EuroCapital: Πληθωρισμός: Απειλεί τις οικονομίες και τις αγορές; Πληθωρισμός: Απειλεί τις οικονομίες και τις αγορές; ================================================================================ EuroCapital on 14/09/2021 11:15     Πληθωρισμός: Απειλεί τις οικονομίες και τις αγορές;     Η συνεχής ακολουθία περιόδων “ανόδου των τιμών” - “πτώσης των τιμών” - “σταθερότητας των τιμών”, χαρακτηρίζει τη νομισματική ιστορία της ανθρωπότητας, από τότε που ανακαλύφθηκε το χρήμα, σε όλες του τις μορφές. Δηλαδή, το φαινόμενο της “ανόδου των τιμών”, δε διαρκεί για πάντα, αλλά αποτελεί μέρος ενός μεγάλου “νομισματικού κύκλου” που, συνήθως, διαρκεί πολλές δεκαετίες, ή και αιώνες. Η νομισματική ιστορία, είναι ένας, σχετικά άγνωστος, τομέας της οικονομικής ιστορίας, με τον οποίο, ελάχιστοι έχουν ασχοληθεί ή έχουν μελετήσει. Αν η γνώση της ιστορίας του πληθωρισμού ήταν ευρύτερα γνωστή, θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε καλύτερα το φαινόμενο της κίνησης των τιμών και, αυτοί που χαράσσουν τη νομισματική και την οικονομική πολιτική, θα μπορούσαν να κάνουν καλύτερες προβλέψεις και να πετύχουν περισσότερα στους σχεδιασμούς τους. Στο βιβλίο “The Great Wave - Price Revolutions and the Rhythm of History” (εδώ και εδώ), ένα από τα ελάχιστα βιβλία που κυκλοφορούν για την ιστορία του πληθωρισμού, ο συγγραφέας του David Hackett Fischer, μελέτησε την εξέλιξη μίας σειράς βασικών αγαθών (τιμές διατροφής, στέγασης, ένδυσης, θέρμανσης κλπ) για την περίοδο από το 1200 έως τα τέλη του 20ου αιώνα και υποστηρίζει τεκμηριωμένα ότι, στο διάστημα στο οποίο αναφέρεται η μελέτη του, υπήρξαν τέσσερα πληθωριστικά κύματα μεταβλητής αλλά σημαντικής διάρκειας. Καθένα από αυτά τα κύματα -ακόμη και το τελευταίο που ολοκληρώθηκε πρόσφατα- ακολουθείται από παρόμοιες μεγάλες περιόδους σταθερότητας των τιμών. (Για μία πληρέστερη αντίληψη της εξέλιξης του πληθωρισμού και των τεσσάρων “κυμάτων” της εξεταζόμενης περιόδου, αλλά και τους μηχανισμούς που δημιουργούν τις εξελίξεις αυτές, διαβάστε παλαιότερο άρθρο μας, με τίτλο: “Διδάγματα από το παρελθόν - Η μακροχρόνια ιστορία του πληθωρισμού”, εδώ). Το τέταρτο “κύμα” που αναφέρει ο Fischer -και το τελευταίο μέχρι και τα χρόνια μας- ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα (γύρω στο 1896) και διατηρήθηκε μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και ήταν το μεγαλύτερο σε διάρκεια πληθωριστικό κύμα, για το διάστημα της μελέτης του. Λίγο πριν την έκδοση του βιβλίου του, το 1996, ο Fisher έγραφε ότι, “Οι τάσεις που εμφανίζονται σήμερα, είναι σαφείς. Οι παράγοντες που είχαν θέσει σε κίνηση το μηχανισμό της αύξησης των τιμών, μεταβάλλονται ταχύτατα. Η πτώση των ρυθμών αύξησης του πληθυσμού, η πτώση στην αμοιβή της εργασίας, η εμφάνιση δημοσιονομικών ελλειμμάτων και πολλές άλλες ενδείξεις, δείχνουν ότι, όχι μόνον θα μειωθούν οι ρυθμοί αύξησης των τιμών, αλλά σταδιακά, οι αυξήσεις αυτές θα διακοπούν”. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, αποδείχθηκε ότι είχε δίκιο. Και ότι, όντως, η εξέλιξη του κύματος, η κορύφωσή του, το τέλος του και η περίοδος που ακολούθησε, είχαν εμφανείς ομοιότητες με τις αντίστοιχες φάσεις των προηγούμενων κυμάτων. Ο πληθωρισμός στο πρόσφατο παρελθόν Η εισαγωγή της τεχνολογίας των υπολογιστών στην παραγωγή, στις επικοινωνίες και στην καθημερινότητα των πολιτών, η κατάρρευση του “ανατολικού μπλοκ”, η απελευθέρωση του εμπορίου και ο εκσυγχρονισμός των τραπεζικών συστημάτων, υπήρξαν μερικοί από τους παράγοντες που οδήγησαν στη μείωση του πληθωρισμού, στις αναπτυγμένες οικονομίες, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Ο περιορισμός των πληθωριστικών πιέσεων επιτάθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2000, μέχρι τη χρηματοοικονομική κρίση του 2008, οπότε, η αναστάτωση που προκλήθηκε στο διεθνές σύστημα, οδήγησε το δείκτη πληθωρισμού σε αρνητικό πρόσημο. Στο σημείο εκείνο, επενέβησαν οι κεντρικές τράπεζες των μεγάλων οικονομιών (αρχικά στις ΗΠΑ, στη συνέχεια στην Ευρώπη, τη Μ. Βρετανία και την Ιαπωνία), οι οποίες εφάρμοσαν μία -ανορθόδοξη, όπως είχε αρχικά χαρακτηριστεί- πολιτική άφθονου και φθηνού χρήματος, μέσω της αγοράς τεράστιων ποσοτήτων κρατικών και ιδιωτικών ομολόγων (και στη συνέχεια και τίτλων άλλων κατηγοριών) και χαμηλών επιτοκίων, με στόχο να διατηρήσουν τον πληθωρισμό θετικό και κοντά στο θεωρούμενο “ανεκτό και άριστο” ποσοστό του +2,0%. Η πολιτική αυτή θεωρήθηκε πετυχημένη, βοήθησε να αποφευχθεί η ύφεση σε πολλές οικονομίες, συνέβαλε στην ανάπτυξη και στη συγκράτηση της ανεργίας, όμως διοχέτευσε τεράστιες ποσότητες κεφαλαίων στις αγορές και “φούσκωσε” τις τιμές των τίτλων σε όλες τις χρηματοοικονομικές αγορές (και των μετοχών μεταξύ αυτών) και των άλλων περιουσιακών στοιχείων (ακινήτων, έργων τέχνης κλπ). Τα αίτια της πρόσφατης αύξησης των τιμών Τέσσερις ήταν οι βασικοί παράγοντες που ώθησαν τις τιμές ανοδικά, κατά το τέλος της περιόδου των περιοριστικών μέτρων που επιβλήθηκαν λόγω της πανδημίας. Ο πρώτος παράγοντας ήταν η ξαφνική αύξηση της ζήτησης για διαρκή καταναλωτικά αγαθά. Πρόκειται για αγαθά που -επειδή δεν αγοράστηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας- προκλήθηκε μία ξαφνική σωρευτική ζήτηση μετά τη λήξη των περιοριστικών μέτρων. Η διάρκεια της αυξημένης ζήτησης όμως είναι μικρή και ήδη δείχνει να εξαντλείται και η συμβολή του παράγοντα αυτού στον δείκτη τιμών καταναλωτή (των ΗΠΑ) μειώνεται. Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η αναστάτωση που συνέβη -και που εξακολουθεί να υπάρχει- στην εφοδιαστική αλυσίδα και στο διεθνές εμπόριο. Η αναστάτωση αυτή, προκάλεσε ελλείψεις σε μια σειρά αγαθών και συνεπώς οδήγησε την τιμή τους σε άνοδο. Η αναστάτωση αυτή όμως, κάποια στιγμή, θα εξομαλυνθεί. Το ζήτημα είναι πότε θα εξομαλυνθεί, επειδή όσο καιρό υπάρχουν προβλήματα στη λειτουργία του διεθνούς εμπορίου, οι τιμές θα συνεχίσουν να αυξάνονται. Ο τρίτος παράγοντας είναι η αύξηση των τιμών της ενέργειας. Μάλιστα, η επίδραση του παράγοντα αυτού κατά το μήνα Αύγουστο, υπήρξε αυξημένη, στους δείκτες τιμών καταναλωτή των περισσότερων χωρών. Όμως, οι διακυμάνσεις των τιμών της ενέργειας, είναι κάτι αρκετά σύνηθες για τους καταναλωτές και η ιστορία έχει αποδείξει ότι, όταν η αγορά της ενέργειας είναι ελεύθερη και δεν υπάρχουν στρεβλώσεις (περίπτωση του ΟΠΕΚ στη δεκαετία του 1970), οι τιμές, ακόμη και αν αυξηθούν προσωρινά, σύντομα επανέρχονται σε πιο ρεαλιστικά επίπεδα. Ο τέταρτος παράγοντας ήταν -και εξακολουθεί να ισχύει- η αύξηση στις τιμές των υπηρεσιών. Η αύξηση στις υπηρεσίες προκλήθηκε από την αιφνίδια αύξηση της ζήτησης, αμέσως μετά τη λήξη των περιοριστικών μέτρων. Ξαφνικά, οι πληθυσμοί αφέθηκαν ελεύθεροι να κυκλοφορήσουν έξω, να ταξιδέψουν και να αγοράσουν πράγματα και υπηρεσίες που στερήθηκαν επί πολλούς μήνες. Το επικίνδυνο με τον παράγοντα αυτόν είναι ότι, επειδή είναι έντασης εργασίας και μεγάλο μέρος του κόστους τους αποτελείται από αμοιβές εργαζόμενων, η μείωση των τιμών είναι μία δύσκολη υπόθεση. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν, τόσο στις ΗΠΑ, όσο και σε πολλές ακόμη οικονομίες, οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σοβαρή έλλειψη προσωπικού. Τί θα μπορούσε να συμβεί; Για να συνεχιστεί η ανοδική πίεση των τιμών, θα πρέπει να συνεχιστεί η ανισορροπία στους παράγοντες που ώθησαν στην αύξησή του. Όμως, παρά την περιπέτεια της πανδημίας, με εξαίρεση την πολιτική του άφθονου και φθηνού χρήματος που ακολουθούν οι κεντρικές τράπεζες, στον τομέα της παραγωγής, δε φαίνεται να υπάρχει κάποια συστημική ανισορροπία, ώστε να συνεχιστεί, επί μακρόν, η επίδραση των παραγόντων αυτών. Με βάση τη λογική και τη φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων, ο πληθωρισμός ο οποίος εμφανίστηκε ξαφνικά στο τέλος της φάσης των περιοριστικών μέτρων της πανδημίας, σταδιακά θα εξασθενήσει και θα μειωθεί προς χαμηλότερα επίπεδα -όμως, αυτά θα είναι σαφώς ανώτερα από τα προ της πανδημίας επίπεδα. Ήδη, η -έστω και οριακή- εξασθένηση του δείκτη πληθωρισμού των ΗΠΑ για τον Αύγουστο του 2021 (μειώθηκε στο 5,3%) αποτελεί μία θετική ένδειξη. Δίνουμε ιδιαίτερη σημασία στην εξέλιξη των παραγόντων που επηρεάζουν τον ΔΤΚ στις ΗΠΑ. Η ανάλυση των παραγόντων που επέδρασαν στην αύξηση του ΔΤΚ, τον Αύγουστο  (δείτε εδώ) είναι κατά κύριο λόγο οι τιμές της ενέργειας και των καινούργιων αυτοκινήτων, ενώ η συμβολή των τροφίμων είναι μικρή. Αυτό είναι θετικό, επειδή οι καταναλωτές είναι συνηθισμένοι στις διακυμάνσεις της ενέργειας και στις εποχιακές διακυμάνσεις των τιμών των αυτοκινήτων. Σε κάθε περίπτωση, η τάση στους “μη ενεργειακούς” παράγοντες είναι πτωτική, ενώ στους ενεργειακούς, παραμένει ελαφρά ανοδική. Πριν από μερικές μέρες, τερματίστηκε η περίοδος της κρατικής ενίσχυσης των εισοδημάτων των αμερικανών λόγω της πανδημίας (στην Ευρώπη αυτό συνέβη αρκετούς μήνες νωρίτερα). Αυτό θα οδηγήσει στη μείωση του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος στην οικονομία και παράλληλα θα οδηγήσει πολλούς στην αναζήτηση εργασίας, κάτι που θα μειώσει τις αυξητικές πιέσεις στις αμοιβές. Γενικά, αναμένεται ότι, οι παράγοντες που οδήγησαν τις τιμές ανοδικά, θα ισορροπήσουν και η πίεση στις τιμές θα περιοριστεί. Εν τούτοις, αν οι πληθωριστικές προσδοκίες μονιμοποιηθούν στις κοινωνίες και συνεχιστεί η άνοδος του πληθωρισμού, τότε τα αποτελέσματα της εξέλιξης αυτής θα είναι ιδιαίτερα αρνητικά για τις οικονομίες, τις κοινωνίες και τις χρηματοοικονομικές αγορές. Μία μόνιμη αύξηση του πληθωρισμού, θα προκαλέσει αισθητή άνοδο των επιτοκίων, κάτι που θα σημαίνει αύξηση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων, αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους πολλών υπερχρεωμένων κρατών, αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων και σημαντική πτώση στις χρηματιστηριακές αγορές. Η επίδραση του πληθωρισμού στις χρηματοοικονομικές αγορές Ο πληθωρισμός, επηρεάζει άμεσα τα επιτόκια των ομολόγων. Όταν ο πληθωρισμός ανεβαίνει, αυξάνονται τα επιτόκια και υποχωρούν οι τιμές. Όταν ο πληθωρισμός πέφτει, μειώνονται τα επιτόκια και αυξάνονται οι τιμές. Η διαδικασία αυτή γίνεται ταχύτατα, λόγω της -λογικής- προσδοκίας ότι, οι κεντρικές τράπεζες, θα αντιδράσουν στην εξέλιξη του πληθωρισμού, είτε αυξάνοντας τα επιτόκια (όταν ο πληθωρισμός αυξάνεται), είτε μειώνοντάς τα (όταν ο πληθωρισμός μειώνεται). Η αγορά των ομολόγων λειτουργεί “ανταγωνιστικά” προς την αγορά των σταθερών τίτλων (μετοχών). Όταν οι αποδόσεις των ομολόγων αυξάνονται (δηλαδή, όταν αυξάνονται τα επιτόκιά τους), μετακινούνται κεφάλαια από την αγορά των μετοχών προς την αγορά των ομολόγων, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα την πτώση των τιμών των μετοχών -η περιγραφή αυτή γίνεται με ένα απλοϊκό τρόπο, ώστε να γίνουν αντιληπτοί οι μηχανισμοί λειτουργίας των αγορών και της μεταξύ τους συσχέτισης. Βεβαίως, μία αγορά μετοχών, μπορεί να υποχωρήσει και για άλλους λόγους, με αφορμή την άνοδο του πληθωρισμού: Η άνοδος του πληθωρισμού, προκαλεί άνοδο των επιτοκίων, με συνέπεια την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης των εταιριών και τη μείωση της κερδοφορίας τους (ή ακόμη και τη χρεοκοπία τους, εφ’ όσον έχουν πολύ υψηλό δανεισμό). Η άνοδος του πληθωρισμού συχνά οδηγεί σε παρεμβάσεις επί των τιμών, κάτι που προκαλεί στρεβλώσεις στην αγορά.  Η άνοδος των επιτοκίων μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στην εξυπηρέτηση του χρέους των υπερδανεισμένων χωρών, με αποτέλεσμα την επιβολή περιοριστικής πολιτικής, κάτι που επιδρά αρνητικά στη δραστηριότητα και τα κέρδη των επιχειρήσεων της χώρας. Η άνοδος του πληθωρισμού αυξάνει τις πληθωριστικές προσδοκίες του πληθυσμού, με αποτέλεσμα την κοινωνική αστάθεια, που οδηγεί σε πολιτική αστάθεια και σε ανατροπές. Σήμερα, στις περισσότερες διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές, οι τιμές των μετοχών βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Σε υψηλά επίπεδα κινούνται και πάλι οι τιμές των ακινήτων, αλλά και των περισσότερων περιουσιακών στοιχείων. Η κίνηση προς υψηλότερες τιμές γίνεται, αφ’ ενός μεν λόγω της ανοδικής τάσης που επικρατούσε στο παρελθόν και στην οποία επανήλθαν οι αγορές μετά από μία βραχυχρόνια διακοπή, λόγω της “κρίσης του κορωνοϊού”. Κυρίως όμως, βασίζεται στην εκτίμηση ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν χαμηλά για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όμως, αν τελικά, οι κεντρικές τράπεζες, για να προστατεύσουν τις οικονομίες από τον πληθωρισμό, αποφασίσουν την άνοδο των επιτοκίων, τότε, η βάση πάνω στην οποία, επί χρόνια, στηρίχθηκε η άνοδος των τιμών των μετοχών και των υπολοίπων περιουσιακών στοιχείων, θα κλονιστεί σοβαρά. Την επίδραση του πληθωρισμού στις χρηματιστηριακές αγορές, θα τη δούμε μέσω δύο περιπτώσεων: Η περίπτωση των ΗΠΑ, στη δεκαετία του 1970 Όπως στις περισσότερες οικονομίες του -τότε- αναπτυγμένου (δυτικού) κόσμου, μετά τον πόλεμο, ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ παρέμενε χαμηλός. Άρχισε να αυξάνεται απειλητικά, μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Η τάση της αύξησης μπορεί να προκλήθηκε από την αύξηση των ελλειμμάτων των ΗΠΑ, οι οποίες χρηματοδότησαν τον πόλεμο του Βιετνάμ. Όμως, κατά την άποψή μας, η αυξητική τάση των τιμών αρχικά ενισχύθηκε από την αύξηση των πραγματικών μισθών και -όπως και στις αρχές του αιώνα- από την αύξηση των “υλιστικών προσδοκιών”, των δυτικών κοινωνιών που βίωναν μία περίοδο εντυπωσιακής βιομηχανικής ανάπτυξης, μεγάλων τεχνολογικών εξελίξεων και νέων τεχνικών πώλησης. Βεβαίως, όλα αυτά συνδυάζονταν και με μία σημαντική δημογραφική αύξηση και την αίσθηση ότι ήταν μία “ωραία περίοδος για να ζεις και να μεγαλώνεις την οικογένειά σου”. Στη συνέχεια, οι πετρελαϊκές κρίσεις και η αποσύνδεση του δολαρίου από το χρυσό, προκάλεσαν  αναστάτωση και διεύρυνση των αυξητικών τάσεων σε παγκόσμιο επίπεδο. Δείτε το διάγραμμα διαδραστικά, εδώ. Οι εξελίξεις αυτές, προκάλεσαν μία σημαντική πτώση μεγαλύτερη του -40,0% μεταξύ των ετών 1973 και 1975, στη χρηματιστηριακή αγορά των ΗΠΑ και διατήρησή της σε χαμηλά επίπεδα, από τα οποία δε μπόρεσε να συνέλθει, παρά μόνον μετά το 1983 Δείτε το διάγραμμα διαδραστικά, εδώ. Η περίπτωση της Ελλάδας, στις δεκαετίες του 1970 - 1980 Μετά τη νομισματική μεταρρύθμιση του 1954, η Ελλάδα, για πολλά χρόνια, δεν αντιμετώπισε πρόβλημα πληθωρισμού. Αυτός, με εξαίρεση την περίοδο 1964-1965, κινούνταν στα επίπεδα γύρω από το 1,5% έως 2,0%, επίπεδα τα οποία θεωρούνται ως θετικά για την ανάπτυξη (αναπτυξιακός πληθωρισμός). Όμως, βρέθηκε στη δίνη του παγκόσμιου πληθωριστικού κύματος του 1973. Από τη χρονιά εκείνη, ο πληθωρισμός έγινε μόνιμο φαινόμενο στην ελληνική οικονομία, έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Η εξέλιξη αυτή είχε καταστροφικές επιπτώσεις στην ελληνική βιομηχανία, λόγω της ηλικίας της, της φύσης της και του προσανατολισμού της. Σε συνδυασμό με το δυσλειτουργικό τραπεζικό σύστημα της περιόδου, ο πληθωρισμός οδήγησε μεγάλο μέρος των ελληνικών επιχειρήσεων στην υπερχρέωση και στη συνέχεια στην κατάρρευση. Δείτε το διάγραμμα διαδραστικά, εδώ. Η επίδραση της θεαματικής αύξησης του πληθωρισμού κατά το 1973, είχε δραματικές επιδράσεις στις τιμές του Χρηματιστηρίου της Αθήνας. Το καλοκαίρι του 1973, το Χρηματιστήριο, βρισκόταν στη φάση κορύφωσης, μίας εξαετούς ανοδικής πορείας (από το 1967), της μεγαλύτερης, από πλευράς ποσοστιαίας ανόδου, που σημειώθηκε ποτέ. Η άνοδος του πληθωρισμού και τα προβλήματα που προέκυψαν για την οικονομία και τις επιχειρήσεις από την άνοδο αυτή, προκάλεσαν μια έντονα πτωτική φάση, που τερματίστηκε 11 χρόνια αργότερα, στους πρώτους μήνες του 1984, με συνολικές απώλειες αυτής της περιόδου, -67%. Δείτε το διάγραμμα διαδραστικά, εδώ. Αντίθετα, η μεγάλη πτώση του πληθωρισμού που σημειώθηκε κατά τη δεκαετία του 1990, σε συνδυασμό με άλλα γεγονότα (απελευθέρωση τραπεζικού συστήματος, εξάπλωση στα Βαλκάνια, προοπτική εισόδου στην ΟΝΕ), υποστήριξαν μία μεγάλη χρηματιστηριακή άνοδο, που ξεκίνησε από το 1990 και κορυφώθηκε το φθινόπωρο του 1999. Συμπεράσματα Η σημερινή εξέλιξη του πληθωρισμού, βρίσκεται σε ανακολουθία με την ιστορική εξέλιξη του φαινομένου. Η πρόσφατη υποχώρηση του πληθωρισμού στις αναπτυγμένες οικονομίες, οφειλόταν στην απώλεια ανταγωνιστικότητας που υπέστησαν, μετά την ενδυνάμωση των μεγάλων “αναπτυσσόμενων” οικονομιών, στη δημοσιονομική ελλειμματικότητα και στη δημογραφική αποψίλωση και γήρανση των κρατών. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, οι οικονομίες αυτές, θα νιώσουν και πάλι την απειλή του πληθωρισμού, όταν θεραπεύσουν τα παραπάνω προβλήματά τους, κάτι που για να γίνει θα απαιτηθούν αρκετές δεκαετίες και αρκετές εξελίξεις και ανακατατάξεις στη διεθνή οικονομία. Η εμφάνιση του πληθωρισμού κατά τη λήξη της πρώτης φάσης της πανδημίας (της φάσης που χαρακτηρίστηκε από το “κλείσιμο” των οικονομιών και την επιβολή περιοριστικών μέτρων κυκλοφορίας) οφείλεται περισσότερο σε συγκυριακά ή ακόμη και τυχαία γεγονότα, τα οποία συνδέονται κυρίως με τη λειτουργία της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας. Βεβαίως, πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος να δημιουργίας σοβαρών πληθωριστικών προσδοκιών στην οικονομία. Εκτιμάται όμως ότι, καθώς οι οικονομίες επιστρέφουν στην κανονικότητα, σε συνδυασμό με τον περιορισμό της πολιτικής της “ποσοτικής χαλάρωσης” που ακολουθήθηκε επί πολλά χρόνια, οι προσδοκίες αυτές, ακόμη και αν δημιουργηθούν, θα υποχωρήσουν. Όσο οι αναπτυσσόμενες οικονομίες έχουν τη δυνατότητα να διατηρούν την αμοιβή εργασίας χαμηλή, θα έχουν σοβαρά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, τα οποία θα συνεχίσουν να διατηρούν τις οικονομίες των αναπτυγμένων χωρών σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και συνεπώς, σε κατάσταση που δεν ευνοεί την ανάπτυξη του πληθωρισμού. Παράλληλα, όσο οι αναπτυγμένες οικονομίες αντιμετωπίζουν δημογραφικά προβλήματα (μείωση και ταυτόχρονη γήρανση του πληθυσμού), η ενεργή ζήτηση στις οικονομίες τους θα είναι ασθενική και αυτό θα αποτρέπει τη δημιουργία πληθωριστικών προσδοκιών. Η άποψή μας είναι ότι, μετά από κάποιους μήνες -ίσως και σε περισσότερο από ένα χρόνο- οι πληθωριστικές πιέσεις θα καμφθούν και ότι, το κύριο πρόβλημα των κεντρικών τραπεζών των οικονομιών θα ξαναγίνει η επίτευξη μιας -κατά το δυνατό- πλήρους απασχόλησης στις κοινωνίες τους, παρά το “κυνήγι” κατά του πληθωρισμού. Στο ίδιο συμπέρασμα δείχνει να οδηγούν και οι αγορές των ομολόγων, οι οποίες έχουν μία μεγάλη “ευαισθησία” σε θέματα πληθωρισμού. Παρά την αύξηση του δείκτη τιμών καταναλωτή στις ΗΠΑ, ήδη από τον περασμένο Ιούνιο, τα επιτόκια του αμερικανού 10ετούς ομολόγου, όχι μόνον δεν αυξήθηκαν, αλλά αντίθετα, μειώθηκαν. Τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι, οι διαπραγματευτές της μεγαλύτερης αγοράς ομολόγων του κόσμου, δεν αναμένουν κάποια μόνιμη αύξηση του πληθωρισμού και, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2022, δεν αναμένουν κάποια κίνηση αύξησης επιτοκίων. Δείτε το διάγραμμα διαδραστικά, εδώ.     Επιστροφή στα περιεχόμενα, εδώ.