H ευκαιρία των προσφύγων

05 Μαϊου 2022, 10:04 | Διεθνής Πολιτική

H ευκαιρία των προσφύγων

Στους περίπου δύο μήνες από τότε που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, πάνω από πέντε εκατομμύρια Ουκρανοί πολίτες -περισσότεροι από το ένα δέκατο του πληθυσμού της πριν από την εισβολή- έχουν τραπεί σε φυγή από τα σπίτια τους και έχουν αναζητήσει καταφύγιο σε άλλες χώρες. Είναι μια από τις γρηγορότερες εξόδους προσφύγων που έχουν καταγραφεί στην ιστορία μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Συγκριτικά, χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια για να εγκαταλείψουν την χώρα τους πέντε εκατομμύρια Σύροι, αφότου ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος το 2011, και περισσότερα από τέσσερα χρόνια για να τραπεί σε φυγή ίδιος αριθμός Βενεζουελάνων μετά το 2014, όταν βάθυνε η πολιτική και κοινωνικοοικονομική κρίση της χώρας τους. Δυστυχώς ο αριθμός των ανθρώπων που δραπετεύουν από την Ουκρανία πιθανώς θα αυξηθεί καθώς ο πόλεμος θα συνεχίζεται και καθώς πολλοί από τους Ουκρανούς που έμειναν για να πολεμήσουν θα ενώνονται με τις οικογένειές τους.

Με βάση αυτό που συνέβη με τους Αφγανούς, τους Ροχίνγκια, τους Νότιους Σουδανούς, τους Σύρους, τους Βενεζουελάνους, και άλλους πληθυσμούς προσφύγων, η διεθνής κοινότητα πιθανώς θα έχει μια διττή απάντηση για τους Ουκρανούς που τρέπονται σε φυγή. Βραχυπρόθεσμα ο κόσμος θα κινητοποιηθεί για να παράσχει ανθρωπιστική υποστήριξη σε μαζική κλίμακα στους πρόσφυγες (όπως κάνει σήμερα), ξεκινώντας από την στιγμή που θα διασχίσουν τα σύνορα. Όμως, μεσοπρόθεσμα έως μακροπρόθεσμα, τα κράτη θα αρχίσουν να συζητούν το ποιος θα πρέπει να «σηκώσει το βάρος» της φροντίδας των εκτοπισμένων Ουκρανών. Οι τοπικές κυβερνήσεις στην Πολωνία, μια χώρα που φιλοξενεί σχεδόν 2,5 εκατομμύρια Ουκρανούς πρόσφυγες, έχουν ήδη ξεκινήσει να προτρέπουν άλλες χώρες να δεχθούν περισσότερους. Και μολονότι η δημόσια υποστήριξη για την υποδοχή Ουκρανών προσφύγων είναι πολύ υψηλή, ειδικά σε σύγκριση με τις συμπεριφορές προς τους Σύρους πρόσφυγες το 2015, η έρευνα [1] προτείνει ότι θα μειωθεί με τον καιρό.

Είναι αλήθεια ότι οι πρόσφυγες δημιουργούν έξοδα. Η ανθρωπιστική αρωγή, όπως το φαγητό και η διαμονή, έχει κόστος, όπως έχει [κόστος] και η παροχή άμεσης πρόσβασης στις υπηρεσίες εκπαίδευσης και υγείας. Το 2015, η τουρκική κυβέρνηση εκτίμησε ότι επένδυσε σχεδόν 7,6 δισεκατομμύρια δολάρια για να καλύψει τις βασικές ανάγκες των 2,2 εκατομμυρίων Σύρων που αφίχθησαν, αρχής γενομένης από το 2011 —περίπου 0,9% του ΑΕΠ της χώρας εκείνο το έτος. Μεταξύ του 2017 και του 2019, η Κολομβία δαπάνησε περίπου 1,3 δισεκατομμύρια δολάρια για την παροχή υπηρεσιών υγείας και εκπαίδευσης στους τότε 1,7 εκατομμύρια Βενεζουελάνους πρόσφυγές της, που αντιπροσωπεύουν το 0,12% του ΑΕΠ της χώρας. Οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης είναι καλύτερα τοποθετημένες για να υποδεχτούν πρόσφυγες από όσο ήταν η Τουρκία και η Κολομβία, δεδομένης της ανώτερης υποδομής της περιοχής. (Στην Πολωνία, για παράδειγμα, υπάρχουν 6,4 νοσοκομειακές κλίνες ανά 1.000 κατοίκους, σε σύγκριση με λιγότερες από δύο ανά 1.000 στην Κολομβία). Αλλά και πάλι [η υποδοχή των προσφύγων] δεν θα είναι φθηνή.

Αυτά τα κόστη, ωστόσο, είναι βραχυπρόθεσμες επενδύσεις. Μεσοπρόθεσμα έως μακροπρόθεσμα, οι πρόσφυγες αντιπροσωπεύουν τεράστιες ευκαιρίες. Μπορούν να δημιουργήσουν νέα οικονομική δραστηριότητα που θα συμψηφίζει με το παραπάνω τα άμεσα έξοδα. Φέρνουν νέες δεξιότητες στις οικονομίες, που συχνά οδηγούν σε υψηλότερους -όχι χαμηλότερους- μισθούς για τους υφιστάμενους κατοίκους. Ξεκινούν επιχειρήσεις σε υψηλότερα ποσοστά από τους ντόπιους, οι οποίες δημιουργούν θέσεις εργασίας και δημιουργούν διεθνείς διασυνδέσεις που προωθούν το εμπόριο και τις ξένες επενδύσεις, [που είναι] ζωτικής σημασίας για την ανοικοδόμηση των χωρών από τις οποίες διέφυγαν. Όλα αυτά μεταφράζονται σε αύξηση του ΑΕΠ. Αλλά για να ξεκλειδώσει η πλήρης δυναμική των Ουκρανών προσφύγων, οι χώρες υποδοχής θα χρειαστούν πολιτικές που θα επιτρέψουν στους νεοφερμένους να εισχωρήσουν στην οικονομία –και τούτο με την σειρά του θα τους βοηθήσει να ενσωματωθούν.

ΑΝΟΙΞΤΕ ΤΙΣ ΠΥΛΕΣ

Όταν περιγράφουν τους πρόσφυγες (ή τους μετανάστες γενικότερα), τα μέσα ενημέρωσης και άλλοι σχολιαστές τείνουν να εστιάζουν στο κόστος που επιβάλλουν. Αυτό είναι φυσιολογικό, καθώς ο κύκλος των ειδήσεων παράγει κυρίως ιστορίες για πρόσφυγες όταν βρίσκονται στις πιο ευάλωτες καταστάσεις και επομένως έχουν τη μέγιστη ανάγκη για βοήθεια. Τούτο, μαζί με την θεωρητική πρόβλεψη ότι οι πρόσφυγες (και γενικότερα οι μετανάστες) θα μείωναν τους μισθούς των υφιστάμενων εργαζομένων, έχει οδηγήσει σε μια διάχυτη κοινή πεποίθηση ότι οι πρόσφυγες αποτελούν βαρίδι για την οικονομία, οδηγώντας σε περιορισμούς στον αριθμό των προσφύγων που δέχονται οι χώρες και σε περιορισμούς στο δικαίωμά τους στην εργασία.

Αλλά αυτή η απαισιοδοξία σπάνια υποστηρίζεται από την εμπειρική έρευνα. Στην πραγματικότητα, τα δεδομένα υποδηλώνουν συντριπτικά ότι οι πρόσφυγες είναι μια τεράστια ευλογία για τις οικονομίες στις οποίες επανεγκαθίστανται. Μια μελέτη του 2016 από το McKinsey Global Institute βρήκε ότι μολονότι οι μετανάστες αντιπροσωπεύουν μόνο το 3,4% του παγκόσμιου πληθυσμού, δημιουργούν σχεδόν το 10% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ένας αριθμός που είναι υπερδιπλάσιος εκείνου που θα παρήγαγαν αν δεν μετακινούνταν ποτέ. Ορισμένες εκτιμήσεις δείχνουν ότι η εξάλειψη όλων των φραγμών στην ανθρώπινη κινητικότητα θα μπορούσε να αυξήσει το ΑΕΠ κατά 50% έως 150%. Οι αριθμοί ίσως φαίνονται σχεδόν παράλογα μεγάλοι, αλλά η λογική είναι απλή: η ικανότητα των ανθρώπων να επανεγκαθίστανται σε μέρη όπου μπορούν να φτάσουν στην πλήρη δυναμική τους, αυξάνει δραματικά την παγκόσμια αποτελεσματικότητα.

Παρά τις συνθήκες που τους υποχρέωσαν να τραπούν σε φυγή, οι πρόσφυγες -ένα υποσύνολο όλων των μεταναστών- μεγαλώνουν επίσης την πίτα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι άνδρες πρόσφυγες [που βρίσκονται] γενικά σε ηλικία εργασίας είχαν ποσοστό απασχόλησης 67% από το 2009 έως το 2011, σε σύγκριση με το 60% για τους ντόπιους, αυξάνοντας την οικονομική δραστηριότητα. Είναι επίσης ιδιοκτήτες σπιτιών στα ίδια ποσοστά με τους ντόπιους (το οποίο τους καθιστά επενδυτές) και πληρώνουν το μερίδιό που τους αναλογεί σε φόρους, ενώ εξακολουθούν να έχουν αρκετό διαθέσιμο εισόδημα για κατανάλωση και περαιτέρω επενδύσεις.

Όλων των τύπων οι μετανάστες δημιουργούν οικονομικά κέρδη. Αλλά οι πληθυσμοί τείνουν να δέχονται σε γενικές γραμμές μετανάστες και πρόσφυγες μόνο εάν αυτοί οι νεοφερμένοι έχουν πτυχία πανεπιστημίου. Στις περισσότερες προηγμένες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, πάνω από το 60% των κατοίκων υποστηρίζει τη μετανάστευση υψηλής εξειδίκευσης. Έχουν δίκιο που είναι ενθουσιώδεις: οι εξειδικευμένοι μετανάστες είναι εξαιρετικά ωφέλιμοι για τις χώρες. Αλλά οι πρόσφυγες χωρίς πτυχία συμπληρώνουν το τοπικό εργατικό δυναμικό με τρόπους που βελτιώνουν οικονομικά τους πάντες. Αυτό δεν είναι εις βάρος των ντόπιων, όπως ίσως υποστηρίζουν ορισμένοι εθνικιστές (nativists). Μια μελέτη [2] στην Δανία, για παράδειγμα, εξέτασε τον οικονομικό αντίκτυπο πολλών κυμάτων προσφύγων μεταξύ του 1991 και του 2008, το 70% των οποίων δεν είχε πτυχίο πανεπιστημίου, και βρήκε ότι δημιούργησαν ανοδική επαγγελματική κινητικότητα για τους ντόπιους. Αυτό συμβαίνει επειδή οι πρόσφυγες σε θεμελιώδη επαγγέλματα τείνουν να κάνουν δουλειές που οι υφιστάμενοι κάτοικοι είναι λιγότερο πρόθυμοι να εκτελέσουν, όπως οι χειρονακτικές εργασίες. Ως απάντηση στην ροή, οι ντόπιοι μετατοπίστηκαν προς πιο σύνθετες θέσεις εργασίας με υψηλότερους μισθούς. Με λίγα λόγια, η έρευνα δείχνει ότι δεν χρειάζεται να είναι κάποιος πυρηνικός επιστήμονας για να μπορέσει να συνεισφέρει σε μια οικονομία (αν και ορισμένοι πρόσφυγες είναι, όντως, πυρηνικοί επιστήμονες).

Οι πρόσφυγες βοηθούν τους γηγενείς εργαζομένους και την οικονομία γενικότερα και με άλλους τρόπους. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, μια μελέτη του [ερευνητικού οργανισμού] New American Economy χρησιμοποιώντας δεδομένα του 2015, βρήκε ότι το 13% των προσφύγων ήταν επιχειρηματίες (που ορίζονται ως αυτοαπασχολούμενοι), σε σύγκριση με το 9% των ντόπιων και το 11,5% των μη προσφύγων κατοίκων που γεννήθηκαν στο εξωτερικό. Οι επιχειρήσεις τους απέφεραν εισόδημα 4,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων εκείνο το έτος. Αυτές οι μικρές επιχειρήσεις είναι η κύρια μηχανή δημιουργίας θέσεων εργασίας στην αμερικανική οικονομία. Ένα από τα καλύτερα παραδείγματα αυτού του φαινομένου είναι η Huy Fong Foods, η εταιρεία που παράγει σάλτσα sriracha. Ιδρυθείσα από τον πρόσφυγα David Tran το 1980, η Huy Fong απασχολεί τώρα κοντά στους 200 εργάτες στο Irwindale της Καλιφόρνια και οι πωλήσεις της ξεπερνούν τα 60 εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο. Ο Tran ονόμασε την εταιρεία από το φορτηγό πλοίο Huey Fong, το οποίο μετέφερε τον ίδιο και περισσότερους από άλλους 3.000 πρόσφυγες από το Βιετνάμ στις ακτές της Καλιφόρνια τον Δεκέμβριο του 1978.

Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΣΤΙΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ

Οι Ουκρανοί, λοιπόν, μπορούν να γίνουν τεράστια πλεονεκτήματα για τις οικονομίες που τους καλωσορίζουν —ανεξάρτητα από το μορφωτικό τους επίπεδο. Αυτό ισχύει και για τους πολλούς Ρώσους που έχουν εγκαταλείψει την χώρα τους λόγω της πολιτικής της. Αλλά για να κεφαλαιοποιήσουν αυτή την εκροή, τα κράτη δεν θα πρέπει απλώς να δεχτούν μεγάλο αριθμό προσφύγων˙ θα πρέπει να εφαρμόσουν τις σωστές πολιτικές.

Πρώτον και κύριον, αυτό σημαίνει ότι οι χώρες πρέπει να δώσουν στους πρόσφυγες την ελευθερία της μετακίνησης και την πλήρη πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Αυτή είναι συχνά η δυσκολότερη πολιτική στο να εφαρμοστεί, λόγω της εσφαλμένης αντίληψης ότι οι μετανάστες κλέβουν δουλειές και μειώνουν τους μισθούς. Αλλά το να κρατηθούν οι πρόσφυγες έξω από την αγορά εργασίας ή να κρατηθούν παγιδευμένοι σε στρατόπεδα προσφύγων θα έχει επιζήμια αποτελέσματα στην πορεία. Δείτε την Τουρκία, η οποία άρχισε να δίνει στους Σύρους πρόσφυγές της [3] άδειες εργασίας μόλις το 2016 —πέντε χρόνια αφότου άρχισαν να καταφθάνουν. Κατά την διάρκεια όλων εκείνων των ετών τα εκατομμύρια των Σύρων που ζούσαν στην Τουρκία ήταν υποχρεωμένα είτε να μείνουν στο σπίτι είτε να δουλέψουν στην ανεπίσημη αγορά εργασίας. Αυτή ήταν μια φόρμουλα χωρίς όφελος για κανέναν (lose–lose): σήμαινε ότι τεράστιος αριθμός ανθρώπων που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στην τουρκική κοινωνία παραγκωνίστηκαν ή μπορούσαν να λάβουν μόνο μικρά ποσά ως εισόδημα. Οι πρόσφυγες που εργάζονταν δεν πλήρωναν φόρο εισοδήματος, κάνοντας δυσκολότερο γι’ αυτούς να συνεισφέρουν στην δημοσιονομική υγεία της χώρας. Το αποτέλεσμα ήταν ένας φαύλος κύκλος. Ο ανεπίσημος τομέας της Τουρκίας συνέχισε να ευημερεί, οδηγώντας σε πολλές ανεπάρκειες που επιβράδυναν την οικονομική ανάπτυξη.

Οι κυβερνήσεις πρέπει επίσης να παράσχουν στους πρόσφυγες μακροχρόνια —ιδανικά μόνιμη— νόμιμη διαμονή. Η Κολομβία έδωσε στους Βενεζουελάνους πρόσφυγές της [4] πλήρη πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, την εκπαίδευση, και τις αγορές εργασίας σχεδόν αμέσως μόλις ξεκίνησε η προσφυγική της κρίση, αλλά αυτές οι παροχές ήταν περιορισμένες επειδή η Ειδική Άδεια Διαμονής (Special State Permit) της Κολομβίας διαρκούσε για μόλις δύο χρόνια. Μολονότι ήταν ανανεώσιμη, οι Βενεζουελάνοι εργαζόμενοι δυσκολεύονταν να βρουν δουλειές διότι οι εργοδότες ήταν αβέβαιοι για το εάν άξιζαν το ρίσκο. Η Κολομβία έχει διδαχθεί αυτό το μάθημα και τώρα δίνει στους Βενεζουελάνους επίσημο, δεκαετές καθεστώς προστασίας.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν ήδη ξεκινήσει άσχημα όσον αφορά τους Ουκρανούς πρόσφυγες. Ο Λευκός Οίκος έχει ανακοινώσει ότι θα δεχτεί έως και 100.000 από αυτούς -ένας ντροπιαστικά χαμηλός αριθμός- μέσω ενός ανθρωπιστικού συστήματος [σαν εκείνο της] αποφυλάκισης υπό όρους, το οποίο προϋποθέτει ότι θα έχουν έναν Αμερικανό υποστηρικτή και που περιορίζει την παραμονή τους στα δύο χρόνια. Η Ευρώπη, με την σειρά της, έχει θεσπίσει μια μονοετή άδεια παραμονής που είναι ανανεώσιμη για έως και τρία χρόνια συνολικά. Ο προσωρινός χαρακτήρας αυτών των μέτρων θα εμποδίσει τους Ουκρανούς από το να συμμετάσχουν κανονικά στην οικονομία, υπονομεύοντας την πλήρη δυναμική τους.

Ωστόσο, η παροχή μακροπρόθεσμου καθεστώτος [διαμονής] στους πρόσφυγες είναι μόνο ένα μέρος της λύσης. Για να αξιοποιηθεί πραγματικά η ισχύς των προσφύγων, οι χώρες υποδοχής —μαζί με τις χώρες δωρητές μέσω των υπηρεσιών ξένης βοήθειας (όπως η USAID) ή πολυμερών θεσμών όπως η Παγκόσμια Τράπεζα— πρέπει να δώσουν στις κοινότητες υποδοχής κεφάλαια για την αναβάθμιση των σχολείων, των νοσοκομείων, των δρόμων, ακόμη και των συστημάτων τηλεπικοινωνιών. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να προσφέρουν στις εταιρείες εκπτώσεις φόρου σε περιοχές με μεγάλες συγκεντρώσεις προσφύγων, για να επεκταθούν και να προσλάβουν περισσότερους εργαζομένους, πολλοί από τους οποίους θα μπορούσαν να είναι νεοαφιχθέντες κάτοικοι. Αυτό το έκανε η κυβέρνηση της Κολομβίας, το 2018, όταν παρείχε πιστωτικές γραμμές ύψους 30 εκατομμυρίων δολαρίων στον ιδιωτικό τομέα για την χρηματοδότηση επενδύσεων κεφαλαίου σε περιοχές με μεγάλο αριθμό Βενεζουελάνων μεταναστών. Ωστόσο, για να είναι αποτελεσματικές, οι πιστώσεις πρέπει να είναι [πολλές] τάξεις μεγέθους μεγαλύτερες από όσο ήταν εκείνες της Κολομβίας. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει επίσης να προσπαθήσουν ενεργά να αντιστοιχίσουν τους πρόσφυγες με τους εργοδότες, προσφέροντας εθελοντική μετεγκατάσταση στους πρόσφυγες σε περιοχές όπου τα δεδομένα δείχνουν ότι υπάρχει ζήτηση για τις δεξιότητές τους. Όλα αυτά τα προγράμματα έχουν προκαταβολικό κόστος, αλλά είναι μια επένδυση που αξίζει. Η ενσωμάτωση κάνει θαύματα για να βοηθήσει τους πρόσφυγες να γίνουν παραγωγικά μέλη των νέων χωρών τους.

Η διαδικασία μπορεί επίσης να βοηθήσει τις πατρίδες των προσφύγων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Γερμανία δέχθηκε 700.000 εκτοπισμένους Γιουγκοσλάβους. Όπως έχει δείξει η δική μου έρευνα [5], τα επόμενα χρόνια, οι κλάδοι στις πρώην γιουγκοσλαβικές χώρες που απέδωσαν καλύτερα ήταν οι ίδιοι κλάδοι στους οποίους εργάζονταν αυτοί οι πρόσφυγες ενώ βρίσκονταν στη Γερμανία —εν μέρει χάρη στις γνώσεις και τις βέλτιστες πρακτικές που διδάχθηκαν όσο ήταν εκεί. Οι 1,4 εκατομμύρια Βιετναμέζοι πρόσφυγες που αφίχθησαν στις Ηνωμένες Πολιτείες μεταξύ του 1975 και του 1994 δημιούργησαν [6] διεθνή επιχειρηματικά δίκτυα που είχαν θετική επίδραση στις επενδύσεις των ΗΠΑ στο Βιετνάμ και στο εμπόριο μεταξύ των δύο χωρών. Εάν ο κόσμος ενδιαφέρεται πραγματικά για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας [7], ο στόχος του πρέπει να είναι οι Ουκρανοί πρόσφυγες να ενσωματωθούν όσο το δυνατόν περισσότερο σε άλλες χώρες —όχι το αντίθετο.

Οι χώρες, λοιπόν, θα πρέπει να στρωθούν στην δουλειά για να καλωσορίσουν τους Ουκρανούς που έχουν τραπεί σε φυγή. Θα πρέπει να το κάνουν για χάρη των προσφύγων, που χρειάζονται ασφάλεια [8] και σταθερότητα: είναι απλώς το σωστό. Αλλά θα πρέπει να το κάνουν και για τον εαυτό τους. Θα πρέπει να το κάνουν για το μέλλον της Ουκρανίας [9]. Και θα πρέπει να το κάνουν για τις μελλοντικές ομάδες προσφύγων, οι οποίες θα επωφεληθούν από ένα σύστημα που έχει εμπειρία στο να υποδέχεται εκτοπισμένους και να τους βοηθά να ευημερήσουν.

 

Πηγή:foreignaffairs.gr