EuroCapital: Το πρόβλημα της έλλειψης αγαθών στην παγκόσμια οικονομία Το πρόβλημα της έλλειψης αγαθών στην παγκόσμια οικονομία ================================================================================ - on 13/10/2021 14:26 Μία δεκαετία μετά την οικονομική κρίση το μεγαλύτερο πρόβλημα της παγκόσμιας οικονομίας ήταν ότι δεν υπήρχε επαρκής αγοραστική δύναμη. Η καταναλωτική ζήτηση ήταν αναιμική καθώς τα νοικοκυριά ανησυχούσαν εξαιτίας της κατάστασης και περιόριζαν τις δαπάνες τους, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσαν να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους. Οι κυβερνήσεις επέβαλλαν μέτρα λιτότητας και οι επιχειρήσεις δίσταζαν να επενδύσουν για να αυξήσουν την παραγωγική τους δυνατότητα την ώρα που είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν εργαζομένους από ένα ευρύ σύνολο εργατικού δυναμικού. Σήμερα, οι δαπάνες έχουν ανακάμψει σημαντικά, καθώς οι κυβερνήσεις έχουν τονώσει την οικονομία και οι καταναλωτές δεν φοβούνται πλέον να ξοδέψουν. Η αύξηση της ζήτησης είναι τόσο ισχυρή που η προσφορά αγαθών δυσκολεύεται να την καλύψει. Οι οδηγοί φορτηγών παίρνουν επιπλέον μπόνους για να ταξιδέψουν, αρμάδα πλοίων μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων βρίσκεται αγκυροβολημένη ανοιχτά της Καλιφόρνιας περιμένοντας τις αργοκίνητες υπηρεσίες εκτελωνισμού των λιμανιών, ενώ την ίδια ώρα οι τιμές ενέργειας αυξάνονται κατακόρυφα. Με την απειλή του πληθωρισμού να έχει επιστρέψει και να προβληματίζει σοβαρά τους επενδυτές, η αφθονία της δεκαετίας του 2010 έχει δώσει τη θέση της σε μια «οικονομία των ελλείψεων». Καταλύτης η πανδημία Η άμεση αιτία είναι ο κορωνοϊός. Η έντονη και άνιση σημερινή ανάκαμψη έχει απελευθερώσει περίπου 10,4 τρισεκατομμύρια δολάρια για την τόνωση της οικονομίας σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ οι καταναλωτές ξοδεύουν πλέον περισσότερα για την αγορά αγαθών δοκιμάζοντας τα όρια των διεθνών αλυσίδων εφοδιασμού. Την ίδια ώρα, όμως, οι επενδύσεις για κάλυψη της ζήτησης εξακολουθούν να υστερούν. Τα ηλεκτρονικά προϊόντα έγιναν ανάρπαστα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ωστόσο η έλλειψη μικροεπεξεργαστών έχει πλήξει τη βιομηχανική παραγωγή σε ορισμένες εξαγωγικές οικονομίες, όπως είναι η Ταϊβάν. Παράλληλα, σε ορισμένες περιοχές της Ασίας η εξάπλωση της μετάλλαξης Δέλτα είχε ως αποτέλεσμα να κλείσουν προσωρινά κάποια εργοστάσια ραφής ενδυμάτων. Στον πλούσιο κόσμο οι μεταναστευτικές ροές έχουν μειωθεί σημαντικά. Οι τραπεζικοί λογαριασμοί έχουν αρχίσει να γεμίζουν, ενώ δεν παρατηρείται κάποια προθυμία των εργαζομένων να αλλάξουν δουλειά και να μετακινηθούν σε άλλη με μεγαλύτερη ζήτηση, όπως είναι η απασχόληση σε αποθήκες για παράδειγμα. Από το Μπρούκλιν έως το Μπρίσμπεϊν οι εργοδότες δυσκολεύονται να προσλάβουν επιπλέον εργατικά χέρια. Η κοινωνία των ελλείψεων Βρισκόμαστε εν μέσω μιας μετατόπισης από την κοινωνία της αφθονίας στην κοινωνία των ελλείψεων και υπάρχουν δύο βαθύτεροι λόγοι γι’ αυτή την αλλαγή. Πρώτον, η απεξάρτηση από τον άνθρακα. Η μετάβαση από τον άνθρακα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έσπειρε τον πανικό στην Ευρώπη που διαπίστωνε ότι δεν μπορούσε να καλύψει την αυξημένη λόγω έλευσης του χειμώνα ζήτηση για φυσικό αέριο. Το αποτέλεσμα ήταν οι τιμές παράδοσης του φυσικού αερίου να εκτιναχθούν σε πολλές ευρωπαϊκές αγορές υψηλότερα κατά 60% τις τελευταίες ημέρες. Εν τω μεταξύ η αύξηση των τιμών στο σύστημα εμπορίας εκπομπών άνθρακα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυσχεραίνει την εναλλακτική, προσωρινή μετάβαση από το αέριο σε άλλες μορφές «βρόμικης» ενέργειας. Σην άλλη πλευρά του πλανήτη, ορισμένες περιοχές της Κίνας αντιμετώπισαν διακοπές ρεύματος, ενώ μερικές από τις επαρχίες της έχουν θέσει και προσπαθούν να επιτύχουν αυστηρούς περιβαλλοντικούς στόχους. Οι υψηλές τιμές για τα ναυτιλιακά και τεχνολογικά εξαρτήματα ενεργοποιούν τώρα αυξημένες κεφαλαιουχικές δαπάνες για την επέκταση της παραγωγικής ικανότητας. Ωστόσο, σε μια διεθνή συγκυρία που χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια απεξάρτησης από τους υδρογονάνθρακες και μετάβασης σε περιβαλλοντικά φιλικές μορφές ενέργειας, το κίνητρο για μακροχρόνιες επενδύσεις στη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων παραμένει αδύναμο. Οικονομικός προστατευτισμός Ο δεύτερος λόγος για τη μετατόπιση του κόσμου από την κοινωνία της αφθονίας στην κοινωνία των ελλείψεων είναι ο οικονομικός προστατευτισμός. Η εμπορική πολιτική δεν γράφεται πλέον από τις κυβερνήσεις με γνώμονα την οικονομική αποδοτικότητά της, αλλά στη βάση της επιδίωξης μιας σειράς ιδεολογικών και πολιτικών στόχων, όπως είναι η επιβολή εργασιακών και περιβαλλοντικών προτύπων στο εξωτερικό ή και η τιμωρία των γεωπολιτικών αντιπάλων μιας χώρας. Προσφάτως η διοίκηση του Τζο Μπάιντεν επιβεβαίωσε ότι θα διατηρήσει τους δασμούς που επέβαλε ο Ντόναλντ Τραμπ στις εισαγωγές από την Κίνα (ο μέσος συντελεστής υπολογίζεται στο 19%), υποσχόμενη μόνο ότι οι κινεζικές εταιρείες θα μπορούν να υποβάλουν αιτήσεις εξαίρεσης (καλή τύχη ας έχουν στη μάχη που θα δώσουν με την ομοσπονδιακή γραφειοκρατία). Σε ολόκληρο τον κόσμο ο οικονομικός εθνικισμός συμβάλλει στην κλιμάκωση της ανεπάρκειας των αγαθών. Στη Βρετανία η έλλειψη οδηγών φορτηγών επιδεινώθηκε μετά το Brexit. Στην Ινδία παρατηρείται έλλειψη άνθρακα εν μέρει εξαιτίας μιας άστοχης προσπάθειας της κυβέρνησης να μειώσει τις εισαγωγές καυσίμων. Μετά από μια πενταετία εντάσεων στον τομέα του διεθνούς εμπορίου, από το 2015 συγκεκριμένα, η ροή των άμεσων ξένων επενδύσεων από τις επιχειρήσεις στις διάφορες χώρες μειώθηκε κατά το ήμισυ και πλέον, ως ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ. Επιστροφή στα «Seventies»; Όλα αυτά μπορεί να μας θυμίζουν σε τρομακτικό βαθμό τη δεκαετία του 1970, όταν σε πολλές περιοχές του πλανήτη παρατηρήθηκε αυξημένη ζήτηση για καύσιμα, διψήφιες αυξήσεις στις τιμές των αγαθών και υποτονική ανάπτυξη. Η σύγκριση με αυτή την περίοδο, όμως, δεν συνυπολογιζει τα όσα έχουν συμβεί από τότε μέχρι σήμερα. Πριν από μισό αιώνα, οι πολιτικοί δεν ακολούθησαν τη σωστή αντιπληθωριστική πολιτική. Προσπάθησαν να καταπολεμήσουν τις ανατιμήσεις με μάταια μέτρα, όπως είναι ο έλεγχος των τιμών και η εκστρατεία του Τζέραλντ Φορντ «whip inflation now» («χτυπήστε τον πληθωρισμό τώρα»), που παρότρυνε τους πολίτες να καλλιεργούν τα δικά τους λαχανικά. Σήμερα, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed) προσπαθεί να βρει τρόπους ώστε να προβλέπει τον πληθωρισμό. Ταυτόχρονα έχει επικρατήσει η άποψη ότι οι Κεντρικές Τράπεζες (και όχι οι κυβερνήσεις) είναι εκείνες που έχουν τη δύναμη και την υποχρέωση να ελέγχουν τις εξελίξεις των τιμών στην αγορά. Διαφορετικές πολιτικές Προς το παρόν το ενδεχόμενο να ξεφύγει εκτός ελέγχου ο πληθωρισμός φαίνεται απίθανο. Μετά τον χειμώνα οι τιμές της ενέργειας θα πρέπει να μειωθούν. Την επόμενη χρονιά η εξάπλωση των εμβολίων και οι νέες θεραπείες για τον κορωνοϊό θα περιορίσουν τις αναταραχές στις οικονομίες. Οι καταναλωτές ενδεχομένως να ξοδεύουν περισσότερα για υπηρεσίες. Το δημοσιονομικό φόβητρο θα καταρρεύσει το 2022. Ο Μπάιντεν προσπαθεί να περάσει τον τεράστιο προϋπολογισμό του από το Κογκρέσο και η Βρετανία εξετάζει την αύξηση των φόρων. Ο κίνδυνος κατάρρευσης του κτηματομεσιτικού τομέα στην Κίνα σημαίνει ότι η ζήτηση θα μπορούσε ακόμη και να μειωθεί, θυμίζοντας τις υποτονικές συνθήκες που επικρατούσαν τη δεκαετία του 2010. Και η ενίσχυση των επενδύσεων σε ορισμένους κλάδους θα μεταφραστεί, τελικά, σε μεγαλύτερη ικανότητα για αύξηση της παραγωγικότητας. Αλλά μην έχετε αυταπάτες: οι βαθύτερες δυνάμεις πίσω από την οικονομία της «σπάνεως των αγαθών» δεν θα εξαφανιστούν. Και οι πολιτικοί θα μπορούσαν εύκολα να καταλήξουν σε επικίνδυνα λανθασμένες πολιτικές. Κάποια μέρα τεχνολογίες, όπως είναι το υδρογόνο, θα βοηθήσουν ώστε να καταστεί η πράσινη ενέργεια πιο αξιόπιστη. Ωστόσο, αυτό δεν θα καλύψει τις ελλείψεις τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Για την ώρα καθώς το κόστος των καυσίμων και του ηλεκτρικού ρεύματος αυξάνεται, είναι πιθανό να υπάρξουν κοινωνικές αντιδράσεις. Εάν οι κυβερνήσεις δεν διασφαλίσουν ότι υπάρχουν επαρκείς πράσινες εναλλακτικές λύσεις για τα ορυκτά καύσιμα, μπορεί να χρειαστεί να καλύψουν τη ζήτηση για ενέργεια χαλαρώνοντας τους στόχους εκπομπών άνθρακα και άλλων αερίων και να επιστρέψουν στη χρήση περισσότερων «βρόμικων» πηγών ενέργειας. Θα κοστίσει η «πράσινη μετάβαση» Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να κινηθούν προσεκτικά, ώστε να αντιμετωπίσουν το υψηλότερο ενεργειακό κόστος και τη βραδύτερη ανάπτυξη που αναπόφευκτα θα προκύψει από τις πολιτικές μείωσης των εκπομπών ρύπων. Η θεωρία ότι η απεξάρτηση από τον άνθρακα θα οδηγήσει σε αξιοθαύμαστη οικονομική άνθηση είναι βέβαιο ότι δεν ισχύει και ότι θα οδηγήσει σε απογοητεύσεις όσους την πιστεύουν. Υπάρχουν πολλές πιθανότητες η «οικονομία των ελλείψεων αγαθών» να ενισχύσει τον προστατευτισμό και τις κρατικές παρεμβάσεις, καθώς οι ψηφοφόροι κατηγορούν τις κυβερνήσεις για τα κενά ράφια και τις ενεργειακές κρίσεις. Είναι μεγάλος ο πειρασμός για τους πολιτικούς να προσπαθήσουν να απαλλαγούν από τις ευθύνες τους ρίχνοντας το κρίμα «στους ξένους» και στις εύθραυστες αλυσίδες εφοδιασμού και υποσχόμενοι, ταυτόχρονα, την ενίσχυση της αυτάρκειας της χώρας τους σε αγαθά και υπηρεσίες. Η βρετανική κυβέρνηση επιχειρεί, για παράδειγμα, να πείσει ότι η έλλειψη εργατικού δυναμικού είναι κάτι το θετικό για τη χώρα, επειδή θα οδηγήσει σε αύξηση των μισθών και στην ενίσχυση της παραγωγικότητας στο σύνολο της οικονομίας. Στην πραγματικότητα όμως η δημιουργία φραγμών στη μετανάστευση και το εμπόριο έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα. Τα λάθος μαθήματα τη λάθος στιγμή Οι αναταράξεις στις εθνικές οικονομίες και στο διεθνές εμπόριο, που επιφέρουν αλλαγές στην καταναλωτική κανονικότητα των κοινωνιών και στις συνήθειες των πολιτών, οδηγούν συχνά στην αμφισβήτηση της οικονομικής ορθοδοξίας. Το τραύμα της δεκαετίας του 1970 οδήγησε στην ανέμελη απόρριψη της «μεγάλης κυβέρνησης» και του «ωμού κεϋνσιανισμού». Ο κίνδυνος σήμερα είναι μήπως οι πιέσεις στην οικονομία και στις κοινωνίες οδηγήσουν στην αναστολή της προσπάθειας απεξάρτησης από τον άνθρακα και στην απόρριψη της παγκοσμιοποίησης, εξελίξεις που θα έχουν μακροπρόθεσμα καταστροφικές συνέπειες. Αυτή είναι η πραγματική απειλή που συνιστά για τις σύγχρονες κοινωνίες η «οικονομία των ελλείψεων».   Πηγή: ot.gr