Τράπεζες - Σύγκριση Μεγεθών: Λογιστικές καταστάσεις τραπεζών - 2015 έως 2020 - Ποιά είναι τα κρίσιμα σημεία;

15 Δεκεμβρίου 2020, 16:00 | Χ&Α - 223

Τράπεζες - Σύγκριση Μεγεθών: Λογιστικές καταστάσεις τραπεζών - 2015 έως 2020 - Ποιά είναι τα κρίσιμα σημεία;

Θέλουμε να ξεφύγουμε λίγο, από την εξέταση των αποτελεσμάτων του 9μηνου του 2020 και μόνον και να επεκταθούμε στην εξέλιξη των μεγεθών και κυρίως των χρηματοοικονομικών σχέσεων, στα πλαίσια της τελευταίας 5ετίας. Οι τάσεις των μεγεθών και -κυρίως- των σχέσεων, θα μας δείξουν την πορεία της τελευταίας 5ετίας και θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερα τη σημερινή κατάσταση και κυρίως την πιθανή εξέλιξη στα επόμενα χρόνια.

Στους πίνακες που ακολουθούν, έχουμε καταγράψει μερικά από τα βασικά μεγέθη των τραπεζικών ισολογισμών και μερικές βασικές χρηματοοικονομικές σχέσεις, ανά εξάμηνο, κατά την τελευταία 5ετία. Αν κάποιος θέλει να δει και τα στοιχεία αυτά σε επίπεδο τριμήνων ή και τις ποσοστιαίες μεταβολές τους ανά τρίμηνο, μπορεί να τα δει εδώ -δυστυχώς, ο περιορισμός του χώρου δε μας επιτρέπει να τα συμπεριλάβουμε στις σελίδες του περιοδικού. Τα στοιχεία αναφέρονται στις τέσσερις “συστημικές” τράπεζες, ενώ, ο πρώτος πίνακας είναι ένας “άτυπος” κλάδος, αφού έχει δημιουργηθεί από το άθροισμα των μεγεθών των τεσσάρων τραπεζών. Ο “κλαδικός πίνακας” χρησιμεύει στο να γίνονται συγκρίσεις της κάθε τράπεζας με τις άλλες, αλλά και με το “μέσο όρο” του κλάδου.

Από τα παρατιθέμενα βασικά στοιχεία ενός τραπεζικού ισολογισμού, κάποιος μπορεί να έχει μία πολύ σαφή και έγκυρη εικόνα της κατάστασης.

Ποιά είναι τα κύρια στοιχεία που θα πρέπει να προσέχουμε.

Κατά την άποψή μας, οι βασικότερες χρηματοοικονομικές σχέσεις είναι οι σχέσεις εσόδων από τόκους, προς το σύνολο των χορηγήσεων, αλλά και προς το σύνολο του Ενεργητικού. Από αυτές, παραδοσιακά προσδιορίζεται η κερδοφορία μιας τράπεζας.
Στα τελευταία χρόνια, σημαντικό στοιχείο στα αποτελέσματα μιας τράπεζας, αποτελούν τα έσοδα από προμήθειες.
Παράλληλα, όπως συμβαίνει σε όλες τις εταιρίες, θα πρέπει να προσέχουμε τις σχέσεις των εξόδων προς τα έσοδα.

Τέλος -και στις τράπεζες αυτό έχει ιδιαίτερη βαρύτητα- τεράστιο ρόλο παίζει η σχέση ιδίων κεφαλαίων προς το σύνολο του Ενεργητικού (σημείωση: η σχέση αυτή, συνήθως αναφέρεται ως “Ίδια Κεφάλαια προς το Σύνολο του Παθητικού”. Όμως, το Παθητικό ισούται πάντα προς το Ενεργητικό. Και στους πίνακες, συνηθίζουμε να αναφέρουμε μόνον το Ενεργητικό (για οικονομία χώρου, αφού είναι το ίδιο με το Παθητικό). Από τη σχέση αυτή, κρίνονται πολλά: η φερεγγυότητά της, η ικανότητά της να ξεπερνάει διάφορα “σοκ”, το πόσο και με τί επιτόκια δανείζεται, το πόσα δάνεια μπορεί να χορηγήσει, ακόμη και η άδεια της λειτουργίας της.

Στα ΜΜΕ, τα χρόνια αυτά διαβάζετε για πολλών ειδών “ίδια κεφάλαια” τα οποία υπολογίζονται με διάφορους τρόπους. Εκτίμησή μας είναι ότι, αν ο μέσος επενδυτής έχει μία άποψη για τα “ίδια κεφάλαια” που εμφανίζονται με τον παλιό καλό τρόπο στον ισολογισμό, τότε γνωρίζει παραπάνω απ’ ότι χρειάζεται. Όλοι οι ορισμοί των ιδίων κεφαλαίων, βασίζονται στο μέγεθος αυτό -το οποίο και αναφέρεται στον ισολογισμό.

Ποιό είναι το πρόβλημα των τραπεζών;

Το μεγάλο πρόβλημα των τραπεζών είναι τα “μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα” (ή “κόκκινα” δάνεια, σε μια πιο στενή τους έννοια). Για το πώς προέκυψε το πρόβλημα αυτό, αναφερόμαστε (εδώ) του παρόντος.

Εάν δεν είχε υπάρξει η κεφαλαιακή αποψίλωση του 2012 και το πρόβλημα των “κόκκινων” δανείων, η θέση των ελληνικών τραπεζών θα ήταν εξαιρετική, αφού το περιθώριο κέρδους με το οποίο δούλευαν, ήταν από τα υψηλότερα της Ευρώπης.

Όμως, τα αλλεπάλληλα κεφαλαιακά προβλήματα που προέκυψαν λόγω των παραπάνω γεγονότων, αδυνάτισαν τα ίδια κεφάλαιά τους, ενώ προκάλεσαν μία -συνεχιζόμενη έως και σήμερα- αιμορραγία λόγω των προβλέψεων που υποχρεωτικά υφίστανται, για την κάλυψη των ζημιών των δανείων (“πρόβλεψη” είναι το ποσό που αφαιρείται από τα αποτελέσματα για να χρησιμοποιηθεί στο μέλλον ως κάλυψη από ενδεχόμενες ζημιές).

Με βάση τους σχεδιασμούς που γίνονται για την αντιμετώπιση του προβλήματος των δανείων, η ένταση του προβλήματος θα μειωθεί. Όμως, η εξέλιξη αυτή θα έρθει σε μία εποχή όπου, τα περιθώρια κέρδους των τραπεζών έχουν μειωθεί (αυτή η διαδικασία μείωσης εξελίσσεται επί μία περίπου δεκαετία και θα ενταθεί στο μέλλον, αφού τα ελληνικά επιτόκια, παραμένουν υψηλά, σε ευρωπαϊκούς όρους).

Το περιθώριο κέρδους, εξαρτάται κυρίως από το επιτόκιο. Το επιτόκιο που χρεώνει η τράπεζα στους πελάτες της για ένα δάνειο (δεν είναι το ίδιο για όλους) εξαρτάται από τα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και αυτά με τη σειρά τους, εξαρτώνται από τον πληθωρισμό (πρόκειται για μία απλοϊκή επαγωγή, που όμως δε διαφέρει πολύ από την πραγματικότητα).

Σε χρηματοοικονομικούς όρους, το πρόβλημα των τραπεζών, που κατά τα φαινόμενα θα οξύνεται στα επόμενα χρόνια, είναι:

α) Η μείωση του “επιτοκιακού περιθωρίου κέρδους” -αυτό που οι παλιοί αναλυτές ονόμαζαν ecart-  (δε μπορεί να υπολογιστεί, με ακρίβεια, με τα διαθέσιμα στοιχεία και συνήθως αυτό αναφέρεται στα Οικονομικά Δελτία, σε ξεχωριστή παράγραφο). Δηλαδή, του κέρδους που καρπούται η τράπεζα από τη διαφορά του επιτοκίου χορηγήσεων μείον το επιτόκιο καταθέσεων.

Εν τούτοις, μία αρκετά ικανοποιητική αντίληψη για την τάση του ecart μπορούμε να έχουμε από τη σχέση  “Καθαρά έσοδα τόκων προς Χορηγήσεις”. Το στοιχείο αυτό είναι πιο ακριβές όταν αναλύεται σε επίπεδο έτους. Το μέγεθος αυτό συσχετίζεται άμεσα με το ecart. Σημειώνουμε ότι, το επιτοκιακό περιθώριο κέρδους, στη δεκαετία του 1990 συχνά ξεπερνούσε το 10%. Μετά τα μέσα της δεκατίας του 2000 κυμαινόταν γύρω στο 6,0%. Σήμερα, εκτιμούμε ότι κυμαίνεται μεταξύ του 2,0% και του 2,3%.

β) Η μείωση των χορηγούμενων δανείων (αυτό φαίνεται συγκεντρωτικά στον πίνακα που συμπεριλαμβάνει τα στοιχεία (άθροισμα) και των τεσσάρων τραπεζών.
Με άλλα λόγια, μπορούμε να παρουσιάσουμε το πρόβλημα, με την κατάσταση μιας εταιρίας της οποίας οι πωλήσεις μειώνονται, ενώ παράλληλα υποχωρεί και το περιθώριο μικτού κέρδους, ενώ παράλληλα, έχει και χρέη να πληρώνει (ως τέτοια μπορούν να χαρακτηριστούν οι προβλέψεις που γίνονται λόγω των “κόκκινων” δανείων).

Αν θέλουμε να κάνουμε μία “ποιοτική” σύγκριση μεταξύ των τεσσάρων τραπεζών, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η ΑΛΦΑ, υπερτερεί σε πολλούς δείκτες -στη σύγκριση δε λαμβάνουμε υπ’ όψη μας το ζήτημα των κόκκινων δανείων, αφού αφ’ ενός μεν η κατάσταση αυτή θα “ξεκαθαρίσει” σε μεγάλο βαθμό, ενώ, από την άλλη πλευρά, η ποιοτική κατάσταση στη λειτουργία μιας τράπεζας είναι αυτή που κάνει τη διαφορά διαχρονικά. Και είναι γεγονός ότι, η ΑΛΦΑ, είχε πάντα τους ποιοτικά καλύτερους δείκτες και για το λόγο αυτό είχε, επί δεκαετίες και την καλύτερη πορεία της μετοχής της.

 

Δείτε το πίνακα σε περιβάλλον excel, εδώ.

Δείτε το πίνακα σε περιβάλλον excel, εδώ.

Δείτε το πίνακα σε περιβάλλον excel, εδώ.

Δείτε το πίνακα σε περιβάλλον excel, εδώ.

Δείτε το πίνακα σε περιβάλλον excel, εδώ.

 

Επιστροφή στα περιεχόμενα (εδώ)