EuroCapital: Tο πρόβλημα των τραπεζών σήμερα Tο πρόβλημα των τραπεζών σήμερα ================================================================================ Γιάννης Σιάτρας on 17/03/2023 20:13 Οι τραπεζικές κρίσεις προκαλούνται μετά από χρόνιες ανισορροπίες, εμφανίζονται ξαφνικά,  εξελίσσονται ταχύτατα, λήγουν δύσκολα και αφήνουν πίσω τους ζημιές και θύματα.   Η ιστορία έχει δείξει ότι ποτέ δεν είναι αδικαιολόγητες. Πάντα υπάρχει μια αιτία. Αρκεί να μπορεί αυτή η αιτία, να κλονίσει την εμπιστοσύνη προς το τραπεζικό σύστημα, κάτι που δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να γίνει, ιδιαίτερα εάν υπάρχουν μνήμες από το πρόσφατο παρελθόν.   Δεν υπάρχουν πολλοί ορισμοί για την τραπεζική κρίση. Ίσως επειδή το τί είναι “τραπεζική κρίση”, προσδιορίζεται κυρίως από μία έννοια: Μείωση της εμπιστοσύνης για την ομαλή λειτουργία και τη φερεγγυότητα του τραπεζικού συστήματος. Εμείς καταγράφουμε τον ορισμό που δίνει η Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank) για τον τρόπο εμφάνισης μιας τραπεζικής κρίσης: “Μια (συστημική) τραπεζική κρίση εμφανίζεται όταν πολλές τράπεζες σε μια χώρα αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα φερεγγυότητας ή ρευστότητας ταυτόχρονα—είτε επειδή όλες πλήττονται από το ίδιο εξωτερικό σοκ, είτε επειδή η αποτυχία μιας τράπεζας ή μιας ομάδας τραπεζών εξαπλώνεται σε άλλες τράπεζες του συστήματος.” (δείτε εδώ).   Παρά το ότι οι τραπεζικές κρίσεις ήταν ένα συχνό φαινόμενο κατά τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου, αυτές ήταν σπάνιες μετά τη μεγάλη κρίση της περιόδου 1929 - 1932 (Δείτε το παρακάτω διάγραμμα). Μέχρι το 2008, η διεθνής οικονομία -και η διεθνής κοινότητα, γενικότερα- είχε πολλά χρόνια να βιώσει μια τραπεζική κρίση -ίσως μάλιστα, αυτός να είναι ένας λόγος που οι διαδικασίες ελέγχου είχαν χαλαρώσει και ο τρόπος που προκλήθηκε η μεγάλη κρίση του 2008, αλλά και η αποτυχία των ελεγκτικών αρχών να την προλάβουν, φαίνονται -εκ των υστέρων βέβαια- ως απίστευτα παιδαριώσεις.   (Το διάγραμμα έχει ληφθεί από τη μελέτη “The Great Leveraging” του Alan M. Taylor, που δημοσιεύτηκε το 2012 - δείτε εδώ). Στη Wikipedia, μπορείτε να βρείτε στοιχεία για πολλές από τις τραπεζικές κρίσεις του παρελθόντος (εδώ). Μάλιστα, μπορείτε να διαβάσετε και για το τρέχον περιστατικό, το οποίο έχει ήδη (ορθά ή λάθος δε γνωρίζουμε ακόμη -όμως, η Wikipedia δε συνιστά ένα πεδίο επιστημονικών δημοσιεύσεων) καταχωρηθεί ως “κρίση” (δείτε εδώ). Η κρίση του 2008 και οι διαφορές με τη σημερινή κατάσταση   Υπάρχουν πολύ μεγάλες διαφορές μεταξύ της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008 και του προβλήματος που εμφανίζει ο τραπεζικός τομέας σήμερα.   Στην κρίση του 2008, το πρόβλημα των τραπεζών οφείλονταν στην ανεπάρκεια των ελεγκτικών μηχανισμών να παρακολουθήσουν τα διάφορα σύνθετα τραπεζικά “προϊόντα” που είχαν εμφανιστεί στην τραπεζική αγορά και να αξιολογήσουν τους κινδύνους που θα μπορούσαν αυτά να προκαλέσουν. Έτσι, όταν άρχισαν να δημιουργούνται προβλήματα στο στεγαστικό τομέα των ΗΠΑ και ένας μεγάλος αριθμός δανειοληπτών αδυνατούσε να αποπληρώσει τις υποχρεώσεις του, η “φωτιά” που άναψε, εξαπλώθηκε -μέσω των σύνθετων χρηματοοικονομικών προϊόντων- μέσα στο αμερικανικό τραπεζικό σύστημα και από αυτό, σε όλο το κόσμο. Από το 2008, έχουν υπάρξει πολλές μεταβολές στον έλεγχο και στη λειτουργία των τραπεζών, που διασφαλίζουν (όσο αυτό είναι δυνατό) την κεφαλαιακή επάρκεια των μεγάλων τραπεζών, με στόχο την αποφυγή καταστάσεων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν μία νέα κρίση στο συνολικό τραπεζικό σύστημα, δεδομένου μάλιστα ότι, είναι πολύ εύκολο μια τραπεζική κρίση να “διαχυθεί” προς την υπόλοιπη οικονομία και να προκαλέσει σοβαρότατα προβλήματα στη λειτουργία και την ανάπτυξή της.   Ζούμε μια τραπεζική κρίση σήμερα;   Τα πράγματα εξελίχθηκαν με αστραπιαία ταχύτητα, μέσα σε μόλις μια εβδομάδα. Πάντα πιστεύαμε ότι, επειδή η ζημιά που προκαλεί είναι μεγάλη, μία χρηματοοικονομική κρίση, δε μπορεί να επαναληφθεί σε μικρό διάστημα από την προηγούμενη. Αυτό επειδή, μετά από μία μεγάλη κρίση, το σύστημα ελέγχεται και ρυθμίζεται, έτσι ώστε να εξαλειφθούν οι αστοχίες και οι αδυναμίες του. Αυτό είχε γίνει μετά τη μεγάλη κρίση του 1929, με τη δημιουργία νέου ρυθμιστικού πλαισίου, την ένταξη των κεντρικών τραπεζών στο ελεγκτικό σύστημα και τη δημιουργία οργανισμών που διασφαλίζουν την ομαλή λειτουργία του συστήματος και διασφαλίζουν την εμπιστοσύνη των πολιτών (και γενικότερα των οικονομικών μονάδων) προς αυτό. Το ίδιο είχε γίνει, όπως αναφέραμε και παραπάνω, και μετά την κρίση του 2008. Εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι, τα ίδια λάθη και οι ίδιες αστοχίες δε μπορούν να επαναληφθούν τόσο γρήγορα, σε σχέση με την προηγούμενη μεγάλη κρίση. Και αυτό μας δημιουργεί την ελπίδα ότι, τα σημερινά προβλήματα θα μπορούσαν να ξεπεραστούν γρήγορα και χωρίς πολύ μεγάλες απώλειες ή επιπτώσεις.   Ο τρόπος που κλυδωνίστηκε η Silicon Valley Bank, είναι παράξενος. Η τράπεζα, ειδικευμένη στη χρηματοδότηση νεοφυών επιχειρήσεων, όπως ήταν λογικό, συγκέντρωνε μεγάλο μέρος των καταθέσεων αυτής της επιχειρηματικής κοινότητας. Και καθόσον οι καταθέσεις ήταν πολύ υψηλότερες από τα δάνειά της, αναζήτησε τρόπους για να αξιοποιήσει τα υπερβάλλοντα κεφάλαια που είχε στην κατοχή της. Και αγόρασε μακροπρόθεσμα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου -τα ασφαλέστερα αξιόγραφα στον κόσμο. Εδώ έκανε δύο λάθη: α) αγόρασε μακροπρόθεσμους τίτλους και β) αγόρασε τους τίτλους, σε μία περίοδο που άρχισαν να ανεβαίνουν τα επιτόκια της FED. Της FED που επέμενε ότι ο πληθωρισμός είναι “παροδικός” ή που, τουλάχιστον αρχικά, ισχυρίζονταν ότι η αύξηση των επιτοκίων δεν είναι αναγκαία. Και έτσι, επειδή η τράπεζα ήταν αναγκασμένη να αποτιμά τα ομόλογά της, με βάση την καθημερινή αγοραία τιμή τους, εμφάνισε ζημιές και κρίθηκε ότι χρειάζονταν αύξηση των ιδίων κεφαλαίων της. Όμως, καθώς έγινε γνωστό το πρόβλημα των μεγάλων τοποθετήσεών της σε ομόλογα (κάτι που οι εποπτικές αρχές δεν είχαν επισημάνει), δε μπόρεσε να βρει χρηματοδότες για να αυξήσει τα κεφάλαιά της.   Σήμερα, στο παγκόσμιο σύστημα, υπάρχουν κρατικά ομόλογα (κρατών των οποίων η πιστοληπτική αξιολόγηση βαθμολογείται με πολλά “Α”) που, υπερβαίνουν τα 50 τρισεκατομμύρια δολάρια (και αναφερόμαστε μόνον στα κρατικά ομόλογα). Αν λάβουμε υπόψη το επιτόκιο έκδοσής τους και τη λήξη τους, τότε μπορούμε -χονδρικά, αλλά χωρίς να απέχουμε από την πραγματικότητα- να εκτιμήσουμε ότι, λόγω της αύξησης των επιτοκίων κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο, υπάρχουν μη λογιστικοποιημένες ζημιές (επειδή δεν αποτιμώνται όλα τα ομόλογα με βάση το καθημερινό κλείσιμο της τιμής τους -mark to market) μεγαλύτερες από 4 τρισεκατομμύρια δολάρια. Αυτό σημαίνει ότι η διεθνής οικονομία είναι χρεοκοπημένη; Όχι βέβαια. Απλά, ένα πολύ μεγάλο μέρος από τα ομόλογα αυτά θα διατηρηθούν μέχρι τη λήξη τους και ότι, οι κάτοχοί τους θα έχουν μικρότερα κέρδη. Άλλωστε, ουδείς γνωρίζει τί θα γίνει με τα επιτόκια στα επόμενα χρόνια.   Η περίπτωση της Credit Suisse, μια καθ’ όλα αξιοπρεπής τράπεζα που απευθύνεται στους “πολύ πλούσιους”, είναι ακόμη πιο περίεργη. Η τράπεζα έμπλεξε σε μια σειρά άστοχων επενδυτικών και επιχειρηματικών κινήσεων, επί σειρά ετών (δείτε την επί μακρόν υποχώρηση της τιμής της μετοχής της, εδώ). Οι περιπέτειές της ήταν γνωστές, ήδη από την περίοδο 2020-2021. Και αυτό το πληρώνει, εδώ και πολλούς μήνες, με μείωση της πελατειακής της βάσης, των καταθέσεών της, των εργασιών της και -κυρίως- της φήμης της. Η φήμη είναι το παν για μια τράπεζα. Η τράπεζα δεν αντιμετώπισε πρόβλημα ρευστότητας, όπως αντιμετώπισαν οι αμερικανικές τράπεζες που ταρακούνησαν τις αγορές αυτές τις μέρες. Έπεσε δραματικά η τιμή της μετοχής της, όταν, στις 14 Μαρτίου, η Saudi National Bank, μέτοχος της Credit Suisse, με 10%, ανέφερε ότι δεν πρόκειται να χρηματοδοτήσει περαιτέρω την ελβετική τράπεζα, προβάλλοντας νομικά αίτια γι’ αυτό (ότι δηλαδή η νομοθεσία δεν της επιτρέπει να ξεπεράσει το ποσοστό του 10% στο κεφάλαιο της τράπεζας). Αν δεν είχαν υπάρξει τα περιστατικά της Silicon Valley Bank και άλλων μικρότερων περιφερειακών αμερικανικών τραπεζών, το πρόβλημα δεν θα είχε πάρει διαστάσεις. Όμως, εκείνη τη χρονική στιγμή, η επενδυτική κοινότητα ήταν “υπερευαίσθητη” σε ειδήσεις που είχαν να κάνουν με τον τραπεζικό κλάδο. Σημειώνουμε ότι η Credit Suisse, παρά τα προβλήματά της, δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα ρευστότητας, εξακολουθεί να δίνει μέρισμα, μέχρι και σήμερα (δείτε εδώ), ενώ, το άνοιγμα γραμμής χρηματοδότησης μέχρι 50 δισεκατομμύρια ελβετικών φράγκων, από την κεντρική τράπεζα της Ελβετίας, έγινε περισσότερο για λόγους εντυπώσεων και ανάκτησης της εμπιστοσύνης, παρά ουσίας.   Δε ζούμε μία τραπεζική κρίση. Τουλάχιστον ακόμη. Τα προβλήματα του 2023, δείχνουν να είναι ασήμαντα μπροστά στα προβλήματα του 2008. Όμως, ο τραπεζικός τομέας, είναι τόσο ευαίσθητος, ώστε ουδείς να αποκλείσει ότι μπορεί να ζήσουμε μία πραγματική τραπεζική κρίση. Το βλέπετε στις ειδήσεις όπου “ειδικοί” συζητούν για το εάν είναι τα χρήματά μας ασφαλή στις τράπεζες (και ο ελληνικός λαός έχει μία πολύ πρόσφατη εμπειρία κρίσης εμπιστοσύνης προς το τραπεζικό σύστημα, αλλά και μνήμες για το τί συνέβη στην Κύπρο, ακριβώς πριν από 10 χρόνια, τέτοιες μέρες). Αν οι συζητήσεις αυτές πυκνώσουν και αν το ίδιο γίνει σε όλες τις χώρες της Ευρώπης και αν κάποιοι λαοπλάνοι πολιτικοί θελήσουν να εκμεταλλευτούν την υπάρχουσα συγκυρία για να πετύχουν πολιτικά οφέλη ή οφέλη φήμης (όπως κάποιος “αντισυστημικός” αρχηγός κόμματος, έχει πάρει σβάρνα τα κανάλια και διασπείρει φήμες για τη φερεγγυότητα των τραπεζών), τότε, ναι, μπορεί να έχουμε τραπεζική κρίση.   Τί γίνεται σήμερα;   Οι καθημερινές διακυμάνσεις των χρηματιστηριακών δεικτών, δείχνουν ότι οι αγορές έχουν μπερδευτεί. Κατά τα φαινόμενα, αρχίζει να δημιουργείται πρόβλημα εμπιστοσύνης προς το τραπεζικό σύστημα. Αν το πρόβλημα είναι πραγματικό ή όχι, δε γνωρίζουμε ακόμη. Κατά την άποψή μας, δεν είναι. Όμως, αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία.   Το ζητούμενο είναι να κρατηθούν οι τιμές στα Χρηματιστήρια. Εάν υποχωρήσουν, το πρόβλημα μπορεί να ξεφύγει. Μέχρι στιγμής, στις περισσότερες χρηματιστηριακές αγορές  (στην Ελλάδα και σε όλο το κόσμο), οι ευρύτεροι κλάδοι, δηλαδή, πέραν του κλάδου των τραπεζών κινήθηκαν, πτωτικά μεν, αλλά χωρίς πανικό. Για να συνεχίσουν να κινούνται έτσι, θα πρέπει να σταματήσει η εμφάνιση νέων προβλημάτων στον τραπεζικό κλάδο. Αν αυτό δε γίνει και υπάρξουν και άλλα “μεμονωμένα” περιστατικά, το πρόβλημα θα εξαπλωθεί στο σύνολο των χρηματιστηριακών αγορών και δεικτών. Και δε θα είναι μακριά, η εξάπλωση του προβλήματος στις ευρύτερες οικονομίες.   Το τί θα γίνει τελικά, θα μας το δείξουν οι αγορές. Το πρόβλημα είναι ότι δε μπορούν να το δείξουν άμεσα. Αν τελικά ξεπεραστεί το σημερινό πρόβλημα εμπιστοσύνης προς τον τραπεζικό κλάδο, θα απαιτηθεί διάστημα αρκετών εβδομάδων. Βέβαια, στο διάστημα αυτό θα απαιτηθεί και μεγάλο έργο από το διεθνές πολιτικό σύστημα, τις κεντρικές τράπεζες και τις ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές.   Το “κτύπημα” των τελευταίων ημερών στις χρηματιστηριακές αγορές, ήταν σοβαρό. Θα επιδράσει στην πορεία τους για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Φοβούμαστε μάλιστα ότι, η Ελλάδα, μαζί με άλλες μεσογειακές χώρες, ως “αδύναμοι κρίκοι” στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, θα απολέσουν μικρό ή μεγάλο μέρος από το πλεονέκτημα των υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης που εμφάνισαν κατά το 2022 και που αναμένεται να εμφανίσουν κατά το 2023 ή και στα επόμενα χρόνια. Το “στοίχημα” της ανάπτυξης ή και το “στοίχημα” του Χρηματιστηρίου, δεν έχουν ακόμη χαθεί, όμως, βρίσκονται πλέον σε κίνδυνο.     Όμως, αυτές είναι κάποιες πρώτες σκέψεις. Το ζήτημα που δημιουργήθηκε -δε μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε ακόμη ως “κρίση”- είναι ακόμη σε εξέλιξη. Θα περιμένουμε να δούμε τις επόμενες φάσεις του.   Θα επανέλθουμε με περισσότερα σχόλια, στις συνδρομητικές μας σελίδες, την Κυριακή το μεσημέρι.   Γιάννης Σιάτρας