Ο φόβος για τον λαϊκισμό του Τραμπ μπορεί να σώσει τις αμερικανικές συμμαχίες

07 Δεκεμβρίου 2020, 11:00 | Διεθνής Πολιτική

Ο φόβος για τον λαϊκισμό του Τραμπ μπορεί να σώσει τις αμερικανικές συμμαχίες

Οι Ηνωμένες Πολιτείες που θα κληρονομήσει ο εκλεγμένος πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, στις 20 Ιανουαρίου αντιμετωπίζουν κρίση αξιοπιστίας. Μετά από τέσσερα χρόνια εκκεντρικής συμπεριφοράς από την διοίκηση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, η διεθνής κοινότητα θεωρεί ευρέως τις Ηνωμένες Πολιτείες ως μια αναξιόπιστη δύναμη. Ακόμη και πολλοί από τους στενότερους και μακροχρόνιους συμμάχους της Ουάσιγκτον δεν πιστεύουν πλέον ότι μπορούν να βασίζονται στην διπλωματική ή στρατιωτική υποστήριξη των ΗΠΑ.

Ο Μπάιντεν δεν μπορεί εύκολα να αναιρέσει αυτή την ζημιά στην αξιοπιστία των ΗΠΑ. Αλλά μπορεί να κάνει τις συμμαχίες των ΗΠΑ και τις σχέσεις ασφαλείας πιο ανθεκτικές. Παραδόξως, ο Τραμπ έχει κάνει αυτό το καθήκον ευκολότερο για τον επόμενο πρόεδρο. Η άνοδός του στην εξουσία αποκάλυψε ότι ζητήματα όπως οι συλλογικές αμυντικές δαπάνες και η κατανομή των βαρών -μακροχρόνια ακανθώδη σημεία της διατλαντικής σχέσης- μπορούν να πυροδοτήσουν λαϊκιστικά αισθήματα και έτσι να απειλήσουν τις μακροχρόνιες συμμαχίες. Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να χρησιμοποιήσει αυτήν την απειλή και την προοπτική ενός άλλου λαϊκιστή σαν τον Τραμπ, για να οικοδομήσει πιο δίκαιες σχέσεις ασφάλειας. Σε τελική ανάλυση, χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Αυστραλία και η Νότια Κορέα αντιμετωπίζουν ένα επικίνδυνο και αβέβαιο μέλλον εάν οι διευθετήσεις ασφαλείας των ΗΠΑ συνεχίσουν να επιδεινώνονται.

Περισσότεροι από 73 εκατομμύρια Αμερικανοί ψήφισαν υπέρ της επανεκλογής του Τραμπ. Αυτός ο αριθμός πρέπει να χρησιμεύσει ως μια ισχυρή υπενθύμιση στους εταίρους των ΗΠΑ σε όλο τον κόσμο ότι το αμερικανικό σύστημα συμμαχιών και σχέσεων ασφαλείας απέχει πάντα μόνο μια εκλογική διαδικασία από την κατάρρευση. Ο Μπάιντεν πρέπει να πείσει αυτούς τους εταίρους να συνεισφέρουν περισσότερο στην συμμαχία τους με τις Ηνωμένες Πολιτείες -αλλιώς ρισκάρουν μια επανεμφάνιση του αμερικανικού λαϊκισμού που θα τους αφήσει ευάλωτους και εκτεθειμένους μακροπρόθεσμα.

ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΝΑ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

Ένα μάθημα των ετών του Trump είναι ότι η τριβή για την κατανομή των βαρών, ιδίως για τις αμυντικές δαπάνες, αποτελεί πραγματική απειλή για τις διατλαντικές σχέσεις. Το 2006 και πάλι το 2014, τα μέλη του ΝΑΤΟ δεσμεύτηκαν να δαπανήσουν το 2% του ΑΕΠ τους σε στρατιωτικές δυνατότητες, αλλά λιγότερο από τα μισά από αυτά πέτυχαν αυτόν τον στόχο. Στην πορεία της προεκλογικής εκστρατείας το 2016, ο Τραμπ χλεύασε την αποτυχία των συμμάχων του ΝΑΤΟ να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους για τις δαπάνες [1], προχωρώντας το τόσο πολύ μέχρι και να αναρωτηθεί αν οι Ηνωμένες Πολιτείες θα τους υπερασπιστούν σε περίπτωση ρωσικής επίθεσης. Όταν ανέλαβε καθήκοντα, συνέχισε να επιμένει με το έλλειμμα δαπανών των συμμάχων του ΝΑΤΟ, προκειμένου να τους πιέσει να αυξήσουν τους στρατιωτικούς τους προϋπολογισμούς και να βοηθήσουν στην κάλυψη των δαπανών των ΗΠΑ. Έκανε παρόμοια αιτήματα σε μακρόχρονους συμμάχους στην Ασία, υποτίθεται ως αντάλλαγμα για την παρουσία αμερικανικών δυνάμεων εκεί. Αυτή η χοντροκομμένη προσέγγιση όχι μόνο δημιούργησε εντάσεις στις βασικές συμμαχίες των ΗΠΑ αλλά υπογράμμισε το γεγονός ότι χωρίς πραγματική αλλαγή εκ μέρους των συμμάχων των ΗΠΑ, αυτές οι σχέσεις θα μπορούσαν να εμπλακούν στις [προ]εκλογικές πολιτικές των ΗΠΑ. Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε από το Pew Research Center [2], το 2017 σχεδόν οι μισοί Αμερικανοί πίστευαν ότι το ΝΑΤΟ δεν έκανε αρκετά για να λύσει παγκόσμια προβλήματα.

Αυτό το ζήτημα είναι απίθανο να εξαφανιστεί σύντομα. Ο Μπάιντεν θα πρέπει να πείσει τους μεγάλους δημοκρατικούς συμμάχους, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, να σημειώσουν σημαντική πρόοδο προς την προσαρμογή των αμυντικών προϋπολογισμών τους με τις καθιερωμένες δεσμεύσεις. Παρόλο που ορισμένοι σύμμαχοι των ΗΠΑ θα διαμαρτυρηθούν αναμφίβολα ή θα συνεχίσουν να σέρνουν τα πόδια τους, η διοίκηση του Μπάιντεν έχει σημαντική μόχλευση. Σε αντίθεση, ας πούμε, με το Πακιστάν, οι φιλελεύθεροι δημοκρατικοί εταίροι δεν θέλουν να στραφούν στην Ρωσία ή στην Κίνα για εγγυήσεις ασφαλείας. Ούτε είναι κοντά στο να μπορούν να το κάνουν μόνοι τους.

Αυτή η επισφαλής θέση σημαίνει ότι οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι πρέπει να είναι πρόθυμοι να αναλάβουν την ηγεσία στην ενίσχυση της κυβέρνησης Μπάιντεν από την πρώτη ημέρα. Το μακροχρόνιο μοτίβο των εταίρων που αποφεύγουν τις ευθύνες τους για τις αμυντικές δαπάνες –τη μια εβδομάδα λέγοντας στους Αμερικανούς αξιωματούχους ότι θα ήταν πιο αποτελεσματικό να τους πιέσουν δημόσια, την επόμενη εβδομάδα επιμένοντας ότι η ιδιωτική πειθώ είναι προτιμότερη- πρέπει να τερματιστεί. Η πρόσφατη προσφορά του Βερολίνου για μια «νέα συμφωνία» για την κατανομή των βαρών, στην οποία η Γερμανία θα αυξήσει σημαντικά τις δαπάνες της, επιτρέποντάς της να ηγείται στρατιωτικών επιχειρήσεων στο εξωτερικό χωρίς τις Ηνωμένες Πολιτείες, μαζί με την πρόσφατη απόφασή της να γίνει αυστηρή απέναντι στην κινεζική εταιρεία τηλεπικοινωνιών Huawei, ισοδυναμεί με ένα δυνατό ξεκίνημα. Ωστόσο, ο Μπάιντεν πρέπει να πείσει την Γερμανία να προχωρήσει περισσότερο: η ακύρωση του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2 που συνδέει την Ρωσία και την Ευρώπη και η πλήρης εναρμόνιση των θέσεων του Βερολίνου για την Ρωσία και την Κίνα με εκείνες στην Ουάσινγκτον θα ήταν παραγωγικά επόμενα βήματα.

Ο Μπάιντεν θα πρέπει επίσης να πιέσει την Γαλλία να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες της για να καλύψει ή να υπερβεί το όριο του 2% του ΝΑΤΟ και να οξύνει τις καταγγελίες της για την ρωσική επιθετικότητα στην Ουκρανία, την υποστήριξη αντιδραστικών λαϊκιστών, και τις προσπάθειες ανατροπής Δυτικών δημοκρατιών. Σε αντάλλαγμα, ο Μπάιντεν μπορεί να προσφέρει στους Ευρωπαίους συμμάχους πλήρη υποστήριξη για στενότερους δεσμούς ΗΠΑ-ΕΕ, πολύ μεγαλύτερη διατλαντική συνεργασία και υποστήριξη των ΗΠΑ για μια ανεξάρτητη στρατιωτική έδρα της ΕΕ που θα συνεργαζόταν στενά με το ΝΑΤΟ.

Δεδομένου ότι ο Βρετανός πρωθυπουργός, Μπόρις Τζόνσον, έχει ήδη ζητήσει σημαντικές αυξήσεις στις στρατιωτικές δαπάνες [της χώρας του] από τις [ημέρες που γίνονταν οι] εκλογές των ΗΠΑ, η προσέγγιση του Μπάιντεν προς το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να είναι ελαφρώς διαφορετική και δομημένη έτσι ώστε να μετριάσει την άνοδο του λαϊκισμού σε αυτή την χώρα. Το Brexit έχει βλάψει την οικονομία και την διεθνή θέση της χώρας, και οι επιπτώσεις του αποτελούν απειλή για τα αμερικανικά και ευρωπαϊκά συμφέροντα. Ο Μπάιντεν πρέπει να καταστήσει σαφές ότι δεν θα υπάρξει «ειδική σχέση» -και σίγουρα καμία προτιμησιακή εμπορική συμφωνία- εκτός εάν το Λονδίνο συμφωνήσει σε μια διευθέτηση του Brexit που να διατηρεί την Ειρηνευτική Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής στη Βόρεια Ιρλανδία και να κρατά το Ηνωμένο Βασίλειο στενά συνδεδεμένο με την υπόλοιπη Ευρώπη.

Αν και οι δημοκρατικοί συμβατικοί σύμμαχοι στην Ασία γενικά δεν αποφεύγουν τα στρατιωτικά τους βάρη με τον τρόπο που συχνά κάνουν τα ευρωπαϊκά κράτη, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να αναζητήσει κάποιες αρχικές νίκες στον Ειρηνικό. Οι συμφωνίες για ενισχύσεις για τις στρατιωτικές βάσεις των ΗΠΑ στην Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα θα ήταν ένα καλό μέρος για αρχή. Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει επίσης να τονίσει ότι η επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών δεν είναι χρήσιμη όταν πρέπει να δικαιολογηθεί η παρουσία των ΗΠΑ στην Βορειοανατολική Ασία.

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ TRUMP-ΙΣΜΟ

Αυτές οι πρωτοβουλίες στην Ευρώπη και την Ασία θα πρέπει να αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας της διοίκησης Μπάιντεν για να «αδιαβροχοποιήσει» ολόκληρο το δίκτυο των συμμαχιών της. Το ότι το σύστημα αυτό επέζησε τα τελευταία τέσσερα χρόνια αποτελεί μια απόδειξη της σημασίας των θεσμοθετημένων δεσμών μεταξύ υπουργείων και υπηρεσιών παγκοσμίως. Ακόμα και όταν ο Trump απείλησε να εγκαταλείψει τους συμμάχους των ΗΠΑ, στρατιωτικοί και πολιτικοί αξιωματούχοι των ΗΠΑ συνέχισαν να συνεργάζονται με τους ομολόγους τους στο εξωτερικό. Αυτά τα επαγγελματικά δίκτυα δυσκόλεψαν τον Τραμπ να τερματίσει γρήγορα τις δεσμεύσεις ασφαλείας των ΗΠΑ και πιθανότατα έσωσαν πολλές άλλες συμφωνίες επίσης.

Ως μέρος αυτού του ευρύτερου σχεδίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να ενισχύσουν και να επαυξήσουν τις διακυβερνητικές σχέσεις, ειδικά με τους Ευρωπαίους συμμάχους. Το ΝΑΤΟ πρέπει να αναπτύξει περαιτέρω τις μη στρατιωτικές του δυνατότητες, έτσι ώστε η συμμαχία να μπορεί αποτελεσματικά να παραδώσει αποστολές μεταπολεμικής ανασυγκρότησης και σταθεροποίησης στην ΕΕ. Με την σειρά της, η τελευταία θα πρέπει επιτέλους να δημιουργήσει την δική της μέτρια αλλά πλήρως αναπτυσσόμενη στρατιωτική δύναμη για την αντιμετώπιση κρίσεων ασφαλείας που βρίσκονται πιο κοντά στα εδάφη της. Η Γερμανία και η Γαλλία, ειδικότερα, θα μπορούσαν να ηγηθούν αυτής της διαδικασίας στο πλαίσιο της προσφοράς τους [3] να αναθεωρήσουν και να αναζωογονήσουν την διατλαντική σχέση.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους θα πρέπει επίσης να δώσουν το στίγμα διεξάγοντας ολοένα και συχνότερες κοινές στρατιωτικές ασκήσεις και αεροπορικές περιπολίες αστυνόμευσης που να περιλαμβάνουν περισσότερο εξοπλισμό και προσωπικό. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να επεκτείνουν τον αριθμό των εκ περιτροπής αμερικανικών και συμμαχικών στρατευμάτων στην Κεντρική Ευρώπη και να αυξήσουν δραματικά τον αριθμό των αξιωματούχων των ΗΠΑ που αποσπώνται στο πολιτικό και στρατιωτικό αρχηγείο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Κάτι τέτοιο θα ενίσχυε τις σχέσεις μεταξύ συμμαχικών υπευθύνων χάραξης πολιτικής και θα επικέντρωνε εκ νέου την προσοχή των ΗΠΑ στην Ευρώπη.

Στον Ινδο-Ειρηνικό, η κυβέρνηση Μπάιντεν πρέπει να πιέσει για περισσότερες πολυμερείς κοινές στρατιωτικές ασκήσεις με περιφερειακούς συμμάχους, με στόχο την οικοδόμηση ισχυρότερων στρατιωτικών και διπλωματικών σχέσεων, παρόμοιες με εκείνες που υπάρχουν στην Ευρώπη. Σε αυτό το μέτωπο, ο Τραμπ άφησε σε μεγάλο βαθμό την Αυστραλία για να αντεπεξέλθει μόνη της σε ό,τι αφορούσε την Κίνα. Τώρα, ο Μπάιντεν πρέπει να πιέσει ώστε η Καμπέρα να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στις ασιατικές συμμαχίες ώστε να προστατευθούν από τον Τραμπισμό και ο κυβερνών Φιλελεύθερος-Εθνικός Συνασπισμός να αντιμετωπίσει το δικό του δεξιό-λαϊκιστικό στοιχείο. Η Αυστραλία, μαζί με τους συμμάχους των ΗΠΑ όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα, πιθανότατα θα υποστηρίξουν μια μεγαλύτερη συνεργασία αμέσως και αυτές οι προσπάθειες μπορούν να αποτελέσουν την βάση για την επέκταση της στρατηγικής συνεργασίας με την Ινδία και άλλους παίκτες που βρίσκονται εκτός του συστήματος συμμαχιών των ΗΠΑ.

Τέλος, το πρώτο ταξίδι στο εξωτερικό στο Μπάιντεν θα πρέπει να είναι στις Βρυξέλλες για μια άνευ προηγουμένου κοινή σύνοδο κορυφής ΕΕ-ΝΑΤΟ την άνοιξη. Θα πρέπει να ακολουθήσει ένα ταξίδι στο Τόκιο, το φθινόπωρο, για μια συνάντηση με δημοκρατικούς συμμάχους της Ασίας και μια επακόλουθη τελική κοινή σύνοδος κορυφής που θα περιλαμβάνει τόσο τους Ευρωπαίους εταίρους όσο και τους εταίρους στον Ειρηνικό στις αρχές του 2022. Στο παρελθόν, οι Ηνωμένες Πολιτείες προτίμησαν να διατηρήσουν απόσταση μεταξύ των δύο ομάδων των συμμάχων τους. Τώρα, όμως, η οικονομική ολοκλήρωση [4], οι παγκόσμιες προκλήσεις ασφάλειας, και η κοινή συμμετοχή στο σύστημα ασφαλείας των ΗΠΑ καθιστούν μια τέτοια προσέγγιση όλο και πιο αναχρονιστική.

ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΣΟΚ

Χωρίς μετρήσιμη, δημόσια και γρήγορη πρόοδο τα επόμενα τέσσερα χρόνια, το δίκτυο συμμαχιών των ΗΠΑ, ειδικά στην Δυτική Ευρώπη, θα παραμείνει ευάλωτο σε ένα άλλο λαϊκιστικό κύμα. Η προστασία από τον Τραμπ-ισμό (Trump-proofing ) για αυτές τις συμμαχίες και συνεργασίες θα απαιτήσει ακόμη περισσότερα από τους συνεργάτες των ΗΠΑ από όσα πιθανώς συνειδητοποιούν. Σε μια ειρωνική ανατροπή, η μοίρα του συστήματος ασφαλείας των ΗΠΑ θα μορφοποιηθεί τόσο ανάλογα με το πώς οι σύμμαχοι των ΗΠΑ θα ανταποκρίνονται στην διοίκηση Μπάιντεν όσο και με το πώς θα συμπεριφέρεται η ίδια η κυβέρνηση Μπάιντεν.

Τα πρώτα ανοίγματα προς την διοίκηση Μπάιντεν υποδηλώνουν ότι οι δημοκρατικοί σύμμαχοι των ΗΠΑ, ειδικά στην Ευρώπη, κατανοούν ότι η επιστροφή στο status quo θα σημάνει το ρίσκο για ένα άλλο λαϊκιστικό σοκ -κάτι που θα μπορούσε τελικά να διαλύσει το σύστημα. Αυτό σημαίνει ότι ο Μπάιντεν θα έχει σημαντική μόχλευση στις διαπραγματεύσεις για την αναμόρφωση των μακροχρόνιων σχέσεων. Αν και η προσέγγιση «Πρώτα η Αμερική» του Τραμπ άφησε τον κόσμο να είναι ένα πιο επικίνδυνο μέρος, οι επιπτώσεις της βάρυναν δυσανάλογα στους εταίρους των ΗΠΑ και όχι τις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό δίνει στην ηγεσία χωρών όπως η Γαλλία και η Γερμανία ένα κίνητρο για να δείξουν ότι μια πιο συνεργατική προσέγγιση μπορεί να πετύχει όταν η μαχητική [προσέγγιση] του Trump απέτυχε.

Ωστόσο, οι παλιές συνήθειες πεθαίνουν δύσκολα. Εάν οι δημοκρατικοί σύμμαχοι διολισθήσουν στον εφησυχασμό, η κυβέρνηση του Μπάιντεν θα πρέπει να τους υπενθυμίσει ότι δεν διακυβεύεται τίποτα λιγότερο από την επιβίωση των εγγυήσεων ασφαλείας των ΗΠΑ -όχι επειδή ο Μπάιντεν δεν βλέπει την αξία τους αλλά επειδή ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ ενδέχεται να μην το κάνει.

 

Πηγή: foreignaffairs.gr