Καστελλόριζο: Οι διαπραγματεύσεις Ιταλίας – Τουρκίας που διαμόρφωσαν το σημερινό καθεστώς

12 Οκτωβρίου 2020, 11:00 | Πολιτική - Ελλάδα

Καστελλόριζο: Οι διαπραγματεύσεις Ιταλίας – Τουρκίας που διαμόρφωσαν το σημερινό καθεστώς

Του Γιάννη Κοντάκη

Τους τελευταίους μήνες βιώνουμε μια ένταση στις σχέσεις με την Άγκυρα. Στο επίκεντρο της νέας αντιπαράθεσης βρίσκεται η υφαλοκρηπίδα του Καστελλόριζου. Με αφορμή τα ενεργειακά κοιτάσματα στην Ανατολική Μεσόγειο, Ελλάδα και Τουρκία διαφωνούν ως προς την έκταση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και κατά συνέπεια ως προς την κυριότητά της και τα δικαιώματα εκμετάλλευσης της.

Η πολιτική και οικονομική σημασία του Καστελόριζου για την Ελλάδα είναι προφανής. Το νησιωτικό σύμπλεγμα της Μεγίστης (με το Καστελόριζο ή Μεγίστη να είναι το μεγαλύτερο από τα νησιά, με έκταση 9,1 τ. χλμ και μόλις 1,25 ν. μ. από τις τουρκικές ακτές) παραχωρήθηκε στην Ελλάδα από την Ιταλία (όπως και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα) στις 10 Φεβρουαρίου 1947 με τη Συνθήκη των Παρισίων που διαμόρφωνε τις σχέσεις των νικητών Συμμάχων και της ηττημένης Ιταλίας στον μεταπολεμικό κόσμο.

Οι Ιταλοί κατοχύρωσαν τα Δωδεκάνησα βάσει του Άρθρου 15 της Συνθήκης της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923), αλλά ήδη βρισκόταν υπό τη δική τους στρατιωτική κατοχή από το τέλος του Ιταλοτουρκικού πολέμου του 1911-12. Από την κατοχή αρχικά εξαιρέθηκε το Καστελόριζο για πολιτικούς και στρατιωτικούς λόγους αλλά τελικά στη Λωζάννη παραχωρήθηκε και αυτό στους Ιταλούς, παρά τις αντιρρήσεις των Τούρκων.

Οι διατάξεις της Συνθήκης, την αναθεώρηση της οποίας επιδιώκει ο πρόεδρος Ερντογάν, προέβλεπαν ότι τυχόν διμερείς διαφωνίες ως προς την ακριβή οριοθέτηση των συνόρων θα αποτελούσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης ανάμεσα στα συμβαλλόμενα μέρη (Άρθρο 16). Το νησιωτικό σύμπλεγμα της Μεγίστης και ειδικότερα η κυριότητα των νησίδων γύρω από το Καστελόριζο αποτέλεσαν σύντομα πεδίο ήσσονος διπλωματικής σύγκρουσης ανάμεσα σε Ρώμη και Άγκυρα. Από την πλευρά τους οι Τούρκοι επιθυμούσαν έναν φιλικό διακανονισμό με την Ιταλία. Από την άλλη οι Ιταλοί επιδίωκαν να ρυθμιστεί το ζήτημα από το Διεθνές δικαστήριο της Χάγης. Αμφότεροι δεν έχασαν την ευκαιρία να προβούν σε κινήσεις επίδειξης ισχύος γύρω από τις νησίδες. Τελικά τον Μάιο του 1929 συμφώνησαν από κοινού να παραπέμψουν το ζήτημα στη Χάγη. Στο πλαίσιο αυτό μάλιστα φαίνεται να συμφωνήθηκε μυστικά η απόχη των Ιταλών από στρατιωτικές δραστηριότητες στο σύμπλεγμα μέχρι την επίλυση του ζητήματος.

Ωστόσο, λίγα χρόνια αργότερα, για πολιτικούς λόγους επιτεύχθηκε ένας ιδιαίτερος διμερής συμβιβασμός εκτός Διεθνούς Δικαστηρίου. Στις 4 Ιανουαρίου 1932 υπογράφηκε η Συμφωνία της Άγκυρας με την οποία προβλεπόταν ότι στην Ιταλία θα ανήκαν όλες οι νησίδες που βρίσκονται εντός ενός νοητού κύκλου με κέντρο τον θόλο της Μητρόπολης Μεγίστης και ακτίνα την απόσταση από τον θόλο μέχρι το Ακρωτήριο του Αγ. Στεφάνου λίγο βορειότερα. Όλες οι υπόλοιπες νησίδες εκτός κύκλου θα παραχωρούνταν στην Τουρκία. Με συμπληρωματικό Πρακτικό της 28 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου ρυθμίστηκαν και τα θαλάσσια σύνορα με τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα.

Σύμφωνα με την διεθνή πρακτική τότε, για να αποκτήσει ισχύ μια συμφωνία έπρεπε να σταλεί στην Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ). Η Συμφωνία της Άγκυρας πράγματι εστάλη ενώ το Πρακτικό θεωρήθηκε συμπληρωματικό της Συμφωνίας και έτσι δεν εστάλη. Μέχρι το 1995 η Άγκυρα δεν αμφισβητούσε την ισχύ του Πρακτικού το οποίο μεταξύ άλλων απέδιδε και την κυριότητα των Ιμίων στην Ιταλία (και επομένως στην Ελλάδα ως διάδοχο κράτος).

Σήμερα όμως θεωρεί άκυρο το Πρακτικό με το επιχείρημα ότι δεν είχε σταλεί στη ΚτΕ, παρά τις διαβεβαιώσεις τόσο της Ελλάδας όσο και της Ιταλίας ότι δεν ήταν απαραίτητο εφόσον ήταν συμπληρωματικό της Συμφωνίας της Άγκυρας.

Παρά την ύπαρξη της Συμφωνίας η ιταλική παρουσία στο Καστελόριζο και κυρίως η εγκατάσταση ενισχυμένης ιταλικής στρατιωτικής φρουράς εκεί μετά το 1935, εξακολουθούσε να ενοχλεί την Άγκυρα. Οι Τούρκοι θεωρούσαν ότι η στρατιωτική δραστηριότητα στα νησιά είχε ως μακροπρόθεσμο στόχο τα μικρασιατικά παράλια. Παρά τις συνεχείς διαβεβαιώσεις των Ιταλών για τις ειρηνικές τους προθέσεις η Άγκυρα εξακολουθούσε να διαμαρτύρεται και να αμφιβάλλει για αυτές, θεωρώντας ιδιαίτερα ύποπτη την παρουσία μονάδων στο Καστελόριζο. Μάλιστα, κατά την κηδεία του Κεμάλ Ατατούρκ το 1938, όταν ο επικεφαλής της γερμανικής αντιπροσωπείας, υπουργός Εξωτερικών Κόνσταντιν φον Νόιρατ, ρώτησε τον Τούρκο ομόλογό του γιατί η στάση της Τουρκίας ήταν εχθρική προς την Ιταλία, έλαβε έκπληκτος την απάντηση ότι οι Τούρκοι φοβόντουσαν τη στρατιωτική παρουσία στο Καστελόριζο επειδή, σε αντίθεση με τις εγκαταστάσεις σε Ρόδο και Λέρο (που αποτελούσαν τις κύριες στρατιωτικές θέσεις των Ιταλών στα Δωδεκάνησα) η παρουσία ενόπλων δυνάμεων εκεί δεν θα μπορούσε να έχει άλλον στόχο πέρα από μια απόβαση στις τουρκικές ακτές.

Στην πραγματικότητα οι διαμαρτυρίες για τις ενέργειες της Ρώμης στο Καστελόριζο εντάσσονταν σε ένα ευρύτερο σύνολο κινήσεων των Ιταλών σε Βαλκάνια και Ανατολική Μεσόγειο, τις οποίες η Τουρκία θεωρούσε απειλητικές για την ασφάλειά της. Στόχος της Άγκυρας ήταν με αφορμή ένα ήσσονος σημασίας ζήτημα να οδηγήσει την Ιταλία (στο βαθμό του εφικτού) σε διαπραγματεύσεις εφ’ όλης της ύλης.

Αυτή αποτελεί μια πάγια τακτική της τουρκικής διπλωματίας και μια τέτοιου τύπου κατάσταση βιώνουμε σήμερα με τη συνεχή έκδοση παράνομων NAVTEX από την Άγκυρα αμέσως μετά την αμοιβαία οριοθέτηση των ΑΟΖ Ελλάδας-Αιγύπτου. Στόχος της Τουρκίας είναι η πρόκληση εντάσεων (μικρότερης ή μεγαλύτερης κλίμακας) με σκοπό τον εξαναγκασμό του «αντιπάλου» σε διαπραγματεύσεις και αντάλλαγμα από τουρκικής πλευράς την αποκλιμάκωση της έντασης που η ίδια προκάλεσε.

 

Πηγή: huffingtonpost.gr