Αγώνας επιβίωσης: Το τραπεζικό σύστημα, στην πρόκληση της πανδημίας
12 Ιουνίου 2020, 09:05 | Χ&Α - 217
Μία από τις μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις της περιόδου αυτής είναι η αποφυγή της περαιτέρω επιδείνωσης της κατάστασης του -ήδη βαρύτατα τραυματισμένου- τραπεζικού τομέα και η παράλληλη τοποθέτηση μιας ομπρέλας προστασίας πάνω από τα αδύναμα μέλη της κοινωνίας που, έχοντας βρεθεί σε μία δυσχερή εργασιακή κατάσταση, αντιμετωπίζουν νέα προβλήματα υπερχρέωσης. Εάν σήμερα δεν υπήρχε η πραγματικά τεράστιου μεγέθους βοήθεια που λαμβάνει το ελληνικό Κράτος από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η ελληνική κοινωνία θα είχε καταρρεύσει, ενώ η οικονομία θα μαστίζονταν από μία πρωτοφανούς μεγέθους κρίση.
Πρόκειται για μία ατυχή συγκυρία για τις ελληνικές τράπεζες. Πριν ολοκληρωθεί η τιτάνια προσπάθεια εξόδου τους από τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία τους, έρχεται μία άλλη “καταιγίδα”, η οποία προκαλεί κινδύνους και απειλεί για τη δημιουργία μίας νέας γενιάς “κόκκινων δανείων” και ανατροπή κάθε σχεδιασμού που είχε υπάρξει μέχρι σήμερα για την αντιμετώπιση των επισφαλειών που συσσωρεύτηκαν κατά την προηγούμενη δεκαετία.
Ουδείς γνωρίζει ποιά ακριβώς θα είναι τα αποτελέσματα αυτής της νέας αρνητικής συγκυρίας, καθώς ουδείς ακόμη γνωρίζει το μέγεθος των επισφαλειών που θα δημιουργηθούν. Αυτά που όμως είναι γνωστά και τα οποία θα παίξουν ουσιαστικό ρόλο στην εξέλιξη του ζητήματος είναι ότι: α) Με ευρωπαϊκά κεφάλαια, η κυβέρνηση δεσμεύεται να καλύψει τις περιπτώσεις αδυναμίας πολιτών, συγκεκριμένων κατηγοριών, στην αδυναμία τους κάλυψης των υποχρεώσεών τους προς τις τράπεζες. β) Τίθεται η εγγύηση του δημοσίου σε μεγάλο ποσοστό των νέων δανείων που θα δοθούν από τις τράπεζες προς φυσικά και νομικά πρόσωπα που επλήγησαν από την πανδημία. γ) Υπάρχει μία ομολογημένη και αντικειμενική αδυναμία του ελληνικού δημοσίου να σηκώσει το βάρος μίας ακόμη ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών.
Αυτό είναι, κατά την άποψή μας, το πλαίσιο μέσα στο οποίο προσπαθούν σήμερα, κυβέρνηση και τραπεζικό σύστημα, υπό το βλέμμα των ευρωπαϊκών θεσμών, να εξισορροπήσουν μέσα στην αιφνίδια οικονομική ύφεση και στις προκλήσεις που αυτή δημιούργησε. Εκτίμησή μας είναι ότι, αφ’ ενός μεν έχει απομακρυνθεί ο κίνδυνος μίας νέας εθνικοποίησης του τραπεζικού συστήματος, ενώ οι απώλειες που θα υπάρξουν λόγω της πανδημίας και της ευρύτερης ύφεσης, θα είναι μεν σημαντικές, αλλά αντιμετωπίσιμες. Η επαναλειτουργία των τραπεζών στον κανονικό τους ρόλο και την κανονική τους βάση, αναγκαστικά μετατίθεται κατά ένα χρονικό διάστημα, αλλά το τραπεζικό σύστημα δεν θα καταστραφεί και δεν θα καταπέσει.
Σε μετοχικό επίπεδο, οι παραπάνω εκτιμήσεις σημαίνουν ότι, αιτιολογημένα σημειώθηκε η κατάρρευση της τιμής των τραπεζικών μετοχών, πλην όμως, αυτές σταδιακά μπορούν να ανακάμψουν και, με δεδομένο ότι θα υπάρξουν αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου εντός των επομένων 12 μηνών, εντός της επόμενης διετίας, θα μπορέσουν να πλησιάσουν τα επίπεδα στα οποία βρίσκονταν το Νοέμβριο του 2019. Είναι μία καθυστέρηση, ή καλύτερα, μία αρνητική εξέλιξη, αλλά δεν προβλέπεται να είναι καταστροφική.
Το θετικό για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι ότι, δεν είναι το μόνο που αντιμετωπίζει πρόβλημα κεφαλαίων. Ίσως αντιμετωπίζει το βαρύτερο πρόβλημα, όμως παρόμοια προβλήματα έχουν ανακύψει και σε άλλες χώρες. Αυτό σημαίνει ότι η λύση που θα υπάρξει θα είναι “ευρωπαϊκή” και κοινή και για το λόγο αυτό δεν θα πρέπει να αναμένονται ακραίες λύσεις του τύπου των ανακεφαλαιοποιήσεων. Ήδη γίνονται συζητήσεις και διεργασίες προς την κατεύθυνση αυτή.
Οι τράπεζες, θα χρειαστούν νέα κεφάλαια -αυτό είναι κάτι που αναφέρουμε ήδη από τα τέλη του 2018- πλην όμως θα πρόκειται για κεφάλαια που θα βοηθήσουν στη λειτουργική ανάπτυξή τους και όχι κεφάλαια που θα χρησιμοποιηθούν σε μία ακόμη ανακεφαλαιοποίηση. Και ήδη, η Εθνική Τράπεζα, πρώτη κινείται προς την κατεύθυνση αυτή -μια κίνηση που όμως “τρόμαξε” την επενδυτική αγορά, αλλά μάλλον κακώς υπήρξε αυτή η αντιμετώπιση. Η Εθνική παίρνει κάνει μία προληπτική κίνηση για να αντιμετωπίσει ένα ζήτημα που είναι βέβαιο ότι θα εμφανιστεί. Εκτιμούμε ότι προς την ίδια κατεύθυνση θα κινηθούν και οι άλλες τράπεζες.
Με την ευκαιρία, είναι όμως σκόπιμο να αναφέρουμε ότι, για την κατάσταση του τραπεζικού συστήματος κατά την παρελθούσα δεκαετία (2010-2019) ευθύνονται όλοι οι ενεχόμενοι: α) Το Κράτος, για τη χρεοκοπία του, αλλά και για τις μεθοδεύσεις των κυβερνήσεων που οδήγησαν σε αύξηση των θέσεων των ελληνικών τραπεζών σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου -ένα ζήτημα που έως σήμερα παραμένει “σκοτεινό”. β) Οι διοικήσεις των τραπεζών που δέχτηκαν τις κρατικές παρεμβάσεις και που παράλληλα ανέλαβαν τεράστια ρίσκα και έκαναν αναπάντεχα κακή διαχείριση των πόρων των τραπεζών τους. γ) Ένα μεγάλο τμήμα των δανειοδοτούμενων προσώπων -μελών μιας κοινωνίας με εξαιρετικά κακές βάσεις ηθικής- που εκμεταλλεύτηκαν μία απαράδεκτη πολιτική λαϊκισμού, που είχε ως αποτέλεσμα την πρωτοφανή και σε απαράδεκτα επίπεδα αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, κατάσταση που δημιούργησε μία “θηλιά” και συνθήκες ασφυξίας στην ελληνική οικονομία και την εμπόδισε από την ανάκαμψή της, παρατείνοντας τα χρόνια της ύφεσης και της οικονομικής ανέχειας, σχεδόν για το σύνολο της κοινωνίας.
Δείτε στον παρακείμενο πίνακα και το διάγραμμα, την εξέλιξη των μη εξυπηρετούμενων δανείων από το 2002 έως και σήμερα. Τα μεγέθη είναι γνωστά, όμως συχνά ξεχνούμε το πώς αυτά εξελίχθηκαν και το πώς έφτασαν στα σημερινά προβληματικά και αποπνικτικά επίπεδα, από τα οποία το τραπεζικό σύστημα δύσκολα μπορεί να ξεφύγει, κρατώντας έτσι την ελληνική οικονομία σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Δείτε το διάγραμμα διαδραστικά εδώ.