Δύση vs Ρωσίας – Μύθοι και πραγματικότητα για τις οικονομικές κυρώσεις

09 Δεκεμβρίου 2021, 15:34 | Διεθνής Πολιτική

Οι οικονομικές κυρώσεις είναι κάτι με το οποίο η Μόσχα έχει μάθει να ζει εδώ και πολύ καιρό. Όχι μόνο επί ηγεσίας του Βλαντιμίρ Πούτιν, τις δύο τελευταίες δεκαετίες και κυρίως μετά το 2014, αλλά και νωρίτερα. Στην περίοδο δηλαδή της ΕΣΣΔ, απέναντι στην οποία η Δύση είχε επιβάλει τεχνολογικό (κυρίως) εμπάργκο.

Τι καινούριο περιέχουν, άραγε, οι απειλές του Τζο Μπάιντεν και των Ευρωπαίων εταίρων των ΗΠΑ για νέο γύρο κυρώσεων εάν η Ρωσία εμπλακεί στρατιωτικά ή εισβάλλει στην Ουκρανία; Τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει τον Πούτιν να φοβηθεί και να κάνει πίσω από τα σχέδιά του; Και πόσο μπορούν οι αποκλειστικά οικονομικές κυρώσεις – μιας και το σενάριο του πολέμου έχει αποκλειστεί – να «γονατίσουν» τη σημερινή Ρωσία;

«Είναι ένα εργαλείο με περιορισμένες δυνατότητες», εκτίμησε μιλώντας στους New York Times ο Τζέφρι Σοτ, συνεργάτης του Peterson Institute for International Economics. Όσο για τον Τζέιμς Νίξεϊ, του Chatham House, ισχυρίστηκε πως ειδικά όσον αφορά στην Ουκρανία, οι μέχρι στιγμής επιπτώσεις από τις κυρώσεις που έχει επιβάλει η Δύση είναι αμελητέες.

Κι όμως, έχουν αποτέλεσμα

Άλλοι, ωστόσο, έχουν διαφορετική άποψη. Σημειώνουν δε ότι ακόμη και αν οι κυρώσεις δεν εμπόδισαν τον Πούτιν να προσαρτήσει την Κριμαία στη Ρωσική Ομοσπονδία, τον απέτρεψαν από το να προχωρήσει και σε άλλες επιθετικές ενέργειες.

Ανάμεσά τους είναι και το Atlantic Council το οποίο, σε πρόσφατη αναλυτική έκθεσή του, θεωρεί πως η αποτελεσματικότητα και η επίδραση των κυρώσεων δεν πρέπει να υποτιμάται. Όπως τονίζει, συνεπεία αυτών που επιβλήθηκαν το 2014, η ρωσική οικονομία αναπτύσσεται έκτοτε με μέσο ετήσιο ρυθμό μόλις 0,3%, όταν ο παγκόσμιος μέσος όρος είναι 2,3%. Κάτι που σημαίνει, πρακτικά, ότι – σε συνδυασμό με τη δραστική μείωση των άμεσων ξένων επενδύσεων –  η Ρωσία χάνει ένα ποσό της τάξης των 50 δισ. δολαρίων κάθε χρόνο.

Ακόμη κι έτσι, ωστόσο, δεν έχουν καταρρεύσει ούτε η οικονομία ούτε το ρούβλι, ενώ πολιτικά ο Πούτιν παραμένει κυρίαρχος και οι κοινωνικές αντιδράσεις εμφανίζονται περιορισμένες – με τη βοήθεια, φυσικά, των διαρκών διώξεων σε βάρος της αντιπολίτευσης. Άρα, τι έχουν αυτή τη φορά στη φαρέτρα τους οι Δυτικοί που μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα;

Δίκοπο μαχαίρι ο Nord Stream 2

Ο σύμβουλος εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου, Τζέικ Σάλιβαν, αναφέρθηκε ευθέως στον Nord Stream 2 και το επ’ αόριστον «πάγωμά» του εάν κλιμακωθεί η ένταση στην Ουκρανία, με ευθύνη της Μόσχας. Ακόμη και ο νέος καγκελάριος της Γερμανίας, Όλαφ Σολτς, προειδοποίησε ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα υπάρξουν επιπτώσεις για τον αγωγό.

Στην πράξη, ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Διότι Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον αποφασίσουν να μην ανοίξουν τη στρόφιγγα του Nord Stream 2, η Μόσχα μπορεί να απαντήσει κλείνοντας τις στρόφιγγες των αγωγών που λειτουργούν ήδη και τροφοδοτούν τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά της Ευρώπης.

Σε αυτή την περίπτωση και καθώς το κενό δεν μπορεί να καλυφθεί άμεσα από άλλες πηγές, υπάρχει ο άμεσος κίνδυνος ενός γενικευμένου ενεργειακού μπλακ άουτ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Κι αυτός ο κίνδυνος φαίνεται πως μάλλον είναι πιο μεγάλος από τις απώλειες που θα υποστεί η Gazprom και ο προϋπολογισμός, καθώς σήμερα υπάρχουν και άλλοι αγοραστές του ρωσικού αερίου που διψούν για μεγαλύτερες ποσότητες (όπως η Κίνα).

«Κήρυξη πολέμου»

Ο Nord Stream 2 δεν αποτελεί, όμως, τον μοναδικό στόχο των πιθανών κυρώσεων. Σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές, πολύ πιο αποτελεσματική κίνηση θα ήταν να αποκλειστεί η Ρωσία από το σύστημα διεθνών πληρωμών SWIFT, το οποίο πρακτικά διέπει την κίνηση κεφαλαίων σε όλο τον κόσμο.

Κάτι τέτοιο θα είχε καταστροφικές συνέπειες για τη ρωσική οικονομία, εκτιμά η Μαρία Σαγκίνα, σε έκθεση του Carnegie Moscow Center. «Ο αποκλεισμός θα τερμάτιζε όλες τις διεθνείς συναλλαγές, θα πυροδοτούσε νομισματική ρευστότητα και θα προκαλούσε μαζικές εκροές κεφαλαίων», τονίζει χαρακτηριστικά στους New York Times.

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι το 2019, ο τότε πρωθυπουργός της Ρωσίας, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, είχε δηλώσει πως μια τέτοια κίνηση εκ μέρους της Δύσης θα ισοδυναμούσε με «κήρυξη πολέμου» σε βάρος της χώρας του. Υπονοώντας, προφανώς, ότι η Μόσχα – η οποία προσπαθεί να δημιουργήσει ένα δικό της, εναλλακτικό σύστημα πληρωμών, με τη βοήθεια άλλων χωρών – θα απαντούσε με ανάλογο τρόπο, έστω και ασύμμετρα.

Μόνο που και εδώ υπάρχει ένα πρόβλημα, που επίσης αφορά στην Ευρώπη. Ένα πρόβλημα που έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι εμπορικές και οικονομικές συναλλαγές της με τη Ρωσία είναι ασύγκριτα μεγαλύτερες σε σχέση με εκείνες των ΗΠΑ, κάτι που σημαίνει ότι θα πληγούν άμεσα.

Οι φίλοι και οι ολιγάρχες

Μήπως, τότε, ο καλύτερος τρόπος είναι να πληγούν απευθείας οι άνθρωποι που βρίσκονται στον στενό κύκλο του Πούτιν και ολιγάρχες οι οποίοι του είναι πιστοί; Με στόχο να αντιδράσουν και να του ασκήσουν πιέσεις προκειμένου να βάλει νερό στο κρασί του;

Τα δυτικά επιτελεία δεν φαίνεται να έχουν έτοιμη απάντηση στο ερώτημα εάν αυτή η επιλογή θα φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Μπορούν, πάντως, να είναι σίγουρα για το εξής: Εάν κηρυχθεί οικονομικός πόλεμος απέναντι στη Ρωσία τότε, πέρα από τις άμεσες επιπτώσεις (για την ίδια και την Ευρώπη), θα υπάρξει και μια σοβαρή γεωπολιτική συνέπεια: Η Μόσχα θα αναγκαστεί να πέσει χωρίς αναστολές στην «αγκαλιά» του Πεκίνου, επιταχύνοντας και ολοκληρώνοντας μια διαδικασία η οποία ήδη έχει ξεκινήσει.

Εφόσον αυτό συμβεί, είναι προφανές ότι θα μιλάμε για δύο συγκροτημένα παγκόσμια στρατόπεδα και ο νέος Ψυχρός Πόλεμος θα είναι αναπόφευκτος. Μήπως, όμως, αυτό ακριβώς επιδιώκουν κάποια επιτελεία, σε Δύση και Ανατολή;

 

Πηγή:ΟΤ