Η διαχρονική αξία του μερίσματος στον δείκτη S&P 500

07 Ιανουαρίου 2020, 06:40 | Χ&Α - 212

Η διαχρονική αξία του μερίσματος στον δείκτη S&P 500

Καθώς ο δείκτης S&P-500 πέτυχε 34 νέα ιστορικά ανώτερα ρεκόρ κατά το έτος 2019 και βρέθηκε πάνω από τις 3.200 μονάδες πετυχαίνοντας μία ετήσια απόδοση κατά 28,8% (μία από τις καλύτερες στην ιστορία του), αναφέρεται ότι η άνοδος αυτή οφείλεται σε στους υψηλούς ρυθμούς αύξησης των εσόδων, των κερδών και των μερισμάτων των εισηγμένων εταιριών, όχι μόνον κατά το 2019, αλλά καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας. Κατά το διάστημα αυτό, τα συνολικά έσοδα, τα κέρδη και τα μερίσματα των εταιριών του δείκτη S&P-500 αυξήθηκαν κατά 33%, 240% και 101%, ενώ η κεφαλαιοποίησή του αυξήθηκε κατά 356,1% (διάγραμμα 1). Πρόκειται για τους καλύτερους ρυθμούς αύξησης, σε επίπεδο δεκαετίας, στην ιστορία της Wall Street. Και αυτό, παρά τη μείωση των κερδών που σημειώθηκε κατά το 2019, αφού μέχρι και το τρίτο τρίμηνο του 2019, οι μεν συνολικές πωλήσεις (των εταιριών του S&P-500) ήταν αυξημένες κατά 2,4%, τα συνολικά κέρδη υποχώρησαν κατά 2,8%. Βεβαίως, η πτώση οφείλεται σε “τεχνικούς” λόγους, αφού συγκρίνονται με τα κέρδη του 2018, τα οποία είναι “αφύσικα” αυξημένα, λόγω των φορολογικών ελαφρύνσεων που εισήγαγε ο Πρόεδρος Τραμπ.

Σε κάθε περίπτωση, τα συνολικά μερίσματα των εταιριών του S&P, είναι -κατά το 2019- αυξημένα κατά 5,8%, σε σχέση με το 2018 και φθάνουν στο εντυπωσιακό ποσό των 504 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

 

Όμως, η εξέλιξη των μερισμάτων μέσα στο χρόνο, δίνει μερικά πολύ θετικά και αισιόδοξα στοιχεία:

 

- Από το 1946, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των μερισμάτων φθάνει κοντά στο 6,0%.

- Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, η μέση μερισματική απόδοση για τις μετοχές του δείκτη S&P κινείται κοντά στο 2,0%.

- Ένα χαρτοφυλάκιο μετοχών που είχε αγοραστεί κατά το 1970, σήμερα πετυχαίνει μερισματική απόδοση (σε σχέση με τις τιμές αγοράς του) την ασύλληπτη απόδοση του 66%. Αν είχε αγοραστεί το 1980, η μερισματική απόδοση φτάνει στο 43%. Αν είχε αγοραστεί στο 1990, φθάνει στο 17% και τέλος, αν είχε αγοραστεί στο έτος 2000, φθάνει στο 4%. Οι αποδόσεις αυτές βασίζονται στην υπόθεση ότι ο κάτοχος του χαρτοφυλακίου κάθε χρόνο επανεπενδύει τα έσοδα των μερισμάτων στις ίδιες μετοχές που κατέχει.

 

Μία τέτοια  υπόθεση, μπορεί -σε έναν έλληνα ιδιώτη- να φαντάζει ως εξωπραγματική, όμως στις ΗΠΑ, είναι πολύ συνηθισμένη στα χιλιάδες κρατικά ή ιδιωτικά ιδρύματα τα οποία επενδύουν τα διαθέσιμά τους σε μετοχές. Σε κάθε περίπτωση, η έρευνα αυτή που πραγματοποιήθηκε από το τμήμα αναλύσεων του οίκου επενδυτικής ανάλυσης του Ed Yardeni, δείχνει τη μακροχρόνια σημασία των μερισμάτων σε μία χρηματιστηριακή αγορά.

Επιστροφή στα περιεχόμενα
Δείτε τους συνδέσμους για παλαιότερα τεύχη (εδώ
Δείτε την ύλη των παλαιότερων τευχών (εδώ)