Η θετικότερη συγκυρία πολλών ετών (το Θέμα - 1)

13 Απριλίου 2021, 10:46 | Χ&Α - 227

Η θετικότερη συγκυρία πολλών ετών (το Θέμα - 1)

Το παρόν άρθρο ανήκει στην ενότητα του κεντρικού Θέματος του παρόντος τεύχους.
Το σύνολο των άρθρων της ενότητας, είναι τα παρακάτω:

Η θετικότερη συγκυρία πολλών ετών
Οι προβλέψεις για το 2021 (εδώ)
Τί προβλέπουν οι διεθνείς οίκοι; (εδώ)

 

Οι προοπτικές κερδοφορίας των εταιριών

Η θετικότερη συγκυρία πολλών ετών


Η πορεία των επιχειρήσεων εξαρτάται από την εσωτερική τους διάρθρωση (τα προϊόντα τους, τη διοικητική τους δομή και τη χρηματοοικονομική τους κατάσταση), την οικονομική πορεία και ανάπτυξη της χώρας και τη φάση που διανύει η διεθνής οικονομία. Η θετική σύγκλιση των τριών αυτών παραγόντων τις οδηγεί σε ευημερία και σε υψηλή κερδοφορία, ενώ η αρνητική σύγκλιση ή η απόκλιση ενός ή δύο από τους παράγοντες αυτούς, τις οδηγεί σε αρνητική πορεία και σε ζημιές.


Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2010 -εκτιμούμε ότι η αρνητική τάση είχε ξεκινήσει από νωρίτερα, αλλά δεν είχε εκδηλωθεί ευρύτερα- η χρεοκοπία της χώρας και όσα προβλήματα τη συνόδευσαν, οδήγησε τις περισσότερες εταιρίες σε αρνητική πορεία και σε ζημιές, παρά το θετικό περιβάλλον της διεθνούς οικονομίας.


Κατά ένα περίεργο τρόπο, το 2021 συνιστά μία σπάνια συγκυρία. Η πανδημία μηδένισε το “κοντέρ” στο σύνολο -ή έστω, στο μεγαλύτερο μέρος- της παγκόσμιας οικονομίας, καθώς οι  περισσότερες χώρες στον κόσμο είχαν αρνητική ανάπτυξη. Με τον τρόπο αυτόν, από το 2021, η παγκόσμια οικονομία -και κυρίως οι χώρες του ΟΟΣΑ- βρίσκεται σε ένα κοινό σημείο εκκίνησης για τον αγώνα αποκατάστασής της, το οποίο χαρακτηρίζεται από τέσσερις ιδιομορφίες:

α) Υψηλή ρευστότητα. Καθώς η πανδημία συνέβη σε μία περίοδο κατά την οποία ο πληθωρισμός βρισκόταν σε εξαιρετικά χαμηλά -ή και σε αρνητικά- επίπεδα, οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες αισθάνθηκαν άνετα να προχωρήσουν στην εφαρμογή της “Σύγχρονης Νομισματικής Θεωρίας”, με αποτέλεσμα να “πλημμυρίσουν” τις οικονομίες τους με κεφάλαια, χωρίς το φόβο της εμφάνισης υψηλών ρυθμών πληθωρισμού.

β) Νέες τεχνολογικές εξελίξεις. Η πανδημία έφερε στο προσκήνιο, νωρίτερα απ’ ότι θα συνέβαινε σε κανονικές συνθήκες, μία σειρά τεχνολογικών εφαρμογών που μεταβάλλουν, αλλού λιγότερο και αλλού περισσότερο, τον τρόπο λειτουργίας των κοινωνιών, των κρατών, των επιχειρήσεων και την καθημερινότητα των ανθρώπων. Παράλληλα όμως, οι εξελίξεις αυτές, προκαλούν μία σημαντική αύξηση στην παραγωγικότητα των οικονομιών, ένας δείκτης που βρισκόταν σε σταθερή πτώση και σε στασιμότητα για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.

γ) Κοινή αντίληψη και διάθεση για τις απαιτούμενες προσπάθειες κατά της αλλαγής του κλίματος. Για μια σειρά από λόγους, στην παρούσα φάση, εντείνεται η διεθνής και καθολική κινητοποίηση για μεταβολή στον τρόπο παραγωγής της ενέργειας και τον περιορισμό των εκπομπών αερίων που βλάπτουν το κλίμα της γης. Αυτό ενεργοποιεί ένα μέγεθος επενδύσεων προς την ίδια κατεύθυνση που παρόμοιό του, ίσως δεν έχει υπάρξει -με τέτοιο παγκόσμιο συντονισμό- στην ιστορία της ανθρωπότητας. Οι επενδύσεις αυτές σημαίνουν πολλά μεγάλα έργα, πολλά νέα προϊόντα, αύξηση της απασχόλησης, αύξηση των εισοδημάτων και ανάπτυξη.

δ) Ένα παγκόσμιο κοινό που θέλει να ξαναβγεί έξω, να ζήσει κανονικά και να ξοδέψει -και έχει τα χρήματα να το κάνει. Η αίσθηση του κινδύνου και η αποχή από την κανονικότητα -και την κατανάλωση- πέραν των νέων αντιλήψεων που έχουν δημιουργήσει σε μεγάλα τμήματα των κοινωνιών, έχει αυξήσει την καταναλωτική διάθεση και τις καταναλωτικές ανάγκες τεράστιων τμημάτων του πληθυσμού. Παράλληλα, τόσο λόγω των περιορισμών στην κινητικότητα, όσο και λόγω των ενισχύσεων που πολλά κράτη παραχώρησαν προς τους πολίτες τους, έχουν δημιουργηθεί τεράστια αποθέματα χρημάτων, που σήμερα λιμνάζουν στις τράπεζες και που περιμένουν να δαπανηθούν σε κάθε είδους αγορές.


Συγκυριακά, στη χώρα μας, υπάρχει και μία επιπλέον ιδιομορφία. Μετά από μία μακρά περίοδο πολυδιάστατης κρίσης, το κράτος, οι επιχειρήσεις και ο πληθυσμός, είχαν εθιστεί στις δύσκολες συνθήκες, είχαν προσαρμόσει τη συμπεριφορά τους, είχαν ιεραρχήσει τις δαπάνες και περιορίσει τις σπατάλες και είχαν αυξήσει την παραγωγικότητά τους. Αυτό σημαίνει ότι, η “προσγείωση” από την εξελίξεις της πανδημίας, ήταν λιγότερο επώδυνη.


Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, οι δαπάνες ενίσχυσης των επιχειρήσεων και των εργαζομένων, από το Κράτος, είχαν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Αυτό σημαίνει ότι τόσον οι επιχειρήσεις, όσο και οι πολίτες, προσαρμόστηκαν ευκολότερα στις δύσκολες συνθήκες και επιβίωσαν επίσης ευκολότερα. Παράλληλα, αναγκάστηκαν να βρουν νέους τρόπους -και τεχνολογίες- λειτουργίας, ή και επιβίωσης, κάτι που επίσης αύξησε την παραγωγικότητά τους και, από την πλευρά των επιχειρήσεων, την ανταγωνιστικότητά τους.


Καθώς κλείνει ο (πρώτος;) κύκλος της πανδημίας, η χώρα, παράλληλα με τις “ιδιομορφίες” που σημειώσαμε πιο πάνω, επηρεάζεται από επιπλέον “ειδικούς παράγοντες”: α) Δεν αντιμετωπίζει την υποχρέωση επίτευξης υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων, όπως αντιμετώπιζε επί σχεδόν μία δεκαετία. Η υποχρέωση αυτή, ενδεχομένως, θα επανέλθει από το 2023, όμως είναι σχεδόν βέβαιο ότι δε θα είναι τόσο “απόλυτη” και ότι, η αντιμετώπισή της χώρας από τους εταίρους (και δανειστές) θα είναι -λόγω της αλλαγής πολιτικής που έχει διαμορφώσει η πανδημία- ηπιότερη. β) Θα γίνει αποδέκτης μεγάλων ποσών από το “Ταμείο Ανάκαμψης” που έχει σχεδιαστεί να λειτουργήσει άμεσα.

Δε θα ήταν υπερβολή αν αναφέραμε ότι, ειδικά για την ελληνική οικονομία, η οποία ήδη από το τέλος του 2019 έδειχνε σημάδια “κόπωσης”, σε πολλούς τομείς της, οι παράγοντες αυτοί, είναι πιθανό να δημιουργούν ένα περιβάλλον πιο ευνοϊκό, απ’ ότι, υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα ήταν αν δεν είχε παρεμβληθεί η πανδημία.

 

Ουδείς ισχυρίζεται ότι η κατάσταση στους επόμενους μήνες, ή στα αμέσως επόμενα χρόνια, θα είναι ρόδινη, ή ότι τα εγγενή προβλήματα της ελληνικής οικονομίας θα εξαφανιστούν. Όμως, θα αποπνέει ελπίδα για την επίτευξη ικανοποιητικών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης για μια σειρά ετών. Παράλληλα, θα έχει -μετά από πολλά χρόνια- “συγχρονίσει” την πορεία της ελληνικής οικονομίας με την πορεία των υπολοίπων ευρωπαϊκών οικονομιών και των χωρών του ΟΟΣΑ, αφού για μία ολόκληρη δεκαετία, είχε αποσυγχρονιστεί.

 

Η εξέλιξη των επιχειρήσεων


Οι εξελίξεις αυτές, τουλάχιστον για τα επόμενα δύο χρόνια -διάστημα για το οποίο μπορούν να γίνουν ασφαλέστερες προβλέψεις- θετική επίδραση στα οικονομικά μεγέθη των εισηγμένων εταιριών.

Η κερδοφορία, αλλά και γενικότερα, η διάρθρωση των οικονομικών στοιχείων των εισηγμένων εταιριών, δέχτηκε ισχυρό πλήγμα κατά την περασμένη δεκαετία. Από το 2017, εμφανίστηκαν τάσεις ανάκαμψης. Οι τάσεις αυτές συνεχίστηκαν μέχρι και το τέλος του 2019, οπότε έγινε σαφές ότι, εμφανίζονταν σημεία κόπωσης και ότι, για πολλές επιχειρήσεις, η πρώτη περίοδος της ανάκαμψης είχε παρέλθει.


Με βάση τα στοιχεία αποτελεσμάτων εταιριών που έχουν δημοσιευθεί μέχρι σήμερα, αλλά και τις υπάρχουσες εκτιμήσεις, είναι σαφές ότι το έτος 2020 ήταν ένα έτος “πλήρους ανατροπής” και ότι, η πτώση των μεγεθών των πωλήσεων και των κερδών, είναι η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί -για το χρονικό διάστημα ενός έτους- καθ’ όλη τη μεταπολεμική περίοδο.


Με βάση τα δημοσιευμένα αποτελέσματα (38 εταιρίες από το σύνολο των 149 εισηγμένων -εξαιρούμε τις τράπεζες και τις εταιρίες πετρελαιοειδών), οι πωλήσεις, κατά τη χρήση του 2020, καταγράφουν πτώση των πωλήσεων από € 27,9 δισεκατομμύρια κατά το 2019, σε € 25,2 δισεκατομμύρια (-9,8%), ενώ εμφανίζονται συνολικά κέρδη € 1,1 δισ., έναντι κερδών € 1,36 δισεκατομμυρίων κατά το 2019 (-17,1%). Εκτιμούμε ότι, μετά την ολοκλήρωση των δημοσιεύσεων, η μείωση των πωλήσεων θα “ισορροπήσει” περίπου στο -20,0%, ενώ η μείωση της κερδοφορίας θα περιοριστεί ανάμεσα στο -12,0% έως -17,0%.


Βεβαίως, το Χρηματιστήριο έχει ήδη προεξοφλήσει το μεγαλύτερο μέρος των αρνητικών εξελίξεων του 2020. Και αυτό το έκανε καθ’ όλη την περίοδο από το Φεβρουάριο του 2020, όταν ξεκινούσε η πανδημία, έως το καλοκαίρι του 2020, όταν εκτιμήθηκαν το μέγεθός της και οι επιδράσεις της.

Στη συνέχεια, η χρηματιστηριακή αγορά ισορρόπησε, με μικρές διακυμάνσεις γύρω από την περιοχή των 630 μονάδων, για διάστημα 3 μηνών περίπου.

 

Αργότερα, από το μήνα Νοέμβριο, μετά την ανακοίνωση για τη δημιουργία των πρώτων εμβολίων, άρχισε η διαδικασία ανάκαμψης, εξέλιξη που, μετά από αρκετές διακυμάνσεις, έφερε το Γενικό Δείκτη, ελάχιστα πιο κάτω από τις 900 μονάδες.


 

Επιστροφή στα περιεχόμενα (εδώ)