ΗΠΑ: Μια κρίση εμπιστοσύνης

15 Δεκεμβρίου 2020, 14:38 | Διεθνής Πολιτική

ΗΠΑ: Μια κρίση εμπιστοσύνης

Όταν ο Τζο Μπάιντεν ορκιστεί πρόεδρος τον Ιανουάριο, θα κληρονομήσει δυο προκλήσεις που κανείς δεν θα ζήλευε: ένα ανησυχητικό τοπίο εθνικής ασφάλειας και μια κατακερματισμένη κοινότητα πληροφοριών. Χωρίς αμφιβολία, ο δικός του Λευκός Οίκος θα βιαστεί να σβήσει τις προφανείς πυρκαγιές, είτε η απειλή είναι η αυξανόμενη ένταση μεταξύ του Ιράν και του Ισραήλ είτε είναι η επικείμενη λήξη της πυρηνικής συνθήκης New START. Όμως η δεύτερη, βραδείας καύσης κρίση είναι από πολλές απόψεις η πιο επικίνδυνη. Εάν ο Μπάιντεν θέλει η προεδρία του να πετύχει στην εξωτερική πολιτική, πρέπει να αποκαταστήσει την ακεραιότητα στην διαδικασία εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ, έτσι ώστε οι καθημερινές κρίσεις να μην παραγκωνίσουν την σωστή στρατηγική που βασίζεται στις καλές πληροφορίες. Πριν ενεργήσουν οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων, πρέπει να γνωρίζουν όσο το δυνατόν περισσότερα σχετικά με τις προθέσεις και τις ικανότητες των αντιπάλων καθώς και των εταίρων τους.

Ποτέ δεν ήταν εύκολο να παραχθεί πολιτική χωρίς καλές πληροφορίες˙ σήμερα, η λειτουργία των υπηρεσιών πληροφοριών είναι τόσο απαραίτητη όσο ήταν πάντοτε. Εξαιρετικοί κίνδυνοι εσφαλμένου υπολογισμού κρύβονται μόλις μια ίντσα προς τα αριστερά ή τα δεξιά κάθε επιλογής πολιτικής. Ωστόσο, οι υπηρεσίες κατασκοπείας των ΗΠΑ είναι βυθισμένες στην χειρότερη κρίση εμπιστοσύνης και λογοδοσίας που έχει δει το έθνος μετά τον πόλεμο στο Ιράκ. Η κυβέρνηση Τραμπ έχει πολιτικοποιήσει την διαδικασία [απόκτησης και ανάλυσης] πληροφοριών με τρόπους μεγάλους και μικρούς, υπονομεύοντας την ακεραιότητα της λήψης αποφάσεων εθνικής ασφάλειας και την πίστη του κοινού σε αυτήν. Πόσες φορές τα τελευταία τέσσερα χρόνια οι Αμερικανοί αναρωτήθηκαν αν η χώρα τους ήταν λίγα λεπτά μακριά από τον πόλεμο με το Ιράν, προσπαθώντας να διαβάσουν τα τραπουλόχαρτα για να μαντέψουν τις προθέσεις του καθεστώτος;

Η ζημιά μπορεί να διορθωθεί. Η επιδιόρθωση της θα απαιτήσει δέσμευση και προσοχή, εμπορεύματα σε ανεπαρκή προσφορά σε οποιαδήποτε διοίκηση (για να μην αναφέρουμε στον Λόφο του Καπιτωλίου). Αυτό που θα χρειαστεί ο νέος Λευκός Οίκος είναι μια καλά καθορισμένη ατζέντα από την αρχή -μια σαφή αίσθηση των περιοχών στις οποίες έχει γίνει η μεγαλύτερη ζημιά, καθώς και των χώρων όπου θα πρέπει να μπει το φως του ήλιου. Μόνο τότε θα μπορούν οι Αμερικανοί και ο υπόλοιπος κόσμος να ξαναβρούν την εμπιστοσύνη τους στην αμερικανική κοινότητα πληροφοριών.

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Από την αρχή, η πορεία θα καθοριστεί από την ομάδα που θα αναλάβει τα ηνία. Αν και δεν ήταν ο πρώτος Λευκός Οίκος που προσπάθησε να στελεχώσει την κοινότητα πληροφοριών με πιστούς, ο Τραμπ προσπάθησε να το κάνει ιδιαίτερα επιθετικά. Η διοίκηση απέρριψε δημόσιους υπαλλήλους καριέρας, εγκατέστησε υποψήφιους που δεν θα επιβίωναν από μια επαφή με την διαδικασία έγκρισης τοποθετώντας τους σε ρόλους δράσης, και επιτέθηκε στην ανεξαρτησία των ελεγκτικών και των συμβουλευτικών οργάνων. (Αυτό περιελάμβανε μια εκκαθάριση στο Συμβούλιο Αμυντικής Πολιτικής, το οποίο σάρωσε εμένα και άλλους από την δικομματική συμβουλευτική επιτροπή του Υπουργού Άμυνας). Το αποτέλεσμα ήταν να σπαρθεί η διαδικασία των πληροφοριών με κομματικές σκέψεις. Οι αναφορές που κινδύνευαν να εξοργίσουν ανώτερους αξιωματούχους έγιναν πιο ήπιες, παρέκλιναν, ή καταργούνταν˙ οι πληροφοριοδότες είχαν παγώσει λόγω της απειλής αντιποίνων. Εν τω μεταξύ, οι μη- ή οι υπο-ελεγμένες πληροφορίες παρέκαμπταν τις δυσκολίες της παραδοσιακής διαδικασίας ανάλυσης με το να ταξιδεύουν από έναν πολιτικά διορισμένο στον άλλο. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τους ψευδείς ισχυρισμούς ότι η Ουκρανία παρενέβη στις εκλογές του 2016: αυτές οι φήμες εξαπλώθηκαν στον και μέσω του Λευκού Οίκου, ακόμη και όταν τα στελέχη καριέρας ενημέρωσαν το Κογκρέσο για την πραγματικότητα ότι ήταν η Ρωσία που ηγήθηκε της εκστρατείας παραπληροφόρησης.

Φυσικά, η επαναφορά αυτών των αλλαγών θα ξεκινήσει με την ονομασία κατάλληλων υποψηφίων για ταχεία έγκριση. Η Elissa Slotkin, κάποτε αναλυτής της CIA και τώρα αντιπρόσωπος των Δημοκρατικών από το Μίσιγκαν [στην Βουλή], πρότεινε  ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να εξετάσει μια «στοχευμένη ανάκληση» των στελεχών του δημοσίου που έφυγαν από την κοινότητα πληροφοριών κατά τα τελευταία τέσσερα χρόνια –το προσωπικό με την βαθύτερη δέσμευση για τους παραδοσιακούς κανόνες. Αυτή θα ήταν μια έξυπνη κίνηση, αλλά θα χρειαστούν ακόμη βαθύτερες αλλαγές στον τρόπο που η κυβέρνηση των ΗΠΑ προσλαμβάνει και απολύει τους κατασκόπους της για να αποκαταστήσει πλήρως την ανεξαρτησία τους.

Ο Μπάιντεν μπορεί να ξεκινήσει την δουλειά με μια μονοκονδυλιά. Η δέσμευσή του  να μην απολύσει ποτέ έναν γενικό επιθεωρητή (inspector general) είναι ευπρόσδεκτη -αλλά θα μπορούσε να διαβαστεί ακόμη καλύτερα ως μια εκτελεστική εντολή, [μια εντολή] που να εκθέτει λεπτομερώς την άποψή του ότι οι επιθεωρητές μπορούν να εξαιρεθούν μόνο για ισχυρό λόγο και να καθορίζει τις περιορισμένες συνθήκες που θα ικανοποιούσαν αυτή την συνθήκη. Ο Μπάιντεν θα μπορούσε επίσης να διατάξει το Υπουργείο Δικαιοσύνης να αποσύρει την αμφιλεγόμενη γνώμη σχετικά με τους πληροφοριοδότες της κοινότητας πληροφοριών που συνέταξε το Γραφείο Νομικών Συμβούλων του Υπουργείου το 2019, μια άποψη που ουσιαστικά δίνει στον διευθυντή των εθνικών [υπηρεσιών] πληροφοριών την άδεια να αποτρέπει την δημοσιοποίηση αποδείξεων για αδικήματα εκτελεστικών [στελεχών].

Σε άλλα θέματα, ωστόσο, ο Μπάιντεν θα χρειαστεί την βοήθεια του Κογκρέσου για να δέσει τα ίδια του τα χέρια. Ο σαφέστερος στόχος προς μεταρρύθμιση είναι ο Μεταρρυθμιστικός Νόμος για τις Ομοσπονδιακές Κενές Θέσεις (Federal Vacancies Reform Act), ένας νόμος του 1998 σχετικά με τους ομοσπονδιακούς διορισμούς που έχει δώσει στον εκτελεστικό κλάδο υπερβολική δύναμη για να αποφεύγει την εποπτεία του Κογκρέσου. Ο νόμος επιτρέπει στον πρόεδρο να μετακινεί αξιωματούχους γύρω-γύρω στον εκτελεστικό κλάδο με την ιδιότητα του «αναπληρωτή» (acting) μέχρι να περάσει ο Λευκός Οίκος αυτόν που θέλει, όπως όταν εγκατέστησε τον Richard Grenell, έναν ένθερμο κομματικό που ήταν τότε πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Γερμανία, ως αναπληρωτή διευθυντή των εθνικών [υπηρεσιών] πληροφοριών τον Φεβρουάριο του 2020. Αυτή η προσπάθεια «μουσικής-καρέκλας» ήταν τόσο μια απερίσκεπτη προσπάθεια αποφυγής του νόμου όσο και ένα πλήγμα για την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών πληροφοριών. Οι πιστοί που εισέρχονται [στην διοίκηση] για σύντομες, πολιτικών κινήτρων εργασίες, δεν θα αποκτήσουν ποτέ σεβασμό από το προσωπικό. Όμως, οι νομοθέτες μπορούν να περιορίσουν αυτά τα παιχνίδια -και να υπερασπιστούν τον ζωτικό ρόλο της Γερουσίας στην αξιολόγηση των υποψηφίων- κάνοντας τρεις κρίσιμες αλλαγές στον νόμο.

Πρώτον, το Κογκρέσο θα πρέπει να τροποποιήσει τον νόμο για να εμποδίσει τον πρόεδρο να ορίσει αναπληρωτές (acting) αξιωματούχους όταν ανοίγει [μια θέση σε] ένα γραφείο επειδή ο πρόεδρος μόλις απέλυσε τον αξιωματούχο. Όταν ο Λευκός Οίκος διώχνει έναν έμπειρο επαγγελματία, δεν θα πρέπει να ανταμείβεται με την ελευθερία να τον αλλάζει με μια κομματική επιλογή. Δεύτερον, όπως προέτρεψε ο Jack Goldsmith, νομικός μελετητής και πρώην βοηθός γενικός εισαγγελέας του Γραφείου Νομικών Συμβούλων , το Κογκρέσο θα πρέπει να περιορίσει την ομάδα στελεχών από τους οποίους μπορεί να αντλήσει ο πρόεδρος όταν προκύπτει μια κενή θέση. Οι επιθεωρητές πρέπει να αντικαθίστανται από άλλους επιθεωρητές, όχι από πολιτικά διορισμένους από κάποιο μακρινό τμήμα του εκτελεστικού κλάδου. Τέλος, το Κογκρέσο θα πρέπει να αποσαφηνίσει –και εντόνως να περιορίσει– το χρονικό διάστημα που μπορούν να υπηρετήσουν ευλόγως οι αναπληρωτές αξιωματούχοι. Η τριμηνιαία θητεία του Grenell ως διευθυντή εθνικών πληροφοριών ήταν καταστροφή. Ξεκαθάρισε από την αρχή  ότι η δουλειά του ήταν να καθαρίσει την υπηρεσία, όχι να πει την αλήθεια στην εξουσία ή να εξασφαλίσει την ποιότητα των παραγόμενων πληροφοριών. Και παρόλο που τελείωσε όταν ο αντικαταστάτης του, ο John Ratcliffe, εγκρίθηκε από την Γερουσία, η κυβέρνηση πιθανότατα θα μπορούσε να έχει παίξει παιχνίδια για να κρατήσει τον Grenell στην θέση του επ' αόριστον.

Όσον αφορά την πολιτικοποίηση στην κοινότητα των πληροφοριών, δεν υπάρχει υποκατάστατο μιας πραγματικής προεδρικής δέσμευσης στα μακροχρόνια πρότυπα. Οι επιλογές του Μπάιντεν για βασικούς ρόλους στην εθνική ασφάλεια και τις πληροφορίες προσφέρουν πολλά υποσχόμενα σημάδια ότι κατανοεί ότι θα ωφεληθεί από εκείνους που δεν φοβούνται να διαφωνήσουν με τους προϊσταμένους τους. Αλλά όπως και οι προκάτοχοί του, ο Μπάιντεν θα αντιμετωπίσει τον πειρασμό να πιστέψει τις πληροφορίες που θέλει να πιστέψει, και να δναμωσει τις φωνές που θέλει να ακούσει. Με το να κάνει αυτές τις συγκεκριμένες δεσμεύσεις για τον επαγγελματισμό της επιχείρησης των πληροφοριών, ο εκλεγμένος πρόεδρος μπορεί να βοηθήσει να δεθεί στο ιστίο [στμ: όπως ο ομηρικός Οδυσσέας για να μην παρασυρθεί από τις Σειρήνες].

ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ ΜΥΣΤΙΚΑ

Η αλλαγή του τρόπου στελέχωσης της κοινότητας πληροφοριών θα προχωρήσει μόνο μέχρις ενός σημείου στην αποκατάσταση της δημόσιας εμπιστοσύνης. Οι Αμερικανοί έχουν το δικαίωμα να εμπιστεύονται ότι τα άτομα που διορίζονται σε βασικούς ηγετικούς ρόλους θα συνεχίσουν να εκτελούν τα καθήκοντά τους με τα υψηλότερα επαγγελματικά πρότυπα αφότου εξαφανιστούν πίσω από τις κλειστές πόρτες [μετά τον διορισμό τους]. Η απόκτηση αυτής της πεποίθησης και πάλι σημαίνει να υπάρξει ανοχή σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό διαφάνειας από όσο έχουν συνηθίσει οι υπηρεσίες κατασκοπείας.

Πολύ συχνά τα τελευταία χρόνια, τα συστήματα της μυστικής κοινότητας για την διαφύλαξη μυστικών χρησιμοποιήθηκαν ως πολιτικά όπλα. Ο Λευκός Οίκος του Τραμπ χειρίστηκε το εκτεταμένο σύστημα ελέγχου των προδημοσιεύσεων -σχεδιασμένο για να εμποδίζει τους αξιωματούχους εθνικής ασφάλειας να αποκαλύψουν διαβαθμισμένες πληροφορίες- σε μια προσπάθεια να καταστείλουν μη κολακευτικά δημοσιεύματα. Τον Ιούνιο του 2020, η διοίκηση προσπάθησε να εμποδίσει την δημοσίευση απομνημονευμάτων που έγραψε ο John Bolton, ο πρώην σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Trump, παρόλο που οι αξιωματούχοι καριέρας  είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν περιείχαν διαβαθμισμένες πληροφορίες. Άλλοι επικριτές του προέδρου -συμπεριλαμβανομένου του John Brennan, πρώην διευθυντή της CIA και του James Clapper, πρώην διευθυντή εθνικών πληροφοριών- απειλήθηκαν με την απώλεια των αδειών τους ασφαλείας (security clearances). [Κάποια] μυστικά έχουν επίσης ευκαιριακά αποχαρακτηριστεί όταν ήταν απαραίτητο για κάποιον ιδιοτελή σκοπό, όπως όταν ο Grenell αποκάλυψε ευαίσθητα αρχεία για να προωθήσει την θεωρία συνωμοσίας του προέδρου ότι στα τέλη του 2016, η κυβέρνηση Ομπάμα ερεύνησε ακατάλληλα τον εισερχόμενο σύμβουλο εθνικής ασφάλειας του Τραμπ, Michael Flynn.

Αυτές οι εξουσίες πρέπει να τεθούν πέραν της κομματικής προσέγγισης. Ο Μπάιντεν θα μπορούσε να εκδώσει μια εκτελεστική εντολή που να απαιτεί από τους εθνικούς οργανισμούς ασφαλείας να τυποποιήσουν, να περιορίσουν και να αποσαφηνίσουν τα καθεστώτα διαβάθμισής τους. Το Κογκρέσο, από την πλευρά του, πρέπει να διαφυλάξει αυτά τα όρια στη νομοθεσία για να αποτρέψει μια οπισθοδρόμηση. Οι νομοθέτες έχουν μερικές φορές ασχοληθεί με το πρόβλημα της υπερβολικής διαφύλαξης μυστικών˙ για παράδειγμα, εισήγαγα και ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα υπέγραψε  τον Νόμο για τη Μείωση της Υπερ-Διαβάθμισης το 2010, ο οποίος απαιτούσε από το Υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας να αναπτύξει μια στρατηγική για να μειώσει την χρήση της επιμέλειας κειμένων. Αλλά πολύ συχνά, το Καπιτώλιο ήταν χαρούμενο να αφήνει τον Λευκό Οίκο να κάνει ό,τι θέλει. Το Κογκρέσο θα πρέπει να δημιουργήσει νέες εγγυήσεις για να διασφαλίσει ότι οι αποφάσεις σχετικά με την διαβάθμιση και την αδειοδότηση πρέπει να βασίζονται αποκλειστικά στην προστασία πηγών και μεθόδων. Το 2019, ο γερουσιαστής Mark Warner, Δημοκρατικός από την Βιρτζίνια, και η γερουσιαστής Susan Collins, Ρεπουμπλικανή από το Μαίην, πρότειναν ένα νομοσχέδιο που θα έκανε ακριβώς αυτό, αν και οι προοπτικές του παραμένουν ασαφείς . Ο Μπάιντεν θα πρέπει να το αγκαλιάσει. Δικομματικές μεταρρυθμίσεις όπως αυτές θα βοηθήσουν στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης ότι τα μυστικά που κρατά η κυβέρνηση τα κρατά για καλό λόγο.

Ο εκλεγμένος πρόεδρος πρέπει επίσης να ξεκινήσει να αντιμετωπίζει την υπερβολική μυστικότητα των υπηρεσιών πληροφοριών σχετικά με το θεμελιώδες ερώτημα του πόσα γνωρίζουν για τους Αμερικανούς πολίτες. Η έλλειψη σαφήνειας εμπόδισε τους Αμερικανούς να έχουν μια ενημερωμένη εθνική συζήτηση σχετικά με τις προτεραιότητες των πληροφοριών και τροφοδότησαν συνωμοσιολογικές σκέψεις. Χάρη στις τροποποιήσεις του νόμου Foreign Intelligence Surveillance Act, για παράδειγμα, ο αριθμός των «στόχων» που παρακολουθούνται από προγράμματα επιτήρησης του Διαδικτύου έχει δημοσιοποιηθεί (204.968  το 2019, σύμφωνα με έκθεση που συντάχθηκε από τον διευθυντή της εθνικής υπηρεσίας πληροφοριών), όμως, το πόσων Αμερικανών οι επικοινωνίες έχουν σαρωθεί παρεμπιπτόντως , δεν έχει [δημοσιοποιηθεί]. Παρομοίως, παρόλο που η συλλογή ενός εύρους επιχειρηματικών καταγραφών σύμφωνα με το άρθρο 215 του Patriot Act θα έπρεπε να σταματήσει όταν έληξε η εξουσιοδοτική νομοθεσία φέτος, δεν είναι σαφές εάν πράγματι έγινε έτσι -ή εάν συνέχισε αυτό το πρόγραμμα με βάση έναν αμφιλεγόμενο ισχυρισμό ότι ο πρόεδρος δεν χρειάζεται εξουσιοδότηση του Κογκρέσου. Μια δικομματική συμφωνία για ανανέωση και μεταρρύθμιση αυτών των εξουσιών ήταν εφικτή, και τώρα πρέπει να επιτευχθεί. Αλλά εάν το Κογκρέσο δεν ενεργήσει, το κοινό αξίζει να γνωρίζει ότι ο εκτελεστικός κλάδος δεν συνεχίζει αυτό που το Κογκρέσο άφησε να λήξει.

Σε κάθε ένα από αυτά τα μέτωπα, θα πρέπει να υπάρχει μεγαλύτερη διαφάνεια στην επόμενη διοίκηση. Ο Μπάιντεν θα πρέπει να δώσει οδηγίες στους αξιωματούχους του για να συμμορφωθούν άμεσα με εκκρεμή νόμιμα αιτήματα [του τομέα] πληροφοριών από το Κογκρέσο. Θα πρέπει να λάβει μέτρα για να ρίξει φως στην συλλογή πληροφοριών που πραγματοποιείται εκτός των νόμιμων εξουσιοδοτήσεων του Κογκρέσου μέσω της Εκτελεστικής Εντολής 12333, μιας ελάχιστα κατανοητής εντολής που διέπει τις δραστηριότητες επιτήρησης των ΗΠΑ στο εξωτερικό. Και πρέπει να συνεργαστεί με το Κογκρέσο για διμερείς μεταρρυθμίσεις στον Νόμο περί Εποπτείας των Ξένων Πληροφοριών (Foreign Intelligence Surveillance Act), ειδικά υπό το φως των ατελειών που αποκάλυψε η έκθεση ενός γενικού επιθεωρητή στην διαδικασία απόκτησης ενταλμάτων επιτήρησης. Αυτές οι προσπάθειες για την βελτίωση της νομοθεσίας καταποντίστηκαν απότομα τον Μάιο του 2020, όταν το Υπουργείο Δικαιοσύνης ανακοίνωσε την αντίθεσή του σε ήπιες μεταρρυθμίσεις. Μία προτεινόμενη τροπολογία ήταν να δοθεί μεγαλύτερος ρόλος σε έναν υπέρμαχο των πολιτικών ελευθεριών, ο οποίος θα εμφανιζόταν σε σημαντικές υποθέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου Εποπτείας των Ξένων Πληροφοριών (Foreign Intelligence Surveillance Court), μια ιδέα της κοινής λογικής που θα προστατεύει τα συνταγματικά δικαιώματα των Αμερικανών.

ΟΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΕΧΟΥΝ ΣΗΜΑΣΙΑ

Η μεταρρύθμιση δεν είναι ποτέ λαμπερή. Οι ηρωικές πρακτικές της πραγματικής κατασκοπείας, της υψηλού επιπέδου διεθνούς διπλωματίας, των αποφάσεων σχετικά με την στόχευση από drones και την αποστολή αεροπλανοφόρων -όλα το βρίσκουν πολύ πιο εύκολο να προσελκύσουν την προσοχή ενός προέδρου. Όταν μπαίνει στο Οβάλ Γραφείο, ο Μπάιντεν θα αντιμετωπίσει χιλιάδες άλλες απαιτήσεις, μερικές από αυτές τόσο στεγνές όσο η σκληρή δουλειά της διαφάνειας και της λογοδοσίας. Αλλά η υγιής πολιτική εξαρτάται από τις καλές πληροφορίες. Η νέα διοίκηση δεν πρέπει να πηγαίνει κατευθείαν στο καθήκον να κάνει δύσκολες επιλογές, ξεπερνώντας το έργο της συλλογής των πληροφοριών που χρειάζεται για να είναι σίγουρη ότι οι επιλογές της είναι οι σωστές.

Η συλλογή αυτών των πληροφοριών θα χρειαστεί μια επαγγελματική κοινότητα πληροφοριών, υποστηριζόμενη από την εμπιστοσύνη του κοινού και έχοντας η ίδια αυτοπεποίθηση, στην υποστήριξη ενός υπεύθυνου προέδρου. Αυτές οι αρχές έχουν μαζέψει σκόνη τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Εάν ο Μπάιντεν ελπίζει να πετύχει, θα πρέπει να τις επαναφέρει στην πιο εξέχουσα θέση.