ΑΜΥΝΑ ΣΤΟΝ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟ: Μετοχές: Το πιο καθαρό, από τα βρόμικα πουκάμισα

15 Απριλίου 2022, 16:30 | Χ&Α - 239

ΑΜΥΝΑ ΣΤΟΝ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟ: Μετοχές: Το πιο καθαρό, από τα βρόμικα πουκάμισα

ΑΜΥΝΑ ΣΤΟΝ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟ

Μετοχές: Το πιο καθαρό, από τα βρόμικα πουκάμισα

 

 

 

 

Οι εξελίξεις αποδεικνύουν ότι, το να είναι κάποιος επενδυτής, κατά το 2022, είναι μία ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση. Μετά από μία μεγάλη περίοδο εύκολων κερδών, το επενδυτικό περιβάλλον σήμερα είναι ιδιαίτερα αβέβαιο και εξαιρετικά ευμετάβλητο.

Δεν είναι μόνον οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι που αυξάνουν την αβεβαιότητα και τον κίνδυνο στις αγορές, αλλά είναι -κυρίως- η επανεμφάνιση του πληθωρισμού. Ο πληθωρισμός αναγκάζει τις κεντρικές τράπεζες να αναπροσαρμόσουν τη νομισματική πολιτική τους και να αυξήσουν τα επιτόκια. Αυτό “γκρεμίζει” τις αγορές ομολόγων σε όλο το κόσμο, δημιουργεί κινδύνους για τις αγορές μετοχών -ενώ περιορίζει τη ζήτηση και αυξάνει την προσφορά σε μετοχές εταιριών χωρίς απτά κέρδη- μεταβάλλει τις ισοτιμίες μεταξύ των νομισμάτων και προσθέτει νέες παραμέτρους στις αγορές εμπορευμάτων, οι οποίες ήδη από το 2021, έχουν εισέλθει σε ένα κύκλο μεγάλης μεταβλητικότητας. Από την άλλη πλευρά, η διατήρηση ρευστών διαθεσίμων, σε ένα τραπεζικό περιβάλλον όπου τα πραγματικά επιτόκια είναι αρνητικά, είναι, για πολλούς, απογοητευτική και απαγορευτική.

Όλες οι επενδυτικές επιλογές είναι προβληματικές και, σε πολλές περιπτώσεις, ζημιογόνες.

 

Τί μπορούμε να κάνουμε σ’ αυτή την περίπτωση; Υπάρχει κάποιο “καθαρό” πουκάμισο, ανάμεσα στα τόσα βρόμικα, στη ντουλάπα μας;

 

Είναι ο πληθωρισμός, τόσο καταστροφικός;

 

Για ιστορικούς λόγους, ο 20ος αιώνας, υπήρξε αυτός με τις ισχυρότερες πληθωριστικές πιέσεις στη νομισματική ιστορία της τελευταίας χιλιετίας. Σε αρκετές φάσεις, κατά τη διάρκεια του αιώνα αυτού, ο πληθωρισμός υπήρξε διεθνής, ενώ, πολλά κράτη, βίωσαν καταστάσεις υπερπληθωρισμού και τα καταστροφικά του αποτελέσματα.

Όμως, από την άλλη πλευρά, η πορεία της ανθρωπότητας και η διεθνής οικονομική ανάπτυξη, κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, έφτασαν σε εντυπωσιακά επίπεδα. Πώς εξηγείται και πώς συνέβη αυτό;

 

Ο πληθωρισμός, είναι ένα αρνητικό φαινόμενο για τις οικονομίες, είναι εν δυνάμει αποσταθεροποιητικός, αλλά δεν είναι, απαραίτητα, καταστροφικός. Ο πληθωρισμός μπορεί να αντιμετωπιστεί με το κατάλληλο μείγμα νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Το μείγμα αυτό, έχει επιτευχθεί από πολλά κράτη στο παρελθόν και κάθε φορά αποδεικνυόταν ότι, ο τρόπος που επιδρά ένα οικονομικό φαινόμενο στη λειτουργία ενός κράτους και μιας οικονομίας, δεν έχει να κάνει με το ίδιο το φαινόμενο, αλλά με τη χρονική και οικονομική συγκυρία και τη θεσμική επάρκεια και λειτουργία του κράτους και της οικονομίας.

 

Ως παράδειγμα του παραπάνω, μπορούμε να δούμε τα διαφορετικά αποτελέσματα που είχε η αντιμετώπιση του πληθωρισμού στην Ελλάδα, στις ΗΠΑ και στη (Δυτική) Γερμανία, κατά τη δεκαετία του 1970. Στις ΗΠΑ, ο πληθωρισμός αντιμετωπίστηκε με καθυστέρηση και μόλις προς τα τέλη της δεκαετίας, τέθηκαν οι βάσεις της πολιτικής για την τιθάσευσή του. Στη Γερμανία -χώρα με βαριά ιστορική μνήμη από τον υπερπληθωρισμό της δεκαετίας του 1920- αντιμετωπίστηκε μέσα από σφιχτή νομισματική και δημοσιονομική πολιτική και αύξηση της παραγωγικότητας της βιομηχανίας. Στην Ελλάδα, μέσα στη “χαλαρότητα” της μεταπολίτευσης, εμφανίστηκαν οι αδυναμίες (“γυάλινα πόδια”) της γρήγορης -και σε πολλές περιπτώσεις, στρεβλής- εκβιομηχάνισης της χώρας, δεν υπήρξε η κατάλληλη δημοσιονομική πολιτική, οι κυβερνήσεις άρχισαν να παράγουν διαρκώς αυξανόμενα δημοσιονομικά ελλείμματα, ώστε τελικά, ο πληθωρισμός να “θεσμοθετηθεί” μέσα στη λειτουργία του συστήματος αμοιβών (αυτόματη τιμαριθμητική αναπροσαρμογή), με αποτέλεσμα τη χρονική επιμήκυνσή του (μόλις στο 1997, ο δείκτης τιμών καταναλωτή υποχώρησε κάτω από το 7%), τη μεγάλη μείωση της παραγωγικότητας και, τελικά, την αποβιομηχάνιση της χώρας.

 

Η διαφορετική αντιμετώπιση του ίδιου φαινομένου, παρήγαγε διαφορετικά αποτελέσματα, τόσο για τις οικονομίες, όσο -βεβαίως- και για τις χρηματιστηριακές αγορές. Τα αποτελέσματα και οι διαφορές, στις τρεις αυτές χώρες, για την περίοδο 1973-1984, εμφανίζονται στον παρακάτω πίνακα.

 

Ελλάδα - ΗΠΑ - Γερμανία: Στοιχεία ΑΕΠ, Πληθωρισμού, Χρηματιστηριακών Δεικτών, 1973-1984

ΑΕΠ Πληθωρισμός Βασικός Χρηματιστηριακός Δείκτης

Ελλάδα ΗΠΑ Γερμανία Ελλάδα ΗΠΑ Γερμανία Ελλάδα ΗΠΑ Γερμανία
1973 8,1% 5,6% 4,8% 30,7% 8,7% 7.92 % 6,2% -16,6% -19,7%
1974 -6,4% -0,5% 0,9% 13,4% 12,3% 5.72 % -13,7% -27,6% -1,8%
1975 6,4% -0,2% -0,9% 15,7% 6,9% 5.41 % 0,7% 38,3% 28,5%
1976 6,9% 5,4% 4,9% 11,7% 4,9% 3.69 % 1,0% 17,9% -7,3%
1977 2,9% 4,6% 3,3% 12,8% 6,7% 3.41 % 17,5% -17,3% 10,0%
1978 7,2% 5,5% 3,0% 11,5% 9,0% 2.54 % -2,9% -3,1% 7,2%
1979 3,3% 3,2% 4,2% 24,8% 13,3% 5.40 % -11,6% 4,2% -11,7%
1980 0,7% -0,3% 1,4% 26,2% 12,5% 5.54 % -12,7% 14,9% 0,8%
1981 -1,6% 2,5% 0,5% 22,5% 8,9% 6.69 % -22,2% -9,23% 1,0%
1982 -1,1% -1,8% -0,4% 19,1% 3,8% 4.55 % -0,7% 19,60% 12,9%
1983 -1,1% 4,6% 1,6% 20,2% 3,8% 2.71 % -29,8% 20,27% 36,9%
1984 2,0% 7,2% 2,8% 18,1% 4,0% 1.95 % 3,6% -3,74% 8,0%

 

Για να αντιληφθούμε τη σημασία της χρονικής συγκυρίας και της ασκούμενης πολιτικής, αρκεί να δούμε ότι, το “κύμα” πληθωρισμού που χτύπησε την Ελλάδα, 50 χρόνια νωρίτερα, το 1922, αμέσως μετά τη μικρασιατική καταστροφή, βρήκε τη χώρα σε μία διαφορετική συγκυρία, αντιμετωπίστηκε με διαφορετικές πολιτικές και οδήγησε σε διαφορετικά αποτελέσματα. Παρά τον υψηλό πληθωρισμό κατά το μεγαλύτερο μέρος της, η δεκαετία του 1920, θεωρείται ως η περίοδος κατά την οποία τέθηκαν οι βάσεις για την πρώτη μαζική εκβιομηχάνιση της χώρας και σύγχρονη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.

 

Ο πληθωρισμός στην Ελλάδα και η αντιμετώπισή του από την κοινωνία και τους επενδυτές

 

Λόγω του μεταλλικού νομισματικού συστήματος που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα, μετά τη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους -σύστημα που άλλωστε, εκείνη την περίοδο, εφαρμόζονταν σε όλο το κόσμο- αλλά και λόγω του πολύ χαμηλού κατά κεφαλή εισοδήματος, ο πληθωρισμός, με τη σύγχρονη έννοιά του, ουδέποτε απασχόλησε την ελληνική οικονομία, κατά τη διάρκεια του 19ο και έως την πρώτη δεκαπενταετία του 20ου αιώνα. Ο πληθωρισμός εμφανίστηκε στη χώρα μας, όπως και σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου, κατά τη διαρκεια -και κυρίως, κατά ή μετά το τέλος- του Α’ παγκοσμίου πολέμου.

Στην ελληνική οικονομική ιστορία των τελευταίων 100 ετών, έχουν εμφανιστεί 3 μεγάλα “κύματα” πληθωρισμού:

α) Περίοδος 1914 - 1927. Η περίοδος αυτή, θα μπορούσε να χωριστεί σε δύο υποπεριόδους: i) στην περίοδο 1915-1918, όπου το κύμα πληθωρισμού ξεκίνησε, λόγω του Α’ παγκοσμίου πολέμου και ii) στην περίοδο 1922-1926, ως αποτέλεσμα των μεγάλων δαπανών για τη χρηματοδότηση της μικρασιατικής εκστρατείας και της καταστροφής που ακολούθησε.

β) Περίοδος 1941-1951. Ο πληθωρισμός της περιόδου αυτής οφείλεται στην Κατοχή και στην κατάσταση της οικονομίας μετά το τέλος της.

γ) Περίοδος 1973-1996. Κατά την περίοδο αυτή, ο πληθωρισμός ξεκίνησε λόγω της πετρελαϊκής κρίσης, αλλά συνεχίστηκε για πολλά ακόμη χρόνια, λόγω των δημοσιονομικών ελλειμμάτων.

 

Κατά την πρώτη πληθωριστική περίοδο, του χρονικού διαστήματος των τελευταίων 100 ετών, το κύριο -και δημοφιλέστερο- μέσο “άμυνας” κατά του πληθωρισμού, ήταν η χρυσή λίρα. Στην περίοδο εκείνη, έχει τις ρίζες της, το φαινόμενο της “χρυσοφιλίας” που διήρκεσε έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1960.

Στην πληθωριστική περίοδο της κατοχής, το κύριο μέσο άμυνας ήταν επίσης οι χρυσές λίρες, αλλά -λόγω και των ιδιαίτερων συνθηκών εκείνων των χρόνων- διάφορα, κυρίως επισιτιστικά, αγαθά. Στη μεταπολεμική περίοδο, η χρυσή λίρα, κυριάρχησε, σχεδόν αποκλειστικά, ως το κυριότερο μέσο προφύλαξης από την απώλεια της αξίας των χρημάτων.

Στην περισσότερο σύγχρονη οικονομία της δεκαετίας του 1970, ο χρυσός έχασε τον κυρίαρχο ρόλο που είχε στις προηγούμενες δεκαετίες και, ως βασικό μέτρο άμυνας κατά του πληθωρισμού, αναδείχθηκαν τα ακίνητα -άλλωστε, ήταν η περίοδος που το φαινόμενο της αστυφιλίας βρισκόταν στην κορύφωσή του και τα ακίνητα, ούτως ή άλλως, γνώριζαν υψηλή ζήτηση. Επίσης, κατά την περίοδο αυτή, μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, προσπάθησε να καλυφθεί από την απώλεια των χρημάτων, μέσα από την αγορά διαρκών καταναλωτικών ειδών και γενικότερου οικιακού εξοπλισμού. Παράλληλα, τα τραπεζικά επιτόκια καταθέσεων, ακολουθούσαν -έστω και με καθυστέρηση- την εξέλιξη του πληθωρισμού και κάλυπταν ένα τμήμα των απωλειών.

 

Το Χρηματιστήριο σε περιόδους πληθωρισμού

 

Εξετάζουμε την πορεία της χρηματιστηριακής αγοράς, σε τρεις χρονικές περιόδους, όπου επικρατούσαν ισχυρές πληθωριστικές τάσεις.

 

1922 - 1927

Παρά τις έντονες πληθωριστικές πιέσεις της περιόδου, οι τιμές των μετοχών ήταν ανοδικές, καθ’ όλη τη διάρκεια των εξεταζόμενων ετών. Λόγω της απουσίας χρηματιστηριακού δείκτη, εξετάζουμε τις εξελίξεις στη χρηματιστηριακή αγορά, μέσα από τις τιμές μερικών βασικών και “δημοφιλών” μετοχών της περιόδου (δείτε εδώ).

Παρατηρούμε ότι, στα εξεταζόμενα έτη, ενώ ο δείκτης πληθωρισμού της περιόδου αυξήθηκε κατά 162%, οι τιμές μερικών βασικών μετοχών, στις περισσότερες περιπτώσεις, υπήρξαν σημαντικά ανώτερες: Εθνική Τράπεζα: +403,8%, Τράπεζα Αθηνών: +87,8%, Οίνων και Οινοπνευμάτων: +275,0%, Σιδηρόδρομοι Πειραιώς - Αθηνών - Πελοποννήσου: +550,8%, Τσιμέντα Τιτάν: +562,5%.

 

1973-1984

Κατά το έτος 1973, οι τιμές των μετοχών είχαν βρεθεί σε ιστορικό ανώτερο επίπεδο. Κατά την άνοδο των ετών 1967-1973, που προηγήθηκε, ο “υπολογιζόμενος” Γενικός Δείκτης Τιμών, είχε καταγράψει άνοδο 1.106%. Στην περίοδο 1973-1984, υπολογίζεται ότι, ο χρηματιστηριακός δείκτης, κατέγραψε απώλειες -54%. Ένα μέρος των απωλειών αυτών, θα πρέπει να θεωρηθεί ως επακόλουθο της ανόδου που είχε προηγηθεί. Όμως, το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών, οφείλεται στα σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπισε η οικονομία στα χρόνια αυτά.
(Δείτε τις ετήσιες μεταβολές του χρηματιστηριακού δείκτη, στον πρώτο πίνακα του άρθρου).

 

1990-1997

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, το Χρηματιστήριο της Αθήνας γνώρισε τη μεγαλύτερη ανάπτυξη στην ιστορία του και “απλώθηκε” σημαντικά μέσα στην ελληνική κοινωνία. Στην περίοδο εκείνη, ο πληθωρισμός έδειχνε σημάδια υποχώρησης, πλην όμως, εξακολουθούσε να είναι υψηλός: από την περιοχή του 22%-23% κατά το 1990, υποχωρούσε διαρκώς, μέχρι που υποχώρησε κάτω από το 7%, στις αρχές του 1997. Οι υψηλοί ρυθμοί πληθωρισμού διευκόλυναν τη (νομισματική) αύξηση των κερδών. Παράλληλα, οι τακτικές αναπροσαρμογές της αξίας των ακινήτων, προκαλούσαν ευφορία στους επενδυτές, αφού η δημιουργία αποθεματικών (λόγω των αναπροσαρμογών των αξιών) οδηγούσε σε διανομές δωρεάν μετοχών και, συνεπακόλουθα, σε νέες αυξήσεις στην κεφαλαιοποίηση των εισηγμένων εταιριών και σε κέρδη για τους επενδυτές.

 

Στην περίοδο εκείνη (1990-1996), το Χρηματιστήριο απέδειξε ότι, μπορεί να λειτουργήσει κανονικά και με σημαντικά κέρδη, παρά την ύπαρξη υψηλού πληθωρισμού. Βέβαια, στα χρόνια εκείνα, ο πληθωρισμός, καθώς διατηρούνταν επί περισσότερα από 20 χρόνια, είχε “μονιμοποιηθεί” στη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας και οι επιχειρήσεις και η κοινωνία, είχαν συνηθίσει να λειτουργούν υπό την επίδρασή του. Παράλληλα, επρόκειτο για μία περίοδο με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και αλλαγές στις δομές και τη λειτουργία της οικονομίας.

 

Ποιοί κερδίζουν από τον πληθωρισμό;

 

Κατά τη διάρκεια μιας πληθωριστικής περιόδου, κέρδη μπορούν να πετύχουν, κυρίως: α) αυτοί που έχουν χρέη, με σταθερό επιτόκιο και β) αυτοί που κατέχουν “εμπράγματα οικονομικά στοιχεία”, τα οποία εξακολουθούν να έχουν ζήτηση.

Στη δεύτερη κατηγορία, ανήκουν οι εταιρίες που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο.

Οι εισηγμένες εταιρίες έχουν πάγια περιουσιακά στοιχεία, τα οποία, εφ’ όσον είναι παραγωγικά ή συμβάλλουν στη λειτουργία της εταιρίας, λόγω του πληθωρισμού, θα ανατιμηθούν.

Παράλληλα, οι εταιρίες έχουν τη δυνατότητα να μετακυλίουν την αύξηση του κόστους παραγωγής τους, στις τιμές των προϊόντων τους, ανάλογα βέβαια με το είδος και τη ζήτηση των προϊόντων τους και την “ελαστικότητα” της ζήτησης ως προς την τιμή.

Και τελικά, αν, μέσα από τη μετακύλιση της αύξησης του κόστους στην τιμή των προϊόντων, η εταιρία πετυχαίνει να αυξήσει τα κέρδη της, σε ίσο, ή σε μεγαλύτερο ποσοστό από την αύξηση του πληθωρισμού, ο επενδυτής δεν υφίσταται απώλειες, αφού -θεωρητικά, αλλά και στην πράξη, όπως έχει αποδείξει το παρελθόν- τα αυξημένα κέρδη, θα οδηγήσουν σε αυξημένη αποτίμηση της μετοχής στο Χρηματιστήριο και στα χαρτοφυλάκια των επενδυτών.

 

Συμπεράσματα

 

Ο πληθωρισμός είναι ένα αρνητικό οικονομικό φαινόμενο. Όμως, από μόνος του, δεν είναι καταστροφικός. Η βλάβη που προκαλεί σε μία οικονομία εξαρτάται από την ιστορική και την οικονομική συγκυρία της χώρας, από την ικανότητα των νομισματικών αρχών για την καταπολέμησή του και από τη δημοσιονομική πολιτική των κυβερνήσεων.

Στην παρούσα φάση, η συγκυρία, ευνοεί την Ελλάδα για την αντιμετώπισή του. Παρά τη “χαλάρωση” του συμφώνου νομισματικής σταθερότητας στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγω της πανδημίας, είναι βέβαιο ότι, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα κινητοποιηθεί προς την κατεύθυνση της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Αυτό θα είναι πολύ σημαντικό για την πορεία των επόμενων ετών. Εάν οι χώρες της Ευρωζώνης αποφύγουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα, ο πληθωρισμός θα μπορέσει να αντιμετωπιστεί και οι συνέπειές του θα ξεπεραστούν σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Παράλληλα, η ύπαρξη του ευρώ, θα λειτουργήσει αντιπληθωριστικά για την Ελλάδα, σε  περίπτωση που, λόγω του πληθωρισμού ή άλλων αιτιών, μειωθεί η παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας. Με άλλα λόγια, θεωρείται από δύσκολο έως απίθανο, στο παρόν “επεισόδιο” πληθωρισμού, να επαναληφθούν τα αρνητικά φαινόμενα των δεκαετιών 1970-1980.

Βέβαια, όλα τα παραπάνω, σημαίνουν συνθήκες δημοσιονομικού περιορισμού και μία σοβαρή απειλή πρόκλησης ύφεσης στην ελληνική οικονομία, ή και σε οικονομίες άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Η απειλή της ύφεσης, θα μπορούσε να απομακρυνθεί, μόνον εφόσον η χώρα πετύχει να εκμεταλλευθεί την αναπτυξιακή δυναμική που, είτε αυτόνομα, είτε μέσω της βοήθειας από τα ευρωπαϊκά κεφάλαια, έχει αναπτυχθεί κατά τα τελευταία χρόνια.

 

Το οικονομικό περιβάλλον της χώρας και η οικονομική συγκυρία, είναι σήμερα, πολύ διαφορετικά και πολύ πιο θετικά, σε σχέση με την προηγούμενη μεγάλη αρνητική εμπειρία του πληθωρισμού, της δεκαετίας του 1970. Παρά το ότι, ενδεχομένως, η ανάπτυξη του πληθωρισμού, μπορεί να προκαλέσει ελαφρά μείωση των ρυθμών ανάπτυξης, ιδίως κατά τα πρώτα χρόνια της τρέχουσας δεκαετίας, οι πιθανότητες είναι ότι, αυτός δε θα μπορέσει να έχει μεγάλη χρονική διάρκεια, αλλά ούτε και σημαντικές αρνητικές συνέπειες.

 

Με βάση τις παραπάνω προϋποθέσεις, μπορούμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι,  το τρέχον “πληθωριστικό κύμα”, ακόμη και σε συνδυασμό με τις ευρύτερες “ανατρεπτικές” εξελίξεις της περιόδου, θα έχει επιπτώσεις στην πορεία της χρηματιστηριακής αγοράς. Όμως, το πλέον πιθανό είναι ότι, οι επιπτώσεις αυτές να είναι περιορισμένες ή, έστω, ανεκτές. Εάν το πληθωριστικό “κύμα” επιμείνει και κατά τα επόμενα χρόνια, ο μηχανισμός λειτουργίας του Χρηματιστηρίου, μπορεί να αποτελέσει μία ικανοποιητική άμυνα, απέναντι σ’ αυτό. Από την άλλη πλευρά, εάν οι πληθωριστικές πιέσεις εξασθενίσουν, το Χρηματιστήριο, θα αποτυπώσει στις τιμές του, τα αποτελέσματα της ανάπτυξης που θα επιτευχθεί, κατά την τρέχουσα δεκαετία.