EuroCapital: Η εποχή του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων Η εποχή του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων ================================================================================ - on 05/01/2021 14:23 Η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ είναι, από τις περισσότερες πλευρές, σε αταξία. Οι τίτλοι των ειδήσεων -συμπεριλαμβανομένων εκείνων σε αυτές τις σελίδες- διακηρύσσουν τον θάνατο της παγκόσμιας ηγεσίας των ΗΠΑ. Διάσημοι αρθρογράφοι στέλνουν τακτικές ανταποκρίσεις από τις πρώτες γραμμές της υποτιθέμενης εκστρατείας του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, κατά της μεταπολεμικής φιλελεύθερης τάξης. Η ζημιά στην θέση της Ουάσιγκτον στον κόσμο, μας λένε, είναι ανεπανόρθωτη. Αλλά αν δει κανείς πίσω από την καθημερινή φασαρία, τότε εμφανίζεται μια διαφορετική εικόνα. Στην πραγματικότητα, οι Ηνωμένες Πολιτείες προετοιμάζονται για μια νέα εποχή -μια εποχή που χαρακτηρίζεται όχι από την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία των ΗΠΑ, αλλά από μια ανερχόμενη Κίνα και μια εκδικητική Ρωσία, που επιδιώκουν να υπονομεύσουν την ηγεσία των ΗΠΑ και να αναμορφώσουν την παγκόσμια πολιτική υπέρ τους. Αυτή η μετατόπιση στην εστίαση της Ουάσιγκτον ερχόταν για κάποιο διάστημα. Στοιχεία αυτής προέκυψαν, κυρίως σε αντιδραστική μορφή, υπό τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα. Η κυβέρνηση Τραμπ έχει προχωρήσει ένα σημαντικό βήμα παραπέρα, αναγνωρίζοντας ότι ο ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων δικαιολογεί την εκ θεμελίων αναδόμηση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ και βάσισε τα επίσημα έγγραφα της στρατηγικής της σε αυτήν την αναγνώριση. Όταν οι μελλοντικοί ιστορικοί ξανακοιτάξουν τις ενέργειες των Ηνωμένων Πολιτειών στις αρχές του 21ου αιώνα, μακράν η πιο επακόλουθη ιστορία θα είναι ο τρόπος με τον οποίο η Ουάσινγκτον επανεστίασε την προσοχή της στον ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων. Κάτω από τους σημερινούς εφήμερους τίτλους των ειδήσεων, αυτή η μετατόπιση και η αναδιάταξη της αμερικανικής στρατιωτικής, οικονομικής και διπλωματικής συμπεριφοράς που συνεπάγεται, θα ξεχωρίζει -και πιθανότατα θα καθοδηγήσει την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ υπό τους προέδρους από οποιοδήποτε από τα δυο κόμματα για πολύ καιρό. ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΤΗΣ ΑΔΡΑΝΕΙΑΣ Εδώ και χρόνια, οι Αμερικανοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι αναλυτές διαφωνούν για το τι σημαίνει για τα συμφέροντα των ΗΠΑ η άνοδος της Κίνας και η αναβίωση της Ρωσίας. Από την εισαγωγή τους στις πιο πρόσφατες Στρατηγικές Εθνικής Ασφάλειας και Εθνικής Άμυνας, οι λέξεις «ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων» κυκλοφόρησαν αρκετά ευρέως για να γίνουν μια φανταχτερή ρήση. Αλλά μέχρι τώρα, η φύση της πρόκλησης, ως εμπειρικό γεγονός, θα πρέπει να είναι ξεκάθαρη: οι Ηνωμένες Πολιτείες σήμερα αντιμετωπίζουν αντιπάλους ισχυρότερους και πολύ πιο φιλόδοξους από ό, τι σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην πρόσφατη ιστορία. Η Κίνα -που αναζητά την ηγεμονία στην περιοχή Ινδο-Ειρηνικού και την παγκόσμια υπεροχή μετά από αυτό- είναι πιθανό να γίνει ο πιο ισχυρός αντίπαλος που αντιμετώπισαν ποτέ οι Ηνωμένες Πολιτείες στην ιστορία τους. Η Ρωσία μπορεί να μην είναι ανταγωνιστής, αλλά έχει αποδειχθεί ικανή να προβάλει ισχύ με τρόπους που λίγοι ανέμεναν στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Σήμερα, σκοπεύει να αναστήσει την ανοδική της πορεία σε περιοχές της Ανατολικής Ευρώπης που κάποτε ενέπιπταν στην σφαίρα επιρροής της και ελπίζει να επιταχύνει το τέλος της Δυτικής υπεροχής στον κόσμο γενικά. Το αποδιοργανωτικό δυναμικό της εν μέρει έγκειται στην ικανότητά της, μέσω ιδιοτελών κινήσεων, να προκαλεί συστημικές κρίσεις που θα ωφελήσουν την κινεζική δύναμη μακροπρόθεσμα. Μέχρι πρόσφατα, η Ουάσιγκτον δεν είχε σκεφτεί πολύ το πώς θα μπορούσε να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις. Ήταν τέτοια η έκταση της οικονομικής και στρατιωτικής κυριαρχίας των Ηνωμένων Πολιτειών που, για μια ολόκληρη γενιά μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, ούτε οι διοικήσεις των Δημοκρατικών ούτε των Ρεπουμπλικανών δεν έλαβαν σοβαρά υπόψη τους την πιθανότητα να αντιμετωπίσουν έναν άλλο ανταγωνιστή. Οι αντιπαλότητες μεγάλων δυνάμεων ήταν, εκείνες τις μεθυστικές μέρες, ένα πράγμα από το παρελθόν˙ η ίδια η γλώσσα της γεωπολιτικής ήταν ένας αναχρονισμός. Αντίθετα, οι άλλες μεγάλες δυνάμεις ήταν εταίροι εν αναμονή στον αγώνα για την αντιμετώπιση προβλημάτων των «παγκόσμιων κοινών», από την διάδοση των πυρηνικών έως την τρομοκρατία και μέχρι την κλιματική αλλαγή. Οι ενέργειες της Κίνας και της Ρωσίας διέψευσαν σιγά-σιγά αυτήν την αισιόδοξη προοπτική. Καθώς η Κίνα κατέστη ζωτική για το παγκόσμιο εμπόριο, δεν άλλαξε τόσο πολύ τις μεροληπτικές οικονομικές πρακτικές της -αναγκαστικές μεταβιβάσεις τεχνολογίας, υποχρεωτικές κοινοπραξίες, και αναμφισβήτητη κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας- όσο τις παγίωσε. Το συμπλήρωσε αυτό με μια στρατιωτική συσσώρευση ιστορικής κλίμακας, που στοχεύει ειδικά στην κυριαρχία στην Ασία και, μακροπρόθεσμα, στην προβολή ισχύος σε όλον τον κόσμο, και με μια τεράστια προσπάθεια να επεκτείνει την επιρροή της μέσω της πρωτοβουλίας Belt and Road [Initiative, BRI] και συναφών σχεδίων. Η Ρωσία, εν τω μεταξύ, ανοικοδόμησε τον στρατό της, εισέβαλε στην Γεωργία, προσάρτησε την Κριμαία, ξεκίνησε μια κακοφορμίζουσα εξέγερση στην ανατολική Ουκρανία και μια συστηματική εκστρατεία για να αναστήσει την στρατιωτική, οικονομική και διπλωματική της επιρροή στην Αφρική, την Λατινική Αμερική και τη Μέση Ανατολή. Ωστόσο, οι περισσότεροι άνθρωποι στην Ουάσινγκτον αρνήθηκαν για καιρό να αναγνωρίσουν τη νέα πραγματικότητα. Αντ' αυτού, οι Αμερικανοί ηγέτες συνέχισαν να ανακοινώνουν μια «εποχή δέσμευσης» με τη Μόσχα και μιλούσαν για τις δυνατότητες του Πεκίνου ως «υπεύθυνου συμμετόχου» (“responsible stakeholder”) στο διεθνές σύστημα. Η πρώτη βρήκε έκφραση στην «επανεκκίνηση» (“reset”) με την Ρωσία το 2009, λίγους μήνες μετά την εισβολή της Μόσχας στην Γεωργία, και το δεύτερο πήρε τη μορφή επαναλαμβανόμενων προσπαθειών για την εμβάθυνση των σχέσεων με το Πεκίνο και μέχρι μια φιλοδοξία μεταξύ ορισμένων να δημιουργήσουν ένα αμερικανο-κινεζικό «G -2» για να ηγηθεί της διεθνούς κοινότητας. Ωστόσο, η θρασεία στρατιωτικοποίηση των νησίδων στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας από την Κίνα και η αυξανόμενη επιθετικότητά της πέρα από αυτήν τελικά ανάγκασαν την Ουάσινγκτον να επανεκτιμήσει τις υποθέσεις της για το Πεκίνο, και η προσάρτηση της Κριμαίας από την Ρωσία το 2014 ενταφίασε ό, τι απέμενε από την λεγόμενη επανεκκίνηση. Μέχρι το τέλος της διακυβέρνησης Ομπάμα, ήταν σαφές ότι η πορεία των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν σοβαρά εκτός. Οι προκύπτουσες αλλαγές πολιτικής δεν ήταν μια άσκηση της αμερικανικής στρατηγικής προβλεπτικότητας˙ ήταν αντιδραστικές, εκ των υστέρων προσαρμογές. Είχαν ήδη γίνει σημαντικές ζημιές. Εκτιμώντας την εικόνα της σταθερότητας αντί της επιδίωξης καθορισμένων εθνικών συμφερόντων, οι Ηνωμένες Πολιτείες αγνοούσαν για χρόνια την κατάφωρη κλοπή αμερικανικής πνευματικής ιδιοκτησίας από την Κίνα -για να μην αναφέρουμε κυβερνητικά μυστικά- και την αργόσυρτη απόπειρα κατάληψης στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας από το Πεκίνο. Με την ελπίδα να στρατολογήσει την Ρωσία ως εταίρο για την υπεράσπιση ενός διεθνούς status quo που ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, προφανώς αποστρεφόταν, η Ουάσιγκτον είχε φλερτάρει και ακούσια ενθάρρυνε το Κρεμλίνο στην πορεία του για την εδαφική αναθεώρηση, ενώ εκνεύριζε τους πρώτης γραμμής συμμάχους του ΝΑΤΟ στην ανατολική Ευρώπη. Το κόστος για τις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν υψηλό, με τους συμμάχους στην Ανατολική Ασία και την Ευρώπη να αρχίζουν να αμφιβάλλουν για το ότι η Ουάσινγκτον ήταν πρόθυμη να σταθεί υπέρ του εαυτού της, πόσω μάλλον για εκείνους. ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΠΟΡΕΙΑΣ Ήρθε η ώρα να ειπωθούν τα πράγματα με το όνομά τους. Η κυβέρνηση Τραμπ, πιο ρεαλιστική και ωμή από τους προκατόχους της, έκανε ακριβώς αυτό. «Ο Τραμπ», όπως επεσήμανε ο Χένρι Κίσινγκερ στους Financial Times το 2018, «μπορεί να είναι ένα από αυτά τα πρόσωπα στην ιστορία που εμφανίζεται από καιρό σε καιρό για να σηματοδοτήσει το τέλος μιας εποχής και να αναγκάσει να εγκαταλειφθούν τα παλιά προσχήματά της». Χωρίς το παράδειγμα της μονοπολικότητας, η νέα κυβέρνηση δημιούργησε ένα άνοιγμα για να διατυπώσει μια νέα μεγάλη στρατηγική. Στην Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας του 2017, την Στρατηγική Εθνικής Άμυνας του 2018 και τις βοηθητικές περιφερειακές στρατηγικές τους για τα θέατρα Ινδο-Ειρηνικού και Ευρώπης, οι Ηνωμένες Πολιτείες κατέστησαν σαφές ότι έβλεπαν τώρα τις σχέσεις με την Κίνα και την Ρωσία ως ανταγωνιστικές και ότι θα επικεντρώνονταν στην διατήρηση ενός πλεονεκτήματος έναντι αυτών των αντιπάλων. Όπως κατέστησαν σαφές αμφότεροι ο τότε υπουργός Άμυνας, Τζέιμς Μάτις και ο τότε Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, H. R. McMaster, ο ανταγωνισμός μεγάλων δυνάμεων θα αποτελούσε πλέον το κύριο επίκεντρο της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ. Η ιδέα πίσω από αυτήν τη μετατόπιση δεν είναι η τυφλή αντιπαράθεση αλλά το να διατηρηθεί αυτό που ήταν ο κεντρικός στόχος της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου: η ελευθερία των κρατών, ιδίως των συμμάχων των ΗΠΑ, να σχεδιάζουν τις δικές τους πορείες χωρίς παρέμβαση από έναν κυρίαρχο περιφερειακό ηγεμόνα. Όπως διατυπώθηκε στις δηλώσεις στρατηγικής της κυβέρνησης Τραμπ, αυτό το όραμα είναι σκόπιμα οικουμενικό: ισχύει τόσο για τα ασιατικά έθνη που βρίσκονται υπό την αυξανόμενη οικονομική και στρατιωτική πίεση του Πεκίνου όσο και για την ομοσπονδιακή καρδιά της ευρωπαϊκής ηπείρου και τα πιο χαλαρά συνδεδεμένα κράτη στις άκρες της. Όμως, αντιμέτωποι με μια ανερχόμενη και τεραστίως ισχυρή Κίνα και μια ευκαιριακά εκδικητική Ρωσία, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα υλοποιήσουν αυτό το όραμα ενός ελεύθερου και ανοιχτού κόσμου μόνο εάν διασφαλίσουν την δική τους ισχύ και την οικονομική ζωντάνια, αν διατηρήσουν ένα πλεονέκτημα στις περιφερειακές ισορροπίες ισχύος και αν επικοινωνήσουν ξεκάθαρα τα συμφέροντά τους και τις κόκκινες γραμμές τους.   Από πολλές απόψεις, το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ είναι το πιο προωθημένο στην εφαρμογή αυτής της ατζέντας. Στην Εθνική Στρατηγική Άμυνας, στην Έκθεση Στρατηγικής Ινδο-Ειρηνικού του 2019, και μέσω των δημόσιων δηλώσεών του, ο στρατός των ΗΠΑ έχει καταστήσει σαφές ότι η πρωταρχική ανησυχία του σήμερα είναι το πώς να υπερασπιστεί αποτελεσματικά την Ταϊβάν και τα κράτη της Βαλτικής έναντι μιας δυνητικής κινεζικής ή ρωσικής επίθεσης, ειδικά μιας [επίθεσης] που θα βασίζεται σε μια στρατηγική τετελεσμένων, η οποία περιλαμβάνει την κατάληψη ευάλωτων περιοχών, την οχύρωση, και το να κάνει μια αντεπίθεση υπερβολικά δαπανηρή για να την φανταστεί κανείς. Περιμένοντας τέτοιες επιθέσεις, το Πεντάγωνο μετατοπίζεται από το σενάριο που έχει χρησιμοποιήσει από την Επιχείρηση Desert Storm πριν από τρεις δεκαετίες -αργά και μεθοδικά φέρνοντας δυνάμεις σε μια απειλούμενη περιοχή και αντεπιτιθέμενο μόνο αφότου έχει εξασφαλιστεί η απόλυτη κυριαρχία των ΗΠΑ- σε μια δύναμη που μπορεί να αποκρούσει τις κινεζικές και ρωσικές επιθέσεις από την αρχή των εχθροπραξιών, ακόμη και αν δεν επιτύχει ποτέ το είδος της κυριαρχίας που οι Ηνωμένες Πολιτείες μπόρεσαν κάποτε να καταφέρουν σε μέρη όπως η Σερβία και το Ιράκ. Τα αιτήματα προϋπολογισμού του Πενταγώνου έχουν αρχίσει αργά να αλλάζουν ανάλογα. Μαχητικά αεροσκάφη μικρής εμβέλειας και ογκώδη αμφίβια σκάφη, αμφότερα ευάλωτα σε εχθρικές επιθέσεις, δίνουν την θέση τους σε πιο «αόρατα» (stealthier) βομβαρδιστικά και υποβρύχια μεγάλης εμβέλειας, μη επανδρωμένα πλοία και αεροσκάφη, πυραύλους και πυροβολικό εδάφους μεγάλης εμβέλειας, και μεγάλα αποθέματα από διεισδυτικά και ακριβείας πυρομαχικά. Ο στρατός πειραματίζεται επίσης με τον τρόπο χρήσης αυτού του νέου υλικού -πώς θα πρέπει να μοιάζει η νέα δύναμη, πώς πρέπει να επιχειρεί, και πού. Η αλλαγή στον οικονομικό χώρο ήταν εξίσου δραματική. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, αξιωματούχοι των ΗΠΑ ισχυρίζονταν τακτικά ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούσαν να αντέξουν αναταραχές στην οικονομική σχέση ΗΠΑ-Κίνας. Φαίνεται ότι η σταθερότητα με το Πεκίνο ήταν πολύτιμη για να τεθεί σε κίνδυνο από μια απαίτηση για δίκαιη μεταχείριση των αμερικανικών εταιρειών. Σήμερα, η κυβέρνηση Τραμπ -ενεργώντας με σημαντική δικομματική υποστήριξη- επιβάλλει δασμούς στις κινεζικές εισαγωγές για να παρακινήσει το Πεκίνο να σταματήσει τις εμπορικές πρακτικές που στρεβλώνουν την αγορά ή, αν αποτύχει αυτό, τουλάχιστον να κάνει τις τιμές αυτών των εισαγωγών να αντικατοπτρίζουν το κόστος αυτών των αθέμιτων πρακτικών εναντίον των εταιρειών και των εργαζομένων των ΗΠΑ. Ορισμένοι, ορθώς επεσήμαναν ότι αυτές οι κυρώσεις προκαλούν πόνο στη μεσαία και την εργατική τάξη των Ηνωμένων Πολιτειών. Αλλά, επίσης, οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές της Κίνας και η περαιτέρω αδράνεια θα έκανε τα πράγματα χειρότερα. Η οικονομική πίεση των ΗΠΑ, αντιθέτως, βοήθησε να μπει η επειγόντως αναγκαία προσαρμογή της εμπορικής πολιτικής στην ημερήσια διάταξη. Μια παρόμοια διαδικασία έχει εφαρμοστεί στην Ευρώπη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δίσταζαν εδώ και πολύ καιρό να αντιμετωπίσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με τους μονόπλευρους δασμούς της και τα μη δασμολογικά εμπόδια στα προϊόντα των ΗΠΑ, ακόμη και όταν τα εμπορικά ελλείμματα αυξάνονταν. Απρόθυμη να αποδεχθεί αυτό το status quo, η κυβέρνηση Trump προσπάθησε να επιτύχει με θεραπεία σοκ αυτά που δεν πέτυχαν προηγούμενες διαδοχικές διοικήσεις με φινέτσα και σταδιακότητα. Αλλά η παράπλευρη ζημιά αυτής της επιθετικής προσέγγισης ήταν σημαντική, με πιθανές επιπτώσεις για την διατλαντική σχέση που κινδυνεύει να υπονομεύσει την κοινή ώθηση εναντίον της Κίνας. Παράλληλα, οι Ηνωμένες Πολιτείες ακονίζουν τα ισχυρά εμπορικά εργαλεία που έχουν στην διάθεσή τους. Η διοίκηση Trump και το Κογκρέσο έχουν αναμορφώσει την Overseas Private Investment Corporation για να παρέχουν εναλλακτικές λύσεις έναντι της κινεζικής χρηματοδότησης μεταξύ των ευάλωτων κρατών τόσο της Ασίας όσο και της Ευρώπης. Ο νόμος για την Καλύτερη Χρήση των Επενδύσεων που Οδηγεί στην Ανάπτυξη, ή Better Utilization of Investments Leading to Development (BUILD), που ψηφίστηκε τον Οκτώβριο του 2018, προσφέρει σε χώρες εναλλακτικές λύσεις χρηματοδότησης έναντι των «χρυσών χειροπέδων» της πρωτοβουλίας Belt and Road του Πεκίνου. Περισσότερα ακόμα μπορεί να ακολουθήσουν. Ο διακομματικός νόμος EQUITABLE, που εισήχθη από κορυφαία μέλη του Κογκρέσου, θα απαιτούσε από τις κινεζικές εταιρείες να ακολουθούν τους ίδιους κανόνες γνωστοποίησης [εταιρικών πληροφοριών] με τις εταιρείες των ΗΠΑ για να εισαχθούν σε αμερικανικά χρηματιστήρια. Ισχυροί νομοθέτες και των δύο κομμάτων δήλωσαν ότι θα ανακαλέσουν τα οικονομικά και εμπορικά προνόμια του Χονγκ Κονγκ στις Ηνωμένες Πολιτείες εάν το Πεκίνο παραβιάσει την δέσμευσή του για αυτονομία της περιοχής. Και αξιωματούχοι των ΗΠΑ, επιτέλους, προειδοποιούν ενεργά άλλες χώρες σχετικά με τις κινεζικές επενδύσεις στις τηλεπικοινωνίες που θα μπορούσαν να προσφέρουν στο Πεκίνο πρόσβαση και αξιοποίηση των ευαίσθητων τεχνολογιών τους. Οι προτεραιότητες έχουν αλλάξει και στην διπλωματική αρένα. Μετά από δεκαετίες δυσανάλογης εστίασης στη Μέση Ανατολή, η Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας του 2017 και η Εθνική Αμυντική Στρατηγική του 2018 ήρθαν ως καθυστερημένες διορθώσεις. Η Ασία και η Ευρώπη βρίσκονται εκεί όπου υπάρχουν σήμερα οι μεγαλύτερες απειλές για την αμερικανική ισχύ, όπως υποστηρίζουν αυτά τα έγγραφα, και ο κεντρικός στόχος των Ηνωμένων Πολιτειών θα πρέπει να είναι να αποτρέψουν τα μεγάλα κράτη και των δύο περιοχών να αποκτήσουν τόσο μεγάλη επιρροή ώστε να μετατοπίσουν την τοπική ισορροπία ισχύος προς όφελός τους. Αυτή είναι μια ευπρόσδεκτη απόκλιση από κάθε Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, καθεμιά από τις οποίες υποτιμούσε τον ανταγωνισμό μεγάλων δυνάμεων με κάποιον τρόπο. Στην πράξη, δύο διπλωματικές πρωτοβουλίες ξεχωρίζουν. Η πρώτη είναι η προσπάθεια της κυβέρνησης Trump να ισορροπήσει ενάντια σε ισχυρούς αντιπάλους με την βοήθεια μεγαλύτερων και πιο ικανών συνασπισμών. Στην Ευρώπη, αυτό απέδωσε 34 δισεκατομμύρια δολάρια σε αυξημένες ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες μόνο κατά το προηγούμενο έτος, ακόμη και από μια απρόθυμη Γερμανία. Στην Ασία, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν καταστήσει σαφές ότι θα υπερασπιστούν τα αεροσκάφη και τα πλοία των Φιλιππίνων στην Θάλασσα της Νότιας Κίνας, έχουν αυξήσει την διπλωματική και στρατιωτική τους υποστήριξη στην Ταϊβάν, και έχουν εμβαθύνει τις πολιτικές και στρατιωτικές σχέσεις τους με την Ινδία και το Βιετνάμ -όλοι ομόλογοι που μοιράζονται την αντίληψη της Ουάσιγκτον για τις κινεζικές φιλοδοξίες στην περιφερειακή ηγεμονία. Δεύτερον, οι Ηνωμένες Πολιτείες αξιοποιούν την οικονομική και πολιτική επιρροή τους σε περιοχές που παραμελήθηκαν μέχρι πρόσφατα, ενισχύοντας την δέσμευσή τους και την βοήθειά τους σε διάφορα μέρη όπου η Κίνα και η Ρωσία έχουν κερδίσει έδαφος. Έχουν αυξήσει την διπλωματική τους παρουσία στην Κεντρική Ευρώπη, τα Δυτικά Βαλκάνια και την ανατολική Μεσόγειο, όπου το κενό που έμεινε από την απουσία των Ηνωμένων Πολιτειών επέτρεψε στην Κίνα και την Ρωσία να εκμεταλλευτούν τις τοπικές πολιτικές ρωγμές και να προωθήσουν την αυταρχική πολιτική. Σε πολλές από τις χώρες αυτών των περιοχών, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αυξήσει την υποστήριξή τους στην χρηστή διακυβέρνηση και την καταπολέμηση της διαφθοράς, εισήγαγαν πρωτοβουλίες για την καταπολέμηση της ρωσικής προπαγάνδας, επεξέτειναν τις ανταλλαγές νέων [ανθρώπων] και τις πολιτιστικές ανταλλαγές, και προειδοποίησαν τους συμμάχους και τους εταίρους τους για τους μακροπρόθεσμους κινδύνους της ευθυγράμμισης με το Πεκίνο και τη Μόσχα. Στην Ασία, η Ουάσινγκτον έχει αυξήσει τις αναπτυξιακές της ικανότητες για να ανταγωνιστεί το Πεκίνο με το να ιδρύσει την International Development Finance Corporation και να διαθέτει νέα χρηματοδότηση μέσω του νόμου BUILD. Οι Ηνωμένες Πολιτείες προωθούν επίσης προσπάθειες χρηστής διακυβέρνησης και καταπολέμησης της διαφθοράς στην περιοχή, ιδίως μέσω της Πρωτοβουλίας Διαφάνειας Ινδο-Ειρηνικού (Indo-Pacific Transparency Initiative), και επικρίνουν δημόσια τη μεταχείριση των μειονοτήτων του Θιβέτ και των Ουιγούρων από την Κίνα. Δίνουν επίσης μεγαλύτερη προσοχή σε κράτη του Ειρηνικού, όπως η Μικρονησία, η Παπούα-Νέα Γουινέα και τα Νησιά Σολομώντος, τα οποία είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στην κινεζική πίεση. Κανένα από αυτά δεν λέγεται για να μειωθεί η σημασία της καθημερινής αναταραχής στην Ουάσιγκτον ή για να τύχει υπεράσπισης κάθε πολιτική της διοίκησης. Η εμπλοκή σε έναν πόλεμο με το Ιράν, η διατήρηση μιας μεγάλης στρατιωτικής παρουσίας στο Αφγανιστάν ή η παρέμβαση στην Βενεζουέλα, όπως θέλουν να κάνουν κάποιοι από την διοίκηση, είναι αντιθετική στην επιτυχία σε έναν κόσμο ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων. Και εάν πιέσει τους συμμάχους της πάρα πολύ, η Ουάσιγκτον θα διακινδυνεύσει να υπονομεύσει το μοναδικό μεγαλύτερο συγκριτικό πλεονέκτημα που έχει έναντι των αντιπάλων της. Ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ακόμα στην πορεία να ανταγωνιστούν με επιτυχία -αντίθετα, η μέχρι τώρα πρόοδος ήταν άνιση και χωλαίνουσα. Παρ' όλα αυτά, η χώρα έχει τώρα ένα πρότυπο για επαναπροσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής της που απολαμβάνει την διακομματική υποστήριξη και είναι πιθανό να αντέξει, τουλάχιστον στις θεμελιώδεις αρχές της, σε μελλοντικές διοικήσεις. ΤΙ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΡΑ Έτσι είναι τα πράγματα τώρα για την Ουάσιγκτον. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν σηματοδοτήσει την προθυμία και την ικανότητά τους να υιοθετήσουν μια πιο ανταγωνιστική προσέγγιση έναντι των αντιπάλων τους, στρατιωτικά, οικονομικά και διπλωματικά. Εγχωρίως, αυτή η διόρθωση πορείας είχε πολύ περισσότερη διακομματική υποστήριξη από όσο εκτιμάται συχνά˙ η σκληρή προσέγγιση της διοίκησης για την Κίνα, ειδικότερα, έχει την υποστήριξη των περισσότερων μελών του Κογκρέσου, Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών. Ομοίως, μετά από χρόνια ταλαντεύσεων, επιτέλους υπάρχει μια διακομματική συναίνεση ότι η απειλή από το Κρεμλίνο είναι σοβαρή και πρέπει να αντιμετωπιστεί. Στο εξωτερικό, το νέο μήνυμα της Ουάσιγκτον οδήγησε σε σημαντικές προσαρμογές. Οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι έχουν αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες τους και διατηρούν ένα ενωμένο μέτωπο εναντίον της Ρωσίας με κυρώσεις. Οι αμυντικές σχέσεις των ΗΠΑ με την Ινδία, την Ιαπωνία και την Πολωνία έχουν θερμανθεί σημαντικά˙ και οι πολυεθνικές εταιρείες διαφοροποιούν τις αλυσίδες εφοδιασμού τους μακριά από την Κίνα -για να αναφέρουμε μερικά μόνο παραδείγματα. Ωστόσο, αυτή είναι μόνο η αρχή εκείνου που πιθανώς θα αποτελεί μια προσπάθεια δεκαετιών. Η Κίνα δεν δείχνει κανένα σημάδι ότι θα σταματήσει να επιδιώκει την κυριαρχία στην Ασία. Η Μόσχα δεν φαίνεται πιθανότερο να επιδιορθώσει τους δεσμούς με την Δύση˙ αν μη τι άλλο, εμβαθύνει την συνεργασία της με το Πεκίνο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, λοιπόν, πρέπει να προετοιμαστούν για μια προσπάθεια που θα κρατήσει γενιές. Για να αποτραπεί η προσπάθεια της Κίνας να κυριαρχήσει στην Ασία και πέραν αυτής, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να διατηρήσουν ευνοϊκές περιφερειακές ισορροπίες ισχύος με ακόμη πιο επείγοντα χαρακτήρα. Η οικοδόμηση και η διατήρηση των απαραίτητων συνασπισμών στην Ασία και την Ευρώπη πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρο της στρατηγικής τους. Για να είμαστε ξεκάθαροι, αυτό θα απαιτήσει περισσότερα από απλά ευγενικά αιτήματα και διαβεβαιώσεις. Επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες δύσκολα μπορούν να προσποιηθούν ότι μπορούν να εξισορροπήσουν τόσο την Κίνα όσο και την Ρωσία από μόνες τους, πρέπει να ζητήσουν περισσότερα από τους συμμάχους και τους νέους εταίρους τους, με επιμονή και πραγματική πίεση, αν χρειαστεί. Ταυτόχρονα, εάν η Ουάσινγκτον προκαλέσει τόση πολιτική παραφωνία ώστε να υπονομεύσει τις συμμαχικές δομές από μέσα, θα θέσει σε κίνδυνο τις προσπάθειές της να ενθαρρύνει τους συμμάχους της για μεγαλύτερες υλικές συνεισφορές. Ωστόσο, είναι επείγουσα η ανάγκη για μεγαλύτερη υλική υποστήριξη. Η μεταψυχροπολεμική συμμαχική αρχιτεκτονική της Ουάσιγκτον εξακολουθεί να αντικατοπτρίζει τις ρυθμίσεις που διαμορφώθηκαν κατά τη μονοπολική εποχή, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονταν λίγη βοήθεια για να εξασφαλίσουν την ασφάλεια των εταίρων τους. Με μερικές ευγενείς εξαιρέσεις, όπως της Πολωνίας και της Νότιας Κορέας, οι σύμμαχοι της Ουάσιγκτον είναι ελαφρά οπλισμένοι, αν όχι πλήρως αφοπλισμένοι, ειδικά σε σύγκριση με την Κίνα και την Ρωσία. Η Ιαπωνία θα διαδραματίσει κεντρικό ρόλο σε οποιαδήποτε επιτυχημένη αμυντική στάση έναντι της Κίνας, ωστόσο οι αμυντικές της δαπάνες είναι περίπου οι ίδιες σήμερα όπως ήταν το 1996, ενώ οι δαπάνες της Κίνας έχουν αυξηθεί κατά μια τάξη μεγέθους. Η Ταϊβάν -ένα μέρος που απειλείται από τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο- δεν έχει αυξήσει τις αμυντικές της δαπάνες τα τελευταία 20 χρόνια. Στην Ευρώπη, μεγάλο μέρος της ρωσικής απειλής για τα ανατολικά μέλη του ΝΑΤΟ θα μπορούσε να μετριαστεί εάν η Γερμανία είχε στο πεδίο ένα απλό κλάσμα από τις 15 ενεργές και έτοιμες εφεδρικές μεραρχίες για τις οποίες καυχιόταν το 1988. Σήμερα, το Βερολίνο μόλις που μπορεί να κλητεύσει μια μόνο. Το να καταλάβεις πώς να παροτρύνεις τους συμμάχους των ΗΠΑ να κάνουν περισσότερα σε μια εποχή που οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εθνικό χρέος πάνω από 23 τρισεκατομμύρια δολάρια και δεν μπορούν πλέον να κάνουν τα πάντα -και να το πράξεις χωρίς να πιέσεις πάρα πολύ αυτές τις συμμαχίες- θα είναι μια από τις μεγάλες προκλήσεις των επόμενων ετών. Ένα άλλο ερώτημα είναι ποια ακριβώς μορφή πρέπει να λάβουν οι συνασπισμοί των Ηνωμένων Πολιτειών, ιδίως στην Ασία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν χρειάζεται να αναπαράγουν το ΝΑΤΟ στην περιοχή˙ το θέμα είναι να σχηματιστεί ένας συνασπισμός που θα ελέγχει τις φιλοδοξίες της Κίνας για περιφερειακή ηγεμονία. Ένας τέτοιος συνασπισμός θα μπορούσε να είναι ένα μείγμα τυπικών συμμαχιών (Αυστραλία, Ιαπωνία, Φιλιππίνες και Νότια Κορέα έρχονται εύκολα στο μυαλό), οιονεί συμμαχίες (Ταϊβάν), και εμβαθυνόμενες εταιρικές σχέσεις που δεν περιλαμβάνουν επίσημες εγγυήσεις ασφάλειας (Ινδία και Βιετνάμ). Οι δεσμοί της Ουάσιγκτον με το Νέο Δελχί και το Τόκιο θα αγκυρώσουν τον συνασπισμό, αλλά η διατήρησή του έναντι μιας ισχυρής Κίνας θα απαιτήσει από τις Ηνωμένες Πολιτείες να διαδραματίσουν ενεργό ηγετικό ρόλο. Εν τω μεταξύ, τα μικρότερα και πιο ευάλωτα κράτη της Νοτιοανατολικής Ασίας πιθανότατα θα είναι το επίκεντρο του στρατηγικού ανταγωνισμού με την Κίνα. Στην Ευρώπη, οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν ήδη ένα εξαιρετικά λειτουργικό πλαίσιο, το ΝΑΤΟ, το οποίο πρέπει να διατηρήσουν και να ενημερώσουν για να ταιριάξει καλύτερα στην κλίμακα της πρόκλησης από την Κίνα και την Ρωσία. Μετά την κατάληψη ουκρανικού εδάφους από την Ρωσία, η συμμαχία τροποποίησε τις δομές διοίκησής της και άρχισε να προσαρμόζει την στάση της ισχύος της, η οποία παραμένει «κολλημένη» στο 1989. Αλλά απαιτείται περισσότερη αλλαγή για να αποφευχθούν οι μελλοντικές προσπάθειες της Ρωσίας να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα στα σύνορά της. Συγκεκριμένα, οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονται δυνάμεις που μπορούν να αναπτυχθούν αρκετά γρήγορα για να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε ρωσική αρπαγή γης από την αρχή. Και δεδομένου του αριθμού των πόρων των ΗΠΑ που θα δεσμευτούν στην Ασία, οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ θα πρέπει να αυξήσουν την ικανότητα των στρατών τους να ενσωματώνονται με τις αμερικανικές δυνάμεις για να αμβλύνουν μια ρωσική επίθεση. Όταν πρόκειται για την χαλύβδωση της ευρωπαϊκής αντίστασης ενάντια στις αρπακτικές κινεζικές εμπορικές πρακτικές και τις ασύνετες συνεργασίες στις υποδομές, οι προσπάθειες της Ουάσινγκτον ήταν λιγότερο επιτυχημένες, βλαφθείσες εν μέρει λόγω των εμπορικών διαφορών με την Ευρώπη. Ωστόσο, είναι δύσκολο να υπερεκτιμηθεί το πόσο απαραίτητη είναι η διατλαντική ενότητα σε αυτό το μέτωπο, και αμφότερες οι πλευρές θα έκαναν καλά να επιλύσουν τις διαφωνίες τους. Οι Ευρωπαίοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να αναγνωρίσουν τις μακροπρόθεσμες γεωπολιτικές συνέπειες των ασύμμετρων δασμολογικών και μη δασμολογικών φραγμών τους και να σταματήσουν να εφαρμόζουν τα κανονιστικά καθεστώτα της ΕΕ με τρόπους που να στοχεύουν μεγάλες αμερικανικές εταιρείες, ενώ αφήνουν στο απυρόβλητο τις κρατικές κινεζικές και ρωσικές εταιρείες. Μια αποτυχία σε αυτό, θα υπονομεύσει τις προοπτικές μιας Ευρώπης ανθεκτικής στον κινεζικό και ρωσικό εξαναγκασμό. Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι, από την πλευρά τους, θα πρέπει να κατανοήσουν ότι ο αγώνας για να καταστεί το εμπόριο με δημοκρατικούς συμμάχους πιο αμοιβαία επωφελείς δεν είναι τόσο επείγον καθήκον όσο η διεξαγωγή του εμπορικού πολέμου με την Κίνα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να επαναπροσδιορίσουν κάθε άδικη εμπορική σχέση δια μιας, και η παρουσίαση ενός ενοποιημένου μετώπου εναντίον της Κίνας θα πρέπει να παραμείνει το πρωταρχικό μέλημα της Ουάσιγκτον. Το ίδιο ισχύει και για τις οικονομικές σχέσεις των ΗΠΑ με την Ινδία και την Ιαπωνία. Ο πρωταρχικός σκοπός αυτής της στρατηγικής δεν είναι ούτε να αποσυνδέσει πλήρως τις οικονομίες των ΗΠΑ και της Κίνας ούτε να αναγκάσει τους συμμάχους και τους εταίρους των ΗΠΑ να επιλέξουν πλευρά (αν και η οικοδόμηση μιας χαμηλών εμποδίων Δυτικής ζώνης εμπορίου που να περιλαμβάνει τόσο τους ασιατικούς όσο και τους ευρωπαϊκούς συμμάχους θα πρέπει να είναι μακροπρόθεσμες σκοπός των ΗΠΑ). Αντί γι αυτά, είναι η καλύτερη προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας και των ευαίσθητων τεχνολογιών και, κατ' επέκταση, η μείωση της οικονομικής μόχλευσης της Κίνας έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών και άλλων περιοχών. Ο Καναδάς, η Ιαπωνία, οι Φιλιππίνες, η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν, τα κράτη της Κεντρικής και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, και άλλοι έχουν ήδη αισθανθεί το πλήγμα του κινεζικού οικονομικού εξαναγκασμού. Η εκτεταμένη εναρμόνιση με την κινεζική οικονομία είναι απαραίτητη για όλα τα κράτη, αλλά πρέπει να περιορίσουν την ικανότητα του Πεκίνου να μετατρέπει αυτήν την έκθεση σε καταναγκαστική μόχλευση -όχι ως χάρη προς την Ουάσινγκτον αλλά για χάρη της κυριαρχίας τους. Επιπλέον, η Ουάσιγκτον πρέπει να προσπαθήσει να δημιουργήσει κάποια απόσταση μεταξύ του Πεκίνου και της Μόσχας. Ήταν για καιρό μια κοινοτυπία της αμερικανικής διπλωματίας ότι δεν είναι συνετό να επιτραπεί στα δύο εξέχοντα κράτη της Ευρασίας να συνεργαστούν, αλλά ίσως αυτό ακριβώς να συμβαίνει σήμερα, καθώς η Ρωσία, απομακρυσμένη από την Δύση, φαίνεται να κλίνει προς την Κίνα ακόμη και με κόστος στην αυτονομία της. Για παράδειγμα, η Μόσχα καλωσόρισε πρόσφατα τον κινεζικό γίγαντα τηλεπικοινωνιών Huawei στην Ρωσία, και οι δύο χώρες έχουν εντείνει την δέσμευσή τους σε ενεργειακά και στρατιωτικά θέματα. Προς το παρόν, οι προσπάθειες να δελεαστεί η Ρωσία να απομακρυνθεί από την Κίνα είναι απίθανο να πετύχουν, οπότε οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να βολευτούν με την αποτροπή και να περιμένουν ένα πιο ευνοϊκό άνοιγμα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να ενισχύσουν την αποτρεπτικότητα του ΝΑΤΟ εναντίον της Ρωσίας στην Βαλτική και την Κεντρική Ευρώπη, ενώ θα χρησιμοποιούν κυρώσεις για να τιμωρήσουν τις ρωσικές επιθετικές ενέργειες σε μέρη όπως η Συρία και η Ουκρανία. Στον βαθμό που είναι πιθανή μια βασισμένη σε αμοιβαία συμφέροντα μελλοντική ύφεση (détente) με την Ρωσία, θα είναι επειδή η Μόσχα θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αναβίωση της επιρροής της σοβιετικής εποχής με την βία είναι πολύ δαπανηρή για να αξίζει τον κόπο. Ωστόσο, ακόμα και με την βοήθεια των συμμάχων τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα μπορέσουν να επιτύχουν το είδος της στρατιωτικής υπεροχής επί της Κίνας και της Ρωσίας που κάποτε είχαν επί των αντιπάλων τους στη μονοπολική εποχή. Το να το προσπαθήσουν αυτό θα ήταν άχρηστο και αντιπαραγωγικό. Εκείνο που πραγματικά χρειάζεται η Ουάσιγκτον είναι η ικανότητα να αντισταθεί σε επιτυχείς επιθέσεις εναντίον των συμμάχων και των εταίρων της. Αυτό σημαίνει να παρέχει αρκετή άμυνα για να διατηρήσει αυτούς τους συμμάχους μαζί της. Πιο σημαντικό ακόμα, σημαίνει να διασφαλίσει ότι δεν μπορούν να βρεθούν υπό κατοχή, ειδικά με τετελεσμένα γεγονότα, ή να στραγγαλιστούν από αποκλεισμό ή εξαναγκασμό -μια στρατηγική που μπορεί να ονομαστεί «άμυνα δια της αρνήσεως» (“denial defense”). Το να αρνηθεί στην Κίνα και την Ρωσία να αποκτήσουν και να κρατήσουν το έδαφος της Ταϊβάν ή ενός από τα κράτη της Βαλτικής θα είναι δύσκολο, αλλά είναι εφικτό στον σημερινό κόσμο των πυρομαχικών ακριβείας και των τεράστιων ικανοτήτων στον τομέα των πληροφοριών, στην στόχευση, και τις δυνατότητες επεξεργασίας δεδομένων. Κάτι τέτοιο θα απαιτήσει δυνάμεις που μπορούν να αντέξουν μια αρχική επίθεση και να βοηθήσουν να αρνηθεί στην Κίνα την ικανότητα να καταλάβει την Ταϊβάν ή στην Ρωσία την ικανότητα να κατέχει έδαφος της Βαλτικής. Το να φτάσει εκεί σημαίνει ότι άλλες δεσμεύσεις θα πρέπει να τεθούν σε δεύτερη μοίρα ή ακόμη και να θυσιαστούν. Σε έναν μονοπολικό κόσμο, η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να είναι τα πάντα παντού, σαν ένας κολοσσός που κυριαρχεί στον κόσμο, αλλά αυτό είναι εντελώς αβάσιμο σε μια εποχή ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων. Αντ' αυτού, η Ουάσινγκτον θα πρέπει να μειώσει τις προσπάθειές της σε δευτερεύουσες και περιφερειακές περιοχές. Δείτε το αποτύπωμα των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή: η Ουάσινγκτον αντί να προσπαθήσει να σταθεροποιήσει την περιοχή και να τηρήσει τους «παγκόσμιους κανόνες» εκεί, θα πρέπει να επικεντρωθεί πολύ πιο στενά στην εξεύρεση οικονομικά αποδοτικών τρόπων για την καταπολέμηση της διακρατικής τρομοκρατίας. Ομοίως, δεν μπορεί να είναι ο στόχος των Ηνωμένων Πολιτειών να μεταμορφώσουν τις κυβερνήσεις κρατών όπως το Ιράν˙ το να τους αρνηθεί την ηγεμονία στον Περσικό Κόλπο είναι αρκετό και απαιτεί πολύ λιγότερη προσπάθεια και λιγότερους πόρους. Η σταδιακή μείωση της έκθεσης και της δέσμευσης του αμερικανικού στρατού στο Αφγανιστάν, το Ιράκ και την Συρία -με την βοήθεια τοπικών αντιπροσώπων (proxy) και μεγαλύτερη εξάρτηση από υπεράκτιες δυνάμεις- θα ελευθερώσει περαιτέρω δυνατότητες. ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΠΑΥΣΗΣ Ο Τραμπ θα συνεχίσει να σπάει γυαλικά στο Twitter και αλλού, ευχαριστώντας μερικούς και ενοχλώντας ή εξοργίζοντας άλλους. Και πολλοί θα συνεχίσουν να προσαρμόζονται από την κρίση της κάθε μέρας στη Μέση Ανατολή. Αλλά όλο αυτό το διάστημα, οι Ηνωμένες Πολιτείες εισέρχονται σε κάτι που πιθανόν να είναι ένας παρατεταμένος αγώνας για το ποιος θα αποφασίσει το πώς θα λειτουργεί ο κόσμος τον 21ο αιώνα. Η επερχόμενη εποχή θα είναι λιγότερο συγχωρητική της ύβρεως και της απροετοιμασίας από όσο ήταν οι περιστάσεις του πρόσφατου παρελθόντος. Η αναγνώριση αυτού προκάλεσε μια από μακρού χρόνου καθυστερημένη επανεκτίμηση των στρατιωτικών, οικονομικών και διπλωματικών προτεραιοτήτων των ΗΠΑ, κάτι που θα πρέπει να συνεχίσουν οι μελλοντικές διοικήσεις. Αυτό θα απαιτήσει οδυνηρές αντισταθμίσεις και θυσίες. Θα σημαίνει την παραίτηση από παλιά όνειρα αχαλίνωτης στρατιωτικής κυριαρχίας και ακατάλληλων οπλικών πλατφορμών, και το να ζητείται μεγαλύτερη υλική συνεισφορά από τους συμμάχους των ΗΠΑ. Σημαίνει επίσης να οξυνθεί η τεχνολογική αιχμή των ΗΠΑ σε στρατηγικά σχετικούς τομείς χωρίς να υπονομευθεί η αμερικανική δέσμευση για το διεθνές ελεύθερο εμπόριο και [να υπάρξει] πολύ πιο αυστηρή εστίαση στην Ασία και την Ευρώπη εις βάρος άλλων περιοχών. Η επιστροφή στον νυσταλέο εφησυχασμό των προηγούμενων ετών -όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες υπέθεταν τις καλύτερες προθέσεις των αντιπάλων τους, διατηρούσαν οικονομικές πολιτικές που συχνά υποτιμούσαν την εθνική τους ασφάλεια και κάλυπταν επικίνδυνες ελλείψεις μεταξύ των συμμάχων τους στο όνομα της επιφανειακής πολιτικής ενότητας -δεν αποτελεί επιλογή. Κανένας δεν αποσύρεται με βάση την ελπίδα να ξεφύγει από τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό εντελώς. Όπως και στο παρελθόν, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να εγγυηθούν την δική τους ασφάλεια και ευημερία ως μια ελεύθερη κοινωνία μόνο εάν διασφαλίζουν ευνοϊκές ισορροπίες ισχύος εκεί όπου έχουν μεγαλύτερη σημασία και προετοιμάζουν συστηματικά την κοινωνία, την οικονομία και τους συμμάχους τους για έναν παρατεταμένο ανταγωνισμό εναντίον μεγάλων, ικανών, και αποφασισμένων αντιπάλων που απειλούν αυτόν τον στόχο.     Πηγή: foreignaffairs.gr