Το Bitcoin κάτω από τα 18.000 δολάρια. Τί κινδύνους δημιουργεί για τις άλλες χρηματοοικονομικές αγορές;

09 Νοεμβρίου 2022, 18:19 | Άρθρα - Θέσεις

Το Bitcoin κάτω από τα 18.000 δολάρια. Τί κινδύνους δημιουργεί για τις άλλες χρηματοοικονομικές αγορές;

Ακριβώς στην επέτειο ενός έτους από την επίτευξη της ιστορικά υψηλότερης τιμής του, το Bitcoin κατέγραψε μια από τις μεγαλύτερες πτώσεις του, υποχωρώντας κάτω από τα 18.000 δολάρια και μάλιστα, φτάνοντας -ενδοσυνεδριακά- μέχρι και το σημείο των 16.999,50 δολαρίων, σήμερα (9/11/2022), το απόγευμα.

Πιο συγκεκριμένα, το Bitcoin, κατέγραψε το υψηλότερο κλείσιμό του, την 8/11/2021, στα 67.528 δολάρια. Κατέγραψε τη μεγαλύτερη -ενδοσυνεδριακή- τιμή στην ιστορία του, στις 10/11/2021, στα 68.991 δολάρια.

Η ενδοσυνεδριακά χαμηλή τιμή των 16.999,50 δολαρίων, είναι κατά -75,4% χαμηλότερη, από την ιστορικά υψηλότερη τιμή του, των 68.991 δολαρίων. Το μέγεθος αυτής της πτώσης, είναι συγκλονιστικό.

Κατά καιρούς, έχουμε εκφράσει τις απόψεις μας για το Bitocoin και το χώρο των “κρυπτονομισμάτων”, απόψεις που, κατά τα φαινόμενα, επαληθεύονται.

 

Όμως, αυτό που κυρίως μας αφορά είναι το, τί ακριβώς σημαίνει, για το σύνολο των χρηματοοικονομικών αγορών η κατάρρευση των “κρυπτονομισμάτων”. Και αν, η εξέλιξη αυτή δημιουργεί “συστημικούς κινδύνους” για τον ευρύτερο χρηματοοικονομικό χώρο.

 

Η αγορά των κρυπτονομισμάτων, ξεπέρασε οριακά, τα 3 τρισεκατομμύρια δολάρια, στις 8/11/2021. Εδώ και αρκετές εβδομάδες, βρίσκεται ελαφρά κάτω από το ένα τρισεκατομμύριο, ενώ σήμερα, κινείται περί τα 850 δισεκατομμύρια. Η απώλεια ενός μεγέθους άνω των 2 τρισεκατομμυρίων, προκάλεσε εσωτερικά προβλήματα -προβλήματα ρευστότητας, χρεοκοπίες και διαφόρων ειδών “σκάνδαλα”- εντός του χώρου των κρυπτονομισμάτων. Η “μετάδοση” των προβλημάτων εντός ενός συγκεκριμένου χώρου, είναι μία συνήθης κατάσταση σε περιόδους κρίσεων, όπου, λόγω της υποτίμησης των αξιών, είναι πολύ εύκολο να εμφανιστούν προβλήματα ρευστότητας. Χθες, 8/11/2022, τα προβλήματα ρευστότητα εντοπίστηκαν στην πλατφόρμα συναλλαγών FTX.com, σε τέτοιο σημείο, ώστε να σπεύσει για την εξαγορά της, ο κυριότερος ανταγωνιστής της, η πλατφόρμα της Binance. Βεβαίως, η κίνηση αυτή έγινε κυρίως για να μη “διαχυθούν” περισσότερα προβλήματα στον ευρύτερο χώρο των κρυπτονομισμάτων, κάτι που, με δεδομένη τη φάση της αγοράς αυτής, θα μπορούσε να είναι καταστροφικά, για όλους. Αναφέρεται μάλιστα ότι, το χθεσινό συμβάν, είναι το πιο σοβαρό που σημειώθηκε ποτέ, από την εμφάνιση της αγοράς των κρυπτονομισμάτων.

 

Μπορούν αυτές οι αρνητικές εξελίξεις στην αγορά των κρυπτονομισμάτων, να μεταδοθούν προς τις υπόλοιπες χρηματοοικονομικές αγορές;

Εκ πρώτης όψεως, κάτι τέτοιο φαίνεται αρκετά δύσκολο. Οι αμερικανικές αγορές των μετοχών και των ομολόγων, έχουν -μέχρι σήμερα- υποστεί απώλειες που υπερβαίνουν τα 37 τρισεκατομμύρια δολάρια. Το μέγεθος της αγοράς των κρυπτονομισμάτων -κάτω από τα 850 δισεκατομμύρια, με βάση τις τελευταίες αποτιμήσεις- είναι πλέον πολύ μικρό για να θεωρείται ως πρόβλημα ή ως άμεση απειλή για τις συμβατικές χρηματοοικονομικές αγορές. Αυτό, επειδή, λόγω του μεγάλου κινδύνου της αγοράς αυτής, σπάνια συμμετείχε στον υπολογισμό δεικτών φερεγγυότητας ή ως εγγύηση σε άλλου είδους χρηματοοικονομικές πράξεις. Δηλαδή, ήταν έξω από τους χρηματοοικονομικούς μηχανισμούς, που λειτουργούν και υποστηρίζουν την ευρύτερη χρηματοοικονομική αγορά. Συνεπώς, η κατάρρευση της αγοράς, δε συνιστά συστημικό κίνδυνο για τις ευρύτερες χρηματοοικονομικές αγορές.

 

Όμως, λόγω της δημοφιλίας των κρυπτονομισμάτων, αλλά και της κάλυψης της αγοράς από τα ΜΜΕ, η κατάρρευσή τους, προκαλεί αρνητικά ψυχολογικά συναισθήματα και δημιουργεί την αίσθηση μιας γενικότερης χρηματοοικονομικής πτώσης και αστάθειας, στο ευρύτερο κοινό, κάτι που, βεβαίως, δε συνιστά καλό στοιχείο για τις ευρύτερες χρηματοοικονομικές αγορές. Η πτώση της τιμής του Bitcoin κάτω από τις 18.000 δολάρια, ένα επίπεδο που πολλοί θεωρούσαν ως “βράχο” στη διακύμανση του κυριότερου “κρυπτονομίσματος”, δημιουργεί πολλούς αρνητικούς συνειρμούς για ένα μεγάλο αριθμό μετοχών που, επίσης συμπεριφέρθηκαν ως “φούσκες” κατά την τελευταία διετία. Και αυτό είναι αρνητικό και θα έχει επιδράσεις.

 

 

Γιάννης Σιάτρας