Ακριβό χρήμα και «πράσινος» πληθωρισμός

27 Ιανουαρίου 2022, 09:55 | Η Άποψη των ΜΜΕ

Το τέλος του «φθηνού χρήματος» που «τυπώνουν» οι κεντρικές τράπεζες και την αύξηση των επιτοκίων στις ΗΠΑ, αλλά ενδεχομένως και στην Ευρώπη, περισσότερο και νωρίτερα απ’ ό,τι αναμενόταν, προεξοφλούν οι επενδυτές διεθνώς, όπως φαίνεται από την εξέλιξη των αποδόσεων (επιτόκιο) των ομολόγων που έχουν ανέβει σε υψηλά διετίας.

Οι αποδόσεις των ομολόγων είχαν πέσει χαμηλά λόγω των «χαλαρών» νομισματικών πολιτικών που εφαρμόζουν οι κεντρικές τράπεζες, με τις μαζικές αγορές ομολόγων τις οποίες πραγματοποιούν στο πλαίσιο της «ποσοτικής χαλάρωσης» (ή «τύπωμα χρήματος») και τα χαμηλά επιτόκια.

Τώρα πλέον καθώς ο πληθωρισμός αυξάνεται διεθνώς περισσότερο από ό,τι αρχικά είχε προβλεφθεί, οι επενδυτές παγκοσμίως προεξοφλούν ότι οι κεντρικές τράπεζες θα αναγκαστούν να αυξήσουν τα επιτόκια για να συγκρατήσουν την αύξηση των τιμών.

Εάν τελικά τα σενάρια αυτά υλοποιηθούν, υπάρχει ο κίνδυνος η αύξηση του κόστους χρήματος να φρενάρει τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης και την ανάκαμψη η οποία έχει αρχίσει μετά το τέλος της καραντίνας παγκοσμίως.

Αυτό ακριβώς το ενδεχόμενο που μπορεί να οδηγήσει σε «απότομη προσγείωση» την οικονομία είναι που φοβίζει τους κεντρικούς τραπεζίτες, ιδιαίτερα την ΕΚΤ, η οποία εμφανίζεται πιο διστακτική από ό,τι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ.

Στην ΕΚΤ είναι ακόμη ζωντανή η μνήμη του ιστορικού λάθους που έκανε το 2011 ο τότε πρόεδρος της ΕΚΤ Ζαν-Κλοντ Τρισέ, ο οποίος μόλις είδε τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης από την κρίση του 2008 προχώρησε σε αύξηση των επιτοκίων, ξαναβυθίζοντας την οικονομία της Ευρωζώνης σε νέα ύφεση. Η απόφαση έχει καταγραφεί στην Ιστορία ως μία από τις μεγαλύτερες βλακείες οικονομικής και νομισματικής πολιτικής και ήταν ο Μάριο Ντράγκι, ο οποίος διαδέχθηκε τον «άσχετο» Τρισέ, εκείνος που έσωσε την κατάσταση το 2012 με την περίφημη δήλωση ότι ήταν έτοιμος να κάνει «οτιδήποτε χρειαστεί».

Σήμερα είναι η Κριστίν Λαγκάρντ που διστάζει να ακολουθήσει την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, η οποία έχει ήδη δείξει ότι θα προχωρήσει σε αυξήσεις επιτοκίων φέτος. Η ΕΚΤ φοβάται ότι εάν προχωρήσει πρόωρα σε «σφίξιμο» της νομισματικής πολιτικής χωρίς η οικονομία να έχει δική της ενδογενή δυναμική, πολύ εύκολα μπορεί να επανεμφανιστεί η στασιμότητα και η ύφεση – από την οποία η Ευρώπη έκανε «αμάν» να ξεκολλήσει.

Στο πλαίσιο αυτό η πρόεδρος της ΕΚΤ δήλωσε την προηγούμενη εβδομάδα ότι η κατάσταση στις ΗΠΑ είναι διαφορετική και ότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη θα αρχίσει να υποχωρεί μόλις οι τιμές της ενέργειας επιστρέψουν σε χαμηλότερα επίπεδα, με αποτέλεσμα το 2023 και το 2024 να διαμορφωθεί κοντά στο 2% που είναι ο στόχος. Επισήμανε, μάλιστα, ότι η ΕΚΤ δεν χρειάζεται να αυξήσει τα επιτόκια του ευρώ, παρότι η FED θα αυξήσει εκείνα του δολαρίου μέσα στο 2022.

Δεν συμφωνούν πάντως όλοι με την εκτίμηση αυτή και το γεγονός είναι ότι όλες οι προηγούμενες εκτιμήσεις των κεντρικών τραπεζών για τον πληθωρισμό διαψεύστηκαν, ενώ μένει να φανούν οι συνέπειες στις αγορές όταν τα επιτόκια του δολαρίου θα αυξάνονται ενώ εκείνα του ευρώ θα είναι στο μηδέν.

Είναι πολύ πιθανόν, μάλιστα, οι δηλώσεις από την πλευρά της ΕΚΤ να είναι σκόπιμα υπέρ το δέον καθησυχαστικές, αφού οι νομισματικές Αρχές γνωρίζουν ότι και μόνο να μιλάς για πληθωρισμό… τον προκαλείς. Ενα μέρος της δουλειάς των κεντρικών τραπεζιτών άλλωστε είναι να «κατεβάζουν με τα λόγια» (talk down) τον πληθωρισμό.

Δεν αποκλείεται, επομένως, το ερχόμενο διάστημα η ΕΚΤ να εξαναγκαστεί σε κινήσεις σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής, ανεβάζοντας ίσως και τα επιτόκια, εάν οι εκτιμήσεις της διαψευστούν ξανά στην πράξη.

Πολλοί οικονομολόγοι και αναλυτές πιστεύουν άλλωστε ότι στο εξής τα πληθωριστικά επεισόδια λόγω της ενέργειας θα είναι συχνά, καθώς η «πράσινη μετάβαση» έχει κόστος το οποίο αναπόδραστα θα οδηγήσει προς τα πάνω τις τιμές των ενεργειακών αγαθών.

 

Γιώργος Χ. Παπαγεωργίου

Πηγή: newmoney.gr