Πότε θα υποχωρήσει ο πληθωρισμός - Τι δείχνουν τα στοιχεία της ΕΚΤ

29 Ιουνίου 2022, 15:49 | Ευρωπαϊκή Οικονομία

Πότε θα υποχωρήσει ο πληθωρισμός - Τι δείχνουν τα στοιχεία της ΕΚΤ

Η προσφορά χρήματος στην Ευρωζώνη (Μ3 που περιλαμβάνει το σύνολο της ρευστότητας μεταξύ των οποίων και όχι άμεσα ρευστοποιήσιμα στοιχεία), μειώνεται σταθερά ήδη από πέρυσι, αν και πέρυσι παρέμενε ψηλά τουλάχιστον μέχρι τον Οκτώβριο, ως σταθερή ένδειξη απόσυρσης της πλεονάζουσας ρευστότητας και προμήνυμα μείωσης του πληθωρισμού, τους επόμενους μήνες του έτους.

Σε γενικές γραμμές, αν και η προσφορά χρήματος παραμένει πολύ καλή και φέτος, η τάση είναι σταθερά και ξεκάθαρα πτωτική, τόσο από πέρυσι, όσο και συγκρίνοντας μήνα με μήνα, οπότε υποχωρεί, από τα επίπεδα που προσέγγισαν τον Ιανουάριο του 2021 (λόγω πανδημίας) τα υπερβολικά νούμερα του 1999.

Ο δανεισμός σε νοικοκυριά τον Μάιο στην Ευρωζώνη ήταν σταθερός στα επίπεδα του Απριλίου, ενώ αυξήθηκε αισθητά προς τις υποχωρήσεις. Μειώθηκε όμως ξεκάθαρα η ρευστότητα που αφορά τα κράτη.

Πρόκειται για ενδείξεις, ότι ο νομισματικός πληθωρισμός θα υποχωρήσει, απλά σε αυτά τα μεγέθη η απόκριση έχει χρονική υστέρηση (lag) λίγων μηνών. Φαίνεται τόσο στην προσφορά χρήματος Μ3 (οτιδήποτε μπορεί να θεωρηθεί ως χρήμα), όσο και στο Μ1 (το ρευστό και οι καταθέσεις) όπου η τάση είναι πτωτική, παρά το γεγονός ότι η προσφορά παραμένει πολύ καλή.

Επίσης σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ ο προσαρμοσμένος ρυθμός δανειοδότησης των νοικοκυριών το Μάιο παρέμεινε σταθερός έναντι του Απριλίου στο 4,6% ενώ ο προσαρμοσμένος ρυθμός δανειοδότησης των επιχειρήσεων αυξήθηκε κατά 0,6% της ποσοστιαίας μονάδας στο 5,8% από 5,2% τον Απρίλιο.

Είναι ένα δείγμα των μέτρων της ΕΚΤ και της αντίδρασης της αγοράς. Παρά τις πιέσεις για αύξηση επιτοκίων, ακόμα και αν υποστηρίζεται ότι ο πληθωρισμός έχει νομισματικό χαρακτήρα, ωστόσο τα στοιχεία της προσφοράς χρήματος, δίνουν την ολοκληρωμένη εικόνα. Η πλεονάζουσα ρευστότητα αποσύρεται σταθερά, αλλά με ήπιο τρόπο που αρχίζει και επιταχύνεται. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Μ3 μόνο μεταξύ Απριλίου και Μαΐου φέτος μειώθηκε κατά μισή ποσοστιαία μονάδα υποχωρώντας στο 5,6% από 6,1%, ενώ φέτος μέχρι τον Απρίλιο υποχωρούσε κατά 0,1 της ποσοστιαίας μονάδας ανά μήνα.

Η τάση για το Μ3 είναι πτωτική από πέρυσι: Από την υπερπροσφορά του 12,1% τον Ιανουάριο του 2021 λόγω της πανδημίας, το Μ3 πέφτει τον Απρίλιο στο 9,4% τον Αύγουστο του 2021 ήταν στο 8% και το Δεκέμβριο στο 6,9%.

Από τον Ιανουάριο φέτος η τάση πέφτει με ρυθμό 0,1 της ποσοστιαίας μονάδας κάθε μήνα ξεκινώντας από το 6,5% και για πρώτη φορά τον Μάιο εκτιμάται ότι έπεσε μισή ποσοστιαία μονάδα μέσα σε ένα μήνα.

Ρευστό και καταθέσεις

Το χρήμα όπως το αντιλαμβάνεται ο καταναλωτής με το ρευστό και τις καταθέσεις μετράται από το Μ1 με την πιο «στενή έννοια». Κι εδώ η τάση είναι πτωτική στην Ευρωζώνη.

Η μεγαλύτερη προσφορά των τελευταίων ετών (από το 1999), μετράται τον Ιανουάριο του 2021 στο 16,4%. Το 1999 είχε φθάσει για ένα μήνα, στα 14,7% κάτω από τελείως διαφορετικές συνθήκες, με τις αγορές να υπερθερμαίνονται και να «καλπάζουν».

Το Μάρτιο 2021 ρυθμός του Μ1 υποχωρεί στο 13,7% τον Ιούλιο στο 11% και πέρυσι το Δεκέμβριο στο 10,8%. Φέτος τον Ιανουάριο καταγράφει 9,2% πριν υποχωρήσει στο 8,2% τον Απρίλιο και το Μάιο υπολογίζεται στο 7,8% δηλαδή 0,4 της ποσοστιαίας μονάδας από μήνα σε μήνα.

Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των βραχυπρόθεσμων καταθέσεων στην Ευρωζώνη (εκτός των καταθέσεων overnight) διαμορφώθηκε σε 0,3% τον Μάιο, έναντι 0,4% τον Απρίλιο. Ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των εμπορεύσιμων μέσων που είναι τα πιο «βαριά» και δυσκολότερο ρευστοποιήσιμα στοιχεία μειώθηκε σε -2,3% τον Μάιο από 1,3% τον Απρίλιο.

Η μεγάλη υποχώρηση στη ρευστότητα έρχεται από αυτό τον τομέα, ενώ οι καταθέσεις συνέβαλαν με οριακή αύξηση στη ρευστότητα (0,1 της ποσοστιαίας μονάδας). Αντίθετα οι καταναλωτικές δαπάνες και το ρευστό είχαν τη μεγαλύτερη συμβολή στην προσφορά χρήματος στις ευρωπαϊκές αγορές τον Μάιο.

Ο ρυθμός συγκέντρωσης στις μακροχρόνιες καταθέσεις των νοικοκυριών έμεινε αμετάβλητος το Μάιο στην Ευρώπη στο 4,4% ενώ μειώθηκε στο 6,4% από 6,9% τον Απρίλιο για τις επιχειρήσεις.

Νίκος Κωτσικόπουλος

 

Πηγή:capital.gr