EuroCapital: Η εκτός ελέγχου πανδημία της Ινδίας Η εκτός ελέγχου πανδημία της Ινδίας ================================================================================ - on 17/09/2020 10:31 Του T. Jacob John Τον Αύγουστο, η Ινδία ξεπέρασε την Βραζιλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες για να κερδίσει την θλιβερή διάκριση ότι έχει τον ταχύτερα αναπτυσσόμενο φόρτο κρουσμάτων κορωνοϊού στον κόσμο. Η Ινδία έχει σπάσει επανειλημμένα τα παγκόσμια ρεκόρ των ημερήσιων νέων κρουσμάτων, φτάνοντας πάνω από 95.000 κρούσματα στις 10 Σεπτεμβρίου. Η απότομη αύξηση των μολύνσεων τις τελευταίες εβδομάδες έρχεται καθώς η χώρα χαλαρώνει τους περιορισμούς του lockdown που έχουν καταρρακώσει την οικονομία. Αξιωματούχοι τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο αισθάνονται υποχρεωμένοι -δικαιολογημένα- να προσπαθήσουν να σώσουν την οικονομία, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει ότι θα επιτραπεί η εξάπλωση της ασθένειας. Το κύμα COVID-19 στην Ινδία κατά την διάρκεια του καλοκαιριού ήταν συγκλονιστικό. Χρειάστηκαν πεντέμισι μήνες από την αρχή της πανδημίας για να φτάσει η Ινδία το ένα εκατομμύριο μολύνσεις. Για το δεύτερο εκατομμύριο χρειάστηκαν τρεις εβδομάδες. Το τρίτο και το τέταρτο εκατομμύριο το καθένα χρειάστηκε δύο εβδομάδες. Η Ινδία έχει τώρα καταγράψει περίπου 4,3 εκατομμύρια επιβεβαιωμένα κρούσματα. Ωστόσο, οι αιματολογικές έρευνες δείχνουν ότι το πραγματικό σύνολο είναι αρκετές φορές υψηλότερο, πράγμα που σημαίνει ότι η Ινδία πιθανότατα έχει ξεπεράσει τις Ηνωμένες Πολιτείες έχοντας τον υψηλότερο αριθμό κρουσμάτων κορωνοϊού στον κόσμο. Τον Αύγουστο, ανέκυψαν αναφορές για μολύνσεις σε απομακρυσμένες κοινότητες φυλών [1] στα νησιά Andaman και Nicobar στον κόλπο της Βεγγάλης, μια απόδειξη του πόσο βαθιά έχει διεισδύσει ο ιός στην χώρα. Η ινδική κυβέρνηση, όπως και οι Αμερικανοί και οι Βραζιλιάνοι ομόλογοί της, δεν βάσισαν τις αποφάσεις τους στις πιο φρόνιμες επιστημονικές αντιλήψεις περί κορωνοϊού. Αντίθετα, χειρίστηκε την πανδημία με τρόπο που εξώθησε την χώρα να κάνει μια καθόλου αξιοζήλευτη επιλογή μεταξύ της διάσωσης της οικονομίας της και της επιβράδυνσης της εξάπλωσης της νόσου. Τώρα, η επιδημία είναι ανεξέλεγκτη και πιθανότατα θα παραμείνει έτσι έως και τις αρχές του 2021. ΑΡΧΙΚΑ ΛΑΘΗ Αναπόφευκτα, δεδομένου του μεγέθους της Ινδίας, ο αγώνας της χώρας με τον κορωνοϊό υπήρξε πανηπειρωτικός σε κλίμακα. Η Ινδία έχει διπλάσιο πληθυσμό, αλλά το ένα τρίτο της χερσαίας έκτασης της Ευρώπης. Τα 28 ινδικά κρατίδια, το καθένα με την δική του γλώσσα, είναι σχεδόν παρόμοιο με τις ευρωπαϊκές χώρες. Οι κυβερνήσεις των κρατιδίων πρωτοστάτησαν στην αντιμετώπιση του ιού, με πολύ διαφορετικά αποτελέσματα. Τα πρώτα τεκμηριωμένα κρούσματα COVID-19 στην Ινδία ήρθαν στα τέλη Ιανουαρίου, όταν Ινδοί φοιτητές ιατρικής που σπουδάζουν στην Γουχάν της Κίνας, επέστρεψαν στη νότια πολιτεία της Κεράλα. Βασιζόμενη στην εμπειρία της για την εξάλειψη του ιού Nipah [2] το 2018, η κυβέρνηση της Κεράλα αποφάσισε να δοκιμάσει και να βάλει σε καραντίνα όλους τους επαναπατριζόμενους, ακόμη και αν δεν υπήρχαν υπέρτερες εθνικές οδηγίες ή κατευθύνσεις από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Τρεις φοιτητές βρέθηκαν θετικοί στην COVID-19, αλλά δεν προέκυψε δευτερογενής λοίμωξη, χάρη στα αυστηρά μέτρα καραντίνας. Αντίθετα, το δυτικό κρατίδιο της Μαχαράστρα -έδρα της μητρόπολης Βομβάης- απέτυχε να επιβάλει επαρκή μέτρα ελέγχου και καραντίνας στους ταξιδιώτες που έφτασαν από τη Μέση Ανατολή και την Δύση. Μέχρι σήμερα, η Κεράλα, με πληθυσμό 35 εκατομμυρίων, έχει αναφέρει μόνο 359 θανάτους από COVID-19. Η Μαχαράστρα, με πληθυσμό 114 εκατομμυρίων, έχει αναφέρει περισσότερους από 27.000. Η κεντρική κυβέρνηση ανέλαβε μικρή δράση σε εθνικό επίπεδο τον Φεβρουάριο, καθώς ο ιός εξαπλώθηκε σε άλλα κρατίδια. Οι μολύνσεις άρχισαν να εξαπλώνονται αργά στις μητροπολιτικές περιοχές της Ινδίας τον Μάρτιο. Ακόμα και όσο αυξάνονταν οι αριθμοί των κρουσμάτων, οι αξιωματούχοι δεν φάνηκαν να αντιλαμβάνονται το μέγεθος της επικείμενης απειλής. Ανακουφίστηκαν με τον σχετικά χαμηλό αριθμό κρουσμάτων που αναφέρθηκαν στην Ινδία σε σύγκριση με άλλες χώρες. Την 1η Μαρτίου, η Ιταλία (με πληθυσμό 60,4 εκατομμύρια) είχε 1.702 επιβεβαιωμένες μολύνσεις, ενώ η Ινδία (με πληθυσμό περίπου 1,4 δισεκατομμύρια) είχε μόνο τις τρεις στην Κεράλα. Στις 20 Μαρτίου, ο αριθμός των επιβεβαιωμένων μολύνσεων στην Ιταλία αυξήθηκε σε 59.158, αλλά το σύνολο της Ινδίας ήταν ακόμη αρκετά χαμηλό στις 249. Πολλοί αξιωματούχοι της ινδικής κυβέρνησης παρερμήνευσαν αυτά τα στοιχεία ως απόδειξη ότι κάποιος άγνωστος παράγοντας προστατεύει τους Ινδούς από τον ιό -για παράδειγμα, τα υψηλά ποσοστά εμβολιασμού ενάντια στην φυματίωση στην Ινδία ή τα οφέλη της χορτοφαγίας ή ακόμα και (όπως πρότειναν ορισμένοι πολιτικοί ηγέτες) η υπερφυσική προστασία [3] των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Εξαρχής είχαν διαβάσει λάθος την κατάσταση δίνοντας υπερβολική έμφαση στην αξιοπιστία των επιβεβαιωμένων στατιστικών. Μια χώρα με το μέγεθος και με την άνιση κατανομή πόρων όπως η Ινδία, κινδυνεύει πάντα να ελέγχει λιγότερα και να υπολογίζει λιγότερα. Αλλά το πιο σημαντικό, οι επιδημιολόγοι στην Δύση είχαν ήδη καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αύξηση των κρουσμάτων της Ιταλίας την άνοιξη προετοιμαζόταν επί μήνες και ότι η ασθένεια πρέπει να έφτασε [στην Ιταλία] στα τέλη του 2019. Οι Ινδοί αξιωματούχοι θα έπρεπε να είχαν συνειδητοποιήσει ότι αυτό που συνέβαινε στην Ιταλία θα μπορούσε να συμβεί και στην Ινδία˙ η Ιταλία είχε απλώς ένα προβάδισμα. Η ινδική κυβέρνηση θα μπορούσε να ήταν λιγότερο εφησυχασμένη εάν είχε περισσότερους επιδημιολόγους μολυσματικών ασθενειών στις τάξεις της. Σε αντίθεση με πολλές άλλες χώρες, η Ινδία δεν διαθέτει έναν επίσημο κλάδο δημόσιας υγείας στην κεντρική της κυβέρνηση. Όταν η Ινδία κέρδισε την ανεξαρτησία της το 1947, υπήγαγε την γραφειοκρατία της δημόσιας υγείας στο Υπουργείο Υγείας, ουσιαστικά εξαλείφοντας το τμήμα. Το Υπουργείο έχει επικεντρωθεί στις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης και στην έρευνα, αλλά κανένα τμήμα δεν επικεντρώνεται στην δημόσια υγεία, το οποίο, υπό συνηθισμένες συνθήκες, θα ήταν υπεύθυνο για την παρακολούθηση της νόσου και την ανίχνευση, τον έλεγχο και την εξάλειψη των επιδημιών από μολυσματικές ασθένειες. Η Ινδία δεν έχει σημαντική ικανότητα σε εθνικό επίπεδο για την παρακολούθηση της δημόσιας υγείας σε πραγματικό χρόνο. Αυτή η έλλειψη σχετικής εμπειρογνωμοσύνης στην λήψη κυβερνητικών αποφάσεων οδήγησε σε μεγάλα λάθη. Καθώς οι αριθμοί της COVID-19 σημείωναν ανοδική πορεία, η κυβέρνηση διέταξε μια απαγόρευση της κυκλοφορίας 14 ωρών στις 22 Μαρτίου, αποδεχόμενη την ιδέα ότι ο ιός μεταδίδεται σε επιφάνειες και ότι θα πεθάνει σε 12 ώρες. Δύο ημέρες αργότερα, καθώς οι αριθμοί των κρουσμάτων συνέχισαν να αυξάνονται, κυβερνητικοί αξιωματούχοι φαίνονταν να έχουν πανικοβληθεί και διέταξαν lockdown τριών εβδομάδων [4] ολόκληρης της χώρας ώστε να διακοπεί η μετάδοση. Το lockdown ήρθε τα μεσάνυχτα με μόλις τέσσερις ώρες προειδοποίησης, ρίχνοντας εκατομμύρια ζωές σε αταξία. Σε πόλεις σε όλη την χώρα, οι άνθρωποι συσσωρεύονταν γύρω από καταστήματα και αγορές για να εφοδιαστούν για τρεις εβδομάδες, παράγοντας ακριβώς το αντίθετο του επιθυμητού αποτελέσματος, και επιτρέποντας την περαιτέρω εξάπλωση της νόσου. Εάν το lockdown των τριών εβδομάδων είχε ως στόχο να προλάβει την κλιμάκωση της πανδημίας, σίγουρα απέτυχε. Μέχρι το τέλος εκείνης της περιόδου, οι αριθμοί των κρουσμάτων είχαν αυξηθεί κατά 2.100 τοις εκατό. Οι Αρχές διπλασίασαν -τριπλασίασαν, στην πραγματικότητα- το lockdown, επεκτείνοντάς το τρεις φορές, χωρίς να ισοπεδώσουν ποτέ την καμπύλη. Η έλλειψη επιδημιολογικής εξειδίκευσης στην λήψη κυβερνητικών αποφάσεων ήταν καταφανής. Δεν ήταν απαραίτητο να επιμείνουμε σε ένα εθνικό προληπτικό lockdown, το οποίο επεκτάθηκε ακόμη και σε πολιτείες και περιοχές χωρίς ούτε μια τεκμηριωμένη μόλυνση. Αντ' αυτού, η κυβέρνηση θα έπρεπε να προτρέψει την καθολική χρήση μάσκας, η οποία θα επέτρεπε την συνέχιση πολλών οικονομικών δραστηριοτήτων. Θα έπρεπε να ενθαρρύνει την επιλεκτική απομόνωση ατόμων που κινδυνεύουν ιδιαίτερα από την ασθένεια -τους ηλικιωμένους και εκείνους με σοβαρές υποκείμενες ασθένειες - που θα είχαν αποτρέψει πολλούς θανάτους. Αλλά πάνω απ' όλα, οι ίδιοι οι Ινδοί ηγέτες δεν κατάλαβαν την επιδημιολογική κρίση μπροστά τους˙ η έλλειψη κατανόησής τους πέρασε στο κοινό, καθιστώντας πιο δύσκολη την αλλαγή συμπεριφορών. Με μια μεγαλύτερη εξειδίκευση να καθοδηγεί την πολιτική, οι αξιωματούχοι θα μπορούσαν να είχαν χορηγήσει ένα «κοινωνικό εμβόλιο», τόσο επιβραδύνοντας την εξάπλωση της νόσου όσο και προστατεύοντας την οικονομία. Αντ' αυτού, οι ενέργειές τους δεν έλεγξαν ουσιαστικά τον ιό και έριξαν την οικονομία από έναν γκρεμό. ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ Ο συνολικός αριθμός κρουσμάτων στην Ινδία στις αρχές Σεπτεμβρίου ήταν επίσημα περίπου 4,3 εκατομμύρια, αλλά ο πραγματικός αριθμός [5] μπορεί να κυμαίνεται μεταξύ 20 και 40 εκατομμυρίων. Από επιδημιολογική προοπτική, τώρα είναι η χειρότερη στιγμή για να αρθεί το lockdown, καθώς ο αριθμός των μολύνσεων θα συνεχίσει να αυξάνεται. Όμως, τα lockdown έχουν επηρεάσει καταστροφικά την οικονομία της Ινδίας. Το ΑΕΠ της Ινδίας έχει συρρικνωθεί κατά σχεδόν ένα τέταρτο -23,9% [6]- οδηγώντας εκατομμύρια ανθρώπους σε πραγματική δυσκολία και στέρηση. Η κυβέρνηση έχει τώρα δώσει προτεραιότητα στην οικονομία έναντι της αναχαίτισης της νόσου και δικαίως, καθώς τα lockdown φαίνεται να έχουν επιτύχει ελάχιστα. Υπάρχουν μερικές φωτεινές αχτίδες σε αυτό το σκοτεινό σύννεφο. Τα ποσοστά των θανάτων στην Ινδία φαίνεται να είναι πολύ χαμηλότερα από εκείνα σε άλλα μέρη του κόσμου, ειδικά στην Δύση. Για παράδειγμα, το ποσοστό θνησιμότητας της Ιταλίας είναι 14%, ενώ στην Ινδία είναι μόλις 2%. Φυσικά, οι αριθμοί της Ινδίας δεν είναι πάντοτε αξιόπιστοι, αλλά ακόμη και αν ο πραγματικός δείκτης της Ινδίας είναι λίγο υψηλότερος -3% ή 4%- εξακολουθεί να είναι σημαντικά χαμηλότερος από τον ρυθμό της Ιταλίας. Αυτό το χάσμα είναι ένα μέτρο όχι της ποιότητας της ινδικής υγειονομικής περίθαλψης αλλά της σχετικά νεαρής ηλικίας του ινδικού πληθυσμού. Η μέση ηλικία στην Ινδία είναι τα 28 έτη. Στην Ιταλία είναι τα 47. Το 6% των Ινδών -και το 23% των Ιταλών- είναι άνω των 65 ετών. Οι ηλικιωμένοι είναι πιο ευάλωτοι σε επιπλοκές που οφείλονται στην COVID-19. Ο ιός μπορεί επίσης να γίνεται ασθενέστερος ως λοιμογόνο αλλά πιο μολυσματικός με την πάροδο του χρόνου. Η σχετικά καθυστερημένη εξάπλωση της COVID-19 στην Ινδία (σε σύγκριση με την αρχική εξάπλωσή της στην Ιταλία, για παράδειγμα) δίνει στους Ινδούς καλύτερες πιθανότητες να επωφεληθούν από την πιθανή αποδυνάμωση της νόσου. Μια τέτοια μεταβολή ίσως να βοηθήσει στην εξήγηση του σχετικά χαμηλού ποσοστού θανάτων στην Ινδία παρά την έλλειψη ισχυρών αντιιικών φαρμάκων για την COVID-19. Τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται σήμερα για την θεραπεία της νόσου, όπως η υδροξυχλωροκίνη, το remdesivir, τα κορτικοστεροειδή και το θεραπευτικό πλάσμα, μπορεί μερικές φορές να μειώσουν τους θανάτους από τη νόσο, αλλά στην Ινδία αυτές οι θεραπείες είναι διαθέσιμες μόνο για τους πολύ πλούσιους. Η Ινδία θα πρέπει να μάθει να ζει με τους αυξανόμενους αριθμούς κορωνοϊού για λίγο -στην καλύτερη περίπτωση, λίγες ακόμη εβδομάδες- αλλά τελικά, οι ημερήσιοι αριθμοί θα μειωθούν αργά, και η πίεση στην υποδομή υγειονομικής περίθαλψης της χώρας θα μειωθεί. Αυτή είναι η φυσική εξέλιξη των μολυσματικών ασθενειών. Σε άλλες χώρες, περισσότερα άτομα προσβλήθηκαν από την COVID-19 μετά την κορύφωση των μολύνσεων από όσα πριν από την κορύφωση. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι, από την πρόχειρη εκτίμησή μου, ένα εθνικό ξέσπασμα της COVID-19 τείνει να φτάσει στο αποκορύφωμά του όταν περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού έχει επιτύχει την ανοσία αγέλης [7]. Τα ποσοστά μόλυνσης θα μειωθούν μετά την κορύφωση, τα καθημερινά νέα κρούσματα θα λιγοστέψουν, αλλά τα τρία τέταρτα του πληθυσμού θα παραμείνουν ευπαθή. Στην Ινδία, αυτό σημαίνει ότι ο αριθμός των κρουσμάτων κορωνοϊού στην χώρα -δυνητικά 40 εκατομμύρια αυτήν την στιγμή- θα πρέπει να διπλασιαστούν τρεις φορές στα 320 εκατομμύρια πριν η χώρα περάσει το αποκορύφωμά της και οι αριθμοί αρχίσουν να υποχωρούν. Με τους περιορισμούς των lockdown να μειώνονται, αυτή η εξάπλωση θα μπορούσε να συμβεί σε μόλις 30 ημέρες, αλλά θα μπορούσε να διαρκέσει ακόμη περισσότερο. Οι Ινδοί θα πρέπει να αναμένουν ότι η επιδημική φάση του ιού θα επεκταθεί στις αρχές του 2021 πριν ο αριθμός των νέων κρουσμάτων γίνει χαμηλός και σταθερός και η χώρα φτάσει στην ενδημική φάση της μόλυνσης.   Πηγή: foreignaffairs.gr