EuroCapital: Η άνοδος της τιμής του χρυσού και οι ανακατατάξεις στη διεθνή οικονομία Η άνοδος της τιμής του χρυσού και οι ανακατατάξεις στη διεθνή οικονομία ================================================================================ Γιάννης Σιάτρας on 04/10/2010 11:04 Επί αρκετούς μήνες τώρα, επισημαίνουμε τα “περίεργα” -και συχνά αντιφατικά- φαινόμενα που παρατηρούνται στις διεθνείς αγορές μετοχών, νομισμάτων και εμπορευμάτων, φαινόμενα τα οποία, σε πολλές περιπτώσεις είναι πρωτόγνωρα και συχνά, χωρίς εμφανή εξήγηση. Και όλα αυτά, συμβαίνουν σε μία φάση έντονης διαφοροποίησης στην πορεία ανάπτυξης ανάμεσα στις διάφορες οικονομίες, ή ομάδες οικονομιών. Εκτιμώ ότι ένα από τα παράδοξα φαινόμενα των τελευταίων 12 μηνών, είναι η άνοδος της τιμής του χρυσού, σε μία περίοδο κατά την οποία ο πληθωρισμός δεν αποτελεί απειλή για τη διεθνή οικονομία και ενώ τα επιτόκια παραμένουν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Όταν, στα τέλη του περασμένου έτους η τιμή του χρυσού ξεκίνησε το “ράλυ” του, πολλοί πρόβλεψαν μία περίοδο επανόδου του πληθωρισμού στη διεθνή οικονομία, αφού έχει αποδειχθεί από το παρελθόν, ότι η τιμή του χρυσού αποτελεί ένα από τα καλύτερα βαρόμετρα της εξέλιξης των πληθωριστικών πιέσεων σε παγκόσμιο επίπεδο. Όμως, θα ήταν πολύ δύσκολο να αναπτυχθούν πληθωριστικές πιέσεις μετά από μία κρίση χρέους όπως αυτή που αντιμετώπισαν -και που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν- οι αναπτυγμένες οικονομίες στα προηγούμενα χρόνια. Ο χρυσός δεν ανεβαίνει λόγω αυξημένων πληθωριστικών προσδοκιών. Ο χρυσός ανεβαίνει λόγω της αναταραχής και των ανακατατάξεων που ήδη σημειώνονται στο παγκόσμιο νομισματικό σύστημα και της ανατροπής της σχέσης των νομισμάτων των αναπτυγμένων και των αναπτυσσόμενων οικονομιών. Η τιμή του χρυσού αποτιμάται σε δολάρια. Μπορεί μεν το δολάριο να διατηρεί μία -σχετικά- σταθερή διακύμανση με το ευρώ, το γιέν και τη στερλίνα, όμως υποχωρεί διαρκώς σε σχέση με τα νομίσματα των αναπτυσσόμενων οικονομιών. Και καθώς οι χρηματιστηριακές αγορές της “Δύσης” δείχνουν να βρίσκονται σε μία μακρά “σκοτεινή περίοδο”, πολλοί επενδυτές βλέπουν τον χρυσό ως το μόνο (νομισματικό) “καταφύγιο” απέναντι στη διαχρονική υποτίμηση των νομισμάτων τους. Κατά τα φαινόμενα, λύση στο πρόβλημα της υπερχρέωσης των αναπτυγμένων χωρών, μέσα σε ένα περιβάλλον διαχρονικής απώλειας της ανταγωνιστικότητάς τους και μεριδίων στην παγκόσμια αγορά, δεν είναι δυνατό να υπάρξει. Στο παρελθόν, έχουμε σε αρκετές περιπτώσεις εξηγήσει το πώς, το πρόβλημα της υπερχρέωσης των ιδιωτών (μεγάλο μέρος των ιδιωτών στις αναπτυγμένες χώρες ζούσαν πάνω από τα όρια των οικονομικών τους δυνατοτήτων), στα έτη 2006-2008 μεταφέρθηκε στις τράπεζες. Τα κράτη, μέσα από τα “προγράμματα στήριξης” έσπευσαν να διασώσουν τις τράπεζες, για να διασώσουν την ίδια την υπόστασή τους. Σήμερα, είμαστε στη φάση της διαδικασίας που τα κράτη απευθύνονται στις Κεντρικές Τράπεζες για βοήθεια και για σωτηρία. Και μη έχοντας άλλες επιλογές, οι Κεντρικές Τράπεζες σπεύδουν να βοηθήσουν τα κράτη. Την αρχή έκανε η FED με τις αδιάκοπες παροχές πιστώσεων και τη συνεχή δημιουργία νέου χρήματος, για να καλύψει τα τεράστια ελλείμματα των ΗΠΑ που ενισχύθηκαν με τα προγράμματα “στήριξης της οικονομίας” που εφάρμοσε αρχικά ο κ. Bush και που συνέχισε ο κ. Obama. Στη συνέχεια, τη σκυτάλη πήρε το σύνολο σχεδόν των αναπτυγμένων οικονομιών, μία πρακτική που μάλιστα ενθαρρύνθηκε και από τις συναντήσεις του G-20. Οι προσπάθειες μείωσης των ελλειμμάτων που -υπό την πίεση των κεντρικών τους τραπεζών- καταφεύγουν σήμερα τα υπερχρεωμένα κράτη, θα βελτιώσουν οριακά την κατάσταση, θα παρατείνουν τη “ζωή” τους και θα απομακρύνουν την κατάρρευση, αλλά δε θα μπορέσουν βεβαίως να λύσουν το πρόβλημα. Καθώς πιέζονται από μία κατάσταση εξαιρετικά άνισων δημογραφικών -σε σχέση με τα αναπτυσσόμενα κράτη- και μεγάλης διαφοράς στην ανταγωνιστικότητα, οι κρατικές τους δαπάνες θα είναι πάντα υψηλές, το κοινωνικό τους κράτος θα απορροφά τεράστιους πόρους και τα εμπορικά τους ισοζύγια -σε σχέση με τις αναπτυσσόμενες χώρες- θα είναι πάντα ελλειμματικά. Όμως, οι κοινωνίες και τα κράτη δε μπορούν να καταρρεύσουν. Και, αντίθετα από την εικόνα που έδινε ο διεθνής Τύπος κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους, δε θα καταρρεύσουν βέβαια, ούτε και θα διαλυθούν. Η λύση ήδη δίνεται μέσα από τις αγορές. Η φυσική εξέλιξη της σημερινής κατάστασης είναι η διαδικασία υποτίμησης των νομισμάτων των αναπτυγμένων χωρών, σε σχέση με τα νομίσματα των αναπτυσσόμενων. Τα νομίσματα των χωρών αυτών, ήδη βρίσκονται στα υψηλότερα σημεία, ή κοντά στα υψηλότερα, σε σχέση με το δολάριο και τα άλλα κύρια νομίσματα του κόσμου (μία “απλοϊκή” εξήγηση στο φαινόμενο αυτό είναι ότι τα νομίσματα των αναπτυσσόμενων χωρών αυξάνονται, λόγω της αύξησης της ζήτησης που προκαλεί η αύξηση των εξαγωγών τους, τα πλεονασματικά εμπορικά ισοζύγια και η ζήτηση του νομίσματός τους από εμπόρους, επενδυτές και κερδοσκόπους). Η τάση αυτή θα συνεχίζεται για μεγάλο, πολύ μεγάλο ακόμη διάστημα. Μέσα από τη διαδικασία αυτή, η οποία γίνεται πιο γρήγορη όσο πιο “αδύναμα” είναι τα νομίσματα των αναπτυσσόμενων χωρών, δηλαδή, όσο πιο “προβληματικά” είναι τα εμπορικά τους ισοζύγια και τα δημόσια οικονομικά τους, αυξάνεται ο πληθωρισμός στις αναπτυσσόμενες χώρες και παράλληλα μειώνεται η ανταγωνιστικότητά τους. Είναι μία διαδικασία εξαιρετικά μακροχρόνια. Όμως, έτσι κινούνται τα μακροοικονομικά μεγέθη. Με μακροχρόνιες τάσεις. Αλλά είναι η μόνη εξισορροπητική διαδικασία που μπορεί να υπάρξει στο σημερινό μεταλλασσόμενο οικονομικό περιβάλλον. Από επενδυτικής απόψεως, οι εξελίξεις αυτές δημιουργούν μία άλλη κατάσταση και επιβάλλουν μια διαφορετική στρατηγική. Μία στρατηγική όπου οι επενδύσεις στις αναπτυσσόμενες χρηματιστηριακές αγορές θα προσδώσουν μακροχρόνια κεφαλαιακή άνοδο στα Χαρτοφυλάκια, ενώ οι επενδύσεις σε χρυσό, θα βοηθήσουν στην αποφυγή απωλειών από την εξασθένιση των νομισμάτων των αναπτυσσόμενων χωρών. Και εάν κάποιοι νομίζουν ότι “ήδη είναι αργά” για να επενδύσουν σε αναπτυσσόμενες αγορές ή ότι το “τραίνο έχει πλέον φύγει”, κάνουν λάθος. Η διαδικασία μεταβίβασης πόρων και πλούτου από τις αναπτυγμένες στις αναπτυσσόμενες οικονομίες έχει βέβαια αρχίσει εδώ και αρκετά χρόνια, όμως η διάρκεια της διαδικασίας αυτής θα διαρκέσει αρκετές δεκαετίες. Άλλωστε, σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχουν και πολλές άλλες -επενδυτικές- λύσεις...