Το βάθος της ύφεσης

14 Σεπτεμβρίου 2020, 09:45 | Χ&Α - 220

Το βάθος της ύφεσης

Η χώρα κινήθηκε τουλάχιστον δύο δεκαετίες πίσω!

 

Η κατά 15,2% πτώση του ΑΕΠ στο β’ τρίμηνο του έτους, αποτελεί τη μεγαλύτερη τριμηνιαία πτώση του ΑΕΠ μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και, ενδεχομένως, μία από τις μεγαλύτερες πτώσεις στη σύγχρονη ελληνική οικονομική ιστορία. Αντανακλά το σοβαρό πρόβλημα που ανέκυψε στην πορεία της ελληνικής οικονομίας από την πανδημία του Covid-19, αλλά παράλληλα καταδεικνύει και το πόσο δύσκολο θα είναι για την επάνοδο του ΑΕΠ στα προ της πανδημίας επίπεδα.

Με την πτώση αυτή, συνεχίζεται, για τρίτο συνεχόμενο τρίμηνο, η παραμονή της ελληνικής οικονομίας σε φάση ύφεσης (με βάση το σχετικό ορισμό, η ελληνική οικονομία εισήλθε σε φάση ύφεσης κατά το δ’ τρίμηνο του 2019 - δείτε εδώ).

Αν χρησιμοποιήσουμε τη μέθοδο υπολογισμού του ΑΕΠ μετά από εποχική διόρθωση και με έτος αναφοράς (σταθερές τιμές) το 2010, τότε:

- Το ΑΕΠ που καταγράφηκε κατά το β’ τρίμηνο του έτους (41.270 εκατομμύρια ευρώ) είναι το μικρότερο που έχει καταγραφεί σε οποιοδήποτε τρίμηνο από το γ’ τρίμηνο του 1996.

- Ανάμεσα στα ΑΕΠ β΄ τριμήνου της τελευταίας 25ετίας, είναι το μικρότερο που έχει καταγραφεί από το β’ τρίμηνο του 1996. (Δείτε εδώ, τη σύγκριση του ΑΕΠ του β’ τριμήνου του 2020, σε σχέση με το ΑΕΠ β’ τριμήνου των προηγούμενων ετών). Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι, το ΑΕΠ β’ τριμήνου που ανακοινώθηκε, είναι κατά 34,9% μικρότερο από το υψηλότερο ΑΕΠ β’ τριμήνου των τελευταίων 25 ετών (ΑΕΠ β’ τριμήνου του 2007).

- Το ΑΕΠ του α’ εξαμήνου του 2020 (άθροισμα ΑΕΠ α’ και β’ τριμήνων), είναι το χαμηλότερο 6μηνιαίο ΑΕΠ από το 1997. (Δείτε εδώ, τη σύγκριση του ΑΕΠ α’ εξαμήνου 2020, σε σχέση με τα προηγούμενα έτη). Το ΑΕΠ του α’ εξαμήνου του 2020, είναι το χαμηλότερο από το έτος 1998 και είναι κατά 28,9% μικρότερο από το υψηλότερο ΑΕΠ α’ εξαμήνου των τελευταίων 25 ετών (α’ εξάμηνο του 2008).

(Σημειώνεται ότι, τα στοιχεία που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ, χαρακτηρίζονται ως “προσωρινά” και, σύμφωνα με την πάγια πρακτική, αναμένεται να αναθεωρηθούν, όταν καταρτιστούν και ανακοινωθούν τα προσωρινά στοιχεία, για το γ’ τρίμηνο 2020, κάτι που αναμένεται να δημοσιευθεί στις 4/12/2020. Όμως, δε νομίζουμε ότι η εικόνα μπορεί να αλλάξει σημαντικά).

Δείτε το διάγραμμα διαδραστικά εδώ.

 

Η πρόβλεψη για το σύνολο του 2020
Με βάση την εξέλιξη του ΑΕΠ κατά το α’ εξάμηνο, μπορούμε να πραγματοποιήσουμε μία καλύτερη εκτίμηση για την εξέλιξη του ΑΕΠ για το σύνολο του έτους. Πέραν από τη γενικότερη υπόθεση ότι, η οικονομική δραστηριότητα κατά το γ’ τρίμηνο είναι χαμηλότερη σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019, γνωρίζουμε ότι:
- Τα τουριστικά έσοδα κατά το γ’ τρίμηνο θα εμφανίσουν πτώση της τάξης του 60% τουλάχιστον (εδώ).
- Ο δείκτης οικονομικού κλίματος, παρά την οριακή άνοδό του κατά τον Ιούνιο ,έκδοση Αύγουστου, (90,8 έναντι 87,6 του Ιουνίου), εξακολουθεί να υστερεί σημαντικά σε σχέση με τις τιμές του γ’ τριμήνου του 2019 (από 106,6 έως 108,3). (εδώ)


Δείτε το διάγραμμα διαδραστικά εδώ.

- Ο δείκτης ΡΜΙ του Αυγούστου εμφάνισε οριακή μόνον βελτίωση, στις 49,4 μονάδες, έναντι 48,6 μονάδων κατά το μήνα Ιούλιο, παραμένοντας όμως σε φάση “συρρίκνωσης”, κάτι που οφείλεται στην ιστορικά εξασθενημένη ζήτηση. Με βάση την εξέλιξη αυτή, οι προβλέψεις υποδεικνύουν 5,8% ετήσια μείωση της βιομηχανικής παραγωγής κατά το 2020, ενώ για το 2021 η αύξηση της παραγωγής αναμένεται κινηθεί κάτω του 2,0%, ενώ οποιαδήποτε ανάκαμψη σε όλο το εύρος του ελληνικού μεταποιητικού τομέα πιθανότατα θα είναι αργή, καθώς θα γίνονται προσπάθειες αποκατάστασης των συνθηκών που επικρατούν σε παγκόσμιο επίπεδο μετά την πανδημία. (εδώ)


Δείτε το διάγραμμα διαδραστικά εδώ.

- Η ανεργία κατά το μήνα Μάιο βρέθηκε στο 17,0% (εδώ) ποσοστό όμως που -ειδικά κατά το μήνα Μάιο- λόγω των συνθηκών λειτουργίας των επιχειρήσεων και του μη κανονικού τρόπου συλλογής στοιχείων, ενδέχεται να είναι υποτιμημένο. Η πραγματική διάσταση της ανεργίας θα εμφανιστεί στις μετρήσεις του Ιουλίου και του Οκτωβρίου, όταν θα έχουν αφαιρεθεί οι έκτακτες και οι εποχικές επιδράσεις, το ποσοστό της ανεργίας αναμένεται να αναρριχηθεί πάνω από το 20%.


Δείτε το διάγραμμα διαδραστικά εδώ.

Με βάση τις μέχρι σήμερα εξελίξεις, η εκτίμησή μας είναι ότι, κατά το γ’ τρίμηνο του 2020, το ΑΕΠ θα κυμανθεί γύρω από τα 44.500 εκατομμύρια ευρώ, δηλαδή περίπου 8,5% έως 9,0% χαμηλότερο σε σχέση με το γ’ τρίμηνο του 2019. Αντίστοιχα, κατά το δ’ τρίμηνο του έτους, θα κυμανθεί γύρω από τα 45.000 εκατομμύρια ευρώ, δηλαδή περίπου 7,0% έως 7,5% χαμηλότερα σε σχέση με το δ’ τρίμηνο του 2019.
Δηλαδή, για το σύνολο του έτους, το ΑΕΠ, εποχικά διορθωμένο και σε τιμές του έτους αναφοράς (2010), αναμένεται να φτάσει στα 178,7 δισεκατομμύρια ευρώ και θα είναι μειωμένο κατά περίπου 7,9% σε σχέση με το ΑΕΠ του έτους 2019. Το ποσό αυτό, θα είναι το χαμηλότερο από το έτος 1998. Παράλληλα, θα είναι χαμηλότερο κατά 28,6%, από το υψηλότερο ΑΕΠ της εξεταζόμενης περιόδου, που είχε σημειωθεί στο 2007 (τότε είχε φτάσει στα 250,5 δισεκατομμύρια ευρώ).

Προσοχή! Το παραπάνω εκτιμώμενο ΑΕΠ είναι υψηλότερο από το ΑΕΠ που υπολογίζεται σε τρέχουσες τιμές. Αυτό συμβαίνει λόγω του ότι κατά την τελευταία δεκαετία, ο πληθωρισμός υπήρξε αρνητικός (τον Ιούνιο του 2020, σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2010, καταγράφεται πτώση του τιμαρίθμου κατά 2,9%) και συνεπώς, ένα ποσό του 2020, έχει μεγαλύτερη αξία σε σχέση με το ίδιο ποσό κατά το 2010 (το οποίο χρησιμοποιείται ως έτος αναφοράς). Σε τρέχουσες τιμές, το ΑΕΠ του α’ εξαμήνου φθάνει στα 84,9 δισεκατομμύρια ευρώ (έναντι 89,3 δισεκατομμυρίων, σε τιμές 2010). Αντίστοιχα, με βάση την παραπάνω πρόβλεψή μας για την εξέλιξη του ΑΕΠ για το σύνολο του 2020, εκτιμάται ότι, αυτό, σε τρέχουσες τιμές, θα φθάνει στα 169 δισεκατομμύρια, ποσό το οποίο (σε τρέχουσες τιμές) θα είναι το χαμηλότερο από το έτος 2003.

 

Το μέγεθος της πτώσης

Μετά την ανακοίνωση της εκτίμησης του ύψους του ΑΕΠ για το β’ τρίμηνο του έτους, γράφτηκε κατά κόρον στα ΜΜΕ, ότι η ποσοστιαία πτώση ήταν η μεγαλύτερη στη μεταπολεμική οικονομική ιστορία του τόπου. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά είναι μόλις η ...μισή αλήθεια.

Για να κατανοήσουμε καλύτερα τη φάση που περνά η χώρα σήμερα, θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι, η πτώση αυτή, σημειώνεται σε μία περίοδο όπου, ήδη το ΑΕΠ της χώρας είχε καταρρεύσει μετά από τη δεκαετή περιπέτεια της κρίσης χρέους. Σε άλλες χώρες όπου σημειώθηκε μεγάλη πτώση του ΑΕΠ κατά το β’ τρίμηνο ή κατά το α’ εξάμηνο του έτους, αυτές, ήδη βρίσκονταν σε υψηλή φάση οικονομικής ανάπτυξης.

Πρόκειται για την πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας όπου το ΑΕΠ, βρίσκεται στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων 22 ετών. Με άλλα λόγια, έχει χαθεί όλη η προσπάθεια της κοινωνίας και της οικονομίας κατά τα τελευταία 22 χρόνια. Δε γνωρίζουμε εάν υπάρχει παρόμοιο παράδειγμα στην παγκόσμια οικονομική ιστορία.

 

Το χρηματιστήριο σε μία χώρα, συνιστά την αντανάκλαση των οικονομικών εξελίξεών της. Το ελληνικό Χρηματιστήριο, μας δείχνει αυτή την εικόνα επί σχεδόν μία δεκαετία. Ένας χρηματιστηριακός δείκτης η τιμή του οποίου κινείται στα επίπεδα που κινούνταν την περίοδο 1990-1994, ένας αριθμός εισηγμένων εταιριών που έχει υποχωρήσει κατά 51,3% σε σχέση με τον αριθμό που διαπραγματεύονταν πριν από 20 χρόνια και αξία συναλλαγών που αποτελεί ένα ασήμαντο κλάσμα των συναλλαγών που καταγράφονταν πριν από 2 δεκαετίες.

 

Η πρόβλεψη για το 2021

Μία κάμψη του ΑΕΠ, η οποία οφείλεται σε ένα εξωτερικό αιφνίδιο αίτιο, το οποίο ξεπερνιέται εύκολα (όπως η κρίση του 2008), συνήθως οδηγεί σε μία ανάκαμψη τύπου “V”. Μία τέτοια περίπτωση, είναι δυνατό να μην προκαλέσει μόνιμες αρνητικές επιδράσεις σε μία οικονομία, εφ’ όσον αυτή δεν εμφανίζει δομικές ανισορροπίες και προβλήματα.

Όταν εμφανίστηκε η πανδημία, μία κατάσταση την οποία ουδείς γνώριζε και για την οποία ουδεμία εμπειρία υπήρχε, ήταν εύκολο -και λογικό- να εκτιμήσουμε ότι, θα μπορούσε να είναι κάτι παροδικό, χωρίς μεγάλες επιδράσεις και βλάβες, το οποίο θα έληγε σε μερικούς μήνες, μετά τους οποίους, οι οικονομίες θα επανέρχονταν, με μεγάλη δυναμική, στην προηγούμενη κατάστασή τους.

 


Οι εξελίξεις δείχνουν ότι τα πράγματα δεν έχουν έτσι ακριβώς. Η κρίση της πανδημίας κρατά πολύ περισσότερο απ’ ότι είχε εκτιμηθεί. Το κυριότερο όμως, αποδεικνύεται ότι δε συνιστά απλά μία “διακοπή” σε μία μακρά αναπτυξιακή κίνηση της διεθνούς οικονομίας, αλλά ότι, η πανδημία αλλάζει ριζικά τον τρόπο που λειτουργούν πολλοί τομείς της οικονομίας, τόσο σε εγχώριο, όσο και σε διεθνές επίπεδο. Αυτό προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις και ανακατατάξεις. Κυρίως όμως, προκαλεί προβλήματα και ευκαιρίες, ανόμοια για κάθε χώρα. Έτσι, ενώ το σύνολο των χωρών αντιμετωπίζει σήμερα σοβαρά προβλήματα και σημαντική πτώση της οικονομικής δραστηριότητας, η μορφή και η ταχύτητα της ανάκαμψης, δε θα είναι η ίδια για όλες.

Η Ελλάδα βιώνει την κρίση της πανδημίας, κατά τη διάρκεια μίας ιδιαίτερης φάσης. Είχε μόλις αρχίσει να εξέρχεται από μία μεγάλου μεγέθους 10ετή κρίση, είχε μόλις αρχίσει να ισορροπεί τα δημοσιονομικά της ζητήματα και είχε μόλις αρχίσει να σχεδιάζει τη μορφή και την κατεύθυνση της αναπτυξιακής της πολιτικής για την μετά την κρίση εποχή. Η υγειονομική κρίση, ανατρέπει κάθε προσπάθεια και κάθε σχεδιασμό και μετατρέπεται σε μία μεγάλη οικονομική κρίση. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, δε μπορούμε να περιμένουμε κάτι σημαντικό και κατά το 2021.

Οι πιθανότητες είναι να σταματήσει η υποχώρηση του ΑΕΠ και να υπάρξει βελτίωση, η οποία θα μπορούσε να προέλθει από την εσωτερική κατανάλωση, από τις επενδύσεις, από τη βιομηχανική παραγωγή και από τον τουρισμό. Βασικό στοιχείο που θα κρίνει τα αποτελέσματα είναι η εξέλιξη της πανδημίας και πιο συγκεκριμένα: η διάρκειά της, η αλλαγή της συμπεριφοράς του καταναλωτικού κοινού και η κατάσταση των εμπορικών μας εταίρων.

Καθώς σήμερα ουδείς συζητάει για επάνοδο, εντός του 2021, στα επίπεδα του ΑΕΠ του 2019, εκτιμούμε ότι θα υπάρξει μεν αύξηση των μεγεθών, όμως αυτή δύσκολα θα μπορούσε να ξεπεράσει το 2,0% ή το 2,5%.


Στοιχεία προς εκτίμηση

Τουλάχιστον κατά την επόμενη διετία, σε κάθε προσπάθεια εκτίμησης των οικονομικών εξελίξεων, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας τα παρακάτω:

Το δημοσιονομικό έλλειμμα: Αρχής γενομένης από φέτος, η Ελλάδα ξεφεύγει από την “ενάρετη” φάση των δημοσιονομικών πλεονασμάτων και επανέρχεται σε έναν κύκλο ελλειμμάτων, τα οποία θα ταλαιπωρήσουν σημαντικά την οικονομία της, αλλά και τους πολιτικούς της.
Με βάση τις μέχρι σήμερα εξελίξεις, αλλά και τις προβλέψεις για την εξέλιξη της οικονομίας, την εκτέλεση του Προϋπολογισμού και τις έκτακτες ανάγκες για λόγους πανδημίας ή και εθνικής άμυνας, κατά τους επόμενους μήνες, εκτιμάται ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα θα υπερβεί το 7,0% του ΑΕΠ.
Όμως, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι, από το 2022, η Ευρωζώνη θα πρέπει να επιστρέψει σε φάση “δημοσιονομικής ισορροπίας και πειθαρχίας”, κάτι που σημαίνει ότι θα υπάρξουν πιέσεις για τον περιορισμό των ελλειμμάτων, με όσα αρνητικά μπορεί αυτό να σημαίνει για την οικονομία και την κοινωνία.

Το δημόσιο χρέος: Το χρέος ήδη εκτινάσσεται σε νέα ιστορικά ανώτερα επίπεδα. Έτσι, ενώ το αρχικό πρόγραμμα δανεισμού για το 2020 αναφερόταν σε εκδόσεις ύψους 4 έως 8 δισεκατομμυρίων ευρώ, μέχρι το τέλος Αυγούστου, ο δανεισμός (από εκδόσεις ομολόγων) είχε ξεπεράσει τα 10,83 δισεκατομμύρια, ενώ ουδείς γνωρίζει τί θα γίνει στους υπόλοιπους 4 μήνες. Παράλληλα, έχει υπάρξει σοβαρή μείωση του αποθέματος που είχε σχηματιστεί κατά τα προηγούμενα χρόνια. Έτσι, μέχρι το τέλος Αυγούστου, η πραγματική αύξηση του χρέους  έφτανε στα € 12 δισεκατομμύρια ευρώ. Η χώρα βασίζεται σήμερα στα χαμηλά επιτόκια της περιόδου και στη νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όμως αυτά -ιδίως το δεύτερο- δεν είναι βέβαιο ότι θα είναι για πάντα ευνοϊκά. Η αύξηση του χρέους προκαλεί κινδύνους και δημιουργεί παρόντα, αλλά και μελλοντικά, εμπόδια στην ανάπτυξη της χώρας.

Επενδύσεις: Είτε από αδυναμία της Κυβέρνησης, είτε από ατυχία, το 2020 περνάει όχι απλά χωρίς να υπάρχει ουδεμία εξέλιξη στον τομέα των επενδύσεων, αλλά παρατηρείται ακόμη και μείωση (κατά το α’ εξάμηνο οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου μειώθηκαν συνολικά κατά 880 εκατομμύρια ευρώ) και η χώρα διατηρεί το επενδυτικό έλλειμμα στο οποίο είχε οδηγηθεί λόγω της κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας. Χωρίς θεαματική άνοδο των επενδύσεων δε μπορεί να υπάρξει ουσιώδης οικονομική ανάπτυξη και τα προβλήματα θα οξυνθούν σημαντικά.

Αμυντικές δαπάνες: Οι γεωπολιτικές εντάσεις των τελευταίων μηνών, με αποκορύφωμα τα όσα συμβαίνουν φέτος το καλοκαίρι μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, αναγκάζουν την Κυβέρνηση στην επεξεργασία έκτακτων αμυντικών προγραμμάτων, τα οποία βεβαίως έχουν τρομακτικό κόστος. Ήδη, ο Πρωθυπουργός ετοιμάζεται να ανακοινώσει πρόγραμμα 10- δισεκατομμυρίων ευρώ στα πλαίσια των επομένων 4 ετών (περίπου 1,4% του ΑΕΠ για κάθε έτος), ενώ είναι πολύ πιθανό ότι, το ποσό αυτό θα ξεπεραστεί. Βεβαίως, ουδείς μπορεί να διαμαρτυρηθεί για τις δαπάνες αυτές, όμως, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι θα σημαίνουν αύξηση του δημοσίου χρέους και περικοπές άλλων κυβερνητικών δαπανών, κάτι που θα έχει επίδραση στην ανάπτυξη.

Συμπερασματικά
Αιφνιδίως, η οικονομική κατάσταση της χώρας επιδεινώθηκε σοβαρά. Δεν έχουν τόση σημασία τα αίτια ή οι ευθύνες, όσο η κατάσταση την οποία βιώνουμε. Κατά το 2020, θα πρέπει να αναμένουμε ύφεση που, με βάση ένα “ήπιο” σενάριο θα φτάσει στο -7,9% και θα “επικαθήσει” στο ήδη αρνητικό επίπεδο της προηγούμενης 10ετίας. Η δυσμενής κατάσταση θα συνεχιστεί και κατά το 2021, οπότε, αν υπάρξει ανάκαμψη, αυτή θα είναι μικρής έκτασης (περί το 2,0% έως 2,5%). Αναμφίβολα, οι εξελίξεις αυτές θα έχουν σοβαρές επιδράσεις στη χρηματιστηριακή αγορά. Προς το παρόν, βλέπουμε να επιδρούν στα αποτελέσματα του α’ εξαμήνου (δείτε εδώ), ενώ το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο θα επηρεάσουν τις εξελίξεις που είχαν ήδη δρομολογηθεί για το τραπεζικό σύστημα. Η κατάσταση στις συστημικές τράπεζες είναι οριακή, αλλά προς το παρόν δε μπορούμε να έχουμε άποψη για το ποιές θα είναι οι επιδράσεις και -κυρίως- ποιά θα είναι η “θεραπεία” (οι τραπεζικές εξελίξεις θα επιδράσουν σημαντικά στην πορεία της χρηματιστηριακής αγοράς). Εν τούτοις, όλα τα ενδεχόμενα μπορεί να βρεθούν πάνω στο τραπέζι. Οι εξελίξεις, περικόπτουν τις προοπτικές της χρηματιστηριακής αγοράς, η οποία θα συνεχίσει, για αρκετό ακόμη διάστημα να βρίσκεται σε ένα περιβάλλον αστάθειας και καχεξίας.

Επιστροφή στα περιεχόμενα
Δείτε τους συνδέσμους για παλαιότερα τεύχη (εδώ)
Δείτε την ύλη των παλαιότερων τευχών (εδώ)