Το θέμα

11 Μαϊου 2020, 14:25 | Χ&Α - 216

Το θέμα

Τι συμβαίνει στις αγορές;

Ισορροπία σε ένα επικίνδυνο περιβάλλον

Για τις αμερικανικές αγορές -τις κυρίαρχες στον κόσμο- ο Απρίλιος ήταν ο καλύτερος μήνας των τελευταίων 33 ετών (εδώ). Για την αμερικανική οικονομία όμως, ήταν ο χειρότερος μήνας από τότε που τηρούνται στατιστικά στοιχεία. Πώς είναι δυνατό να συμβαίνει αυτό; Η ανοδική κίνηση του Απριλίου δεν ήταν απλά μία “αναπήδηση” λόγω της μεγάλης πτώσης του Μαρτίου. Ποτέ στη -χρηματιστηριακή- ιστορία δεν υπήρξαν τόσο μεγάλες αναπηδήσεις (από την υψηλότερη τιμή του Φεβρουαρίου, έως τη χαμηλότερη του Μαρτίου, ο δείκτης S&P κατέγραψε πτώση 35,5% - από τη χαμηλότερη τιμή του Μαρτίου, έως την υψηλότερη τιμή του Μαΐου, κατέγραψε άνοδο 33,9%). Συνήθως, μετά από μία τόσο μεγάλη πτώση, υπάρχει μία αναπήδηση, αλλά πολύ μικρότερου μεγέθους. Βεβαίως, η ίδια ιστορία μας λέει επίσης ότι, μετά από τόσο μεγάλες πτώσεις -όπως αυτή του Φεβρουαρίου και του Μαρτίου- παρά τις αναπηδήσεις που θα μπορούσαν να συμβούν, η συνέχεια δεν είναι τόσο “ρόδινη”. Όμως, αυτό μένει να αποδειχθεί. Ποιός ξέρει; Αυτή τη φορά, ίσως να πράγματα να είναι διαφορετικά. Ή, έτσι πιστεύουν μερικοί.

Οι αγορές κοιτούν πάντα προς τα μπρος, προς το μέλλον. Τα χθεσινά νέα, είναι παλιά νέα. Αυτό που ενδιαφέρει είναι το μέλλον. Έτσι είδαν και στην τελευταία μεγάλη κρίση, του 2008. Το Νοέμβριο του 2009, μόλις 12 μήνες μετά από τη μεγάλη καταστροφή του φθινοπώρου του 2008, ο δείκτης S&P είχε καταγράψει άνοδο κατά 53%. Και όμως, οι οικονομικοί δείκτες έδειχναν ότι, για την ίδια περίοδο, η οικονομία είχε αναπτυχθεί με μόλις 1%. Παρ’ όλα αυτά, οι αγορές “έβλεπαν” ότι ακολουθούν χρόνια με υψηλή ανάπτυξη. Και αποδείχθηκε ότι είχαν προβλέψει σωστά.

Γιατί κινήθηκαν έτσι οι αγορές τον Απρίλιο; Ο καταλύτης της ανόδου ήταν η είδηση που κυκλοφόρησε στις 23 Μαρτίου, ότι η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (FED) θα προχωρούσε σε αγορές εταιρικών ομολόγων, μία κίνηση που θα βοηθούσε τις εταιρίες να χρηματοδοτήσουν τα χρέη τους που συσσωρεύονταν επικίνδυνα. Εκείνη τη στιγμή, οι επενδυτές γύρισαν τον διακόπτη από τον “πανικό” στην “αισιοδοξία”. Και τα πάντα άλλαξαν.

Η παρέμβαση της FED, δεν διαβεβαίωσε απλά τις εταιρίες ότι δε θα αφεθούν να χρεοκοπήσουν επειδή βρέθηκαν μέσα σε μια κρίση, που ήρθε ξαφνικά χωρίς να ευθύνονται οι ίδιες. Ταυτόχρονα, όχι μόνον εξαφάνισε κάθε φόβο έλλειψης ρευστότητας από το χρηματοοικονομικό σύστημα, αλλά το πλημμύρισε με κεφάλαια. Και από τη μία στιγμή στην άλλη, τρισεκατομμύρια δολαρίων σε όλο το κόσμο -επειδή προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν όλες οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες- έψαχναν να βρουν μία ικανοποιητική υποσχόμενη απόδοση για να τοποθετηθούν. Τέτοιες -ικανοποιητικές- αποδόσεις, οι αγορές ομολόγων δε τις δίνουν πλέον. Μπορούσαν να τις δώσουν μόνον οι μετοχές. Οι οποίες κατά τις προηγούμενες εβδομάδες είχαν δεχθεί ένα ανελέητο σφυροκόπημα και οι τιμές τους είχαν υποχωρήσει στα χαμηλότερα επίπεδα αρκετών ετών.

Θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι, η πορεία μιας χρηματιστηριακής αγοράς δεν εξαρτάται πάντα από την πορεία των θεμελιωδών μεγεθών μιας οικονομίας ή των εταιριών που διαπραγματεύονται σ’ αυτές. Τα στοιχεία αυτά συνιστούν έναν σημαντικό προσδιοριστικό παράγοντα για την πορεία μιας αγοράς (ή μιας μετοχής). Όμως, δεν αρκούν. Για να ανέβει μία χρηματιστηριακή αγορά (ή και μία μετοχή) πρέπει να υπάρχει και η απαραίτητη ρευστότητα. Χωρίς αυτήν, τίποτα δεν κινείται. Και η λογική ότι, τα καλά θεμελιώδη μεγέθη θα έλξουν την ρευστότητα, είναι υπεραπλουστευμένη και δεν ισχύει πάντα. Για το λόγο αυτό, η κεντρική τράπεζα μιας χώρας, πρέπει απαραίτητα να είναι και φίλος του επενδυτή.

Η ίδια αντίδραση των αγορών των ΗΠΑ, σημειώθηκε σε όλο το κόσμο. Οι διακυμάνσεις των δεικτών, από τις χαμηλότερες τιμές του Φεβρουαρίου, έως τις υψηλότερες τιμές του Μαΐου -μέχρι την 8/5/2020- είναι εξαιρετικά μεγάλες και μοναδικές στη χρηματιστηριακή ιστορία. Στην Ιαπωνία, η πτώση (του Φεβρουαρίου και του Μαρτίου) έφθασε στο -32,3%. Η ανάκαμψη που ακολούθησε (του Απριλίου και του Μαΐου) ήταν +25,3%. Στη Γερμανία, η πτώση ήταν -40,3% και η ανάκαμψη +36,4%. Στην Αγγλία, η πτώση έφθασε στο -35,9% και η ανάκαμψη στο +27,2%. Στη χρηματιστηριακή αγορά της Αθήνας, η πτώση (από την υψηλότερη τιμή του Ιανουαρίου) έφθασε στο -48,8% και η ανάκαμψη (από τον Φεβρουάριο μέχρι την  υψηλότερη τιμή του Απριλίου) στο +37,3%.

Όμως, τί κοιτούν σήμερα οι αγορές και τί βλέπουν για το μέλλον, που τις καθιστά τόσο αισιόδοξες; Όπως αναφέραμε, δύο είναι οι “βασικές και αναγκαίες” συνθήκες για να κινηθεί ανοδικά μία χρηματιστηριακή αγορά ή μία μετοχή: τα θετικά θεμελιώδη μεγέθη και η απαραίτητη ρευστότητα. Σήμερα, έχει διασφαλιστεί μόνον η ρευστότητα -και αυτή άγνωστο μέχρι πόσο ή μέχρι πότε. Δεν έχουν ακόμη διασφαλιστεί τα “θετικά θεμελιώδη”. Και η διασφάλισή τους φαίνεται κάπως δύσκολη.

Ένα μεγάλο πρόβλημα εμφανίζεται στην πορεία των εταιριών και στα κέρδη. Μπορεί να επέστρεψαν οι αγορές σε υψηλά επίπεδα αποτιμήσεων, όμως, δεν επέστρεψαν και οι προβλέψεις των διοικήσεων των εταιριών και των αναλυτών, για την εξέλιξη της κερδοφορίας στα ίδια υψηλά επίπεδα που ίσχυαν πριν από τον Μάρτιο. Διστακτικά στην αρχή, αλλά επιθετικά στη συνέχεια, διοικήσεις και αναλυτές ανέφεραν σημαντικά μειωμένες προβλέψεις για το 2020 -και σε πολλές περιπτώσεις και για το 2021- (δείτε στη σελίδα ...) και επιφυλάχθηκαν να αναθεωρήσουν περαιτέρω τις προβλέψεις τους, μόλις αρχίζει να αποσαφηνίζεται η εξέλιξη της πανδημίας. Η μείωση των προβλεπόμενων κερδών για το 2020, καθιστά σήμερα τις μετοχές πιο ακριβές απ’ ότι ήταν πριν από μερικούς μήνες. Και αυτό είναι ένα πρόβλημα, το οποίο -βεβαίως- αντιλαμβάνονται οι επενδυτές, πλην όμως δεν έχουν ακόμη αντιμετωπίσει.

Ένα άλλο πρόβλημα, το οποίο συνδέεται με το παραπάνω -και το προκαλεί- είναι η πορεία των οικονομιών. Πέραν από την κατάρρευση (-4,8%) του ΑΕΠ κατά το α’ τρίμηνο στις ΗΠΑ (εδώ) και τη δραματική εξέλιξη της ανεργίας (-14.7%), ουδέν άλλο είναι επισήμως γνωστό (οι στατιστικές υπηρεσίες της ΕΕ δεν έχουν ακόμη δημοσιεύσει στοιχεία). Όμως, ήδη γνωρίζουμε ότι το 2020 θα είναι ένα από τα χειρότερα έτη στην ιστορία για τις οικονομίες των περισσότερων κρατών. Πολλοί εκτιμούν ότι και το 2021 επίσης θα είναι ένα οικονομικά άσχημο έτος. Άλλοι υποστηρίζουν το αντίθετο. Μέχρι στιγμής, ουδείς γνωρίζει και ουδείς μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα και τεκμηριωμένα.

Ακόμη περισσότερο, ουδείς γνωρίζει το μέγεθος της υγειονομικής κρίσης, αλλά και το εάν θα υπάρξουν άλλα κύματα της πανδημίας ή, εάν υπάρξουν, πόσο βαριά θα είναι αυτά και τί επιδράσεις θα προκαλέσουν τότε στις οικονομίες. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι, στις περισσότερες χώρες, το πρώτο κύμα κορυφώθηκε και ότι σταδιακά εξαντλείται. Γνωρίζουμε επίσης ότι, αν υπάρξει δεύτερο κύμα και αν ληφθούν αναλογικά μέτρα όπως και στο πρώτο, θα πρόκειται για τη χαριστική βολή στις οικονομίες του πλανήτη. Και η αντίδραση των κεντρικών τραπεζών δε θα βοηθήσει σημαντικά, αφού πλέον το πρόβλημα των εταιριών και των οικονομιών, δε θα είναι πλέον συγκυριακό, αλλά θα έχει μετατραπεί σε δομικό.

Αυτές είναι, τρεις από τις -πολλές- αβεβαιότητες που πλανώνται σήμερα σε όλο το κόσμο. Παράλληλα, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας -προς το παρόν- παραμένουν τα προβλήματα που απασχολούσαν τη διεθνή οικονομία, αλλά και την κάθε οικονομία ξεχωριστά, μέχρι σήμερα. Καθώς και άλλα που θα αναδειχθούν με αφορμή την πανδημία. Η νέα ένταση που θα προκύψει στις σχέσεις ΗΠΑ - Κίνας, η αναδιάταξη των αλυσίδων εφοδιασμού σε παγκόσμια κλίμακα, η περαιτέρω -εκούσια- απομόνωση των ΗΠΑ είναι μερικά μόνο, από τα πολλά ζητήματα που αναμένεται να έρθουν στην επιφάνεια.

Η πορεία των αγορών, δε θα είναι εύκολη. Το περιβάλλον είναι εξαιρετικά επικίνδυνο, όχι απλά επειδή το μέλλον θα είναι αρνητικό, αλλά επειδή δε γνωρίζουμε πόσο αρνητικό μπορεί να είναι. Και όσο και αν η πραγματικότητα καλύπτεται σήμερα από την υπερβολική ρευστότητα του συστήματος, κάποια στιγμή μπορεί να βγει στην επιφάνεια. Και αυτό που θα δούμε, μάλλον θα είναι άσχημο.

 

Επιστροφή στα περιεχόμενα
Δείτε τους συνδέσμους για παλαιότερα τεύχη (εδώ)
Δείτε την ύλη των παλαιότερων τευχών (εδώ)