Διδάγματα από το παρελθόν - Η ιστορία του πληθωρισμού

24 Οκτωβρίου 2020, 21:20 | Παλαιότερα άρθρα του Χ&Α

Διδάγματα από το παρελθόν - Η ιστορία του πληθωρισμού

Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα της ύλης του τεύχους Οκτωβρίου (Νο 221) του περιοδιού ΧΡΗΜΑ & ΑΓΟΡΑ. Το τεύχος κυκλοφόρησε για τους συνδρομητές του, στις 14/10/2020.

Η ιστορία του πληθωρισμού στην Ευρώπη

Η ιστορία των τιμών, είναι μία ιστορία μεταβολών διαμέσου του χρόνου. Μία από τις πιο σημαντικές μελέτες των μεταβολών αυτών, γράφτηκε από τον καθηγητή Henry Phelps Brown (εδώ) και δημοσιεύτηκε το 1981, με τον τίτλο “A perspective of wages and prices” (εδώ). Η μελέτη αυτή περιέχει πρωτοποριακή έρευνα και ανάλυση σχετικά με την εξέλιξη των μισθών και των τιμών βασικών αγαθών για ένα διάστημα οκτώ περίπου αιώνων. Η μελέτη αυτή, αποτέλεσε την κύρια πηγή άντλησης στοιχείων για το βιβλίο του David Hackett Fischer, με τίτλο “The Great Wave - Price Revolutions and the Rhythm of History” (εδώ και εδώ).

Στο βιβλίο αυτό, καταγράφεται η ιστορία της εξέλιξης των τιμών στην Ευρώπη, κατά τα τελευταία 800 περίπου χρόνια. Κάποιος θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει και ως την “ιστορία του πληθωρισμού”, ένα θέμα ελάχιστα γνωστό, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, τόσο στους οικονομολόγους και τους κοινωνιολόγους, όσο στους επιχειρηματίες και τους επενδυτές και -κυρίως- στους πολιτικούς. Αυτή η “συλλογική αμνησία” βασίζεται στην εντύπωση ότι τα παρόντα προβλήματα είναι μοναδικά και δε συσχετίζονται με τα ιστορικά φαινόμενα. Όμως, η εντύπωση αυτή είναι εξαιρετικά λανθασμένη.

Το βιβλίο αυτό υπήρξε ένα από τα πιο σημαντικά που διάβασα στην καριέρα μου. Με βοήθησε να αντιληφθώ απόλυτα έγκαιρα και με επιτυχία τη φάση της αλλαγής μιας εξαιρετικά μακροχρόνιας (υπερεκατονταετούς) τάσης των τιμών. Και να πεισθώ ότι, οι μειούμενες τιμές και επιτόκια θα είναι ο κανόνας των επομένων δεκαετιών -κάτι για το οποίο, ακόμη και σήμερα, πολλοί δεν έχουν πεισθεί. Έχοντας αυτό ως βάση, μπόρεσα να αντιληφθώ καλύτερα το πώς συντίθενται οι παράγοντες που προσδιορίζουν την εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας σε μία οικονομία και την πορεία των τιμών στη χρηματιστηριακή της αγορά. Το παράδειγμα της Ιαπωνίας, υπήρξε καθοριστικό, αφού επιβεβαίωσε την ισχύ των συμπερασμάτων στα οποία κατέληγε ο Fisher.

Τα πληθωριστικά κύματα και τα στάδιά τους

Η αύξηση των τιμών υπήρξε ένα συνεχές πρόβλημα στο παρελθόν, όμως αυτή δεν ήταν σταθερή, ούτε σε ρυθμούς, αλλά ούτε και σε χρόνους. Μερικές περίοδοι υπήρξαν περισσότερο πληθωριστικές σε σχέση με άλλες. Σε αρκετές περιόδους υπήρξε αξιοσημείωτη -και μακροχρόνια- σταθερότητα των τιμών, ή ακόμη και πτώση. Γενικά όμως, από την εξέταση των τελευταίων 800 ετών, προκύπτει ότι, στη νομισματική ιστορία του κόσμου, ο πληθωρισμός υπήρξε περισσότερο η εξαίρεση, παρά ο κανόνας.

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων οκτώ αιώνων -βέβαια, ο πληθωρισμός είναι ένα παλαιότερο νομισματικό φαινόμενο- υπήρξαν τέσσερα πληθωριστικά κύματα μεταβλητής αλλά σημαντικής διάρκειας. Καθένα από αυτά τα κύματα -ακόμη και το τελευταίο που ολοκληρώθηκε πρόσφατα- ακολουθείται από παρόμοιες μεγάλες περιόδους σταθερότητας των τιμών. Ο Fischer επισημαίνει ότι είναι λάθος να θεωρούμε αυτά τα κύματα ως κυκλικά. Διαφέρουν σε διάρκεια, στις υποκείμενες κοινωνικές πιέσεις, στις δυνάμεις που οδηγούν τις εναλλασσόμενες περιόδους πληθωρισμού και σταθερότητας, και στη σοβαρότητα των γεγονότων που συνοδεύουν πάντοτε τη μετάβαση από τον πληθωρισμό στη σταθερότητα.

Κάθε πληθωριστικό κύμα, συνήθως περιλαμβάνει τέσσερα στάδια:

Το πρώτο στάδιο κάθε κύματος χαρακτηρίζονταν από αυξανόμενη κυκλοφορία υλικών αγαθών, πολιτισμική ανάπτυξη και αισιοδοξία για τις μελλοντικές εξελίξεις. Συνήθως, οι παράγοντες αυτοί οδηγούν και σε δημογραφική αύξηση. Σ’ αυτό το πρώτο στάδιο, οι τιμές παρουσίαζαν μικρές διακυμάνσεις, αλλά μέσα στη διάρκεια του χρόνου, εμφανίζονται ισορροπημένες.
Το δεύτερο στάδιο είναι πολύ διαφορετικό. Οι τιμές “διασπούσαν” τα όρια της προηγούμενης ισορροπίας. Αυτό συνήθως συνέβαινε όταν προκαλούνταν ελλείψεις προϊόντων, ως αποτέλεσμα φυσικών καταστροφών, πολέμων ή ακόμη και μεγάλης αύξησης του πληθυσμού. Στην αρχική φάση της ανόδου, παρατηρούνταν “νευρικές διακυμάνσεις” των τιμών.
Το τρίτο στάδιο ξεκινούσε όταν οι άνθρωποι άρχιζαν να αντιλαμβάνονται την πληθωριστική κίνηση ως κάτι το “φυσιολογικό και αναπόφευκτο”. Ο πληθωρισμός εισερχόταν πλέον στην ψυχολογία των ατόμων και αυτά αντιδρούσαν με τρόπο που οδηγούσαν τις τιμές ακόμη ψηλότερα: συσσώρευση αγαθών, προληπτικές άνοδοι τιμών, εξαπάτηση, ενεργοποίηση πρακτικών “καθορισμού” των τιμών κ.λπ. Όμως, οι ενέργειες αυτές οδηγούσαν σε μία de facto “θεσμοθέτηση” του πληθωρισμού.
Η “θεσμοθέτηση” του πληθωρισμού, έβαζε σε κίνηση το τέταρτο στάδιο. Οι τιμές αυξάνονταν με μεγαλύτερο ρυθμό, μέσα από έντονες διακυμάνσεις. Παράλληλα, μεγάλες διακυμάνσεις γνώριζαν και οι τιμές των εμπορευμάτων, αλλά και το σύνολο της προσφοράς του χρήματος, ενώ οι χρηματοοικονομικές αγορές γίνονταν ασταθείς. Όλα αυτά αύξαναν το επιχειρηματικό ρίσκο. Οι κρατικές δαπάνες αυξάνονταν ταχύτερα από τα έσοδα και έτσι αύξανε το δημόσιο χρέος.
Τελικά, το μεγάλο πληθωριστικό κύμα κορυφώνονταν και οδηγούσε τις κοινωνίες σε πολύμορφες κρίσεις που χαρακτηρίζονταν από δημογραφική συρρίκνωση, οικονομική κατάρρευση, πολιτική αναταραχή, κοινωνική βία και πολέμους.
Όμως, τελικά, οι εξελίξεις αυτές μείωναν τις πιέσεις που αρχικά είχαν θέσει σε κίνηση την άνοδο των τιμών. Το πρώτο αποτέλεσμα ήταν η ταχεία πτώση των τιμών των βασικών αγαθών (αρχικά των τροφίμων), των ενοικίων και των τόκων. Αυτός ο σύντομος αλλά πολύ έντονος αποπληθωρισμός ακολουθείτο από μία περίοδο ισορροπίας των τιμών που διαρκούσε αρκετές δεκαετίες -ίσως ακόμη και 70 ή 80 χρόνια. Έτσι, ο μακροχρόνιος πληθωρισμός σταματούσε, οι τιμές σταθεροποιούνταν, οι πραγματικοί μισθοί αυξάνονταν και οι αποδόσεις του κεφαλαίου και της γης μειώνονταν.

Αυτές οι νομισματικές εξελίξεις, πέραν από την οικονομική αναταραχή, κάθε φορά είχαν πολύμορφες κοινωνικές και πολιτιστικές συνέπειες. Στη λογοτεχνία και τις τέχνες, τα τελευταία στάδια κάθε πληθωριστικού κύματος, ήταν εποχές πεσιμισμού και “σκοτεινών οραμάτων”. Οι πολίτες δυσκολεύονται να συμμορφωθούν με κανόνες τους οποίους έκριναν ως ανίσχυρους και ως συνέπεια αυτού αισθάνονταν αποπροσανατολισμένοι και διακατέχονταν από άγχος, ενώ έχαναν την πίστη προς τους θεσμούς. Τα άτομα αναζητούσαν επιτακτικά νέες αξίες και νέα πρότυπα, εξέλιξη που συχνά οδηγούσε στην εμφάνιση ακραίων -και συχνά παράλογων- ιδεολογιών και κοινωνικών κινημάτων. Οι νέοι, όντας αβέβαιοι για το μέλλον τους, οδηγούνταν στην αποξένωση και σε καταστάσεις “κοινωνικής ανομίας”. Όλα αυτά, περιγράφουν την κατάσταση μίας οξύτατης και πολύπλευρης κρίσης, μία εμπειρία που η ελληνική κοινωνία βίωσε κατά την τελευταία δεκαετία.

Τα παραπάνω, μας οδηγούν και σε ένα πολύ σημαντικό συμπέρασμα: Συχνά, τείνουμε να θεωρούμε ότι, τα πολιτιστικά, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά, επιστημονικά, ή και τα θρησκευτικά γεγονότα είναι απομονωμένα ή μόνο χαλαρά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Όμως, η ιστορία -αλλά και το πρόσφατο παρελθόν της χώρας μας- μας λέει ότι, όλα αυτά αποτελούν ένα πολυσύνθετο “σύστημα”: Όλα συνδέονται μεταξύ τους είτε με θετικούς, είτε με αρνητικούς μηχανισμούς ανατροφοδότησης και ακολουθούν τους νόμους ισχύος και όλες τις αρχές καθολικότητας των σύνθετων συστημάτων.

1201 - 2008: Τα τέσσερα πληθωριστικά κύματα


Το πρώτο πληθωριστικό κύμα, εμφανίστηκε στην περίοδο 1180 –1350 και χαρακτηρίζεται ως “ήπιο” (με βάση τα σύγχρονα πρότυπα), με αυξήσεις των τιμών κατά μέσο όρο μόνο 0,50% ετησίως. Αρκετά χρόνια πριν από την εκδήλωση του κύματος αυτού, επικράτησε μια περίοδος σταθερότητας των τιμών, συνοδευόμενη από ένα γενικό αίσθημα αισιοδοξίας και ανάπτυξης. Η περίοδος χαρακτηρίστηκε από ισχυρά βασίλεια και μία σχετική ευημερία -καθώς η Ευρώπη έβγαινε από ένα μακρύ μεσαίωνα- έτσι ώστε όλη η περίοδος ονομάστηκε ως “η αναγέννηση του δωδέκατου αιώνα”. Άρχισαν να αναπτύσσονται οι οικισμοί που αργότερα θα εξελίσσονταν στις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, κτίστηκαν μεγάλοι γοτθικοί καθεδρικοί ναοί, ιδρύθηκαν πανεπιστήμια, και γενικά επικράτησε μία ευημερία και αισιοδοξία. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, ξεκίνησε η πρώτη πληθωριστική περίοδος. Ξεκινώντας από τα τέλη του 12ου αιώνα, τα αρχεία δείχνουν μια σταθερή αύξηση του πληθυσμού και ταυτόχρονη αύξηση της τιμής των γεωργικών προϊόντων, ιδίως του σίτου -κάτι που φαίνεται φυσιολογικό, αφού αυξήθηκε η ζήτηση για τρόφιμα. Τα αρχεία δείχνουν επίσης ότι την ίδια περίοδο διευρύνθηκε η απόσταση μεταξύ των πλουσιότερων και φτωχότερων τμημάτων του πληθυσμού. Τα ενοίκια αυξήθηκαν, τα μονοπώλια αναπτύχθηκαν, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε και η αμοιβή της εργασίας μειώθηκε. Οι πιέσεις που αναπτύχθηκαν στις ευρωπαϊκές κοινωνίες άρχισαν να εμφανίζονται στις αρχές του 14ου αιώνα, όταν η επιδείνωση των κλιματολογικών συνθηκών (μακροχρόνιες περίοδοι βροχών που προκαλούσαν πλημμύρες) οδήγησε σε καταστροφές στις καλλιέργειες και σε ελλείμματα στην αγροτική παραγωγή, με αποτέλεσμα την εμφάνιση φαινομένων λιμού σε πάρα πολλές περιοχές. Παράλληλα, η εμφάνιση και η εξάπλωση της βουβωνικής πανώλης προκάλεσε μια μεγάλη μείωση του πληθυσμού και κατάρρευση των τοπικών οικονομιών.

Με τη μείωση του ευρωπαϊκού πληθυσμού, ο πληθωρισμός σταμάτησε. Αυτό συνέβη μέσα από χαοτικές μεταβολές και τεράστιες διακυμάνσεις στις τιμές, ώσπου τελικά αυτές υποχώρησαν σημαντικά. Μετά τις αρχικές διακυμάνσεις αυτής της φάσης, καθ’ όλη τη διάρκεια του 14ου αιώνα, οι τιμές των κυριότερων αγαθών παρέμειναν σταθερές. Λόγω της μείωσης του πληθυσμού, οι μισθοί αυξήθηκαν και η κατανομή του πλούτου παρέμεινε σταθερή, ενώ η Ευρώπη εισήλθε σε μια εκτεταμένη περίοδο πολιτικής σταθερότητας. Αυτή η περίοδος αποκαλείται ως “η ισορροπία της Αναγέννησης” και συνεχίστηκε μέχρι το πρώτο τρίτο του δέκατου έκτου αιώνα.


Το δεύτερο κύμα, που αποκαλείται ως “η έξαρση των τιμών του 16ου αιώνα”, ήταν παρόμοιο με το πρώτο. Ξεκίνησε με μικρούς ρυθμούς ανόδου των τιμών κατά το τελευταίο τέταρτο του 15ου αιώνα, όταν ο πληθυσμός της Ευρώπης άρχισε και πάλι να αυξάνεται αισθητά. Για άλλη μια φορά, οι τιμές των γεωργικών προϊόντων αυξήθηκαν, ενώ οι πραγματικοί μισθοί για τους εργαζόμενους μειώθηκαν. Οι τιμές της ενέργειας (κάρβουνο ή καυσόξυλα) αυξήθηκαν καθώς η έντονη εκμετάλλευση των δασών είχε προκαλέσει τη μείωσή τους. Σ’ αυτό το κύμα, ο ρυθμός αύξησης των τιμών ήταν διπλάσιος σε σχέση με το προηγούμενο πληθωριστικό κύμα και -κατά μέσο όρο- έφθασε στο 1,0% ετησίως. Κατά την εξέλιξη του κύματος αυτού, παρατηρήθηκαν περίπου τα ίδια οικονομικά και κοινωνικά φαινόμενα, μεταξύ των οποίων, κυρίαρχη θέση είχαν -και πάλι- η διεύρυνση των ανισοτήτων και η πτώση της αμοιβής της εργασίας. Τα επιτόκια αυξήθηκαν, ενώ τα νομίσματα υποτιμήθηκαν και παράλληλα οι κυβερνήσεις αντιμετώπισαν μεγάλα ελλείμματα κάτι που οδήγησε στην αύξηση της φορολογίας. Επρόκειτο για μία “στασιμοπληθωριστική” περίοδο, με αύξηση των τιμών και παράλληλη οικονομική ύφεση. Για μία ακόμη φορά, οι κλιματολογικές συνθήκες περιόριζαν τη σοδειά, ενώ διάφορες ασθένειες απείλησαν τους πληθυσμούς. Σημειώθηκε μείωση του πληθυσμού, αλλά όχι τόσο μεγάλη όσο κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος.

Η Ευρώπη ξεπέρασε την ύφεση μόλις μετά τα μέσα του 17ου αιώνα. Ακολούθησε μία περίοδος σταθερότητας των τιμών -με ελάχιστες βραχυπρόθεσμες νομισματικές αναταραχές- που ο Fischer αποκαλεί ως την “ισορροπία του Διαφωτισμού”. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, οι μισθοί αυξήθηκαν, το επίπεδο των ενοικίων υποχώρησε και η διαφορά μεταξύ των εύπορων και των μη εύπορων τάξεων μειώθηκε αξιοσημείωτα. Η γενική εντύπωση που επικρατούσε ήταν ότι, η κατάσταση ήταν ικανοποιητική. Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε την αύξηση του πληθυσμού, τη μεγέθυνση των πόλεων και σταδιακά την αύξηση της παραγωγής και του εμπορίου. Αναπόφευκτα, κάποια στιγμή, οι τιμές άρχισαν να αυξάνονται και πάλι. Αυτό συνέβη ανάμεσα στο 1730 και το 1750.


Στα μέσα του 18ου αιώνα ξεκίνησε το τρίτο πληθωριστικό κύμα, αλλά αυτό το κύμα ήταν διαφορετικό από τα προηγούμενα. Προκάλεσε αστικές αναταραχές, πολλές επαναστάσεις και σημαντικούς πολέμους μεταξύ των κρατών που ανταγωνίζονταν για την αποικιοκρατική τους εξάπλωση και επικράτηση. Το αρχικό αίτιο αυτού του κύματος ήταν η αύξηση του πληθυσμού στην Ευρώπη. Ένα άλλο αίτιο ήταν τα δημοσιονομικά ελλείμματα που προκαλούσαν οι πόλεμοι. Αυτά οδήγησαν σε αύξηση της φορολογίας, εξέλιξη που οδηγούσε σε συχνές δημοσιονομικές ανισορροπίες και σε κρίσεις χρέους, κάτι που με τη σειρά του αύξανε τα επιτόκια, με τελική κατάληξη την περαιτέρω αύξηση των τιμών.


Το πληθωριστικό κύμα έφθασε στο υψηλότερο σημείο του κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντιων πολέμων (1803-1815). Ο τερματισμός του κύματος, οδήγησε σε μία νέα μακρά περίοδος σταθερότητας που ονομάστηκε “Βικτωριανή ισορροπία” και που διήρκεσε όλο τον 19ο αιώνα. Ποιοί παράγοντες οδήγησαν σ’ αυτή την ισορροπία, δεν είναι ξεκάθαρο. Όμως, ο 19ος αιώνας ήταν αιώνας λιγότερων πολέμων, προσπάθειας διατήρησης των εδαφικών συνόρων στην Ευρώπη, μεγάλων οικονομικών αλλαγών και μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης. Το παραγόμενο προϊόν αυξάνονταν με υψηλό ρυθμό, επαρκή για να ικανοποιήσει τους πληθυσμούς που εισέρχονταν στην -τότε- σύγχρονη οικονομία, ενώ η αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας βασίστηκε στις ανακαλύψεις νέων ποσοτήτων πολύτιμων μετάλλων, τα οποία μάλιστα διατήρησαν μία αξιοθαύμαστη ισοτιμία μεταξύ τους (1 χρυσός = 15,5 άργυρος), καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Είναι σαφές ότι, οι παράγοντες που παρήγαγαν τη βικτωριανή ισορροπία ήταν διαφορετικοί από εκείνους των προηγούμενων αιώνων.


Με βάση την εξέλιξη των τιμών των βασικών αγαθών της περιόδου, ο Fischer χρονολογεί το τέλος της περιόδου της “βικτωριανής ισορροπίας” και την αρχή του τέταρτου κύματος, γύρω στο 1895 - 1897. Πολλά θα μπορούσαν να είναι τα αίτια της ανοδικής κίνησης των τιμών κατά τον 20ο αιώνα. Ίσως να ήταν η πίεση από τον γεωργικό τομέα, ο οποίος βίωνε μία μακρά περίοδο απόλυτης, αλλά και σχετικής μείωσης των τιμών. Ίσως να ήταν η πίεση από την επέκταση της προσφοράς χρυσού. Ίσως να ήταν η αύξηση του πληθυσμού μαζί με τις αυξήσεις των “υλιστικών προσδοκιών” που φυσιολογικά προβάλλονταν, καθώς ήταν μία περίοδος ανακαλύψεων, εφευρέσεων και τεχνολογικής προόδου. Ίσως να ήταν ένας συνδυασμός απ’ όλους αυτούς τους λόγους. Παράλληλα, η αύξηση των τιμών επιταχύνθηκε από τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, ο οποίος ακολουθήθηκε από δραματικές αλλαγές: από τον τερματισμό της πρώτης “παγκοσμιοποίησης”, τον υπερπληθωρισμό στη Γερμανία, την παγκόσμια οικονομική κρίση του μεσοπολέμου. Όλα αυτά τα γεγονότα προκάλεσαν αξιοσημείωτες διακυμάνσεις στις τιμές. Γενικότερα όμως, μπορεί να αναφερθεί ότι, σε παγκόσμιο επίπεδο, κατά τα πρώτα 60 χρόνια του 20ου αιώνα, ο πληθωρισμός υπήρξε σχετικά ήπιος.
Άρχισε να αυξάνεται απειλητικά, μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Η τάση της αύξησης μπορεί να προκλήθηκε από την αύξηση των ελλειμμάτων των ΗΠΑ, οι οποίες χρηματοδότησαν τον πόλεμο του Βιετνάμ. Όμως, κατά την άποψή μας, η αυξητική τάση των τιμών αρχικά ενισχύθηκε από την αύξηση των πραγματικών μισθών και -όπως και στις αρχές του αιώνα- από την αύξηση των “υλιστικών προσδοκιών”, των δυτικών κοινωνιών που βίωναν μία περίοδο εντυπωσιακής βιομηχανικής ανάπτυξης, μεγάλων τεχνολογικών εξελίξεων και νέων τεχνικών πώλησης. Βεβαίως, όλα αυτά συνδυάζονταν και με μία σημαντική δημογραφική αύξηση και την αίσθηση ότι ήταν μία “ωραία περίοδος για να ζεις και να μεγαλώνεις την οικογένειά σου”. Η συνέχεια είναι περισσότερο γνωστή: Οι πετρελαϊκές κρίσεις και η αποσύνδεση του δολαρίου από το χρυσό, προκάλεσαν αναστάτωση και διεύρυνση των αυξητικών τάσεων σε παγκόσμιο επίπεδο. Έως ότου, δύο γεγονότα συντάραξαν τις παγκόσμιες εξελίξεις και μετέβαλαν το παγκόσμιο status quo: Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του ανατολικού μπλοκ (1989-1991) και η είσοδος της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (2001).

Λίγο πριν ο David Fisher εκδώσει το βιβλίο του, το 1996, έγραφε ότι, “Οι τάσεις που εμφανίζονται σήμερα, είναι σαφείς. Οι παράγοντες που είχαν θέσει σε κίνηση το μηχανισμό της αύξησης των τιμών, μεταβάλλονται ταχύτατα. Η πτώση των ρυθμών αύξησης του πληθυσμού, η πτώση στην αμοιβή της εργασίας, η εμφάνιση δημοσιονομικών ελλειμμάτων και πολλές άλλες ενδείξεις, δείχνουν ότι, όχι μόνον θα μειωθούν οι ρυθμοί αύξησης των τιμών, αλλά σταδιακά, οι αυξήσεις αυτές θα διακοπούν”.

Λιγότερο από δύο δεκαετίες αφού γράφτηκαν αυτές οι σκέψεις, οι προσπάθειες των κεντρικών τραπεζών επικεντρώνονται στο να πετύχουν το “στόχο” του 2,0% που έχουν θέσει για τον πληθωρισμό. Όμως, αποτυγχάνουν διαρκώς, παρά το ότι έχουν πλημμυρίσει τις αγορές με απίστευτες ποσότητες χρήματος. Γιατί αποτυγχάνουν;

Δεν είναι βέβαιο ότι μπορούν εξωγενείς δυνάμεις να αυξήσουν τον πληθωρισμό. Όσο μαθαίνουμε την ιστορία, αντιλαμβανόμαστε ότι ο πληθωρισμός δεν είναι μόνον ένα νομισματικό φαινόμενο. Είναι παράλληλα ένα κοινωνιολογικό και -κυρίως- ένα δημογραφικό φαινόμενο. Σε όλη τη νομισματική ιστορία, το επίπεδο των τιμών εξαρτάται από τη συνολική ζήτηση μέσα στην οικονομία. Όσο ο πληθυσμός και η αμοιβή της εργασίας φθίνουν -αλλά και όσο θα υπάρχει ο ανταγωνισμός από τις αναπτυσσόμενες χώρες που εξακολουθούν να διαθέτουν τεράστια πληθυσμιακά αποθέματα που εργάζονται με χαμηλότερες αμοιβές- θα φθίνουν και οι τιμές. Σήμερα, πέραν από τον φθίνοντα πληθυσμό, μειώνεται η αμοιβή της εργασίας και αυξάνεται η ανισότητα στην κατανομή του πλούτου. Τα μέτρα αύξησης της ρευστότητας των κεντρικών τραπεζών, τα οποία ενισχύουν την ανισοκατανομή αλλά και η συνεχιζόμενη τάση μείωσης της αμοιβής της εργασίας, απλά επιτείνουν αυτή την ανισορροπία.

Οι κοινωνίες μας έχουν εισέλθει σε μία περίοδο πτώσης των τιμών, που θα ακολουθηθεί από μία περίοδο ισορροπίας. Η αλληλουχία αυτή, που ισχύει από τότε που υπάρχει το χρήμα στις κοινωνίες, δε μπορεί να μεταβληθεί με τεχνητούς τρόπους. Θα πρέπει να υπάρξει η φυσιολογική επαναφορά της ισορροπίας του συστήματος, μέσα από το πέρασμα του χρόνου και τις κατάλληλες μακροχρόνιες πολιτικές.


Γιάννης Σιάτρας


Επιστροφή στα περιεχόμενα
Δείτε τους συνδέσμους για παλαιότερα τεύχη (εδώ)
Δείτε την ύλη των παλαιότερων τευχών (εδώ)