Αποθήκευση ενέργειας: Ελάφρυνση κατά 240 εκατ. ευρώ του ενεργειακού κόστους μόνο με 2 μεγάλα έργα

16 Σεπτεμβρίου 2021, 11:17 | Ελληνική Οικονομία

Δαπάνη που ισούται με το ποσό μιάμισης επιδότησης των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος θα γλίτωνε το κράτος αν είχαν προχωρήσει μόνο δύο μεγάλα έργα αποθήκευσης ενέργειας, τα οποία είναι κολλημένα εδώ και πολλά χρόνια στη γραφειοκρατία και τη διοικητική αναβλητικότητα.

Η κυβέρνηση εξαιτίας της αύξησης του κόστους ενέργειας που είχε σαν αποτέλεσμα την πυροδότηση των ανατιμήσεων του ρεύματος και του φυσικού αερίου αποφάσισε να δαπανήσει 150 εκ. ευρώ για να επιδοτήσει τους λογαριασμούς ηλεκτρικής ενέργειας με 9 ευρώ το μήνα.

Σύμφωνα με μελέτες και στοιχεία της αγοράς αν είχε αναπτυχθεί στη χώρα μας η αποθήκευση ενέργειας και για την ακρίβεια, αν είχε θεσπιστεί πλαίσιο λειτουργίας και χρηματοδότησης θα υπήρχε μεγάλο όφελος στο κόστος της παραγωγής ηλεκτρισμού και της διανομής φυσικού αερίου.

Μάλιστα αν είχαν υλοποιηθεί δύο έργα μεγάλης κλίμακας η αντλησιοταμίευση της Αμφιλοχίας και η αξιοποίηση της Υποθαλάσσιας Αποθήκης Φυσικού Αερίου Ν. Καβάλας τότε υπολογίζεται ότι, σε αυτήν τη πρωτόγνωρη περίοδο της έκρηξης των τιμών και με τις εκτιμήσεις να δείχνουν την τιμή της Μεγαβατώρας πάνω από τα 100 ευρώ έως την Άνοιξη του 2022, θα είχαν εξοικονομηθεί 240 εκ. ευρώ.

Μείωση τιμών από ΑΠΕ

Στη μεταβατική περίοδο προς την κλιματικά ουδέτερη εποχή αναδεικνύεται η σημασία των ΑΠΕ και των έργων μεγάλης κλίμακας αποθήκευσης ενέργειας. Ρίχνουν τις τιμές και μετριάζουν δραστικά τις επιπτώσεις στο κόστος ενέργειας. Σχετικές επισημάνεις έκαναν πριν από δύο μέρες ο αντιπρόεδρος της Ευρ. Επιτροπής και αρμόδιο για την «Πράσινη Συμφωνία» Φρανς Τίμερμανς και την περασμένη Παρασκευή ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ Γιώργος Περιστέρης.

Ο Τίμερμανς μιλώντας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τόνισε: «Αν είχαμε την Πράσινη Συμφωνία (Green Deal) πέντε χρόνια νωρίτερα, δεν θα ήμασταν σε αυτή τη θέση, γιατί τότε θα είχαμε λιγότερη εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, από το φυσικό αέριο. Είδαμε στην πορεία αυτής της κρίσης των τιμών της ενέργειας, ότι οι τιμές των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας παρέμειναν χαμηλές και σταθερές».

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η τοποθέτηση του Γιώργου Περιστέρη στο συνέδριο του Economist. Όπως είπε «τις ημέρες όπου οι ΑΠΕ συμμετείχαν με μεγάλο μερίδιο στην ηλεκτροπαραγωγή οι τιμές έπεσαν κατά 30%. Αν είχαμε και την αποθήκευση ενέργειας η εξοικονόμηση θα ήταν μεγαλύτερη».

Ωστόσο, το αναγκαίο θεσμικό και χρηματοδοτικό πλαίσιο για την αποθήκευση ενέργειας δεν έχει εκπονηθεί ακόμα, αν και πλειάδα επίσημων κειμένων εθνικής ενεργειακής πολιτική από τη δεκαετία του 2010 τονίζουν την αναγκαιότητα αυτών των έργων.

Η αντλησιοταμίευση

Για να γίνει κατανοητό το θετικό οικονομικό αποτέλεσμα της αποθήκευσης, αρκεί να αναφερθούν τα ποσοτικά αποτελέσματα πρόσφατης (Νοέμβριος 2020) μελέτης του ΕΜΠ για την αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα μας. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα αποτελέσματα αυτά, η λειτουργία ενός αντλησιοταμιευτικού σταθμού μεγάλης κλίμακας οδηγεί σε ετήσια εξοικονόμηση σταθερού και μεταβλητού (λειτουργικού) κόστους για το εθνικό ηλεκτρικό σύστημα της τάξης των 174.000 ευρώ/MW/έτος, ή -προκειμένου π.χ. για τον αντλησιοταμιευτικό σταθμό της Αμφιλοχίας (680 MW), σε μία ετήσια εξοικονόμηση 118 εκ. ευρώ ανά έτος. Το ποσό αυτό θα μπορούσε, κάθε χρόνο, να χρησιμοποιείται για την ανακούφιση των νοικοκυριών που πλήττονται από τις υπέρογκες αυξήσεις στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος.

Η αποθήκευση φυσικού αερίου

Αντίστοιχα, στον τομέα του φυσικού αερίου, εάν για παράδειγμα είχε ολοκληρωθεί και τεθεί σε λειτουργία η υποθαλάσσια αποθήκη αερίου της Νότιας Καβάλας, θα ήταν διαθέσιμο ένα σημαντικό όπλο έναντι των διακυμάνσεων των διεθνών τιμών του αερίου. Με δυνατότητες για διοχέτευση περίπου 1 δισεκ. κυβικών μέτρων φυσικού αερίου σε δύο φάσεις το χρόνο, με τα σημερινά δεδομένα θα ήταν εφικτή η κάλυψη περίπου του 20% της ζήτησης σε ετήσια βάση, σε περιόδους που οι διεθνείς τιμές του αερίου απογειώνονται. Από  τα απολογιστικά στοιχεία του 2020, δηλαδή με ετήσια κατανάλωση φυσικού αερίου 5,5 δισ. κ.μ. (63 εκατ. θερμικές MWh) και μεσοσταθμική τιμή εισαγωγής του για το καλοκαιρινό τρίμηνο Ιουνίου-Αυγούστου 2020 ίση περίπου με 6 ευρώ/MWh (έναντι τιμής καλοκαιριού 2021 πάνω από 25€/MWh), μία συντηρητική εκτίμηση της εξοικονόμησης που θα μπορούσε να προκύψει, τόσο για τη χώρα (σε σκληρό συνάλλαγμα), όσο και για τους τελικούς καταναλωτές αερίου, θα ήταν περίπου 120 εκ. ευρώ ετησίως: (63 εκατ. MWh x 20% x (ελάχιστη διαφορά τιμής 10ευρώ/MWh).

Πηγή: ot.gr