Μπορεί να ανέβει η αγορά; Πότε;

12 Αυγούστου 2020, 12:30 | Χ&Α - 219

Μπορεί να ανέβει η αγορά; Πότε;

Φέτος το Μάιο, το Χρηματιστήριο της Αθήνας συμπλήρωσε 140 χρόνια λειτουργίας. Κατά τη διάρκεια των ετών αυτών, το Χρηματιστήριο παραβρέθηκε -συχνά μάλιστα συμμετείχε- σε όλη την προσπάθεια ανάπτυξης του Ελληνικού Κράτους και της ελληνικής οικονομίας. Όμως, σε αντίθεση με άλλες χρηματιστηριακές αγορές, άλλων ευρωπαϊκών κρατών που ιδρύθηκαν στην ίδια περίπου περίοδο, το Χρηματιστήριο της Αθήνας, δεν κατόρθωσε να εξελιχθεί σε ένα σύγχρονο αναπτυξιακό εργαλείο, με το δικό του εποικοδομητικό ρόλο στην εξέλιξη της οικονομίας. Τα αίτια αυτής της αποτυχίας είναι πολλά και, σε μεγάλο βαθμό, τα ίδια που, σε πολλές χρονικές περιόδους, οδήγησαν την ελληνική οικονομία σε απαξίωση και το Κράτος στην αποτυχία.

Στα 140 χρόνια της λειτουργίας του, το Χρηματιστήριο βίωσε τρεις μεγάλες ανοδικές περιόδους. Η πρώτη ήταν στην περίοδο 1914-1918, λίγο μετά τους βαλκανικούς πολέμους και λίγο πριν από τη μικρασιατική αποτυχία. Η δεύτερη ήταν κατά τα έτη 1967-1973, στα χρόνια της κορύφωσης της μεταπολεμικής ανάπτυξης. Η τρίτη -και η περισσότερο έντονη- ήταν στην περίοδο 1997-1999, μετά τη λήξη του “ψυχρού πολέμου” και στα πρώτα χρόνια της παγκοσμιοποίησης. Τη φάση αυτή τη βιώσαμε και τη θυμόμαστε οι περισσότεροι από εμάς. Τα όσα έγιναν κατά τη διάρκειά της και τα αποτελέσματά της, επιδρούν ακόμη και σήμερα στις εξελίξεις και στην πορεία του Χρηματιστηρίου. Οι τρεις αυτές περίοδοι έχουν μερικά κοινά χαρακτηριστικά. Ας τα δούμε.

Περίοδος 1916-1918

Δείτε το διάγραμμα διαδραστικά εδώ

Το έτος 1916, το Χρηματιστήριο έκλεινε 36 χρόνια λειτουργίας και είχε πλέον καθιερωθεί ως φορέας της εθνικής οικονομίας. Κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων και των πρώτων δύο ετών του Α’ ΠΠ, οι τιμές παράμεναν σταθερές. Μετά τους πρώτους μήνες του 1916 έγινε σαφές οι πολεμικές επιχειρήσεις ευνοούσαν μία σειρά εταιριών και προκαλούσαν υπέρογκα κέρδη: τις ναυτιλιακές, τα ανθρακωρυχεία, τις εταιρίες που συσχετίζονταν με τις πολεμικές προμήθειες, ενώ η αύξηση της νομισματικής ρευστότητας που προέκυψε από την αύξηση της κυκλοφορίας τραπεζογραμματίων, προκάλεσε μεγάλα κέρδη για τις Τράπεζες. Γενικότερα, ο πόλεμος, σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα των βαλκανικών πολέμων είχαν ενισχύσει την οικονομική δραστηριότητα. Την περίοδο 1916-1918 βίωσε την πρώτη μεγάλη άνοδο στην ιστορία του. Σύμφωνα με το δείκτη του καθηγητή Μ. Ρηγίνου (*), από την αρχή του 1916, έως και τον Αύγουστο του 1918, οπότε και κορυφώθηκε η άνοδος, οι τιμές των μετοχών αυξήθηκαν, κατά μέσο όρο, κατά 138%. Στη συνέχεια υποχώρησαν ελαφρά, για να γνωρίσουν τη συντριβή, μετά από την καταστροφή του Σεπτεμβρίου του 1922.
Στο τέλος του 1915, στο Χρηματιστήριο διαπραγματεύονταν οι μετοχές 28 εταιριών. Αυξήθηκαν σε 31 το 1916, σε 36 το 1917, σε 39 το 1918 και σε 45 στο τέλος του 1920.
Κύρια χαρακτηριστικά της ανόδου: α) Θετική πορεία οικονομίας, β) θετικό διεθνές περιβάλλον, γ) είχε προηγηθεί μακρά περίοδος στασιμότητας της αγοράς.

Περίοδος 1967-1973

Δείτε το διάγραμμα διαδραστικά εδώ.

Δείτε το διάγραμμα διαδραστικά εδώ.

Το 1967, η ελληνική οικονομία διένυε περίπου μία 15ετία συνεχούς ανάπτυξης. Το Χρηματιστήριο αντιδρούσε θετικά, πλην όμως η συμμετοχή των επενδυτών ήταν μικρή και το ενδιαφέρον ελάχιστο. Στα χρόνια πριν από το 1967, στο Χρηματιστήριο διαπραγματεύονταν 75 έως 80 εταιρίες. Όμως, μόνο το 60% απ’ αυτές έκαναν πράξεις, έστω και μία φορά το χρόνο. Στις περισσότερες συνεδριάσεις, οι μετοχές επί των οποίων είχαν πραγματοποιηθεί συναλλαγές δεν ξεπερνούσαν τις 10. Η θρυαλλίδα που απελευθέρωσε τις “δυνάμεις” της αγοράς και που προκάλεσε μία άνοδο που θα διαρκούσε περισσότερα από 5 χρόνια, ήταν η δημοσίευση του Α.Ν. 148, τον Οκτώβριο του 1967. Ο νόμος αυτός (εδώ), εισήγαγε τις παρακάτω βασικές διατάξεις:

- Τη δυνατότητα των Ανωνύμων Εταιριών να μπορούν αναπροσαρμόζουν την αξία των παγίων περιουσιακών τους στοιχείων, να εμφανίζουν σε ειδικό αποθεματικό ένα μέρος ή ολόκληρη την υπεραξία που προέκυπτε και να κεφαλαιοποιήσουν το αποθεματικό αυτό με την έκδοση νέων μετοχών, που θα δίνονταν δωρεάν στους μετόχους τους.
- Την υποχρεωτική καταβολή μερίσματος από τις εισηγμένες.
- Τη φορολογική απαλλαγή του μερίσματος έως του ποσού των 15.000 ή των 30.000δρχ κατά περίπτωση.
- Τη μείωση του φορολογικού συντελεστή στο 30% έναντι του 38% για τις μη εισηγμένες.
- Το δικαίωμα για έκδοση προνομιούχων μετοχών χωρίς το δικαίωμα ψήφου.
Κατά την 5ετία που ακολούθησε  (Οκτώβριος 1967 - Ιούνιος 1973), η χρηματιστηριακή αγορά κατέγραψε συνολική άνοδο κατά 1.494%! Μάλιστα, την περίοδο εκείνη, ο πληθωρισμός ήταν πολύ χαμηλός. Η άνοδος διεκόπη μετά από κυβερνητική παρέμβαση το Δεκέμβριο του 1972 και λόγω της επιδείνωσης των συνθηκών στη διεθνή οικονομία (πετρελαϊκή κρίση), τον Ιούλιο του 1973.
Στα τέλη του 1966 στο Χρηματιστήριο Αθηνών διαπραγματεύονταν οι μετοχές 76 εταιριών -πολλές από τις οποίες ήταν ανενεργές και χωρίς συναλλαγές. Ο αριθμός αυτός αυξήθηκε σε σε 82 στα τέλη του 1970, σε 89 στα τέλη του 1972, σε 115 στα τέλη του 1973 και σε 124 στα τέλη του 1974.
Κύρια χαρακτηριστικά της ανόδου της χρηματιστηριακής αγοράς: α) Θετική πορεία της οικονομίας, β) ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον και γ) κίνητρα ανάπτυξης του Χρηματιστηρίου, από το Κράτος.


Περίοδος 1997-1999

Δείτε το διάγραμμα διαδραστικά εδώ.

Δείτε το διάγραμμα διαδραστικά εδώ.

Η βαθιά υποτίμηση της χρηματιστηριακής αγοράς, είχε -κατά ένα μέρος- διορθωθεί από τις βραχύβιες ανόδους του 19887 και του 1990. Εν τούτοις, οι συνθήκες κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 ήταν ευνοϊκές και η οικονομία αναπτύσσονταν με ταχύτητα. Η θρυαλλίδα που απελευθέρωσε τις ανοδικές δυνάμεις της αγοράς, αυτή τη φορά ήταν η είσοδος της χώρας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση της τότε Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Εν όψει της εξέλιξης αυτής, η χώρα πέτυχε τη μείωση του πληθωρισμού και προχώρησε στην απελευθέρωση διαφόρων τομέων της οικονομίας. Η άνοδος της περιόδου ήταν “εκρηκτική”, όχι μόνον στις τιμές του Γενικού Δείκτη, αλλά στην ένταση που προκλήθηκε στην ελληνική οικονομία και την κοινωνία, αφού επί περισσότερα από τρία χρόνια, η χώρα κινούνταν και λειτουργούσε στους ρυθμούς του Χρηματιστηρίου.
Στην περίοδο από το τέλος του 1996 έως και το τέλος του 1999, ο Γενικός Δείκτης βρέθηκε από τις 933, στις 5.533 μονάδες, σημειώνοντας άνοδο κατά 493%.
Στα τέλη του 1996, στο Χρηματιστήριο διαπραγματεύονταν οι μετοχές 235 εταιριών. Ο αριθμός αυξήθηκε σε 237 στα τέλη του 1997, σε 258 στα τέλη του 1998, σε 294 στα τέλη του 1999 και σε 342 στα τέλη του 2000 -επρόκειτο για εταιρίες που είχαν υποβάλει αίτηση εισαγωγής από νωρίτερα, αλλά καθυστερούσαν λόγω του μεγάλου αριθμού νέων εισαγωγών.
Κύρια χαρακτηριστικά της ανόδου της χρηματιστηριακής αγοράς: α) Θετική πορεία της οικονομίας, β) ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον και γ) εκσυγχρονισμός της λειτουργίας του Χρηματιστηρίου και -με την θέσπιση μίας σειράς νομοθετημάτων- της ευρύτερης Κεφαλαιαγοράς

Σήμερα, μετά από τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση στην ιστορία της χώρας, μετά από μία τεράστια κοινωνική ανατροπή (μείωση εισοδήματος του πληθυσμού, δραματική αύξηση της ανεργίας, υγειονομική κρίση κλπ), καθ’ οδόν προς μία δραματική δημογραφική κρίση και στα πρόθυρα μίας νέας μεγάλης οικονομικής κρίσης, το Χρηματιστήριο αναζητά κατεύθυνση. Πότε μπορεί να ξεπεράσει τα σημερινά προβλήματα, ώστε να μπει στην ευθεία για μία νέα μεγάλη άνοδο;

Πότε θα μπορέσει να ανέβει η αγορά;

Όπως πολλές φορές έχουμε υποστηρίξει στη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών, η ελληνική οικονομία, η κοινωνία και -αντανακλαστικά- το Χρηματιστήριο, από τα μέσα του 2016 έχουν εισέλθει σε ένα νέο μακροχρόνιο κύκλο της ιστορίας τους. Η αρχή του κύκλου αυτού προσδιορίζεται από το “χαμηλότερο” σημείο της οικονομικής κρίσης της χώρας (2016), όπου συμπίπτει και το χαμηλότερο σημείο της χρηματιστηριακής πορείας κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας (11/2/2016, κλείσιμο Γενικού Δείκτη: 440,88 μονάδες). Στα επόμενα τέσσερα χρόνια, η οικονομία έκανε -πετυχημένες σε μεγάλο βαθμό- προσπάθειες για να βελτιώσει τις επιδόσεις της και να εκσυγχρονιστεί. Ήδη, από το 2019 είχε μπει σε μία τροχιά επιταχυνόμενης ανάπτυξης και οι προβλέψεις ανέφεραν θεαματικές επιδόσεις για την περίοδο 2020-2022. Με άλλα λόγια, η οικονομία είχε μπει στο “μονοπάτι” μίας ικανοποιητικής ανάπτυξης που οδηγούσε σε σταθεροποίηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, εκσυγχρονισμό της λειτουργίας της και ουσιαστική βελτίωση όλων των μακροοικονομικών δεικτών. Όπως, συχνά είχαμε αναφέρει, αναμέναμε ότι η χρηματιστηριακή αγορά θα επιτάχυνε το ρυθμό ανόδου της, ήδη από το 2019 και θα μπορούσε να πετύχει μία περίοδο δύο ή τριών ετών με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και σημαντικά κέρδη για όλους τους συμμετέχοντες.

Δείτε το διάγραμμα διαδραστικά εδώ.

Η κατάσταση αυτή, σήμερα έχει ανατραπεί. Ήδη, από το φθινόπωτο του 2019, η οικονομία εμφάνισε “αρρυθμίες” -κάτι που εντόπισε η αγορά και που οδήγησε σε ένα χρηματιστηριακά “προβληματικό” β’ εξάμηνο του 2019.
Στην πρώτη φάση εμφάνισης της πανδημίας, όλοι είχαμε πιστέψει ότι, η έκτακτη αυτή κατάσταση ήταν παροδική και ότι θα ξεπερνιόταν εύκολα, έτσι ώστε, από το γ’ τρίμηνο του έτους, να υπάρξει μία δυναμική αναπήδηση των οικονομικών δεικτών και να επανέλθει η κερδοφορία των επιχειρήσεων στα κανονικά της επίπεδα.

Τα πράγματα δεν εξελίσσονται έτσι. Το υγειονομικό πρόβλημα αποδεικνύεται πιο σοβαρό και πιο δύσκολο να αντιμετωπιστεί. Και η επίδρασή του στην οικονομία πολύ πιο σοβαρή και -ενδεχομένως- περισσότερο μακροχρόνια. Κάθε φορά που επιχειρούμε πρόβλεψη, μεταθέτουμε τη χρονική φάση έναρξης της ανάκαμψης όλο και πιο πίσω, περικόπτοντας παράλληλα τα ποσοστά των προβλέψεών μας.
Όμως, αιφνιδίως, μία άλλη εξέλιξη προβάλλει, η οποία μπορεί να βοηθήσει στο πιο γρήγορο ξεπέρασμα της -νέας- οικονομικής κρίσης και να συμβάλλει στην πιο γρήγορη και την πιο ορθή αποκατάσταση των πραγμάτων. Πρόκειται για τη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως, ακόμη περισσότερο από το Ταμείο, η πιο σημαντική εξέλιξη είναι η αλλαγή στάσης των κρατών μελών της Ένωσης, τα οποία -έστω και με τις γνωστές δυσκολίες- αποφάσισαν να ενοποιήσουν τις δυνάμεις τους -και τις ευθύνες τους- για την ανόρθωση ολόκληρου του γεωγραφικού χώρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό είναι κάτι εξαιρετικά σημαντικό.

Το παρελθόν, τόσο στις τρεις περιπτώσεις χρηματιστηριακών ανόδων που εξετάστηκαν, όσο και σε κάθε περίοδο ανόδου ή πτώσης της χρηματιστηριακής αγοράς, μας έχει δείξει ότι, ο κοινός παρονομαστής, κάθε φορά, είναι η πορεία της οικονομίας. Και ότι, μία παρατεταμένη περίοδος ικανοποιητικών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης, με τη συνύπαρξη ενός θετικού διεθνούς περιβάλλοντος, μπορεί να προκαλέσει μία ιστορικών διαστάσεων χρηματιστηριακή “έκρηξη”. Βεβαίως, στη σημερινή “ημιθανή” κατάσταση (δείτε σελίδα 9) της αγοράς της Αθήνας, η “αφύπνιση” και η “ανάσταση” δε θα είναι εύκολες υποθέσεις. Θα απαιτηθούν μεγάλες προσπάθειες, αρκετές χρονιές με ικανοποιητική κερδοφορία, πολλές εισαγωγές νέων εταιριών και βελτίωση της επενδυτικής εικόνας της Ελλάδας. Με άλλα λόγια, θα απαιτηθεί ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, το οποίο δε θα είναι μικρότερο της μίας πενταετίας, θετικών οικονομικών και χρηματιστηριακών εξελίξεων.
Σε κάθε περίπτωση όμως, η αρχή θα γίνει με μία ικανοποιητική οικονομική εξισορρόπηση και ανάκαμψη, η οποία θα συνοδευτεί από μία ικανοποιητική χρηματιστηριακή χρονιά. Προς το παρόν, αυτό είναι το ζητούμενο.


Επιστροφή στα περιεχόμενα
Δείτε τους συνδέσμους για παλαιότερα τεύχη (εδώ)
Δείτε την ύλη των παλαιότερων τευχών (εδώ)