Η αξιολόγηση των Δημοσίων Υπαλλήλων και ο Κλεμανσώ

07 Ιουλίου 2022, 10:13 | Η Άποψη των ΜΜΕ

Η αξιολόγηση των Δημοσίων Υπαλλήλων και ο Κλεμανσώ

Παγκόσμια και διαχρονικά η παραγωγικότητα των δημοσίων υπαλλήλων αποτελεί πεδίο αμφισβητήσεων και ανεκδότων με χαρακτηριστικό αυτό που φημείται ότι είπε ο παλιός πρωθυπουργός της Γαλλίας Κλεμανσώ στη Γαλλική Βουλή για τον ταύρο που λόγω μεγάλης παραγωγικότητας έγινε δημόσιος υπάλληλος, αλλά μόλις έγινε σταμάτησε το σεξ, γιατί δεν είχε πλέον ανάγκη να δουλεύει. Στη χώρα μας -και αυτό δεν είναι ανέκδοτο- δεν έχει απολυθεί ποτέ κανείς ΔΥ για ανεπάρκεια, η πρακτική αυτή έγινε παράδοση, που τώρα επικυρώνεται με νόμο.

Η υπηρεσιακή κατάσταση των δημοσίων, των ΝΠΔΔ και ΟΤΑ υπαλλήλων διέπεται από τους ΚΠΔΥ και ΚΔΥ, ως ισχύουν μετά την τροποποίηση με τον ν.4369/2016, με τους οποίους και για το 2022 ρυθμίζεται η αξιολόγησή τους και οι οποίοι κατά ποσοστό 85% έχουν βαθμολογηθεί με στερεότυπη αιτιολόγηση ως άριστοι. Στο πεδίο της αυτοαξιολόγησης της έκθεσης όλοι έχουν βαθμολογήσει τον εαυτό τους με άριστα.

Το εκπληκτικό αυτό ποσοστό οφείλεται, αφενός στο τρόπο που συντάσσονται οι εκθέσεις αξιολόγησης (ΠΔ318/1992), αφετέρου στο γεγονός ότι πρώτος αξιολογητής είναι ο προϊστάμενος του υπαλλήλου με τον οποίον όλοι οι υπάλληλοι φροντίζουν να έχουν καλές σχέσεις, ο δε δεύτερος αξιολογητής είναι ο επικεφαλής της υπηρεσίας, συνήθως μετακλητός υπάλληλος, που δεν έχει ιδία αντίληψη και απλά επικυρώνει τη γνώμη του πρώτου.

Οι εκθέσεις αξιολόγησης χρησιμεύουν κυρίως για τις προαγωγές και τις τοποθετήσεις των ΔΥ σε θέσεις ευθύνης από τα υπηρεσιακά συμβούλια, τα οποία όμως επειδή δεν μπορούν να σχηματίσουν σαφή εικόνα για τους υποψηφίους, γιατί σχεδόν όλοι έχουν βαθμολογηθεί με άριστα, χρησιμοποιούν άλλα κριτήρια κυρίως πολιτικά. Οι παρεληφθέντες προσφεύγουν δικαστικά και συνήθως λόγω της βραδείας απονομής της δικαιοσύνης δικαιώνονται συνταξιοδοτικά.

Στο παρελθόν έχουν γίνει πολλές προσπάθειες βελτίωσης του όλου συστήματος αξιολόγησης και προαγωγών των ΔΥ, όπως με το ν.4250/201 (Υπουργός Διοικητικής Διακυβέρνησης Κ. Μητσοτάκης), που προσδιόριζε, ότι ποσοστό 15% των ΔΥ έπρεπε να βαθμολογείται χαμηλά, ποσοστό που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ο νόμος όμως, λόγω αντιδράσεων της ΑΔΕΔΥ, δεν εφαρμόσθηκε και οι ΔΥ τιμώρησαν το κόμμα που το ψήφισε με αρνητική ψήφο στις εκλογές που ακολούθησαν.

Με το ν.4940/ 14-6-2022 "στοχοποίησης, αξιολόγησης και ανταμοιβής για την αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης…" ανατρέπεται το ισχύον και καθιερώνεται ένα νέο σύστημα αξιολόγησης των ΔΥ με παροχές κινήτρων και ανταμοιβές (bonus), όταν επιτυγχάνονται συγκεκριμένοι στόχοι, που θα ισχύσει από 1-1-2023, οι δε μέχρι τώρα εκθέσεις αξιολόγησης θα εξακολουθούν να λαμβάνονται υπόψη. Η παροχή όμως bonus σε ορισμένες κατηγορίες ΔΥ ανατρέπει το ενιαίο μισθολόγιο και είναι πολύ πιθανόν να διεκδικηθεί με επιτυχία δικαστικά από άλλες κατηγορίες ΔΥ και στο τέλος να δοθεί σε όλους, όπως έγινε με το επίδομα παραγωγικότητας των 168 ευρώ.

Προβλέπεται επίσης η καθιέρωση ενιαίου πλαισίου δεξιοτήτων, θέση συμβούλου ανάπτυξης ανθρωπίνου δυναμικού (κατά τη γνώμη μου είναι περιττή, όταν υπάρχει διευθυντής προσωπικού) και γενικό πλαίσιο αξιολόγησης συγκεκριμένων δημόσιων οργανισμών και φορέων. Εξαιρούνται από τη ρύθμιση τα Υπουργεία Εξωτερικών, Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, οι ΟΤΑ, οι αυτοτελείς υπηρεσίες, οι αποκεντρωμένες υπηρεσίες, τα ΝΠΔΔ και τα ΝΠΙΔ, που ανήκουν στη γενική κυβέρνηση. Συνεπώς ένα πολύ μεγάλο μέρος των ΔΥ του Δημόσιου Τομέα δεν υπάχθηκε στις ρυθμίσεις του παραπάνω νόμου και εξακολουθούν να αξιολογούνται με τις παραπάνω κείμενες διατάξεις.

Καταργήθηκε η βαθμολογική αξιολόγηση των παραπάνω ΔΥ, αντ’ αυτής οι υπάλληλοι χαρακτηρίζονται επαρκείς ή μη επαρκείς. Ο υπάλληλος του οποίου η αξιολόγηση είναι χαμηλή σε συνεννόηση με τον προϊστάμενο εντοπίζουν τις δεξιότητες που χρειάζονται βελτίωση ή περαιτέρω ανάπτυξη και βάσει ορισμένης διαδικασίας προσδιορίζουν τα περαιτέρω βήματα, που πρέπει να ακολουθήσει ο υπάλληλος, που είναι η υποχρεωτική παρακολούθηση επιμορφωτικών προγραμμάτων απόκτησης και βελτίωσης δεξιοτήτων, ώσπου να κριθεί επαρκής. Τα προγράμματα επιμόρφωσης θα οργανώνονται στα πρότυπα επιμορφωτικών προγραμμάτων, που υλοποιεί το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης.

Για την εξασφάλιση της αξιοπιστίας και διαφάνειας στη διαδικασία αξιολόγησης προβλέπεται η συγκρότηση επιτροπών εποπτείας αξιολόγησης από μέλη του ΑΣΕΠ, ΕΑΔ, ΝΣΚ, που θα εξετάζουν ενστάσεις των αξιολογούμενων και θα ελέγχουν τη διαδικασία για να διαπιστώσουν περιπτώσεις μη λειτουργίας στην πράξη του συστήματος.

Επίσης κατά την αξιολόγηση των προϊσταμένων οι άμεσα ιεραρχικά υφιστάμενοί τους θα συμπληρώνουν και θα υποβάλλουν το έντυπο "Σφυγμός ομάδας" με στόχευση την αποτύπωση του κλίματος και του τρόπου λειτουργίας της ομάδας.

Σαφώς πρόκειται περί καινοτόμου επιχειρησιακού σχεδίου, που η επιτυχία του εξαρτάται από τη σωστή επιλογή των προϊσταμένων της ομάδας και των προϊσταμένων διευθύνσεων ολόκληρου του Δημοσίου από τα υπηρεσιακά συμβούλια που πρέπει να γίνεται με αξιοκρατικά και όχι πολιτικά κριτήρια. Η αλήθεια είναι, ότι οι εκθέσεις αξιολόγησης δεν παίζουν σπουδαίο ρόλο στις επιλογές προϊσταμένων, ενδεχομένως δικαιολογούν μια μειοψηφία μέλους του ΥΣ, που γίνονται με τριετή ανάθεση καθηκόντων με πολιτικά κριτήρια ως επί το πλείστον, πολλές φορές όμως γίνονται με προσωρινή ανάθεση, που διαρκεί τριετία.

Η αξιολόγηση των δημόσιων φορέων δεν είναι δυνατόν να γίνει με άλλο σύστημα π.χ. outsourcing από ελεγκτικές εταιρείες, γιατί στα πεδία στα οποία αναφέρεται η έκθεση αξιολόγησης ενδεχομένως να υπάρχει υπηρεσιακό απόρρητο και είναι πολλά σημεία που μόνο εκ των έσω μπορεί να εξειδικευτούν. Άλλωστε χρειάζεται απόλυτη ειλικρίνεια στην αξιολόγηση ενός έκαστου σύμφωνα με τη φύση της εργασίας και την απόδοση του π.χ. πώς θα αξιολογήσεις κάποιον, που βάζει μόνο σφραγίδες.

Επομένως η μετά συνεπειών αξιολόγηση των ΔΥ αποτελεί μια βασική ουκ άνευ λεπτομέρεια στο όλο σύστημα της δημόσιας διοίκησης, που πρέπει να βελτιωθεί με μέριμνα της εκάστοτε κυβέρνησης συνολικά και εκ βάθρων για να έχουμε βέλτιστα αποτελέσματα. Συνεπώς το ζήτημα είναι κατ’ εξοχήν πολιτικό και εξαρτάται από την πολιτική θέση των κομμάτων εξουσίας αν θέλουν περισσότερο ή λιγότερο κράτος και ποιο.

Λέανδρος Τ. Ρακιντζής

 

Πηγή:capital.gr