Στατιστικά στοιχεία της χρηματιστηριακής αγοράς: Δεκέμβριος - Ιανουάριος 2021
13 Ιανουαρίου 2021, 07:25 | Χ&Α - 224
Το 2020 ήταν ένα “περίεργο” έτος, με διάψευση των προβλέψεων και μεγάλες ανατροπές. Το θετικό είναι ότι, στο τέλος του, η χρηματιστηριακή αγορά της Αθήνας, δεν βρέθηκε εκτροχιασμένη, από την πορεία που είχε πάρει στα προηγούμενα χρόνια. Στο τελευταίο δίμηνο, με αφορμή θετικές εξελίξεις επί των προσπαθειών για την ανάπτυξη εμβολίου κατά της Covid-19, η χρηματιστηριακή αγορά, κινήθηκε έντονα ανοδικά, με αποτέλεσμα να βρεθεί και πάλι -μετά από διάστημα 10 περίπου μηνών- πάνω από το “ψυχολογικό όριο” των 800 μονάδων του Γενικού Δείκτη.
Κατά την άποψή μας, η 10μηνη “περιπέτεια” της αγοράς, λόγω της πανδημίας, αλλά και το διάστημα που θα εξακολουθούν να υπάρχουν ανησυχίες για τις υγειονομικές εξελίξεις, θα αποδειχθούν ως μία “παρένθεση” στην ανοδική πορεία του Γενικού Δείκτη, στη νέα “ιστορική περίοδο” την οποία διανύει, ήδη από τα μέσα του 2016. Και ότι, τα όσα συνέβησαν, δεν ακυρώνουν τη μακροπρόθεσμη τάση της χρηματιστηριακής αγοράς.
Η άνοδος της αγοράς κατά το μήνα Δεκέμβριο έφτασε στο +6,7%, ενώ κατά το διάστημα από 4 έως 12 Ιανουαρίου 2021, σημείωσε πτώση -1,52%. Συνολικά κατά το 2020, ο Γενικός Δείκτης σημείωσε πτώση -11,7%. Σε επίπεδο μηνών, η χρονιά που πέρασε είχε 7 ανοδικούς και 5 πτωτικούς μήνες (εδώ) και . Η υψηλότερη τιμή του δείκτη σημειώθηκε την 24 Ιανουαρίου, στις 948,64 μονάδες, ενώ η χαμηλότερη σημειώθηκε την 16 Μαρτίου, στις 484,4 μονάδες.
Σε επίπεδο χρηματιστηριακών συνεδριάσεων, από τις 249 συνεδριάσεις του έτους, οι 131 ήταν ανοδικές και οι 118 ήταν πτωτικές. Το γεγονός ότι, η χρονιά έκλεισε με -όχι ασήμαντη- πτώση, ενώ οι ανοδικές συνεδριάσεις ήταν περισσότερες, οφείλεται στο ότι, στις πτώσεις, σημειώνονταν μεγαλύτερη μεταβολή του Γενικού Δείκτη.
Την Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2021, η τιμή του ΓΔ ήταν 796,73 μονάδες. Από την αρχή του έτους, ο δείκτης σημειώνει πτώση κατά -1,52%. Η μέση τιμή του (μέσος όρος των κλεισιμάτων του ΓΔ) από την αρχή του έτους, είναι 812,07 μονάδες.
Από τις 6 χρηματιστηριακές συνεδριάσεις, από την αρχή του έτους έως και την 12/1/2021, οι 2 ήταν ανοδικές και οι 4 ήταν πτωτικές.
Η συνολική κεφαλαιοποίηση του Χρηματιστηρίου της Αθήνας την 31/12/2020 ήταν € 53.431 εκατομμύρια, μειωμένη κατά 12,7% σε σχέση με την 31/12/2019. Ο μέσος όρος της κεφαλαιοποίησης κατά το 2020, πλέον διαμορφώθηκε σε € 47.394,73 εκατομμύρια.
Την 12/1/2021, η συνολική κεφαλαιοποίηση, ήταν € 52.914 εκατ. και η μέση κεφαλαιοποίηση για το 2021 διαμορφώνεται στα € 53.712 εκατομμύρια. Σε σχέση με την ίδια μέρα πριν από ένα χρόνο (13/1/2020), ο Γενικός Δείκτης υποχωρεί κατά 13,3% (ήταν 919,39) και η κεφαλαιοποίηση κατά 13,6% (ήταν € 61.263 εκατομμύρια).
Δείτε το διάγραμμα διαδραστικά εδώ.
Το υγειονομικό πρόβλημα, επανήλθε στο προσκήνιο. Οι συνεχείς παρατάσεις των περιοριστικών μέτρων, τα οποία έχουν έντονα αρνητικό αποτέλεσμα στην εξέλιξη της οικονομίας, αυξάνουν τους φόβους για σημαντική υστέρηση του ΑΕΠ κατά το πρώτο τρίμηνο του νέου έτους, κάτι που επιδρά αλυσιδωτά, στα εισοδήματα των πολιτών, στα αποτελέσματα των επιχειρήσεων, στα δημοσιονομικά έσοδα και, τέλος, στο δημόσιο χρέος.
Σήμερα, ουδείς μπορεί να εγγυηθεί πότε και υπό ποιό καθεστώς θα επαναλειτουργήσει η οικονομία, αλλά και ποιό θα είναι το μέγεθος των ζημιών μέχρι τότε. Και το Χρηματιστήριο, απεχθάνεται την αβεβαιότητα.
Παράλληλα, η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά, παρά το ότι δεν έχει πετύχει, ούτε κατά το 2020 και κυρίως, ούτε κατά την περασμένη δεκαετία τις επιδόσεις των υπολοίπων διεθνών αγορών (δείτε σχετικά στις σελίδες 57-59), κινδυνεύει από ενδεχόμενη μεταστροφή του κλίματος στο εξωτερικό και στροφή των επενδυτών σε τοποθετήσεις με μικρότερα επίπεδα κινδύνου. Ήδη, στο εξωτερικό -αλλά και στην Ελλάδα- έχει αρχίσει να εμφανίζεται μία ευρεία αρθρογραφία, σχετικά με τους κινδύνους που μπορεί να υπάρξουν από την υπερτίμηση των μετοχών κατά τα προηγούμενα χρόνια, σε μια στιγμή που, μπορεί να επανεμφανιστεί πληθωρισμός στις ΗΠΑ ή να διακοπούν τα προγράμματα έκτακτης ενίσχυσης των οικονομιών, που κατά το 2020, “πλημμύρισαν” τις οικονομίες με τεράστια ποσά, μεγάλο τμήμα των οποίων, κατευθύνθηκε προς τις χρηματοοικονομικές αγορές, αυξάνοντας τις τιμές.
Στις 12 Ιανουαρίου, στο Χρηματιστήριο διαπραγματεύονταν 166 μετοχές, 160 εταιριών. Από αυτές οι 32 μετοχές (32 εταιρίες) ανήκουν στην κατηγορία “υψηλής εμπορευσιμότητας”, οι 69 μετοχές (69 ετ.) στην κατηγορία “μέσης εμπορευσιμότητας”, οι 24 μετοχές (22 μετοχές) στη “χαμηλή εμπορευσιμότητα”, ενώ 25 μετοχές (22 εταιριών) βρίσκονταν σε καθεστώς “επιτήρησης” και 16 μετοχές (15 εταιριών) σε “αναστολή διαπραγμάτευσης”.
Κατά το μήνα Δεκέμβριο, ο μέσος όρος της αξίας των συναλλαγών έφτασε στα € 89,44 εκατομμύρια, έναντι € 74,36 εκατ. του μηνός Νοεμβρίου. Η μέση αξία συναλλαγών για το σύνολο του έτους 2020 έφτασε τα € 64,22 εκατομμύρια, μειωμένη κατά 3,4% σε σχέση με την συνολική μέση αξία του 2019 (€ 66,51 εκατ.).
Για το έτος 2021, μέχρι την 12/1/2021, η μέση ημερήσια αξία των συναλλαγών φτάνει στα € 68,48 εκατομμύρια.
Στο διάγραμμα των καμπυλών των Κινητών Μέσων Όρων της αξίας συναλλαγών, παρατηρούμε την πτωτική τάση του ΚΜΟ-20 ημερών της αξίας των συναλλαγών, κάτι που δημιουργήθηκε από την πτώση των συναλλαγών των δύο τελευταίων εβδομάδων, φαινόμενο που οφείλεται: α) στην παραδοσιακή μείωση της δραστηριότητας κατά το διάστημα των εορτών και β) στη διακοπή του έντονου ανοδικού κύματος του Νοεμβρίου και του Δεκεμβρίου. Βεβαίως, ο ΚΜΟ-20 ημερών των συναλλαγών, είναι ευμετάβλητος δείκτης και η πτώση του δε μας ανησυχεί ιδιαίτερα.
Από την άλλη πλευρά, σημειώνουμε ότι, ήδη, από την 23/12/2020, ο ΚΜΟ-90 ημερών, διέσπασε ανοδικά τον ΚΜΟ-200 ημερών. Το γεγονός ότι, ένας μεσο-μακροπρόθεσμος δείκτης διασπά ανοδικά έναν μακροχρόνιο δείκτη, μας υποδεικνύει την ανοδική κίνηση της αξίας συναλλαγών.
Βελτίωση καταγράφηκε και στον αριθμό των ημερησίων πράξεων, κατά το μήνα Δεκέμβριο. Ο μέσος όρος των πράξεων αυξήθηκε σε 39.180 έναντι των 36.556, του Νοεμβρίου. Για το σύνολο του έτους, ο μέσος αριθμός πράξεων έφτασε τις 32.582, αυξημένος σε σχέση με τον μέσο αριθμό πράξεων που σημειώθηκε το 2019 (27.518).
Κατά τις πρώτες ημέρες του έτους, ο μ.ο. των πράξεων έφθασε στις 35.904