Γιατί οι αγορές φοβούνται επιβράδυνση του τραπεζικού τομέα

27 Απριλίου 2023, 10:24 | Διεθνείς Αγορές

Γιατί οι αγορές φοβούνται επιβράδυνση του τραπεζικού τομέα

Τα οικονομικά αποτελέσματα πρώτου τριμήνου της First Repuplic Βank την Τρίτη οδήγησαν την μετοχή της τράπεζας σε απώλειες άνω του 60% μέσα σε δύο ημέρες, καθώς «αποκάλυψαν» ότι η First Republic έχασε το 40% των καταθέσεων της κατά την περίοδο των τραπεζικών αναταράξεων στις ΗΠΑ.

Πρόκειται για ένα ποσοστό απωλειών πολύ μεγαλύτερο από αυτό που ανέμεναν οι αναλυτές, που πυροδότησε εκ νέου την ανησυχία όχι μόνο για την τύχη της μικρής τράπεζας που είχε ήδη «στοχοποιηθεί» ως το πιθανό επόμενο θύμα της τραπεζικής κρίσης που πυροδότησε η κατάρρευση της SVB, αλλά και για μια πιθανή νέα κρίση εμπιστοσύνης στις περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ που μπορεί εν δυνάμει να μεταδοθεί στην ευρύτερη αγορά.

Το χθεσινό δημοσίευμα του Bloomberg ότι η τράπεζα προσπαθεί να πουλήσει assets αξίας άνω των 100 δις δολαρίων για να στηρίξει τα οικονομικά της, έριξε «λάδι στη φωτιά», οδηγώντας τόσο τη μετοχή, όσο και τα ομόλογα της τράπεζας σε μεγάλες απώλειες για δεύτερη συνεχόμενη μέρα.

Η αλήθεια είναι ότι η αγορά μετά την κατάρρευση της Silicon Valley Bank τον Μάρτιο έχει επανέλθει σε σχετικά ήρεμα νερά. Και λέμε «σχετικά» γιατί τα ασφάλιστρα κινδύνου στον δείκτη χρηματοπιστωτικού χρέους του Bloomberg μπορεί μεν να έχουν αποκλιμακωθεί αρκετά, αλλά δεν επανήλθαν ποτέ στα προ κρίσης επίπεδα.

Αυτό αποδεικνύει ότι αν και τα τραύματα της επενδυτικής ψυχολογίας από τα τραπεζικά γεγονότα του Μαρτίου έχουν επουλωθεί ικανοποιητικά, εντούτοις δεν έχουν κλείσει εντελώς.

Η τραπεζική κρίση του Μαρτίου ήρθε μια στιγμή που η παγκόσμια οικονομία παραμένει εύθραυστη κάτω από το βάρος μιας άνευ προηγουμένου συρροής παραγόντων όπως ο Ρωσοουκρανικός πόλεμος, οι διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας, ο πληθωρισμός και η συνεπαγόμενη επιθετική νομισματική σύσφιξη. Το πιο σημαντικό δε είναι ότι όλοι αυτοί οι παράγοντες αναμένεται να συνεχίσουν να δίνουν ανατροπές στο οικονομικό περιβάλλον, πόσο μάλλον αν εν τέλει μας οδηγήσουν σε μια σοβαρή ύφεση.

Τα ωστικά κύματα από την εύθραυστη παγκόσμια οικονομία σαφώς γίνονται αισθητά στον παγκόσμιο τραπεζικό κλάδο, αλλά τα Ρίχτερ μεταφράζονται τελείως διαφορετικά ανάλογα το μέγεθος, τις δραστηριότητες και τη διαχείριση κινδύνου της εκάστοτε τράπεζας.

Είναι λογικό ότι οι μεγάλες, καλά κεφαλαιοποιημένες και διαφοροποιημένες τράπεζες είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τις σεισμικές δονήσεις της αγοράς πολύ καλύτερα από τις μικρότερες περιφερειακές τράπεζες. Για όλες όμως, η αγορά είναι ιδιαίτερα ανταγωνιστική και οι προκλήσεις εξαιρετικά μεγάλες.

Το πρώτο ζητούμενο είναι η ανάκτηση της εμπιστοσύνης

Το πιο σημαντικό περιουσιακό στοιχείο των τραπεζών είναι η εμπιστοσύνη. Η εμπιστοσύνη όμως παρότι χτίζεται επί πολλά χρόνια, εντούτοις μπορεί να χαθεί μέσα σε μια στιγμή. Κακά τα ψέματα, αν θέλουμε να μιλήσουμε ανοικτά θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, οι τράπεζες αντιμετωπίζουν προβλήματα αξιοπιστίας και φήμης.

Στην πραγματικότητα, οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες κατατάσσονται σταθερά μεταξύ των τομέων με τη μικρότερη εμπιστοσύνη, εμπνέοντας σήμερα εμπιστοσύνη σε μόλις λίγο πάνω από το μισό -54% για την ακρίβεια- του κοινού, σύμφωνα με το Edelman Trust Barometer του 2022.

Μέσα από αυτό το πρίσμα, το μεγαλύτερο ζητούμενο για τον τραπεζικό τομέα είναι η επαγρύπνηση για οτιδήποτε μπορεί να υπονομεύσει περαιτέρω την εμπιστοσύνη. Πού μπορεί να κρύβεται λοιπόν ο επόμενος κίνδυνος;

Οι βασικοί κίνδυνοι που μπορεί να προκαλέσουν μια νέα κρίση

Η πρόσφατη κρίση των περιφερειακών τραπεζών των ΗΠΑ αποκάλυψε τους κινδύνους που διατρέχουν οι μικρές τράπεζες όπως η ιλιγγιώδης ανάπτυξή τους, η χαλαρή διαχείριση κινδύνου και η υπερβολική εξάρτηση τους από ανασφάλιστες καταθέσεις.

Τώρα, όλοι αναζητούν τον επόμενο κίνδυνο που μπορεί να κρύβεται σε «κοινή θέα», με τους περισσότερους αναλυτές να τους αναζητούν στα εμπορικά ακίνητα, στα χαρτοφυλάκια ομολόγων και στον σκιώδη τραπεζικό τομέα.

Όσον αφορά τα εμπορικά ακίνητα, οι αποτιμήσεις τους θα μπορούσαν να μειωθούν κατά περίπου 20% έως 25% φέτος, σύμφωνα με τον επικεφαλής στρατηγικής ακίνητης περιουσίας στην Cohen Steers, Rich Hill, ενώ για τα γραφεία, οι μειώσεις θα μπορούσαν να είναι ακόμη πιο μεγάλες, ξεπερνώντας το 30%.

Σύμφωνα δε με πρόσφατο ρεπορτάζ των Julia Horowitz και Allison Morrow για το CNN, η μέση πληρότητα των γραφείων στις Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθεί να είναι μικρότερη από το ήμισυ των επιπέδων του Μαρτίου 2020.

Αν προσθέσουμε τώρα στο κάδρο ότι οι τράπεζες κατέχουν περίπου 270 δισ. δολάρια σε δάνεια εμπορικών ακινήτων που θα λήξουν το 2023 και ότι σχεδόν το ένα τρίτο από αυτά είναι σε ακίνητα γραφείων, κατανοούμε τους κινδύνους από αυτό το μέτωπο.

Ήδη σύμφωνα με εταιρείες που παρέχουν δεδομένα για τα εμπορικά ακίνητα, το ποσοστό των στεγαστικών δανείων εμπορικών γραφείων όπου οι δανειολήπτες υστερούν στις πληρωμές αυξάνεται.

Αυτό είναι ένα πιθανό πρόβλημα για τις τράπεζες, δεδομένου του εκτεταμένου δανεισμού τους στον κλάδο. Η Goldman Sachs εκτιμά ότι το 55% των δανείων γραφείων στις ΗΠΑ βρίσκονται στους τραπεζικούς ισολογισμούς με τις περιφερειακές και κοινοτικές τράπεζες να αντιπροσωπεύουν το 23% του συνόλου.

Περνώντας στα χαρτοφυλάκια των ομολόγων, το μεγαλύτερο «σαράκι» ακούει στο όνομα «μη πραγματοποιηθείσες ζημιές».

Εδώ το πρόβλημα ξεκινάει από την παρατεταμένη περίοδο όπου τα επιτόκια πλησίαζαν το μηδέν και οι τράπεζες αγόραζαν αθρόα μακροχρόνια κρατικά ομόλογα και τίτλους με υποθήκη.

Καθώς η Fed και άλλες Κεντρικές Τράπεζες αύξησαν επιθετικά τα επιτόκια, η αξία αυτών των ομολόγων υποχώρησε.

Μόνο οι τράπεζες των ΗΠΑ σύμφωνα με τις συντηρητικές εκτιμήσεις των αναλυτών έχουν «μη πραγματοποιηθείσες ζημιές» περίπου 620 δις δολαρίων. Τουτέστιν τα περιουσιακά τους στοιχεία αξίζουν λιγότερο στην αγορά από ό,τι πλήρωσαν για αυτά, κάτι που θα δημιουργήσει πρόβλημα, εάν αναγκαστούν να πουλήσουν αυτά τα περιουσιακά στοιχεία προκειμένου να ανταποκριθούν σε μια κρίση ρευστότητας.

Επίσης παραμένει άγνωστο αν αυτές «οι μη πραγματοποιηθείσες ζημιές» κατανέμονται σε ολόκληρο τον κλάδο, ή συγκεντρώνονται σε ορισμένα τραπεζικά ιδρύματα.

Τέλος όσον αφορά το σκιώδες τραπεζικό σύστημα, αναφερόμαστε σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δανείζουν χρήματα αλλά δεν λαμβάνουν καταθέσεις από πελάτες.

Μπορεί να περιλαμβάνει επενδυτικές τράπεζες, hedge funds, ασφαλιστικές εταιρείες, ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια και κάθε είδους ισχυρούς παίκτες της Wall Street.

Το πρόβλημα και οι «περιπέτειες» έγκεινται στο ότι το σκιώδες τραπεζικό σύστημα δεν υπόκειται στους ίδιους αυστηρούς κανόνες όπως οι τράπεζες, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να αναλάβει πολύ περισσότερο ρίσκο. Επίσης, δεν επωφελείται από ένα κυβερνητικό backstop εάν «αρχίσουν τα όργανα» των καταρρεύσεων.

Για τους κινδύνους από το «σκιώδες τραπεζικό σύστημα» μίλησε και ο Ντε Γκίντος χθες από το Φόρουμ των Δελφών, υπερθεματίζοντας ότι είναι το βασικό θέμα προσοχής για τον χρηματοπιστωτικό τομέα της Ευρώπης.

Τα σχετικά απλούστερα και βραχυπρόθεσμα προβλήματα

Πέραν των τριών μεγάλων κινδύνων που αναφέραμε πιο πάνω, βραχυπρόθεσμα οι τράπεζες λιανικής θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τα υψηλότερα επιτόκια, τον πληθωρισμό και τη χαμηλότερη ανάπτυξη που δεν αποκλείεται να μετατραπεί και σε ύφεση.

Βλέπετε, μπορεί το καθαρά έσοδα από τόκους να αναμένεται να αυξηθούν για πολλές τράπεζες παγκοσμίως, καθώς αυξάνονται τα επιτόκια από τις Κεντρικές Τράπεζες, εντούτοις δεν αποκλείεται η αύξηση αυτή να είναι μετριοπαθής αν οι τράπεζες αναγκαστούν να αυξήσουν τα επιτόκια στα καταθετικά προϊόντα προκειμένου να διατηρήσουν πελάτες που αναζητούν υψηλότερες ευκαιρίες απόκτησης τόκων.

Η πίεση στην αγορά ακινήτων και οι προκλήσεις στις αγορές των στεγαστικών δανείων και των δανείων αυτοκινήτων θα μπορούσαν επίσης να επηρεάσουν τους ισολογισμούς των τραπεζών.

Τα υψηλότερα επιτόκια θα ενισχύσουν τα καθαρά περιθώρια επιτοκίου των τραπεζών για χαρτοφυλάκια καρτών, αλλά ο επίμονος πληθωρισμός, η εξάντληση των αποταμιεύσεων και η πιθανή οικονομική επιβράδυνση θα μπορούσαν να επιβαρύνουν την όρεξη των καταναλωτών για δαπάνες.

Η ίδια απρόβλεπτη αγορά θα μπορούσε να δημιουργήσει αντίθετους ανέμους για μελλοντικές συναλλαγές και επίσης να φέρει στην επιφάνεια θέματα ασφαλείας κεφαλαίου και ρευστότητας. Αυτή η δυναμική έρχεται σε έντονη αντίθεση με την τελευταία διετία, όταν τα τμήματα επενδυτικής τραπεζικής σημείωσαν κέρδη ρεκόρ.

Οι μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι

Μακροπρόθεσμα, οι τράπεζες θα πρέπει να αντιμετωπίσουν νέους κινδύνους κατακερματισμού για τις ομάδες εσόδων και το λειτουργικό τους μοντέλο.

Την ίδια στιγμή, ο σχετικά αργός ρυθμός ψηφιοποίησης για κάποια ονόματα του τομέα μπορεί να μειώσει τις μελλοντικές δυνατότητες.

Η δυναμική της αγοράς διαμορφώνεται από πολλαπλές δυνάμεις, εκτός από τις μακροοικονομικές συνθήκες, όπως ο εκδημοκρατισμός των συμβουλών και οι δημογραφικές αλλαγές, συμπεριλαμβανομένης της μεταφοράς πλούτου από γενεά σε γενεά.

Οι πελάτες περιμένουν όλο και περισσότερο ολιστικές συμβουλές, προκαλώντας μια στροφή από την εστίαση στα προϊόντα στην πελατοκεντρικότητα. Αυτό δημιουργεί ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό νέο περιβάλλον για τα στελέχη του τομέα.

Γιατί προτιμούμε να βλέπουμε το ποτήρι μισογεμάτο

Η ταχεία και αποφασιστική απάντηση από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής τόσο στην κρίση του Μαρτίου στο περιφερειακό σύστημα των αμερικανικών τραπεζών των ΗΠΑ, όσο και στην υπόθεση της Credit Suisse, υποστηρίζει ένα πιο αισιόδοξο αποτέλεσμα.

Πιο συγκεκριμένα, η Ομοσπονδιακή Εταιρεία Ασφάλισης Καταθέσεων των ΗΠΑ, ένας ανεξάρτητος οργανισμός που εστιάζει στη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, κινήθηκε ταχύτατα για την προστασία των καταθέσεων.

Η Fed από την πλευρά της θέσπισε το Πρόγραμμα Τραπεζικής Χρηματοδότησης, το οποίο αυξάνει τον δανεισμό προς τις τράπεζες, προκειμένου να κρατηθούν οι δίαυλοι ρευστότητας ανοικτοί.

Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού η ελβετική Κεντρική Τράπεζα ενήργησε γρήγορα για να πετύχει σε χρόνο ρεκόρ τη συμφωνία UBS/Credit Suisse.

Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν σημαντικοί πιθανοί κίνδυνοι σε τομείς όπως τα εμπορικά ακίνητα των ΗΠΑ και οι παγκόσμιες αγορές κατοικιών, το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα παραμένει καλά κεφαλαιοποιημένο.

Τα κεφάλαια κατηγορίας 1 είναι σημαντικά υψηλότερα από ό,τι κατά την τελευταία κρίση, επιτρέποντας στις τράπεζες να αντέξουν αρνητικούς κραδασμούς.

Επίσης οι Κεντρικές Τράπεζες διαθέτουν νέα εργαλεία για την παροχή ρευστότητας και η γρήγορη ανταπόκρισή τους δείχνει ότι η προσέγγιση «ό,τι χρειαστεί» παραμένει πάντα πάνω στο τραπέζι για την αποτροπή μιας παγκόσμιας κρίσης. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να μας εγγυηθεί ότι οι εξελίξεις του Μαρτίου ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός.

Όπως εξηγήσαμε πιο πάνω, παραμένουν σημαντικές οι μη πραγματοποιηθείσες ζημιές σε μικρότερες εμπορικές τράπεζες και δεν είναι ακόμη σαφές εάν έχουν αντισταθμίσει αυτούς τους κινδύνους και εάν θα αναγκαστούν να εκχωρήσουν περιουσιακά στοιχεία. Η έλλειψη εμπιστοσύνης συνεχίζει να χαρακτηρίζει τον κλάδο με αποτέλεσμα να αυξάνεται η αποστροφή κινδύνου, ενώ την ίδια στιγμή ο αυστηρότερος ρυθμιστικός έλεγχος των μικρών τραπεζών και η ταχύτατη άνοδος των επιτοκίων είναι πιθανόν να συνεχίσουν να ασκούν καθοδικές δυνάμεις στον δανεισμό.

Μια πιθανή επερχόμενη ύφεση θα πλήξει την οικονομική δραστηριότητα, οδηγώντας σε περισσότερες χρεοκοπίες και σε ακόμη αυστηρότερους όρους δανεισμού. Όλα αυτά θα μπορούσαν να απειλήσουν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Μετατρέποντας την τρέχουσα συγκυρία σε ευκαιρία

Αρχές του έτους πραγματοποιήθηκε από το Economist Impact, με την στήριξη της εταιρείας AI και analytics SAS μια ενδιαφέρουσα μελέτη για το μέλλον των τραπεζών, με τον τίτλο «Banking in 2035: three possible futures». Στη μελέτη αυτή διερευνήθηκαν οι επιλογές που έχουν οι τράπεζες προκειμένου να ανταπεξέλθουν με επιτυχία στο ολοένα πιο ανταγωνιστικό και απαιτητικό περιβάλλον.

Για τις εμπορικές τράπεζες μια πιθανή επιλογή για ν’ αντιμετωπίσουν τον σκληρό ανταγωνισμό και να κερδίσουν μεγαλύτερο μερίδιο από τα «portfolio»των εταιρικών πελατών είναι οι εξατομικευμένες ψηφιακές και πλούσιες σε δεδομένα λύσεις και εξατομικευμένες συμβουλές.

Ένα από τα βασικά σενάρια προβλέπει έναν κόσμο όπου οι τράπεζες αξιοποιούν τον ψηφιακό μετασχηματισμό για να αποκαταστήσουν την εικόνα τους και να ενισχύσουν τα εργαλεία data privacy και κυβερνοασφάλειας με στόχο να προασπίζονται τη θέσπιση κανονιστικών ρυθμίσεων με επίκεντρο τον καταναλωτή.

Η μεγαλύτερη διαφάνεια και η προστασία των καταναλωτών θα ενισχύσουν την εμπιστοσύνη του κοινού, τροφοδοτώντας την ανοικτή τραπεζική και τις συνεργασίες που θα δημιουργήσουν νέα προσοδοφόρα προϊόντα και υπηρεσίες. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο οι ψηφιακές πλατφόρμες θα έχουν ως σκοπό να ενοποιούν απρόσκοπτα κάθε πτυχή της οικονομικής ζωής των πελατών σε μια εξατομικευμένη και ευέλικτη εμπειρία.

Μακροπρόθεσμα, οι τράπεζες θα πρέπει να αναπτύξουν νέες εφαρμογές για ESG, ενσωματωμένη χρηματοδότηση και ψηφιακά περιουσιακά στοιχεία. Αυτές οι προσπάθειες θα πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στη φυλετική ισότητα, την απαλλαγή από τον άνθρακα και την ασφάλεια δεδομένων.

Μακροπρόθεσμα και καθώς η ψηφιοποίηση επιταχύνεται, είναι κρίσιμο για τις τράπεζες να δημιουργήσουν μια υπερ-προσωποποιημένη σχέση τόσο με τους εταιρικούς πελάτες όσο και με τους πελάτες λιανικής, αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα τους αυξανόμενους κινδύνους. Η εξισορρόπηση ανάμεσα στην εμπειρία πελάτη και στη διαχείριση κινδύνου απαιτεί μια προσέγγιση λήψης επιχειρηματικών αποφάσεων που θα εξασφαλίζουν την αποφυγή κάθε πιθανής απάτης και θα ενσωματώνονται ολιστικά σε κάθε σημείο του customer journey. Οι τράπεζες μόνο έτσι θα μπορέσουν να ενισχύσουν την πελατειακή τους βάση.

Όσον αφορά τώρα την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, αυτή θα απαιτήσει πρωτοφανή επίπεδα παγκόσμιας συνεργασίας. Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, οι σημερινές δεσμεύσεις των κυβερνήσεων για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου υπολείπονται κατά πολύ των όσων απαιτούνται για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη κατά 1,5°C.

Έως το 2035 θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί η δημιουργία μιας παγκόσμιας κοινότητας, όπου η απεξάρτηση από τον άνθρακα θα αποτελεί πρωταρχικό μέλημα σε όλους τους τομείς της ενέργειας, των υποδομών και των μεταφορών. Οι πόλεις θα έχουν επανασχεδιαστεί με στόχο την καλύτερη ενεργειακή απόδοση και την κλιματική ανθεκτικότητα. Οι οικονομικά αποδοτικές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και οι πράσινες τεχνολογίες θα επικρατήσουν.

Οι τράπεζες μπορούν να συμβάλουν στην προώθηση της πράσινης μετάβασης και να προωθήσουν την παγκόσμια κλιματική ανθεκτικότητα, ενισχύοντας την ικανότητά τους να μοντελοποιούν σενάρια κλιματικού κινδύνου και να κατανοούν τις πιθανές επιπτώσεις στους ισολογισμούς και τα κεφάλαιά τους. Αυτό απαιτεί βέβαια καλύτερα analytics, μοντελοποίηση και διαχείριση του κλιματικού κινδύνου.

Τέλος, μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις αλλά ταυτόχρονα και ευκαιρίες του τραπεζικού τομέα είναι να ανταποκριθεί σε μια γεωπολιτικά κατακερματισμένη παγκόσμια σκηνή, η οποία χαρακτηρίζεται από τη μείωση της συνεργασίας ανάμεσα στους παγκόσμιους οικονομικούς κολοσσούς.

Διμερείς και περιφερειακές συμφωνίες τείνουν να αντικαταστήσουν τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, ενώ την ίδια στιγμή το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει διαταραχθεί από τα εναλλακτικά συστήματα πληρωμών των ανταγωνιστών και την άνοδο των ψηφιακών νομισμάτων.

Ως εκ τούτου, ειδικά οι τράπεζες συναλλαγών θα πρέπει να επικεντρωθούν στη δημιουργία μιας σύγχρονης, αποτελεσματικής, επεκτάσιμης τεχνολογικής πλατφόρμας για να παρέχουν μια ολιστική, σε πραγματικό χρόνο προβολή των συναλλαγών των πελατών τους. Αυτό απαιτεί την εισαγωγή νέων τεχνολογιών όπως μικροϋπηρεσίες με δυνατότητα cloud, εργαλεία δεδομένων αγοράς, αναλυτικά στοιχεία και ψηφιοποιημένες διαδικασίες συναλλαγών.

 

Μαίρη Βενέτη

Πηγή: liberal.gr