EuroCapital: Πώς, με 15.000 δολάρια, κατάφερα να κερδίσω 1,2 εκατομμύρια, κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Και πώς τελικά τα έχασα όλα. Πώς, με 15.000 δολάρια, κατάφερα να κερδίσω 1,2 εκατομμύρια, κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Και πώς τελικά τα έχασα όλα. ================================================================================ Γιάννης Σιάτρας on 07/11/2022 08:42 Η επένδυση σε ριψοκίνδυνες μετοχές μου έδωσε την ψευδαίσθηση του ελέγχου σε μια περίοδο αβεβαιότητας – μέχρι που, τελικά, εκτροχιάστηκε όλη μου η ζωή.   Η ιστορία που περιγράφεται στο παρόν άρθρο, είναι πέρα για πέρα αληθινή. Συνέβη κατά τη διάρκεια της πανδημίας και της αμερικανικής “φούσκας” του 2021. Όμως, αν τη διαβάσετε, θα σας φανεί γνώριμη. Και αν είστε παλαιός επενδυτής, και θυμάστε κάτι από την περίοδο της ελληνικής “φούσκας” του 1999, θα θυμηθείτε, θα αναπολήσετε και -ενδεχομένως- θα μελαγχολήσετε, επειδή θα θυμηθείτε ότι, τα ίδια αισθήματα απληστίας και φόβου, νιώσαμε τότε, πάρα πολλοί από μας. Αισθήματα που οδήγησαν πολλούς επενδυτές σε λάθη ή και στην οικονομική καταστροφή..   Η ιστορία αυτού του άρθρου, είναι εξαιρετικά διδακτική. Μας δείχνει τις ψυχολογικές διακυμάνσεις που βιώνει ένα άτομο, όταν καταλαμβάνεται από  το αίσθημα της απληστίας. Μας δείχνει το πώς, η απώλεια της ψυχραιμίας και η έλλειψη στόχων, μας οδηγεί σε συχνά λάθη. Μας δείχνει το πώς, “παγώνει” ο εγκέφαλος” μπροστά στις ζημιές. Κυρίως όμως μας δείχνει, ένα άλλο κόστος που μπορεί να υποστεί ένας επενδυτής (ή συναλλασσόμενος - trader) που έχει χάσει την ισορροπία του ως άτομο. Το πώς κάποιος αλλοιώνεται και αλλοτριώνεται. Το πώς αλλάζει το χαρακτήρα του και οδηγείται στην καταστροφή -όχι μόνο την οικονομική. Τέλος, μας δείχνει κάτι πολύ σημαντικό -το οποίο επίμονα προβάλλουμε στις σελίδες του περιοδικού ΧΡΗΜΑ & ΑΓΟΡΑ και του eurocapital.gr. Ότι, η ζωή μας, δεν είναι οι αγορές. Η ζωή -η πραγματική ζωή- είναι πολλά απλά πράγματα, που καταλήγουμε να χάνουμε, όταν είμαστε όλη μέρα μπροστά από μία οθόνη.   Ο πετυχημένος επενδυτής, πρέπει, πάνω απ’ όλα, να είναι ισορροπημένος άνθρωπος. Μόνο τότε μπορεί να χαράξει και να υλοποιήσει ένα πετυχημένο επενδυτικό πρόγραμμα. Μόνο αν ξέρει τί ζητάει από το Χρηματιστήριο, πώς θα το πετύχει και πώς θα αντιδρά, κάθε φορά που θα αλλάζουν τα δεδομένα.   Το άρθρο αυτό γράφτηκε από τον Alexander Hurst, με τον τίτλο “How I turned $15,000 into $1.2m during the pandemic – then lost it all” και δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο της βρετανικής εφημερίδας “The Guardian”, την 4/11/2022. Δείτε το άρθρο στην πηγή του - εδώ.   Το άρθρο παρατίθεται σε ελεύθερη μετάφραση, με μικρές περικοπές σε σημεία που δε θα γίνονταν εύκολα κατανοητά από το μέσο έλληνα επενδυτή και με την πρόσθεση επεξηγηματικών σημειώσεων. Είναι αρκετά μεγάλο σε έκταση, όμως, αξίζει τον κόπο να το διαβάσετε. Η επιμέλεια του κειμένου έγινε από τον Γιάννη Σιάτρα.   Πώς, με 15.000 δολάρια, κατάφερα να κερδίσω 1,2 εκατομμύρια, κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Και πώς τελικά τα έχασα όλα.   Κρατήθηκα, χωρίς να το πω, από το χώρο των αφίξεων, μέχρι το πάρκινγκ του αεροδρομίου. Όμως, αυτό που ήθελα να πω στους γονείς μου, ήταν τόσο “βαρύ”, που, τελικά, δε μπόρεσα να κρατηθώ άλλο. Τους το ανακοίνωσα λίγο πριν μπούμε στο αυτοκίνητο.   “Θέλω να σας πω κάτι. Κέρδισα περίπου 1,2 εκατομμύρια δολάρια στο Χρηματιστήριο. Ξεκίνησα με 15.000 χιλιάδες και μέσα σε μερικούς μήνες, τα έκανα 1,2 εκατομμύρια!”   Και οι δύο με κοίταξαν έκπληκτοι. “Πας καλά; Τί είναι αυτά που λες;” με ρώτησε η μητέρα μου, ενώ το άγχος ήταν ορατό στο πρόσωπό της. Ο πατέρας μου δεν είπε τίποτα. Για να τους αποδείξω ότι σοβαρολογώ, άνοιξα τον επενδυτικό μου λογαριασμό στο κινητό μου και έστρεψα την οθόνη προς το μέρος τους, για να δουν το υπόλοιπό του.   “Ω! Θεέ μου! Είσαι απ’ αυτούς που μπλέχτηκαν με τη μετοχή της GameStop;” (1) με ρώτησε, αναστατωμένη, η μητέρα μου, αναφερόμενη στη σύντομη και θεαματική άνοδο της τιμής της μετοχής της εταιρίας βιντεοπαιχνιδιών, που έγινε στόχος της κερδοσκοπίας, στις αρχές του 2021.   Ο πατέρας μου παρέμενε σιωπηλός, μια στάση που έδειχνε ότι με κατηγορεί και δεν αποδέχεται όσα κάνω -κάτι που με έκανε να νιώθω άβολα. Γι’ αυτόν, ήταν σα να είχα ανατρέψει -ξαφνικά- την αντίληψή του για τον κόσμο. Οι γονείς μου, ανήκαν στα κατώτερα στρώματα της μεσαίας τάξης και η φιλοσοφία τους ήταν να “ζουν απλά”. Από επιλογή τους, δεν διέθεταν περιουσιακά στοιχεία, ενώ και οι δύο είχαν αφιερώσει συνειδητά τη σταδιοδρομία τους, στην κοινωνία, η μητέρα μου ως δικηγόρος νομικής βοήθειας, και ο πατέρας μου ως πρεσβυτεριανός πάστορας σε μια εκκλησία στο Κλίβελαντ του Οχάιο.   Ίσως, το άγχος του ήταν ότι  δεν ήξερε πώς να συμπεριφερθεί απέναντι σε έναν γιο που τώρα ήταν πλούσιος. Όμως, δε θα χρειαζόταν να μάθει. Ούτως ή άλλως, το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που είχα κερδίσει, θα χάνονταν μέσα σε ένα μήνα.   Οι “millennials”, (σημείωση: δηλαδή όσοι γεννήθηκαν μεταξύ του 1981 και του 1996), έχουν περάσει ολόκληρη την ενήλικη ζωή τους σε ένα οικονομικό παράδοξο. Παρά τις διαδοχικές κρίσεις, βιώνουν την πιο “άνετη” περίοδο στην ανθρώπινη ιστορία. Η κλιματική αλλαγή απειλεί να καταστήσει όλα αυτά αμφισβητούμενα, αλλά με καθαρά κριτήρια ποιότητας ζωής (2), απολαμβάνουμε -συλλογικά- καλύτερη υγεία, μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, περισσότερη εκπαίδευση, περισσότερες ατομικές ελευθερίες και περισσότερη γεωγραφική κινητικότητα από οποιονδήποτε άλλον πριν από εμάς.   Παράλληλα, παρά το γεγονός ότι η κοινωνική ανισότητα έχει αυξηθεί, το ποσοστό των ανθρώπων που ζουν μέσα σε “ακραία φτώχεια”, έχει μειωθεί δραματικά (3), καθώς οι αναπτυσσόμενες χώρες, σταδιακά συγκλίνουν προς τους όρους διαβίωσης των αναπτυγμένων και πλούσιων γειτόνων τους. Για τον μέσο άνθρωπο στον κόσμο, ποτέ δεν υπήρξε μια καλύτερη περίοδος για να ζει.   Και όμως, σε σχέση με τους “baby boomers” γονείς μας (σημείωση: ως γενιά των baby boomers, αναφέρονται τα άτομα που γεννήθηκαν μεταξύ του 1946 και του 1964), η οικονομική πραγματικότητα και το μέλλον, είναι περισσότερο επισφαλή και λιγότερο αισιόδοξα. Η γενιά των millennians, είναι η πιο μορφωμένη από ποτέ στις ΗΠΑ, αλλά έχει επίσης την υψηλότερη αναλογία “χρέους προς εισόδημα”, αμείβεται -σε σχετικούς όρους- κατά περίπου 20% λιγότερο από ό,τι οι baby boomers στην ίδια ηλικία (4), ενώ το κόστος στέγασης είναι, γι’ αυτούς, απαγορευτικό. Σχεδόν οι μισοί millennials και Gen Z (σημείωση: συνήθως αναφέρεται ότι, η γενιά αυτή καλύπτει τα άτομα που γεννήθηκαν μεταξύ του 1997 και του 2012) αναφέρουν ότι, μετά βίας καταφέρνουν να περάσουν το μήνα με το μισθό τους, ανησυχούν για την κάλυψη των εξόδων τους, ενώ το 30% των millennials ανησυχεί ότι δεν θα μπορέσουν ποτέ να συνταξιοδοτηθούν.   Όταν η Robinhood κυκλοφόρησε την πλατφόρμα διαπραγμάτευσης μετοχών και δικαιωμάτων προαίρεσης (options) το 2015, αυτός ήταν ο στόχος της: μια γενιά που βρίσκεται στο οικονομικό όριο, που έχει χρήματα για να πάει σε ένα μπαρ ή για ψώνια σε ένα σούπερ μάρκετ, αλλά που δεν έχει την οικονομική επιφάνεια για να πάρει ένα στεγαστικό δάνειο. Ο μέσος όρος της ηλικίας των χρηστών της πλατφόρμας είναι 31 ετών (5), ενώ περισσότεροι από τους μισούς, δεν είχαν κάποια προηγούμενη επενδυτική εμπειρία. Μέχρι τον Μάρτιο του 2020, η οικονομία απειλούσε να καταρρεύσει επάνω τους, για δεύτερη φορά μέσα σε μια περίοδο 12 ετών. Αν υπήρχε κάποια στιγμή για μια συμπεριφορά “yolo” (you only live once), δε μπορούσε παρά να είναι αυτή.   Στο χρηματιστήριο χρειάζονται χρήματα για να βγάλεις χρήματα. Τι κάνετε λοιπόν όταν δεν έχετε πολλά να ξεκινήσετε; “Ποντάρετε” αυτά τα λίγα που έχετε, σε “μοχλευμένα” προϊόντα (συνήθως παράγωγα) και σε συναλλαγές που, συχνά, βρίσκονται κάπου ανάμεσα στον τζόγο και την επένδυση.   Έτσι έκανα και γω, όταν ξεκινούσα την επενδυτική μου περιπέτεια, το Φεβρουάριο του 2020, λίγο πριν ξεσπάσει η πανδημία της Covid-19 -η οποία με βρήκε στο Παρίσι, όπου, ως νέος και φέρελπις συγγραφέας, είχα πάει για κάποιο διάστημα, για να εμπνευστώ για το θέμα μιας νουβέλας που είχα αρχίσει να συγγράφω. Πήρα εύκολα ένα δάνειο 12.500 ευρώ (σημείωση: περίπου 15.000 δολάρια, με βάση την ισοτιμία εκείνης της περιόδου), έναντι του αποταμιευτικού προγράμματος που είχαν ξεκινήσει οι γονείς μου -από τότε που ήμουν παιδί- για να καλύψω τις πανεπιστημιακές μου σπουδές. Το δάνειο αυτό, ήταν η πρώτη εμπειρία που είχα ποτέ με τις έννοιες του δανεισμού και του χρέους.   Αποφάσισα να “ποντάρω” ενάντια στα κρουαζιερόπλοια, αφού σκέφτηκα ότι, σε μία περίοδο πανδημίας, με καθολικά lockdowns, ο κλάδος αυτός που θα είχε τις μεγαλύτερες ανατροπές και ζημιές. Έτσι, άρχισα να αγοράζω “put options” (σημείωση: δικαίωμα πώλησης μετοχών σε μια προκαθορισμένη τιμή) (6) σε μετοχές εταιριών κρουαζιέρας.   Κατά τη διάρκεια του lockdown, το φόρουμ “WallStreetBets”  του Reddit, έγινε η μόνιμη πηγή ενημέρωσής μου, ο χώρος επικοινωνίας μου με τον έξω κόσμο και η ψυχαγωγία μου. Έγινε η ζωή μου ολόκληρη! Το φόρουμ, είχε πολλά εκατομμύρια μέλη -τα περισσότερα μέλη χρησιμοποιούσαν ψευδώνυμα- κυρίως άνδρες, μεταξύ των 18 και 35 ετών, στην  πλειοψηφία τους μορφωμένοι. Παράλληλα, είχε και τους “θρύλους” του, άτομα που έκαναν πετυχημένα σχόλια και προβλέψεις και που παρακινούσαν τους άλλους σε συγκεκριμένες πράξεις.   Στο μεταξύ, μέχρι τα τέλη Μαΐου του 2020, ο κλάδος της κρουαζιέρας είχε καταρρεύσει και η αξία των options που διέθετα, είχε πολλαπλασιαστεί.   Στα τέλη Μαΐου 2020, η αξία του χαρτοφυλακίου μου είχε εκτοξευθεί στα $101,075.61   Κατά τη διάρκεια του Ιουνίου, το χαρτοφυλάκιό μου έμεινε στάσιμο. Είχα χάσει το ριμπάουντ της αγοράς και ήμουν αβέβαιος για το αν η ανοδική τάση θα συνέχιζε ή αν θα αντιστρεφόταν. Η αβεβαιότητα σήμαινε φόβο, και ο φόβος σήμαινε ότι πάγωσα. Αυτό που με έφερε πίσω στο “trading” (σημείωση: δηλαδή, σε πρακτική συχνότατων βραχυχρόνιων συναλλαγών), ήταν η ζήλια που ένιωσα όταν με κάλεσαν στο πάρτι ενός φίλου, σε ένα τεράστιο και με πολύ γούστο διακοσμημένο διαμέρισμα μιας ακριβής συνοικίας του Παρισιού, με μια πολύ μεγάλη βεράντα με εξαιρετική θέα.   “Γιατί να μη μπορώ να έχω και γω ένα τέτοιο διαμέρισμα ή τα πράγματα που έχει ο φίλος μου;” αναρωτιόμουν. Και ξαφνικά, ο δρόμος για να τα αποκτήσω, εμφανίστηκε, ανοικτός, μπροστά μου: Επιστροφή στις συναλλαγές παραγώγων. Μόνο που αυτή τη φορά, θα ασχολιόμουν με “call options” (σημείωση: δηλαδή το δικαίωμα αγοράς μετοχών σε μια προκαθορισμένη τιμή), αφού η τάση ήταν πλέον ανοδική. Την άλλη μέρα, μοίρασα το ένα τρίτο του κεφαλαίου μου σε calls, επί μετοχών εταιριών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Πίστευα ότι έκανα μια εξαιρετική επιλογή και ότι, θα παρέμενα σ’ αυτό τον ανερχόμενο κλάδο, για μεγάλο χρονικό διάστημα.   Έχει υπολογιστεί ότι, μετά από ένα συγκεκριμένο επίπεδο εισοδήματος, η απόδοση στην ευτυχία για κάθε επιπλέον δολάριο που κερδίζει κάποιος, είναι φθίνουσα (σημείωση: δηλαδή, για κάθε επιπλέον δολάριο που αποκτά κάποιος, η “ποσότητα” της  ευτυχίας που λαμβάνει, υποχωρεί). Για τις ΗΠΑ του 2020, υπολογίζεται ότι το σημείο καμπής της “καμπύλης της ευτυχίας”, ήταν τα 75.000 δολάρια (7). Όμως, μέχρι να φτάσει κάποιος σ’ αυτόν τον αριθμό, τα χρήματα μπορούν να αυξήσουν την ευτυχία εξαλείφοντας το οικονομικό άγχος, παρέχοντας πρόσβαση στην υγεία και τον ελεύθερο χρόνο και προσφέροντας αυξημένο έλεγχο και επιλογές στον τρόπο που περνάμε τον χρόνο μας.   Όταν, λίγο αργότερα, στις αρχές του φθινοπώρου του 2020, έκανα μια αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν μου, διαπίστωσα ότι, είχα φτάσει και είχα ξεπεράσει αυτό το επίπεδο εισοδήματος και μάλιστα, το πέτυχα γρήγορα και με σχετική ευκολία.  Λογικά, θα έπρεπε να ήμουν χαρούμενος: Μόλις είχα γιορτάσει τα 30ά μου γενέθλια, είχα ένα αρκετά μεγάλο ποσό για να νιώσω οικονομικά ασφαλής ως σχετικά άγνωστος συγγραφέας και απεριόριστο χρόνο για να αφιερώσω δουλεύοντας πάνω στο μυθιστόρημά μου. Είχα πρόσφατα ανακαλύψει την ποδηλασία και τις καταδύσεις. Είχα μια μεγάλη γκάμα συναυλιών, παραστάσεων, μουσείων και εστιατορίων μιας παγκόσμιας πρωτεύουσας, για να επιλέξω, ενώ οι ακτές της Μεσογείου και του Ατλαντικού απείχαν μόλις τρεις ώρες με το τρένο. Και το πιο σημαντικό, είχα στενούς και καλούς φίλους για να πάμε μαζί, σε όλα.   Εκείνο το φθινόπωρο, είχα αρχίσει να βγαίνω με κάποια κοπέλα που ένιωθα ότι με συγκινούσε. Έμενε συχνά στο μικρό -μόλις 40 τετραγωνικά- διαμέρισμά μου και η παρουσία της με ενέπνεε και με γέμιζε.   “Κοίτα εδώ! Η μετοχή -ήταν η μετοχή μιας εταιρίας ΑΠΕ- πιάνει απόδοση 1.000%! Δεν είναι καταπληκτικό;” την ρώτησα, ένα βράδυ του Νοεμβρίου του 2020. Η κοπέλα με κοίταξε περίεργα και ανασήκωσε τους ώμους της, χωρίς να δείχνει ότι εντυπωσιάζεται. Και γρήγορα, γύρισε τη συζήτηση γύρω από μια έκθεση μοντέρνας τέχνης, που επρόκειτο να επισκεφτούμε την άλλη μέρα.   Μέχρι τον Δεκέμβριο, το άλλοτε πενιχρό χαρτοφυλάκιό μου, έφτασε στα 250.000 δολάρια. Στο μεταξύ είχα εμπλακεί σε κάθε είδους κερδοσκοπικές και ριψοκίνδυνες επενδύσεις, ζώντας καθημερινά το συναρπαστικό συνδυασμό μόχλευσης και κινδύνου.   “Θα πρέπει να πουλήσεις” με συμβούλεψε κάποιος καλός μου φίλος. Όμως, ένιωθα ανταγωνιστικός και αλάνθαστος.”Θα πουλήσω όταν θα φτάσω στο ένα εκατομμύριο” του απάντησα. Και αφού πετύχω αυτό το στόχο -είπα στον εαυτό μου- τότε θα αυξήσω τη διασπορά στο χαρτοφυλάκιίο μου και θα τοποθετούμαι μόνο σε μετοχές με μεγάλη μερισματική απόδοση.   Κάθε βράδυ, πήγαινα για ύπνο με τα μάτια ζαλισμένα από το μπλε φως της οθόνης, από τη διαρκή ανανέωση της σελίδας του επενδυτικού μου λογαριασμού, από τη συνεχή ανάγνωση των αναρτήσεων του Reddit και το ψάξιμο αναλύσεων και σχολίων για τις 25 μετοχές που πλέον είχα στο χαρτοφυλάκιό μου. Και όταν ξυπνούσα το πρωί, έκανα πάλι το ίδιο πράγμα. Κάθε μέρα. Δεν είχα κάνει κάποια πρόοδο στο μυθιστόρημα που έγραφα εδώ και μήνες και οι φίλοι μου είχαν αρχίσει να παρατηρούν μια αλλαγή στη συμπεριφορά μου, στον τρόπο που μιλούσα και στα πράγματα που απασχολούσαν τη ζωή μου. “Φαίνεται ότι η διάθεσή σου εξαρτάται εντελώς από το τί κάνει κάθε μέρα η αγορά”, μου είπε μια μέρα ένας φίλος. “Δε μου αρέσει που σου το λέω, αλλά έχεις αλλάξει, μιλάς μόνο για μετοχές, για λεφτά και αποδόσεις”, μου είπε ένας άλλος. Και βέβαια, όταν ήμουν με την κοπέλα μου, το μυαλό μου ήταν στην αγορά, κοίταζα το κινητό μου και την αποτίμηση του χαρτοφυλακίου μου κάθε λίγο και δεν έδειχνα να ενδιαφέρομαι γι’ αυτή. Όπως ήταν αναμενόμενο, η σχέση μου τελείωσε, λίγο πριν τελειώσει το έτος.   Πέρασα όλη την επόμενη μέρα, από το χωρισμό, στο κρεβάτι. Προσπαθούσα να ανακαλέσω τα λάθη που είχα κάνει, σκέφτηκα τί θα μπορούσα να είχα κάνει διαφορετικά, ή πώς θα μπορούσα να διορθώσω το λάθος μου. Έγραψα ένα μεγάλο σε έκταση κείμενο, ζητώντας συγνώμη, το οποίο όμως τελικά δίστασα να της στείλω. Στο τέλος, κοίταξα την αποτίμηση του χαρτοφυλακίου μου. Αυτό είχε μόλις ξεπεράσει τις 300.000 δολάρια και άρχισα να βιώνω, από πρώτο χέρι, τη συναρπαστική πραγματικότητα του πώς τα χρήματα γεννούν χρήματα. Στο τέλος, αποφάσισα να διπλασιάζω τις θέσεις μου στα παράγωγα και έβαλα το στόχο, να δεκαπλασιάσω το χαρτοφυλάκιό μου, μέσα στον επόμενο χρόνο. Στο τέλος Δεκεμβρίου, η αξία του χαρτοφυλακίου μου είχε φτάσει στα 237.084,70 δολάρια.   Στις αρχές Ιανουαρίου, είχα κάτι παραπάνω από 500.000 δολάρια, ένα ποσό που πριν από μερικούς μήνες, δε μπορούσα ούτε να φανταστώ. Όμως, σ’ αυτό το σημείο, το ποσό αυτό έμοιαζε απλά με αριθμούς σε μια οθόνη, ή με πόντους για να σκοράρω στο πιο συναρπαστικό βιντεοπαιχνίδι που είχα παίξει ποτέ. “Να ρίξεις μια ματιά στη GameStop” μου είπε ένας φίλος μου, με τον οποίο είχαμε το ίδιο πάθος. “Ναι, είμαι μέσα” του απάντησα. Άλλωστε, οι μετοχές των ΑΠΕ είχαν σταματήσει να ανεβαίνουν, εγώ ήθελα γρήγορες αποδόσεις και είχα μετρητά να “κάψω”. Άνοιξα τον επενδυτικό μου λογαριασμό και αγόρασα calls αξίας 30.000 δολαρίων για την GameStop. Αυτό που, μερικούς μήνες πριν, είχε ξεκινήσει ως επένδυση, είχε γίνει κάτι περισσότερο από καθαρό τζόγο σε πράγματα και σε εταιρίες, οι οποίες ελάχιστα με ενδιέφεραν ως εταιρίες. Οι μετοχές του GameStop ανέβηκαν και έτσι έριξα ακόμη 20.000 δολάρια στο "yolo" που ζούσα. (Σημείωση: δείτε την πορεία της μετοχής της GameStop) Την επόμενη μέρα, ξεκίνησε το “short squeeze” στη μετοχή (σημείωση: ως short squeeze, καλείται η πίεση που υφίστανται όλοι έχουν “πωλητικές” (short) θέσεις σε μια μετοχή, η τιμή της οποίας ανεβαίνει). Η GameStop άγγιξε τα 70 δολάρια, αλλά στη συνέχεια υποχώρησε στα 40. “Τί έγινε; Αυτό ήταν το short squeeze που περιμέναμε; Μήπως χάσαμε το σημείο που θα έπρεπε να πουλήσουμε και να “βγούμε” από τη μετοχή;” αναρωτηθήκαμε με το φίλο μου. Το Σαββατοκύριακο, παρακολούθησα την τριλογία του “Άρχοντα των Δαχτυλιδιών” και άρχισα να θαυμάζω τα ακριβά ακίνητα που έβλεπα. Το χαρτοφυλάκιό μου είχε φτάσει στα 900.000 δολάρια. Ήμουν έτοιμος για το μεγάλο άλμα της ζωής μου.   Όταν άρχισε το πραγματικό short squeeze”, το χαρτοφυλάκιό μου άνοιξε στα 1,2 εκατομμύρια δολάρια και άρχισε να τρέχει πιο γρήγορα από ό,τι είχα βιώσει ποτέ. Μέσα σε μια ώρα έφτασε στα 1,3 εκατομμύρια δολάρια, μετά στα 1,5 εκατομμύρια και μετά στα 1,6 εκατομμύρια δολάρια. Σκέφτηκα να πουλήσω, αλλά δεν το έκανα. Ήμουν σε κατάσταση απόλυτης ευφορίας. Το απόγευμα, στο κλείσιμο, η αξία του χαρτοφυλακίου μου είχε πέσει ξανά στα 1,1 εκατομμύρια δολάρια. Μέσα σε μια μέρα, είχα κερδίσει ένα εξαιρετικό χρηματικό ποσό, αλλά στο μυαλό μου είχε “καρφωθεί” το μισό εκατομμύριο που είχα χάσει επειδή δεν πουλούσα. “Ηλίθιε”, σκέφτηκα, “περίμενες πολύ, έπρεπε να είχες πουλήσει”. Την ίδια στιγμή, αποφάσισα και ρευστοποίησα όλες τις θέσεις μου στα calls. Δύο μέρες αργότερα, η μετοχή της GameStop εκτινάχθηκε ξανά, αγγίζοντας σχεδόν τα 400 δολάρια ανά μετοχή. Εγώ, έκανα υπολογισμούς και διαπίστωσα ότι, πουλώντας πολύ νωρίς, έχασα ένα κέρδος 2,5 εκατομμυρίων δολαρίων. “Βλάκα, πούλησες πολύ νωρίς! Είσαι τόσο ανόητος και έχασες 2,5 εκατομμύρια δολάρια”, μονολόγησα…   Είχα αρχίσει να βιώνω αυτό που ο Alexander Blaszczynski, καθηγητής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ και ειδικός στη θεραπεία του εθισμού στον τζόγο, αποκαλεί μια αλλαγή στο “γνωστικό σχήμα”. “Με επαναλαμβανόμενες νίκες, τα γνωστικά σχήματα παίρνουν την ιδέα ότι κάποιος έχει προσωπικές δεξιότητες στη λήψη των σωστών αποφάσεων και ότι οι νίκες θα συνεχίσουν στην ίδια -γραμμική προς τα πάνω- τροχιά”, γράφει ο Blaszczynski.   Παρά την αποτυχία μου να πουλήσω σε πιο σωστή χρονική στιγμή, σε εκείνη τη χρονική στιγμή ήμουν εύπορος, οικονομικά ασφαλής -τουλάχιστον για μερικές δεκαετίες. Αν είχα σταματήσει να αναλαμβάνω τόσο μεγάλο ρίσκο και αν είχα επενδύσει με σύνεση και προσοχή σε πιο ασφαλείς μετοχές, που αποφέρουν μερίσματα, θα μπορούσα να πάρω δάνειο και να αγοράσω ένα μέρος για να ζήσω, θα μπορούσα να είχα χρηματοδοτήσει ένα μέτριο, μεσοαστικό τρόπο ζωή, επ' αόριστον. Αντίθετα, έγινα πιο ξέφρενος από ποτέ, ακόμη και από τότε που είχα πολύ λιγότερα χρήματα. Σταμάτησα να ψάχνω για διαμερίσματα ενός υπνοδωματίου, 50 τετραγωνικών μέτρων στο κέντρο του Παρισιού και αντ' αυτού άρχισα να περιηγούμαι σε σοφίτες 1,5 εκατομμυρίου ευρώ, με βεράντες στον τελευταίο όροφο ή να διαβάζω τις λίστες του Sotheby's για τη Γαλλική Πολυνησία -μάλιστα, βρήκα ένα μικρό νησί προς πώληση, που θα μπορούσα να αγοράσω για 890.000 δολάρια!   Έκανα πολλά ακόμη σχέδια. Θα αγόραζα ένα μικρό σπίτι για να συνταξιοδοτηθούν οι γονείς μου, κάπου στις ακτές της Πορτογαλίας ή της Ισπανίας. Θα έδινα από 100.000 δολάρια σε πέντε καλούς φίλους μου, για να νιώθουν ασφαλείς σε μια δύσκολη στιγμή τους. Θα δώριζα ένα ποσό σε μια ΜΚΟ, στην οποία είχα κάποτε εργαστεί, στο νοτιο Τσαντ. Ήθελα ένα διαμέρισμα με αρκετό χώρο, για να κάνω μηνιαίες συγκεντρώσεις καλλιτεχνών, συγγραφέων, μουσικών και άλλων κατηγοριών ιδιόρρυθμων στοχαστών, για να μπορούμε να μοιραζόμαστε ιδέες και εμπειρίες. Και, αφού έκανα όλα αυτά, θα ήθελα να μου μείνει ένα μεγάλο χρηματικό υπόλοιπο, για να ζω και για να γράφω μυθιστορήματα ή να γράφω άρθρα που θα ενθαρρύνουν τον κόσμο να δοκιμάζει καινούργιες ιδέες και εμπειρίες. Όμως, για όλα αυτά, 1,2 εκατομμύρια δολάρια δεν ήταν ακόμα αρκετά. Όχι, σκέφτηκα, χρειαζόμουν 2,5 εκατομμύρια δολάρια και δεν ήθελα να περιμένω. Ούτε 18 μήνες, ούτε ένα χρόνο. Εκείνο το ερχόμενο καλοκαίρι, ορκίστηκα στον εαυτό μου, ότι θα ήμουν εγώ αυτός που θα οργάνωνε ένα περίλαμπρο μπάρμπεκιου στη μεγάλη βεράντα του σπιτιού μου. Δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο. Λένε ότι η απληστία, είναι ένα κολασμένο φάρμακο – ή μια μεγάλη και σοβαρή ασθένεια. Είναι μια χίμαιρα, ένας καταστροφέας των ονείρων. Το όριο “αρκετού” αναπροσαρμόζεται διαρκώς προς τα πάνω, άσχετα του πόσα κατέχει κάποιος. Το “αρκετό”, είναι πάντα πιο ψηλά από μας. Στις 31 Ιανουαρίου 2021, η αξία του χαρτοφυλακίου μου ήταν 1.223.473,49 δολάρια.   Όταν έφτανα στο Κλίβελαντ του Οχάιο, για να δω τους γονείς μου -έχοντας επιλέξει τη business class της Air France- είχα σταματήσει να σκέφτομαι τα χρήματα ως προς την πραγματική τους αξία και αντ' αυτού είχα αρχίζει να αντιλαμβάνομαι τους αριθμούς στην οθόνη μου, ως προς την αφηρημένη δυνητική μελλοντική τους αξία. Κατά τη διάρκεια της πτήσης μου, ήπια σαμπάνια, ξάπλωσα και κοιμήθηκα. Όταν ξύπνησα, λίγο πριν από την προσγείωση, κοίταξα και πάλι την οθόνη του τηλεφώνου μου, επαναλαμβάνοντας προς τον εαυτό μου, τον αριθμό που έβλεπα: 1.223.507,39 δολάρια. Και στο μυαλό μου, κάθε δολάριο στην οθόνη, ήταν τουλάχιστον 2 ή 3 δολάρια, ή ίσως ακόμη και 10 δολάρια, σε μελλοντικά πιθανά κέρδη.   Ο πατέρας μου χρειαζόταν ένα νέο βαν, για να μεταφέρει τους άστεγους ενορίτες του από το καταφύγιο στο κέντρο της πόλης, στην εκκλησία του. Το να του δώσω 25.000 δολάρια δεν σήμαινε απολύτως τίποτα, σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο. Θα ήταν ένα απλό σφάλμα στρογγυλοποίησης στα 1,2 εκατομμύρια δολάρια. Κι όμως, δεν το έκανα. Γιατί να ξοδέψω 25.000 δολάρια, σε ένα φορτηγό τώρα, όταν σε έξι μήνες, αυτά τα ίδια 25.000 δολάρια, θα μπορούσαν να αξίζουν 250.000 δολάρια; Έτσι, δε μίλησα στον πατέρα μου για το βαν.   Ό,τι είχα πουλήσει με μεγάλα κέρδη, το επένδυσα σε ηλίθια χρηματοοικονομικά προϊόντα υψηλού κινδύνου, υπερτιμημένα – επιμένοντας σε εξαιρετικά ασταθείς επιλογές παραγώγων (calls), αντί για αγοράσω μετοχές. Παράλληλα, τοποθετήθηκα σε ένα επενδυτικό σχήμα που επρόκειτο να έχει μια προνομιακή μεταχείριση στη διανομή μετοχών της νεοεισερχόμενης Lucid, την κατασκευάστρια ηλεκτρικών αυτοκινήτων που είχε ως στόχο να ξεπεράσει την Tesla. Το ήξερα ότι ήμουν ανόητος που πόνταρα σε κάτι τέτοιο, όμως σίγουρα θα υπήρχε κάποιος περισσότερο ανόητος από εμένα, για να του πουλήσω πριν σκάσει η φούσκα.   Καθώς φτάναμε στο σπίτι των γονιών μου, έλεγξα το τηλέφωνό μου. Ήταν μια κακή μέρα για την αγορά, οι μετοχές της Lucid θεωρήθηκαν ως υπερτιμημένες και άρχισαν να υποχωρούν, ενώ, μεγάλη υποχώρηση σημείωναν και άλλες μετοχές του κλάδου της τεχνολογίας, κλάδος υψηλού ρίσκου, σε εταιρίες του οποίου είχα τοποθετήσει μεγάλο μέρος του κεφαλαίου μου. Μάλιστα, καθώς είχα επενδύσει σε calls (παράγωγα), αυτά, λόγω της μόχλευσης υποχωρούσαν με πολύ μεγαλύτερο ρυθμό. Εκείνο το βράδυ μετά βίας κοιμήθηκα. Νωρίς το πρωί, πούλησα ό,τι μπορούσα με τεράστιες απώλειες. Το σώμα μου έτρεμε καθώς κοίταζα την κόκκινη οθόνη του κινητού μου. Βγήκα από το σπίτι των γονιών μου, περπάτησα στο πάρκο δίπλα στη λίμνη, ξάπλωσα στο χιόνι του Φεβρουαρίου και θέλησα να γίνω τόσο κρύος όσο ο αέρας του Κλίβελαντ, προσπαθώντας να επιβάλλω στον εαυτό μου, ένα συνδυασμό συναισθηματικής αγωνίας και μεγάλης σωματικής δυσφορίας.   Στο δείπνο, για μία ακόμη φορά, δε μπόρεσα να συγκρατήσω τις σκέψεις μου και διηγήθηκα στους γονείς μου, όσα είχαν συμβεί. “Πόσα σου μένουν;” ρώτησε η μητέρα μου. “700.000 δολάρια”, απάντησα με απογοητευμένη φωνή. Τα πρόσωπα των γονιών μου έλαμψαν με έναν τρόπο που δεν είχαν λάμψει, όταν, την προηγούμενη μέρα, τους είχα ανακοινώσει τα αρχικά πλούτη μου. "Αυτό είναι υπέροχο!" αναφώνησαν με χαρά. Εγώ, δεν μπορούσα να φάω. Ήμουν ανήσυχος, στο κεφάλι μου γύριζε μια κόκκινη οθόνη κινητού και ένιωθα την πλήρη καταστροφή. Μα πώς δε μπορούσαν να καταλάβουν το βάθος του τι σήμαινε να χάσεις μισό εκατομμύριο δολάρια σε μια μέρα; Τίποτα σχετικά με αυτό δεν ήταν "υπέροχο". Όλα πήγαιναν στραβά. Βλέποντας μάλιστα την επιστολή που ήρθε στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο, κατάλαβα ότι, ακόμη και ο Charles Schwab (σημείωση: ο πρόεδρος μιας μεγάλης αμερικανικής χρηματιστηριακής εταιρίας) συμφωνούσε με τις σκέψεις μου.   (Σημείωση: Η επιστολή στην οποία αναφέρεται ο συγγραφέας -δείτε εδώ- είναι μία επιστολή που αποστέλλεται από τις χρηματιστηριακές εταιρίες, σε πελάτες τους που καταγράφουν μεγάλες αρνητικές μεταβολές στο χαρτοφυλάκιό τους, καλώντας τους να διαβεβαιώσουν ότι αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο που εμπεριέχουν τα χρηματοοικονομικά προϊόντα στα οποία έχουν επενδύσει.)   Έτσι, βγήκα και πάλι στο κυνήγι των γρήγορων αποδόσεων. Το είχα κάνει μια φορά, θα μπορούσα να το ξανακάνω, είπα στον εαυτό μου. Οι αποφάσεις μου οδηγήθηκαν από άγχος, φόβο, απόγνωση και μεθυσμένη αισιοδοξία. Ήμουν θυμωμένος με όλους και ήθελα να πάρω τα χρήματά μου πίσω. “Πόνταρα” ό,τι χρήματα μου είχαν απομείνει -και εξακολουθούσαν να είναι πολλά- σε όποια παρόρμηση είχα. Σχεδόν καμία πράξη μου δεν ήταν κερδοφόρα. Το πτωτικό γύρισμα της αγοράς, κατέστρεψε όλα μου τα calls. Και τις μέρες που αγόρασα puts, η αγορά έκανε ανοδικό ράλι.   Οι επιλογές για μετοχές ΑΠΕ και ηλεκτρικών οχημάτων -που αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος του χαρτοφυλακίου μου- υποχώρησαν σημαντικά. Τα 700.000 δολάρια έγιναν 500.000, τα οποία μειώθηκαν στα 400.000 και μετά στα 300.000. Στα 250.000 δολάρια, έβριζα τον εαυτό μου που φέρθηκα τόσο ανόητα. Πέρασα ώρες κοιτάζοντας τα διαμερίσματα που, μόλις πριν από δύο μήνες μπορούσα εύκολα να έχω. Ήμουν ένας κατά συρροή καταστροφέας ευκαιριών, τίποτα λιγότερο.   Για πολλές μέρες, απέφευγα να κοιτάξω το χαρτοφυλάκιό μου. Όταν το είδα, ένιωσα ξαφνική ντροπή – περιείχε call options για τη μετοχή της Total. Μα, τί έκανα; Προσπαθούσα να ανακτήσω τις απώλειές μου ποντάροντας χρήματα σε μια εταιρεία πετρελαίου. Ίσως τελικά μου άξιζε αυτή η δυστυχία, ως τιμωρία για τη σπατάλη ενός τόσο μεγάλου δώρου, σκέφτηκα.   Πούλησα όλα τα options που δεν είχαν λήξει και έβαλα ό,τι είχε απομείνει -περίπου 250.000 δολάρια- σε μετοχές μιας μεσαίου μεγέθους εταιρίας βιοτεχνολογίας, με έδρα το Κλίβελαντ, την έρευνα της οποίας είχα διαβάσει χρόνια πριν, όταν γνώρισα έναν βιολόγο ερευνητή της εταιρίας, σε μια εκδήλωση αποφοίτων. Είχα την ελπίδα ότι, αν οι κλινικές δοκιμές τους ήταν επιτυχείς, θα μπορούσα να ανακτήσω όλα τα χρήματα που είχα χάσει. Όμως, δεν ήταν γραφτό να πετύχει ούτε αυτό. Μέσα σε λίγους μήνες, η τιμή της μετοχής είχε υποχωρήσει σημαντικά.   Να όμως τί αναφέρει ο Alexander Blaszczynski για την ψυχολογία του τζογαδόρου: “Καθώς οι ήττες συνεχίζουν να υπερτερούν των νικών, τίθενται νέοι στόχοι, κάθε φορά σε κατώτερο επίπεδο (“Θα συνεχίσω μέχρι να ανακτήσω τουλάχιστον 1,5 εκατομμύριο δολάρια και μετά να σταματήσω”) κ.ο.κ.. Αυτή η διαδικασία συνεχίζεται μέχρι το άτομο να φτάσει σε ένα σημείο όπου έχει πλέον χάσει το μεγαλύτερο μέρος των κερδών του, να μετανιώσει και να απογοητευτεί και να κατανοήσει ότι έχει ήδη χάσει τόσα πολλά. Το άτομο, μπορεί επίσης να συνεχίσει σε έναν αυτοκαταστροφικό ρυθμό, σε συνδυασμό με μία μάταιη ελπίδα, ότι μπορεί να σταθεί τυχερό και να αρχίσει να κερδίζει ξανά. Σε αυτό το στάδιο, κυριαρχεί η μάταιη πλάνη και η σχεδόν παραληρηματική πεποίθηση ότι “το χρηματιστήριο και ο τζόγος με οδήγησαν σε αυτήν την κατάσταση, το χρηματιστήριο και ο τζόγος θα μου επιτρέψουν να ανακάμψω”.   Κατά τη δική μου ασύλληπτη οικονομική περιπέτεια, είχα περάσει από διάφορες ξεχωριστές ψυχολογικά παθολογικές φάσεις:  την απληστία, που με τύφλωνε και δε μου επέτρεπε να δω αυτό που ήδη είχα, με την ελπίδα του περισσότερου και την απεγνωσμένη προσπάθεια να ανακτήσω ό,τι είχε χαθεί, σκέψη που με τύφλωνε και με εμπόδιζε να δω την αξία αυτού που είχα απομείνει.   Στο τέλος, όταν τα έχασα όλα, δεν είχα ξοδέψει παρά ελάχιστα χρήματα για τον εαυτό μου, ή για κάποιους άλλους.   Μερικά πράγματα που δεν αγόρασα, ήταν: ένα νέο κοστούμι για έναν καταιγισμό επικείμενων γάμων, εισιτήρια διαρκείας για μουσεία, θέατρα, ή συναυλιακούς χώρους, ένας ενισχυτής Devialet και ηχεία audiophile, ένα πολυτελές ταξίδι στη Γαλλική Πολυνησία ή ένα ταξίδι περιπέτειας στην Παταγονία, ένα δείπνο σε εστιατόριο με αστέρι Michelin, vintage σαμπάνιες, μια σοφίτα κοντά στο κανάλι Saint-Martin ή μια καμπίνα στις Άλπεις, ένα σπίτι για τους γονείς μου μετά τη συνταξιοδότησή τους, ένα καλό αυτοκίνητο, ένα νέο βαν για τη βόρεια πρεσβυτεριανή εκκλησία του Κλίβελαντ. Δεν ξεπλήρωσα καν το αρχικό μου δάνειο των 12.500 ευρώ.   Πράγματα που αγόρασα: ένα νέο MacBook Air για να αντικαταστήσει το παλιό laptop που είχα από το 2014, ένα iPhone 12, μία πτήση business class από το Παρίσι στο Κλίβελαντ και τα έξοδα συνεδριάσεων για ένα έτος, με έναν ψυχολόγο - θεραπευτή.   Στο τέλος του Μαΐου 2021, η αποτίμηση του χαρτοφυλακίου μου ήταν 331.426,00 δολάρια.   Έχασα ό,τι είχε απομείνει σε ένα τέλειο παριζιάνικο απόγευμα. Το πέρασα περιπλανώμενος στο ενυδρείο του Παρισιού, σε ένα ραντεβού με κάποια κοπέλα που ήταν ένα δελεαστικό μείγμα περιπετειώδους και γλυκού ατόμου. Είχε ζήσει μια αντικειμενικά συναρπαστική ζωή – τόσο συναρπαστική που ήμουν έκπληκτος για το ότι της προκαλούσα κάποιο ενδιαφέρον. Περάσαμε εκείνο το απόγευμα, όμορφα και απλά. Κάπου, στο πίσω μέρος του μυαλού μου, ήξερα ότι τα τελευταία κομμάτια της περιουσίας που είχα κάποτε, εξατμίζονταν μέσα σε δεδομένα κόκκινου χρώματος, σε κάποιον σέρβερ στη Νέα Υόρκη, όμως δεν με ένοιαζε. Εκείνη τη στιγμή, αυτό που κυρίως με απασχολούσε ήταν ότι, της άρεσα. Της άρεσα εγώ, όπως ήμουν, χωρίς μεγάλο τραπεζικό και επενδυτικό λογαριασμό και χωρίς να είμαι γεμάτος αυταπάτες κάποιων τεράστιων οικονομικών δυνατοτήτων.   Αλήθεια, πόσες άλλες στιγμές τέτοιας ομορφιάς είχα χάσει, επειδή είχε κολλήσει στο μυαλό μου η εμμονή για συσσώρευση χρημάτων; Πόσες φορές είχα περπατήσει, πιασμένος χέρι χέρι με ένα άτομο που με ενθουσίαζε, στον Κήπο του Λουξεμβούργου, ή κατά μήκος του Σηκουάνα, θαυμάζοντας αυτή την υπέροχη πόλη γύρω μας; Πόσες φορές, στα τελευταία δύο χρόνια είχα κάτσει σε ένα παριζιάνικο καφέ, να απολαύσω ένα κρουασάν ή ένα pain au chocolat, χωρίς το άγχος για το τί κάνουν οι αγορές; Πόσες φορές απορροφήθηκα σε έναν ενδιαφέροντα διάλογο, με έναν φίλο, χωρίς να με διακατέχει η περιέργεια να ανοίξω το κινητό μου για να δω την τρέχουσα αποτίμηση του χαρτοφυλακίου μου ή χωρίς την εμμονή να κερδίσω νούμερα στην οθόνη μου;   Μακάρι να μπορούσα να γράψω ότι η συνειδητοποίηση που είχα  για εκείνο το “τέλειο απόγευμα”, με άλλαξε για πάντα και ότι, αυτόματα, θα με επέστρεφε στην απλή κανονικότητα που ζούσα, πριν εισχωρήσει στη ζωή μου το πάθος και η απληστία. Τις εβδομάδες που ακολούθησαν, έμελλε να διαλυθώ από το άγχος για το οικονομικό μου μέλλον και την οφειλή μου στο IRS (σημείωση: φορολογική αρχή των ΗΠΑ), αφού τώρα όφειλα στο IRS περισσότερα από το διπλάσιο των χρημάτων που μου είχαν απομείνει, λόγω φανταστικών κερδών που είχαν πραγματοποιηθεί, είχαν επανεπενδυθεί και στη συνέχεια είχαν χαθεί.   Το μόνο πράγμα που φαίνεται να πηγαίνει καλά τώρα, είναι η νέα μου σχέση. Και θα επικεντρωθώ σ’ αυτή, καθώς επίσης και στις ανησυχίες και τις πραγματικές επιθυμίες μου. Προχώρησα πολύ γρήγορα για κάτι που χρειάζονταν χρόνο, με αποτέλεσμα να λυγίσει και να σπάσει.   Πάντα θα “επιστρέφω” σε εκείνο το τέλειο απόγευμα και στα “μαθήματα” που μου προσέφερε. Μαθήματα για τη ζωή και την πορεία μας σ’ αυτή, για την παρουσία, για την ευγνωμοσύνη που θα πρέπει να έχουμε προς τους ανθρώπους και για τον κόσμο γύρω μας για όλα όσα είναι και που μας προσφέρουν. Για όλα αυτά που τα χρήματα δεν μπορούν να αγοράσουν.   Αξία του χαρτοφυλακίου μου στο τέλος Μαΐου 2022: 30.828,39 δολάρια. Οφειλή μου στην εφορία: 82.000 δολάρια. Αρνητική καθαρή θέση: -51.000 δολάρια.   Σημειώσεις *GameStop: how Reddit amateurs took aim at Wall Street’s short-sellers (εδώ) *Human Development Index (HDI) (εδώ) *World population living in extreme poverty, World, 1820 to 2015 (εδώ) *Millennials Are Catching Up in Terms of Generational Wealth (εδώ) *Robinhood Review 2022: An Investing App to Avoid (εδώ) *Options Trading for Beginners (εδώ) *Why happiness is becoming more expensive and out of reach (εδώ) Έχετε κάποιο ερώτημα σχετικά με το παραπάνω άρθρο; Παρακαλούμε, γράψτε μας, εδώ.