Η πρώτη εταιρία του Χρηματιστηρίου της Αθήνας
12 Ιουνίου 2020, 06:00 | Χ&Α - 217
Η Εθνική Τράπεζα είναι από τις πρώτες ελληνικές ανώνυμες εταιρίες. Ιδρύθηκε το 1841 στην Αθήνα, με μετοχικό κεφάλαιο 5 εκατομμύρια δραχμές, το οποίο διαιρέθηκε σε 5.000 μετοχές των 1.000 δραχμών. Οι πρώτοι μεγάλοι μέτοχοι της Τράπεζας ήταν το Ελληνικό Δημόσιο με 1.000 μετοχές, ο Νικόλας Ζωσιμάς με 500 μετοχές, ο Ιωάννης – Γαβριήλ Εϋνάρδος (Ελβετός φιλέλληνας) με 300, ο βασιλιάς Λουδοβίκος της Βαυαρίας με 200, ο Κωνσταντίνος Βράνης με 150, ο Θεόδωρος Ράλλης με 100, οι τραπεζίτες Rothschild κ.ά..
Η ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας έγινε στα πλαίσια των προσπαθειών του Κράτους για την ίδρυση ενός τραπεζικού οργανισμού ο οποίος θα είχε “μικτό” χαρακτήρα, πρακτική συνηθισμένη σε διεθνές επίπεδο κατά την εποχή εκείνη. Δηλαδή, αφ' ενός μεν θα λειτουργούσε ως εμπορική τράπεζα και αφ' ετέρου θα αναλάμβανε την έκδοση και την κυκλοφορία των ελληνικών τραπεζογραμματίων (εκδοτικό προνόμιο). Η Τράπεζα ίδρυσε ευρύ δίκτυο καταστημάτων και έως και τα τέλη του 19ου αιώνα, ουσιαστικά υπήρξε η μόνη μεγάλη τραπεζική επιχείρηση στην ελληνική επικράτεια, που λειτουργούσε συγχρόνως ως εκδοτική, εμπορική, κτηματική και προεξοφλητική τράπεζα, μία αναγκαστική λύση που ανταποκρίνονταν στην τότε εμβρυώδη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. Ουσιαστικά, η Τράπεζα αποτέλεσε τον κύριο φορέα ανάπτυξης της οικονομίας κατά το 19ο αιώνα και έως την περίοδο του μεσοπολέμου. Παρά τον ιδιωτικό της χαρακτήρα, από την ίδρυσή της πήρε το χαρακτήρα κοινωφελούς οργανισμού, που ελέγχονταν έμμεσα από το Κράτος και συνέβαλε στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δε διέθετε ανεξαρτησία στην άσκηση επιχειρηματικής πολιτικής.
Το 1859 δόθηκε στην Τράπεζα το δικαίωμα να εκδίδει για λογαριασμό της ομολογιακά δάνεια και να παρέχει εγγυήσεις σε δάνεια επιχειρήσεων. Το 1861 ξεκίνησε χορηγήσεις σε κτηματίες γεωργούς και από το 1914 σε γεωργικούς συνεταιρισμούς. Από το 1880 χορηγούσε μακροπρόθεσμα δάνεια σε κοινότητες, δήμους και άλλα νομικά πρόσωπα. Από το 1897 αρχίζει να αγοράζει και να πουλάει συνάλλαγμα, προσδιορίζοντας έτσι και τη συναλλαγματική πολιτική του κράτους. Παράλληλα, η Τράπεζα διενεργούσε μεγάλο μέρος των εισπράξεων και των πληρωμών του Δημοσίου, εξυπηρετούσε τα εθνικά δάνεια και βοηθούσε το κράτος σε περιόδους οικονομικών δυσχερειών και αναγκών. Η Εθνική Τράπεζα συμμετείχε στο μετοχικό κεφάλαιο πολλών των "στρατηγικού χαρακτήρα" επιχειρήσεων που δημιούργησε το Κράτος για την ανάπτυξη ή και την προστασία διαφόρων τομέων της οικονομίας. Με την ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος το 1927, διεκόπη το εκδοτικό της προνόμιο, ενώ σταδιακά, το μεγαλύτερο μέρος των εργασιών της που συσχετίζονταν με τη λειτουργία του Κράτους μεταφέρθηκε προς τη Κεντρική Τράπεζα. Όμως, ένα μεγάλο μέρος της αναπτυξιακής προσπάθειας και πολιτικής της ελληνικής οικονομίας εξακολούθησε να βασίζεται σ’ αυτή.
Αυτή η ιδιότυπη σχέση της Τράπεζας με το Κράτος, υπήρξε διαχρονικά σημαντική για την Εθνική, αν και η απώλεια της αυτονομίας της ομάδας διοίκησής της κατά τις τελευταίες δεκαετίες, συχνά την οδήγησε σε ενέργειες ενάντια στα συμφέροντά της. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 αυξήθηκε σημαντικά η συμμετοχή ξένων επενδυτών στο μετοχικό της κεφάλαιο, εξέλιξη που κορυφώθηκε κατά το έτος 2007, όταν η συνολική συμμετοχή ξένων επενδυτών ξεπέρασε το 50%.
Η μετοχή της, διαπραγματεύεται στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, ήδη από την πρώτη μέρα της λειτουργίας του (2/5/1880). Υπήρξε μία από τις κυριότερες του Χρηματιστηρίου και στο μεγαλύτερο διάστημα, αυτή με την υψηλότερη κεφαλαιοποίηση. Η μετοχή της Τράπεζας εισήχθηκε για διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης (18-10-1999).