται ότι θα συμβάλει θετικά στην οικονομική δραστηριότητα. Οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα επηρεαστούν αρνητικά από την πανδημία, την αύξηση της αβεβαιότητας και την προσωρινή αναβολή επενδυτικών αποφάσεων, ενώ θα ενισχυθούν σημαντικά κατά την περίοδο 2021-2022, στηριζόμενες τόσο στις ιδιωτικές πρωτοβουλίες όσο και στις δημόσιες επενδύσεις. Οι εξαγωγές αγαθών αναμένεται να μειωθούν το 2020, επηρεαζόμενες από την υποχώρηση της εξωτερικής ζήτησης, ως απόρροια της μεγάλης επιδείνωσης του διεθνούς περιβάλλοντος. Οι τουριστικές εισπράξεις αναμένεται να σημειώσουν πολύ μεγάλη μείωση το 2020, καθώς τα μέτρα περιορισμού της διασποράς του κορωνοϊού πλήττουν ιδιαιτέρως τους κλάδους εκείνους που σχετίζονται με την παροχή τουριστικών υπηρεσιών, ενώ αναμένεται και μείωση της ζήτησης για το τουριστικό προϊόν. Οι ναυτιλιακές εισπράξεις θα επηρεαστούν αρνητικά από την κάμψη της παγκόσμιας οικονομίας και την υποχώρηση του διεθνούς εμπορίου. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αναμένεται να αυξηθούν με υψηλούς ρυθμούς τα επόμενα δύο χρόνια σε συνάρτηση με την ανάκαμψη της εξωτερικής ζήτησης και τη βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Τέλος, οι εισαγωγές θα ακολουθήσουν την πορεία της εγχώριας ζήτησης και των εξαγωγών καθ’ όλη την περίοδο πρόβλεψης. Ο πληθωρισμός με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή εκτιμάται ότι θα καταγράψει αρνητικό ετήσιο ρυθμό το 2020, κυρίως λόγω της πτωτικής πορείας των διεθνών τιμών του πετρελαίου αλλά και των υπηρεσιών, ενώ θα αυξηθεί ελαφρώς έως το τέλος της περιόδου πρόβλεψης. Ο πυρήνας του πληθωρισμού αναμένεται να κινηθεί σε επίπεδα κοντά στο μηδέν ή και οριακά κάτω από το μηδέν το τρέχον έτος, ενώ έως το 2022 εκτιμάται ότι θα σημειώσει θετικό, αλλά χαμηλό ρυθμό. Σχολιασμός: Κατά την άποψή μας, θα πρέπει να απορρίψουμε το “ήπιο” σενάριο που αναφέρει η Έκθεση. Ήδη, είναι δεδομένο ότι η έκταση και η διάρκεια της υγειονομικής κρίσης, έχουν ξεφύγει από όριο της “σύντομης μεταβατικής περιόδου” προς την κανονικότητα. Σήμερα, κινούμαστε μεταξύ του “κανονικού” σεναρίου και του “δυσμενούς” με υπαρκτή και ορατή την τάση να πλησιάσουμε προς το “δυσμενές”, με δεδομένη την επιδημιολογική κατάσταση σε πολλές άλλες χώρες. Σε κάθε περίπτωση, καθώς επιβεβαιώνεται η αρνητική πορεία του τουρισμού, τομέας απ’ όπου θα απολεσθούν τουλάχιστον 8 έως 10 δισ. ευρώ για το Εθνικό Προϊόν, θα πρέπει να αναμένουμε ύφεση, σαφώς μεγαλύτερη του 6,0%. Για δε την πρόβλεψη της ΤτΕ ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα θα φθάσει φέτος στο 2,9%, νομίζουμε ότι είναι ουτοπικά αισιόδοξη, αφού πέραν των έκτακτων δημοσιονομικών δαπανών, η πορεία των κρατικών εσόδων είναι εξαιρετικά αρνητική και θα συνεχίσει έτσι έως το τέλος του έτους. Παράλληλα, θα πρέπει να αποκλείσουμε το σενάριο της ανάπτυξης που αναφέρει η ΤτΕ για το 2021, στο “βασικό” σενάριο (+5,6%). Σε μια περίοδο όπου η αβεβαιότητα, αλλά και η αρνητικότητα των μεγεθών διαχέονται μέσα στο χρόνο, είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξει τόσο μεγάλη ανάκαμψη, αφού σχεδόν καμία από τις συνιστώσες του ΑΕΠ δε μπορεί να καταγράψει μία τόσο μεγάλη άνοδο, για να παρασύρει έντονα ανοδικά και το σύνολο της οικονομίας. Όσο περνάει ο καιρός, θα αντιλαμβανόμαστε ότι, η πανδημία του κορωνοϊού, σταδιακά παύει να είναι μία αμιγώς υγειονομική κατάσταση, αλλά μετατρέπεται σε μία, κυρίως, οικονομική υπόθεση, η οποία καταγράφει μία βαθιά επίδραση στη διεθνή οικονομία, οι προεκτάσεις της οποίας θα διαρκέσουν επί μακρύ χρονικό διάστημα. Άποψή μας είναι ότι, η ανάκαμψη, όταν έρθει, θα είναι ήπια και αποσπασματική και πολύ δύσκολα θα ξεπερνούσε το 3,0% για το 2021, ενώ είναι δύσκολο να γίνει πρόβλεψη για τα επόμενα χρόνια, αφού θα υπάρξει η επίδραση της αναπτυξιακής βοήθειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το μέγεθος, ο χαρακτήρας και η διάρκεια της οποίας, είναι ακόμη άγνωστη, ενώ το μόνο που μπορούμε να υποθέσουμε είναι ότι, υπό προϋποθέσεις, θα δράσει ενισχυτικά προς την οικονομική ανάπτυξη. Δείτε την ανακοίνωση της ΤτΕ (εδώ) και το πλήρες κείμενο της έκθεσης (εδώ)